Μια εικόνα έρχεται στο
μυαλό μου αναπόφευκτα κάθε φορά που διαβάζω για τη διαφθορά στις Εφορίες και
αλλαχού. Είναι δεκαπέντε χρόνια τώρα που μου καρφώθηκε, και θα ήθελα να την έχω
ξεφορτωθεί, αλλά αυτή εκεί, επιμένει.
Με είχαν καλέσει στην
Εφορία Κεφαλαίου, σε κάτι γραφεία στη Λυκούργου, να ζητήσουν συμπληρωματικό
φόρο κληρονομιάς για τα πατρικά στοιχεία. Λογάριασαν ότι η οικογένεια χρωστούσε τρία εκατομμύρια
δραχμές. Μου φάνηκαν πολλά κι άρχισα να λέω ότι κάτι πρέπει να γίνει, δεν είναι
δυνατόν, διάφορα τέτοια. Η εφοριακός είχε κάνει το λογαριασμό σε ένα χαρτί με
στυλό. Ήταν μια γυναίκα με κυπριακή
προφορά, κι αφού με άκουσε κοιτώντας με διερευνητικά (αλλά μετά το κατάλαβα,
πως ήταν διερευνητικό το βλέμμα) σηκώθηκε κουνιστή και λυγιστή να πάει στον
προϊστάμενο. Φορούσε μια τρομερά εφαρμοστή φούστα με σέξι κόψιμο στο πίσω
μέρος, και κουνιόταν περισσότερο από τις πουτάνες που βγαίνουν βόλτα στον
Πειραιά με επικεφαλής τη Δέσπω Διαμαντίδου στο «Ποτέ την Κυριακή». Έμεινα
έκπληκτη να παρατηρώ εκείνο το περπάτημα. Δεν είχα ξαναδεί κάτι παρόμοιο στην αληθινή
ζωή. Τόσο θαμπώθηκα που, όταν επιστρέφοντας από το γραφείο του προϊσταμένου με
την πρόταση να της δώσω εκατό χιλιάδες εκείνης κι άλλες τόσες του προϊσταμένου
για να μου μειώσουν στο μισό το ποσόν, δεν κατάλαβα πολύ καλά τι εννοούσε, κι
έφυγα περιχαρής.
Το ομολογώ μετά από τόσα
χρόνια, μόνο όταν πια περπατώντας στην Ομόνοια ξανασκεφτόμουν τη σειρά των γεγονότων άρχισε
να γλυκοχαράζει στο μυαλό μου η αλήθεια. Η τύπισσα είχε ζητήσει να τη
δωροδοκήσω για να μου κατεβάσει το φόρο. Ήμουν πολύ ανόητη να μην το καταλάβω
αμέσως. Και με ποιο δικαίωμα το έκανε αυτό; Τι δυνατότητες είχε; Δεν ήταν
ταρίφα καθορισμένη ο φόρος; Πώς συνέβαινε κάτι τέτοιο;
Ζήτησα τα φώτα της
εφοριακού φίλης μου, της διηγήθηκα το περιστατικό κι έβαλε τα γέλια. Μα φυσικά
είχε ζητήσει να τη δωροδοκήσω! Πώς υπήρξα τόσο αφελής;
Και τι θα έκανα; Να πάω
με σημαδεμένα χαρτονομίσματα και να φωνάξω μετά την Αστυνομία; Δεν άντεχα τόση
σκηνοθεσία. Κι αν δεν είχα καταλάβει καλά, επέμενα εγώ, με ένα είδος πίστης στο
απίθανο εκείνο κούνημα του πισινού και των πέριξ αυτού.
Πήγα ξανά στο γραφείο
της, ζήτησα το χαρτί στο οποίο είχε σημειώσει τη μείωση του φόρου. Είχε γράψει
την πρόταση με μολύβι δίπλα στην άλλη με το στυλό, κι αμέσως έπιασε μια γόμα
και την έσβησε. Δεν ήταν πρωτάρα, κατάλαβε από το ύφος μου ότι κάτι δεν πήγαινε
καλά. Γελάω με την αφέλεια μου καθώς της ανακοίνωνα ότι θα έγραφα και θα
δημοσίευα την ιστορία. Δεν ίδρωσε τ’ αυτί της καθόλου, σηκώθηκε και πήγε πάλι
σεινάμενη κουνάμενη να ειδοποιήσει τον προϊστάμενο, για τα εκατό χιλιάρικα
που δεν θα έπαιρναν. Για καιρό απορούσα,
πώς μπορούσαν αυτοί οι τύποι να ανεβοκατεβάζουν κατά το γούστο τους την αξία
του φόρου. Δεν υπήρχε έλεγχος, δεν υπήρχαν λίστες, τίποτε που να προφυλάξει το
κράτος από τη μία και εμάς από την άλλη, από την εγκληματική τους δράση;
Πληρώσαμε τα τρία μας
εκατομμύρια στο ελληνικό κράτος ακατέβατα, κι η ιστορία ξεχάστηκε μαζί με άλλες
που ήρθαν να προστεθούν. Μόνο εκείνος ο σεινάμενος κουνάμενος πισινός έρχεται
συνέχεια στο νου μου αυτόν τον καιρό, τώρα που συνεχώς αποκαλύπτονται απάτες
στο δημόσιο. Εκείνο το επιμελημένο, το σχεδόν τρομαχτικό περπάτημα που δεν είχε
καμία θηλυκότητα, κι ας ήταν ξεπατικούρα του πιο προκλητικά, υποτίθεται,
θηλυκού περπατήματος. Κάθε φορά που διαβάζω τα σημεία και τέρατα που
αποκαλύπτονται στις δημόσιες υπηρεσίες, ξαναβλέπω εκείνο τον τρομερό πισινό να
σειέται και να λυγιέται στο διάδρομο της Εφορίας Κεφαλαίου, σαν διεστραμμένη γλώσσα
της εξουσίας, γεμάτος περιφρόνηση για κάθε τι που τον περιτριγυρίζει. Σχεδόν
ακούω τη φωνή της.