Τρίτη 27 Μαρτίου 2018

Ασπρόμαυρες περιπλανήσεις



Φτάσαμε στη Θεσσαλονίκη δεκαοχτάχρονες το 1971, για σπουδές στη Νομική, τρισευτυχισμένες που θα ζούσαμε επιτέλους μακριά από τους γονείς μας. Με δυο αγαπημένες συμμαθήτριες νοικιάσαμε διαμέρισμα στην οδό Μπιζανίου, στη συνοικία Αγία Τριάδα. Από τη βεράντα φαινόταν ένα ωραίο παλιό σπίτι ανάμεσα σε πολυκατοικίες, με πολυγωνικά εξογκώματα στις δυο πλευρές, παράθυρα πλαισιωμένα με γύψινα στολίδια. Είχε ταμπέλα, θα κατεδαφιζόταν σύντομα. Είχα δει πολλά ωραία σπίτια να κατεδαφίζονται στην Αθήνα, αλλά πρώτη φορά σκέφτηκα να φωτογραφίσω εκείνο, να φυλάξω την εικόνα του πριν χαθεί τελείως. Πιο κάτω, προς την παραλία, ένα άλλο μεγάλο σπίτι με γαλάζια στολίδια στους τοίχους θύμιζε βορειοευρωπαϊκή βίλα. Το φωτογράφισα κι αυτό. Τσιγκουνευόμουν λίγο το φιλμ, ήταν ακριβή η αγορά και η εμφάνιση για το φοιτητικό βαλάντιο, αλλά τελικά ενέδιδα στην παρόρμηση.
Η φοιτητική ζωή δεν απεδείχθη συναρπαστική. Η πόλη έμοιαζε κλεισμένη στον εαυτό της. Δεν υπήρχαν φοιτητικά στέκια, κάποιοι φοιτητές σύχναζαν σε καφενεία με παρέες αντρών που παίζαν χαρτιά. Πηγαίναμε και σε ωραία φτηνά ρεστωράν, ξένοι και παραξενεμένοι. Πόλη και Πανεπιστήμιο ήταν σα να ανήκαν σε παράλληλα σύμπαντα. Ο φόβος της δικτατορίας βάραινε στην καθημερινότητα, στη συμπεριφορά των ανθρώπων, έπρεπε να μην εκτίθεσαι, να προσέχεις σε ποιον μιλάς, μη σου ξεφύγει τίποτε. Τα μαθήματα ήταν καταθλιπτικά, δεν μπορούσε να θιγεί το βασικό καυτό θέμα, η νομιμότητα του πολιτεύματος.
Έπληττα πολύ. Τριγυρνούσα στους δρόμους με την Kodak instamatic μου και φωτογράφιζα τα παλιά σπίτια, που έμοιαζαν καταδικασμένα, μοναχικά, παρατημένα. Δυο στενά πέρα απο την Μπιζανίου, υπήρχε ένα τζαμί, έγραφε πάνω «Αρχαιολογικό Μουσείο». Κλειστό. Χτισμένο λοξά προς το δρόμο, έμοιαζε απομεινάρι κάποιας άλλης πόλης που έπρεπε να εξαφανιστεί. Στην Εγνατία έβλεπες χορταριασμένους θόλους πάνω από κάποιες βιτρίνες στο δρόμο. Ανέβηκα στην Ανω Πόλη, φωτογράφησα τα σπιτάκια που νόμιζες ότι θα καταρρεύσουν ομαδικά. Τι πόλη ήταν αυτή; Δεν είχαμε ιδέα. Ξέραμε βέβαια ότι οι Εβραίοι της είχαν εξοντωθεί στην Κατοχή, αλλά δεν συλλαμβάναμε τότε την έκταση της καταστροφής εκείνης. Δεν ξέραμε ότι ζούσαν πολλοί στη γειτονιά μας, ότι πολλά από τα ωραία εκείνα παλιά σπίτια ήταν δικά τους, ότι τα είχαν κατοικήσει ντόπιοι και πρόσφυγες αμέσως μόλις τους μάζεψαν για το Άουσβιτς, κι ότι όσοι γύρισαν, οι 2.000 που γύρισαν από τις 50.000 που είχαν φύγει, δεν έβρισκαν να μείνουν. Έσβηναν οι ιστορίες αυτές μέσα στη σιωπή της χούντας, δεν τις άκουγες πουθενά. Δεν ξέραμε ότι η Ανω Πόλη ήταν κυρίως φτωχή τουρκογειτονιά, ότι οι θόλοι πίσω από τις βιτρίνες ήταν τζαμιά και χαμάμ, ότι το «Αρχαιολογικό Μουσείο» ήταν το τζαμί των Ντονμέδων, των παράξενων εκείνων  μουσουλμάνων που είχαν μεταστραφεί από  Εβραίοι τον 17ο αιώνα ακολουθώντας τον Σαμπεθάι Ζέβι. Κομμάτια της πόλης μας έγνεφαν. Πώς συνδυάζονταν εκείνες οι καταπληκτικές παλιές βίλες μέσα σε κήπους στην Βασιλίσσης Όλγας με τα χαγιάτια που είχαν τα σπίτια στα στενά λίγα τετράγωνα πιο πέρα; Τα μέγαρα στην Τσιμισκή, οι καταπληκτικές πολυκατοικίες αρ νουβώ στην Αγίου Δημητρίου, η Αριστοτέλους με τα ολόιδια σχεδιασμένα μέγαρα, πώς συνυπήρχαν με τις άθλιες κατασκευές ακριβώς δίπλα; Υπήρχε εκεί πόλη με ιστορία, την αγνοούσαμε, και δεν είχαμε δυνατότητα να τη γνωρίσουμε. Δεν ήταν όπως η Αθήνα, χωριό που με απόφαση του νέου κράτους έγινε πρωτεύουσα και μεγάλωσε προς κάθε κατεύθυνση. Ήταν αληθινή πόλη με συνέχεια, αλλά μας έδειχνε μόνο αποσπάσματα, αρχαία, ρωμαϊκά, βυζαντινά. Χωρίς εικόνα του κοντινού παρελθόντος, θόλωνε και το παλιότερο, απωθούνταν.
Όταν ήμουν τεταρτοετής, έπεσε η χούντα. Έμενε μια χρονιά να μάθουμε, να δούμε, να καταλάβουμε, να ζήσουμε  τη συναρπαστική φάση που μας αναλογούσε. Γέμισαν κόσμο οι Χορτοφαγίες και οι ταβέρνες, άνθισε η Θεσσαλονίκη, άρχισε να γίνεται η πόλη που ξέρουμε, γεμάτη ζωή, γεμάτη στέκια.
Μετά το σεισμό,  γειτονιές ολόκληρες κατεδαφίστηκαν, όπως εκείνη απέναντι από τη Φιλοσοφική, στην οδό Αρμενοπούλου, αλλά ανακαινίστηκαν  βίλες στην Όλγας, έγιναν μουσεία. Το παρελθόν της πόλης ξεκαθαρίζει, πέρασε η φάση που έπρεπε να καλύπτεται και να ξεχνιέται. Μέχρι τη χρονιά που έγινε Πολιτιστική Πρωτεύουσα της Ευρώπης άλλαξαν πολλά, τα ωραία μέγαρα στο κέντρο αναδείχτηκαν, τα τζαμιά φανερώθηκαν, το Μπεζεστένι ανακαινίστηκε, τα χαμάμ έγιναν μουσεία, ίσως κάποτε ξαναγίνουν χαμάμ, η Άνω Πόλη διατηρήθηκε σχεδόν ολόκληρη, το λιμάνι, που κάποτε φοβόμασταν να πλησιάσουμε, έγινε χώρος καλλιτεχνικών περιπάτων. Όποιος θέλει μπορεί να μάθει την ιστορία της, τα βιβλιοπωλεία είναι πια γεμάτα, υπάρχουν  ταμπελίτσες στα μνημεία. Κάθε φορά που την επισκέπτομαι, ζηλεύω το παρόν της, κι ας μην υπάρχουν πια πολλά από τα σπίτια που είχα φωτογραφήσει.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Πόσο δύσκολο να γίνει το προσωπικό, πολιτικό.

Τη νύχτα που έφτασε ο Καραμανλής στο Ελληνικό να αναλάβει τα ηνία της χώρας που είχε βρεθεί στο χείλος του γκρεμού, πενήντα χρόνια πριν, δεν...