Σταματά το πούλμαν του ιδιωτικού σχολείου στην Αλεξάνδρας και κατεβαίνουν δυο αγοράκια γύρω στα οκτώ, χαριτωμένα, γλυκύτατα, με τα φρυδάκια τους σουφρωμένα.
-Γιατί δεν έφερες κουλούρι λέει το ένα θυμωμένο στο μπαμπά που τα περίμενε στο πεζοδρόμιο και τα παρέλαβε.
Μπορεί να είναι και παππούς, είναι μεγάλος στην ηλικία. Μπορεί και μπαμπάς από αυτούς που τεκνοποιούν μετά τα σαράντα, ή και τα πενήντα, δεν είναι σαφές. Εκείνο που είναι σαφές είναι ότι δεν ενοχλείται με το επιθετικό ύφος του μικρού, ή, τουλάχιστον, δεν το δείχνει. Απαντά τρυφερά ότι υπάρχουν στο σπίτι μουστοκούλουρα. Πριν προλάβει να τελειώσει η φράση, τα θυμωμένα παιδιά έχουν βγάλει τα μπουφάν τους και του τα έχουν ρίξει στα χέρια.
Περιμένουμε μαζί να περάσουμε απέναντι, τους ακούω χωρίς να το θέλω. Τα πιτσιρίκια δεν αρκούνται να φορτώσουν τον μπαμπά ή παππού με τα μπουφάν τους. Φαίνεται ότι εκείνος κάπως αντέδρασε, κάτι είπε που δεν άκουσα, και του λέει το πιο μαχητικό από τα δύο, με ύφος τόσο αυστηρό που κόντεψα να βάλω τις φωνές:
-Να μάθεις να τα κρατάς, να μάθεις, να μάθεις…
Ο πατέρας ή παππούς δεν απάντησε. Δεν είπε ότι δεν είναι σωστό να μιλάς έτσι σε μεγαλύτερους ή κάτι τέτοιο κλασσικό. Θα του φαινόταν ίσως πολύ μπανάλ να πει μια τέτοια φράση, ωστόσο ακριβώς αυτό έπρεπε να πει, διάολε. Αν όχι σαν παρατήρηση, έστω πληροφοριακά. Ενημερωτικά. Να ξέρουν τα παιδιά ότι δεν είναι σωστό να μιλάς έτσι σε μεγαλύτερους. Να το ακούσουν μια φορά, κι ας μην το δεχτούν. Να είναι όμως ενημερωμένα.
Όχι, ο κύριος που παρέλαβε τα παιδιά δεν είχε όρεξη για συγκρούσεις μαζί τους. Άλλαξε απλώς κουβέντα, έστρεψε αλλού την προσοχή τους κι εγώ είχα σκάσει πια να ανάψει εκείνο το ρημάδι το φανάρι να απομακρυνθώ, να μην παρασυρθώ κι αρχίσω εγώ να ουρλιάζω μέσα στην Αλεξάνδρας ότι δεν μιλάνε έτσι σε μεγαλύτερους, πατεράδες, παππούδες, ας είναι και σοφέρ, ας είναι οτιδήποτε.
Άναψε επιτέλους το φανάρι κι έφυγα τρέχοντας, να μην ακούσω άλλα. Δεν μπορείς να αποφύγεις τις θλιβερές σκέψεις όταν πετυχαίνεις κάτι τέτοια. Στην αρχή λυπήθηκα τον ενήλικα που δεν τολμούσε να τα βάλει με τα ανήλικα και δεχόταν αδιαμαρτύρητα την κακή τους συμπεριφορά. Τι τρομερό να αποχτάς παιδιά για να νοιώσεις την ευτυχία να μεταδίδεις τα πράγματα που αγαπάς απ’ αυτό τον κόσμο, και πιο πολύ απ’ όλα μια συμπαθητική εικόνα του εαυτού σου, κι αντί γι αυτό να περνάς τέτοιες δοκιμασίες…
Αλλά γιατί οι μεγάλοι παραιτούνται έτσι από το έργο της διαπαιδαγώγησης; Επειδή είναι χαριτωμένα και ακαταμάχητα τα παιδιά; Μα δεν τα λυπούνται;
Γιατί εδώ που τα λέμε, τα παιδιά είναι εντέλει αξιολύπητα. Αν δεν είναι μόνο μια στιγμή κούρασης που ο γονιός δεν αντιδρά, αν συχνά συμβαίνει να φέρονται έτσι και να τα αφήνουν στην πλάνη τους- γιατί πρόκειται για πλάνη- αν είναι αυτό συστηματική συμπεριφορά, τα παιδιά είναι χαμένα.
Μεγαλώνουν χωρίς να συνειδητοποιούν ότι υπάρχουν κανόνες στον κόσμο των ανθρώπων για τον οποίο προορίζονται. Δεν τους μαθαίνουν, κινδυνεύουν να μην διδαχτούν ότι οφείλουν να σέβονται εκείνους που κοπιάζουν για το χατίρι τους, να τους υπολογίζουν, να συγκρατούν το θυμό, να μη λένε ό,τι τους κατέβει. Οφείλουν να μετράνε την παρουσία και την αξία των συνανθρώπων τους. Δεν είναι το σχολείο που τους μαθαίνει αυτούς τους κανόνες, οι γονείς έχουν την ευθύνη, κακά τα ψέματα.
Κινδυνεύουν να μεγαλώσουν και να αρχίσουν να κυκλοφορούν στον κόσμο των ενηλίκων αγνοώντας ότι υπάρχουν. Είναι τρομερή άγνοια αυτή, σε κάνει να μην μπορείς να ζήσεις με τους άλλους ανθρώπους. Άσε που σε καταδικάζει να ασχολείσαι διαρκώς με τον εαυτό σου και να πλήττεις θανάσιμα.
Τα παιδιά είναι τα δυστυχισμένα της υπόθεσης τελικά. Τα περιμένει μεγάλο σοκ όταν αντιμετωπίσουν τον κόσμο, για τον οποίο συνεχώς θα σκέπτονται ότι δεν τα εκτιμά αρκετά, δεν τα αγαπά, δεν τα καταλαβαίνει… Ενώ αυτά θα είναι που δεν θα έχουν μάθει τη γλώσσα επικοινωνίας με τους άλλους ανθρώπους και την κοινωνία και θα νοιώθουν διαρκώς περιθωριακά και ακατανόητα.
Τι δυστυχία… Και πόσο διαδεδομένη κατάσταση εδώ που τα λέμε. Γιατί αν πρόσεξα αυτή τη συνομιλία στο φανάρι, είναι επειδή μου θύμισε ένα σωρό άλλες που έχω ακούσει ως μητέρα, όταν πήγαινα τα παιδιά μου στο πάρκο ή σε άλλα μέρη, κι άκουγα τους γονείς.
Πόσες φορές δεν με έπνιξε αυτή η ανάγκη να ουρλιάξω ότι δεν πρέπει να αφήνουν τα παιδιά τους ανυπεράσπιστα απέναντι στον ίδιο τον εαυτό τους με αυτό τον τρόπο; Από την επιθυμία να μην τα καταπιέσουν, τα αφήνουν να καταπιέζονται από τις ανεξέλεγκτες συμπεριφορές και την άγνοια των ορίων, από την λανθασμένη εντύπωση ότι όλα τους επιτρέπονται και την προδιάθεση να δυστυχούν με την παραμικρή αμφισβήτηση.
Τουλάχιστον αυτή η συμπεριφορά εξηγεί ένα σωρό καταστάσεις που μας βασανίζουν καθημερινά, ένα σωρό γαϊδουρινές συμπεριφορές που κοντεύουμε να συνηθίσουμε. Ίσως να είναι τόσο απλό λοιπόν, να ταλαιπωρούμαστε επειδή οι Έλληνες μεγαλώνουν κακομαθημένα παιδιά.
Ίσως να είναι και πιο περίπλοκο.
Είχε δημοσιευτεί στα ΝΕΑ όταν εργαζόμουν εκει, στα blog των συντακτών, εκ των οποίων το δικό μου εχει γίνει άφαντο στο διαδίκτυο
http://www.tanea.gr/blogs/blogger/post/?aid=4505851