Έχουμε μια αυλή σπάνια για ελληνικά δεδομένα, μοναδική θα έλεγα. Η πολυκατοικία αναπτύσσεται κάθετα στον δρόμο και έχει είσοδο σαν δικό της πεζόδρομο, αυτή την αυλή. Είναι ευλογία, με τη γαλήνη και τις γλάστρες της, το πράσινό της, και κατάρα μαζί, γιατί γύρω όσοι έχτισαν δεν έλαβαν υπόψη την πρόσοψή μας, μας έστρεψαν αρχιτεκτονικά τα νώτα τους. Βλέπουμε τα πίσω μπαλκόνια από το μπροστινό δικό μας, προσφέρουμε στους γείτονες πράσινο και λουλούδια, κι αυτοί μας προσφέρουν μπουγάδες και μεταλλικές ντουλάπες και σκουπίδια. Άδικα προσπάθησα να πείσω την Πολεοδομία ότι θα χρειαζόταν κάποια παρέμβαση στην τελευταία πολυκατοικία που μας έκλεισε, δεν γίνεται διάλογος με τις υπηρεσίες του δήμου. Στην αυλή πάντως υπάρχει ακόμα ζωή, παίζουν τα παιδιά και τα άλλα παιδιά των γύρω πολυκατοικιών τη ζηλεύουν. Χθες, κυριακάτικα, βγαίνω το μεσημεράκι και βλέπω ένα κύμα σκουπιδιών να έχει εισβάλει στην αυλή. Παλιά μουχλιασμένα ρούχα, δύο καρέκλες, πεταμένα όλα φύρδην μίγδην, βιβλία, κουτιά, έπιπλα σπασμένα και η Ιστορία του Ελληνικού Έθνους του Παπαρρηγόπουλου σκόρπια κάτω σαν τεράστια τράπουλα. Ποιος θεώρησε άραγε ότι η αυλή μας είναι προέκταση του δρόμου, ή του πεζοδρομίου, και είναι κρίμα να πηγαίνει χαμένη, να μην έχει γίνει ακόμα χωματερή, όπως ο δρόμος και το πεζοδρόμιο;
Αδύνατον να το βρούμε. Κάποια σκουπίδια έψαχναν χώρο και βρήκαν αυτό το μικρό ήσυχο λιμάνι. Στις μέρες μας το πιο δύσκολο πράγμα έχει γίνει να ξεφορτωθείς πράγματα. Μας πνίγει η αφθονία, αν μπορούσα να ζητήσω δώρο από τον Άγιο Βασίλη, το έχω πει, θα του ζητούσα να πάρει, να μη φέρει τίποτα.
Αλλά τώρα από ποιον να ζητήσω να βγάλει τα σκουπίδια από την αυλή μας; Ο δήμος δεν μπορεί ούτε τους δρόμους να καθαρίσει, οπότε;