Πέμπτη 20 Ιουλίου 2000

Θυμάστε τις πάπιες;

Στην Παιδική Χαρά με βροχή. Μετά απο χρόνια. Κάθομαι σ’ ένα παγκάκι κρατώντας μιαν ομπρέλλα. Είμαι μόνη μου με το Σπύρο και το Ντίνο που παίζουν ουρλιάζοντας σε διάφορα παιχνίδια.
Δεν έχει πια πολλά παγκάκια η  Παιδική Χαρά. Παρακολουθήσαμε την παρακμή της καθώς τα παιδίά μεγάλωναν: Πρώτα χάθηκαν οι πάπιες απο τη λιμνούλα. Ύστερα χάθηκε το νερό της λιμνουλας. Ύστερα γκρεμίστηκε σιγά σιγά το σπιτάκι που υπήρχε για τις πάπιες σ’ ένα μικροσκοπικό νησάκι στη μέση της λιμνούλας. Τώρα έχει μείνει μόνο η τσιμεντωμένη λακκούβα και μάλλον τα παιδά δεν θυμούνται σε τι χρησίμευε. Τις πάπιες τις πήρανε στη Φιλοθέη, Εκεί σηκώνει ακόμα τέτοιες πολυτέλειες. Εδώ τώρα να έχεις φτωχούς μετανάστες να απολαμβάνουν λιμνούλα με πάπιες, πάει πολύ. Και τα παγκάκια, όσα έσπασαν απο την παιδική κακομεταχείριση, δεν τα αντικατέστησαν ποτέ. Απλώς κάποια στιγμή έβγαλαν τα επικινδυνα απομεινάρια τους κι αυτό ήταν όλο
               Κάθονται απέναντι μου δύο Πολωνέζες. Οι Πολωνοί απο καθαρό σαδισμό υπάγονται στην κατηγορία «μετανάστες». Στην πραγματικότητα φαίνονται πολύ πιο φινετσάτοι και πολιτισμένοι απο τους Έλληνες. Είναι όμορφοι και καλοντυμένοι, και ελαφρώς ακατάδεκτοι. Κλεισμένοι στον κόσμο τους, ο οποίος προς το παρόν στεγάζεται εδώ, μαζί μας, στην Κυψέλη.
               Έρχεται μια γυναίκα που κάνει έρευνα αγοράς. Η βροχή κοντεύει να ξεσπάσει. Της λέω να καθήσει, αλλά δεν μπορώ να της χρησιμεύσω σε τίποτα. Δεν αγοράζω λάδι, διότι η πεθερά μου έχει εληές και διακατέχεται γενικώς απο μεγάλη αγωνία, μην τυχόν κι αγοράσω ποτέ λάδι. Καλά, τότε μήπως αγοράζω οικογενειακά παγωτά; Ναί; Ωραία! Κάθεται η γυναίκα αλλά ξανασηκώνεται γιατί με ρωτάει αν τα τρώω κιόλας κι η αλήθεια είναι πως δεν τα τρώω. Δεν έφαγα ούτε ένα παγωτό όλο το καλοκαίρι. Ήταν το καλοκαίρι που η λαιμαργία μου, όσον αφορά τα παγωτά τουλάχιστον, νικήθηκε ολοσχερώς. Τι κρίμα. Αν ήξερα ότι η κυρία ερευνήτρια θα απαογοητευόταν τόσο απ’ αυτό, θα φρόντιζα να φάω τουλάχιστον μια φορά.
               -Κανονικά πρέπει να πηγαίνουμε στα σπίτια, μου εξομολογείται η κυρία που δυσκολεύεται να ξανασηκωθεί μόλις έχει καθήσει. Αλλά οι άνθρωποι δεν μας ανοίγουν την πόρτα τους. Εδώ στην παιδική χαρά, μιλάνε πιο εύκολα.
               -Πηγαίνετε στις κυρίες, της λέω και δείχνω τις Πολωνέζες. Δεν υπάρχει κανένας άλλος εκεί γύρω.
               -Ξέρετε, λέει δισταχτικά, είναι ξένες. Και δεν.. τι να κάνω. Δεν …
               -Τουλάχιστον δεν θα έχουν λάδι απο το χωριό τους. Θα είναι υποχρεωμένες να αγοράζουν τυοποιημένο, οπότε θα κάνετε την έρευνα σας.
               -Ναι σωστά. Αγοράζουν οπωσδήποτε. Αλλά δεν μπορώ να δώσω ένα ξένο όνομα, να συνενοηθώ όπως πρέπει κι ‘ όλα αυτά, καταλάβατε;
               Δεν κατάλαβα, αλλά λέω πως κατάλαβα.
               Φεύγει κι αμέσως αρχίζει η βροχή. Σηκώνονται κι οι Πολωνέζες και φεύγουν τρέχοντας, κουκουλώνοντας τα κεφάλια τους με ζακεττάκια. Τα παιδιά μου ούτε που εμφανίζονται. Συνεχίζουν να παίζουν αμέριμνα κι η βροχή απλώς τους διπλασιάζει το κέφι. Γεμίζει το χώμα σκούρες κηλίδες, αλλά δεν βαραίνει στ’ αλήθεια ούτε υγραίνεται και πολύ, το νοιώθεις  ότι θα χρειαζόταν πολύ περισσότερο νερό για να το φχαριστηθεί στ’ αλήθεια το χώμα. Πίσω απο το πρώην φυλάκιο της παιδικής χαράς που είναι τώρα ένα απολίθωμα με σπασμένα τζάμια εμφανίζετααι μια ξανθιά μαμά μ’ ένα ξανθό κοριτσάκι που φοράει κόκκινο καπέλλο. Στέκονται κάτω απο ένα υποτυπώδες στέγαστρο που διαθέτει το απολίθωμα, για να μη βραχούν. Το κοριτσάκι είναι γλύκα, με τα τ’ απαλά μαλλιά του κι ένα προσωπάκι για φίλημα με μυτίτσα γαλλική και ματάκια όλο σπιρτάδα. Επιτρέπω στον εαυτό μου να τις χαζέψει με την ησυχία του, καθώς μάλιστα κρύβει το βλέμμα μου η ομπρέλλα. Η μαμά είναι τόσο νέα,  μπορεί και να μην είναι μαμά. Έχει σγουρά μαλλιά κι αυτή και μόλις η βροχή σταματά λίγο πάει και κάνει μονόζυγο στις κεραίες του σαλίγκαρου. Ωωπ, σηκώνεται στα μπράτσα της με απίστευτη ευκολία. Την θαυμάζω ανυπόκριτα.
               Μια βρέχει μια σταματάει και σε λίγο μπαίνει στην Παιδική Χαρά ένας νεαρός  πατέρας με το αγοράκι του τυλιγμένο σ’ ένα αδιάβροχο που το περιβάλλει απο το κεφάλι ως τους αστραγάλους και δεν έχει ούτε μανίκια. Γραμμή το κοριτσάκι πάει και τους συναντά με το που πλησιάζουν το πρώτο πολύζυγο. Η συνοδός του όμως δεν θέλει. Στέκεται απόμακρη, ενώ μέχρι τώρα παρακολουθούσε τη μικρή βήμα βήμα. Φοβάται μήπως ο νεαρός πατέρας νομίσει ότι ενδιαφέρεται γι’ αυτόν. Κι έχει δίκηο που το φοβάται, γιατί ο νεαρός πατέρας φαίνεται πολύ ενδιαφέρων. Κατ’ αρχήν είναι όμορφος, ψηλός με μακριά χέρια που πιάνουν το παιδί επιδέξια και χωρίς δισταγμούς. Φοράει ένα άχαρο αδιάβροχο πάνω απο το τζήν του, δεν φρόντισε καθόλου την εμφάνιση του, ωστόσο ερήμην του, η εμφάνιση του είναι απολύτως γοητευτική. Χλωμό, αρμονικό πρόσωπο, ομορφοπλασμένο, με μύτη λεπτή, μακριά σαν επιβλητικό ερεισίνωτο μιας αόρατης σκάλας που σε ανεβάζει σε ορίζοντες νέους, μάτια σχεδιασμένα με ευρύτητα, από κείνα τα σπάνια με την πνευματικότητα να σφραγίζει την πλούσια, γεμάτη χρωματικές ανταύγειες ομορφιά. Μάτια που γελάνε καλωσυνάτα με τα καμώματα του μικρού κοριτσιού, του ξένου μικρού κοριτσιού που τον ακολουθεί απο κοντά όπου κι αν πηγαίνει, παρά τις παρατηρήσεις της μαμάς του. Καλός, ωραίος και γενναιόδωρος, όπως πρέπει να είναι οι ωραίοι.  Πόσο καιρό έχω να δώ κατι τέτοιο, τόσο που για λίγο ξεχνιέμαι, σα να είμαι και γώ έτοιμη να δοκιμάσω την τύχη μου μαζί του, σα να είμαι είκοσι χρονών. Μόνο το αγοράκι δεν ταιριάζει στο σύνολο, άχρωμο και δειλό αγοράκι που προδίδει κάποια μέτρια μαμά, κάποιον βιαστικό γάμο, οι γυναίκες είμαστε πάντα έτοιμες να βγάλουμε ταπεινωτικά συμπεράσματα για τις ομόφυλες μας… Τελοσπάντων το αγοράκι θα μπορούσε να είναι και καλύτερο, αλλα είναι αυτό που είναι, τυλιγμένο σα σουβλάκι στο αδιάβροχο του , γκρινιάζει όποτε ο μπαμπάς του χαμογελά ή δίνει σημασία γενικότερα στο νοστιμότατο κοριτσάκι που τους παρακολουθεί. Ή του απλώνει τη μπάλλα, να την κρατήσει ο μπαμπάς την ώρα που ο μπαμπάς ετοιμάζεται να απλώσει τα χέρια στο κοριτσάκι, να το κατεβάσει απο το σαλίγκαρο. Κακομαθημένο διεκδικητικό, ζηλιάρικο αγοράκι.
               Στο μεταξύ η κοπέλλα πηγαινοέρχεται νευρική σε απόσταση ασφαλείας απο την τριάδα, για να μη νομίσει ότι… ποιός να νομίσει, μόνο εγώ υπάρχω στην Παιδική Χαρά, εγώ να μη νομίσω λοιπόν. Κι εγώ φυσικά νομίζω ακριβώς αυτό. Κι ο μπαμπάς κρατά το ανιδιοτελές χαμόγελο του. Κι είμαι πρόθυμη να μείνω εκεί ώσπου να νυχτώσει, να δω τι θα γίνει με τους δυο αυτούς, με τα παιδιά τους, με τα δικά μου. 
              Η βροχή δυναμώνει ξαφνικά και τους διώχνει όλους. Τρεχάτη η μαμά με την πιτσιρίκα στην αγκαλιά, φεύγει χωρίς να χαιρετήσει. Σηκώνομαι και φωνάζω τα παιδιά μου. Θα έμεναν ευχαρίστως να μείνουν μούσκεμα, αλλά έχω καθήκον να τους προφυλάξω. Ο όμορφος μπαμπάς και το αγοράκι του φεύγουν πριν καν οι δικοί μου αποφασίσουν να μου δώσουν σημασία. Μείναμε για λίγο οι δυο μας πάντως κάτω από τη βροχή, δεχτήκαμε παρέα τις σταγόνες. 

Σάββατο 15 Ιουλίου 2000

Η ταυτότητά μας



Εγκαταλείπουμε το μετερίζι των Ενθεμάτων μέσα σε συνθήκες κλασσικών ελληνικών διακοπών. Η θάλασσα μας καλεί καθώς τα αιρ-κοντίσιον βογκάνε μαζικά κι απελπισμένα. Σκάει ο τζίτζικας κι όμως ο Χριστόδουλος μέσα στη ζέστη οργανώνει συλλαλητήρια. Η θρησκευτική αυταπάρνηση προστατεύει τα μαύρα ράσα από την απορρόφηση της ακτινοβολίας. Οι παπάδες δεν βγάζουν τη μπέμπελη, κι ας είναι ντυμένοι κατάλληλα για βαρύ χειμώνα. Ο βαρύς χειμώνας υπάρχει στην ψυχή τους και βάλθηκαν τα πλήθη να τους ζεστάνουν.
Παράξενο φαινόμενο αυτή η ομοιοπαθητική της φλόγας. Αντί να δραπετεύεις από το τσιμέντο, χώνεσαι βαθύτερα μέσα του, το προκαλείς. Τα πάθη ενίοτε διεγείρονται ακριβώς την εποχή που θα έκανε καλό στους παθόντες και παθιασμένους οργανισμούς να καταλαγιάσουν. Μέσα στον καυτό Ιούνιο λειώνουν στο καμίνι της υπέροχης ορθόδοξης συλλογικότητας οι εξεγερμένοι πιστοί. Μεσήλικες με ανεπιθύμητα κιλά συντάσσονται δίπλα σε νέους σφριγηλούς, που εκρήγνυνται από την ανάγκη να προσφέρουν το περίσσευμα της ζωτικότητας τους σε κάποιο μεγάλο σκοπό. Ορχούνται με ύμνους βυζαντινούς και τον εθνικό ύμνο αντάμα. Τα ράσα φρικιούν από συγκίνηση. Τα ράσα της αυταπάρνησης βρίσκουν το στόχο. Ιερός πόλεμος. Σταυροφορία. Έξοδος από τη μιζέρια της καθημερινότητας! Δεν θα γίνουμε εμείς Ευρωπαίοι, με τη ρουτίνα και με το μετρό, χωρίς εξάρσεις, χωρίς χαρακτήρα! Πέρα από το μετρό το μπουλό και το ντοντό μας περιμένουν οι δρόμοι και οι πλατείες.
Τα είχαν πάντα οι άλλοι τα αγαθά των συλλαλητηρίων. ΤΟ βάπτισμα στην κοινή ψυχή του πλήθους. Αυτές τις εμπειρίες που σε γεμίζουν αναμνήσεις κι ενίοτε σου βρίσκουν και ταίρι σου. Χρόνια ολόκληρα οι χριστιανοί ορθόδοξοι έβλεπαν τους άλλους, τους κομμουνιστές, τους αριστερούς, τους πασόκους, τις φεμινίστριες καμιά φορά, ακόμα και τους Κούρδους, να έχουν αυτή τη χαρά,  κι εκείνοι τίποτα. Τώρα επιτέλους πήρανε τα όνειρα εκδίκηση. 
Υπάρχει ένας άνθρωπος που τη βρίσκει. Ο Χριστόδουλος σε ρόλο πάπα Ουρβανού, με τη λάμψη και τη γοητεία της αρχιεπισκοπικής τελετουργίας, μεταφερμένη σε χώρο ανοιχτό, Ελευθερωμένος πια από το στενό πλαίσιο του καθεδρικού ναού, με ναό την πλατεία που έχει το όνομα του ανθρώπου που θεμελίωσε τις επιστήμες. Πλατεία Αριστοτέλους. Συγχωρούμε τον Αριστοτέλη, διότι επί αιώνες λατρεύτηκε με θρησκευτική ευλάβεια από τα δυτικά πανεπιστήμια και κάηκαν μερικοί χριστιανοί στ’ όνομα του, αλλά εν μέρει, μόνο εν μέρει. Κι εκεί στην πλατεία Αριστοτέλους, ή στην Συντάγματος, ακόμα καλύτερα, στίλβουν ολοκαίνουργα τα άμφια, μας θαμπώνουν, μας μεθούν. Δεν χρειάστηκε να βάλει τα χρυσοκέντητα ο αρχιεπίσκοπος, για να αποκτήσει νέα λάμψη η όψη του. Από μόνες τους οι πλατείες χρυσοκεντήθηκαν ολόκληρες. Καλέ τέτοιο γλέντι, πώς κανείς δεν το σκέφτηκε ως τώρα;
Τροπάρια, ψαλμοί, βαθιές φωνές, συντονισμοί χορωδιών, ντρεσάρισμα σε αργό βηματισμό, οι ιερείς κάθε θρησκείας ξέρουν απ’ αυτά. Οι ιεροτελεστίες είναι θέατρο, η ίδια η τέχνη του θεάτρου από ιεροτελεστία ξεπήδησε. Ρόλο πολιτικό, ρόλο εθνάρχη, κάποιο ρόλο πάντως, με ασαφές περίγραμμα, αλλά με σαφή ηγετική κατεύθυνση, δεν θέλει απλώς να τον παίξει ο αρχιεπίσκοπος, τον παίζει ήδη. Αυτό θέλει, να μιλά στο μπαλκόνι και να αλαλάζουν τα πλήθη. Δεν υπάρχει ηθοποιός, δεν υπάρχει πολιτικός, δεν υπάρχει άνθρωπος που να μην το έχει ονειρευτεί αυτό το πράγμα κάποια στιγμή της ζωής του. Αταβιστικά μέσα μας ζει ο πρώτος αρχηγός φυλής που εμψύχωσε τους άνδρες του να ορμήσουν στην αντίπαλη φυλή. Τους πρώτες μαλθακούς άντρες,, που θα προτιμούσαν ίσως να καλλιεργήσουν τη γη τους και να πούνε παραμύθια στα παιδιά τους. Τους πρώτους που χρειάζονταν ρητορική. Τα αποτελέσματα θα πρέπει να υπήρξαν αξέχαστα στο ανθρώπινο είδος, αφού επί χιλιετίες εφάρμοσε την ίδια τακτική.
Ναι, Ο Χριστόδουλος τη βρίσκει. Έφτασε σε ένα βαθμό ευτυχίας που δεν θα του ξαναδώσει ο άμβωνας σκέτος. Ο θεός να μας φυλάει από το τι θα σκεφτεί ακόμα για να μπορέσει να ξαναβρεθεί στην ίδια θέση. Και τα ορχούμενα πλήθη πώς θα ξοδέψουν τη χαρά της νέας τους ταυτότητας;
Αλήθεια, θα τους έφτανε τώρα πια η αναφορά στα δελτία πως είναι χριστιανοί ορθόδοξοι; Πρέπει να κεντήσουν τουλάχιστον ένα σταυρό στον ώμο. Με τατουάζ θα είναι καλύτερα, ανεξίτηλο και επιδεικτικό στις παραλίες. 
Μιλώντας για παραλίες, καιρός να ετοιμαζόμαστε κι εμείς. Υπάρχει μια σοφία ορθή κι αλάθητη στα χρώματα της θάλασσας, όταν βουτάς χωρίς γυαλιά, κι αφού η γαλανόλευκος προέρχεται από τη θάλασσα, δεν βλέπω γιατί να μην εντρυφήσω στο πρωτότυπο. Τι άλλο καλύτερο έχει να μας προτείνει η ορθόδοξη σταυροφορία;
Ο Μάης του 68, η αγαπημένη επανάσταση, πριν ανατρέψει οριστικά το αστικό καθεστώς της Δύσης, ξεθύμανε με τις σχολικές διακοπές. Ελπίζω να ξεθυμάνει με τον ίδιο τρόπο κι ο Ιούνης του 2000, αυτή η παράξενη τοπική επανάσταση των μητροπόλεων (μητέρων πόλεων και καθεδρικών ναών) και τον Σεπτέμβρη να μην θυμόμαστε ούτε τα ρίγη του Χριστόδουλου ούτε τα δικά μας, ρίγη τόσο διαφορετικής φύσεως, πάντως όμως ρίγη. Ν’ αφήσουμε στην πάντα τους μεγάλους –ριγηλούς- διχασμούς και να πιάσουμε τις μικρές μας δουλειές, ανανεωμένοι και ξεκούραστοι. Να έχουμε τις καινούργιες μας αστυνομικές ταυτότητες και  να μην έχουμε χάσει εντελώς την παλιά μας ταυτότητα, να αναγνωρίζουμε ακόμα το πρόσωπο μας στις κινήσεις του, στις εκφράσεις του, στο λίγο χώρο που του δίνεται. Να μας έχουν απομείνει μια χούφτα λέξεις για να συνεννοούμαστε και μια σταλιά κουράγιο για να σωπαίνουμε όταν βλέπουμε ότι δεν έχει νόημα να μιλάμε

Πόσο δύσκολο να γίνει το προσωπικό, πολιτικό.

Τη νύχτα που έφτασε ο Καραμανλής στο Ελληνικό να αναλάβει τα ηνία της χώρας που είχε βρεθεί στο χείλος του γκρεμού, πενήντα χρόνια πριν, δεν...