Κολυμπούσαν στη Φρεαττύδα με τα καπελάκια τους, ώρα πρωινή εργάσιμης ημέρας.
Δίπλα τους ο Πειραιάς να βράζει από κίνηση, κι εκείνες, σε ειδυλλιακό τοπίο,
να κουβεντιάζουν για να κρατήσει το μπάνιο πολύ, να μην κρυώνουν τον χειμώνα.
Το αεράκι έφερνε στην αμμουδιά τις κουβέντες τους. Μιλούσαν για ταξίδια, για
ξενοδοχεία, για διακοπές. Ύστερα άλλαξαν θέμα. «Είδες τι έγινε στην Ελβετία;»,
είπε η μία, κουνώντας νωχελικά τα χέρια της, «μ' εκείνον που μπήκε στη Βουλή
και σκότωσε δεκατέσσερις;». «Τρομοκράτης ήταν αυτός;», ρώτησε η άλλη. «Όχι,
όχι, καμία σχέση, ένας άσχετος, ένας κάτοικος εκεί, είχε προβλήματα με την
κυβέρνηση, κάτι του έκαναν, ξέρεις, κάποια δίκη δεν προχωρούσε, τέτοια. Και
πήγε μ' ένα όπλο στη Βουλή και δολοφόνησε δεκατέσσερις ανθρώπους». Χαϊδεύοντας
το κυματάκι, μίλησε κι η τρίτη της παρέας: «Πω πω στην Ελβετία, τόσο ήσυχη
χώρα...», αλλά δεν πρόλαβε να ολοκληρώσει, την πρόλαβε η δεύτερη, δυναμικά.
«Καλά τους έκανε!» φώναξε, αναστατώνοντας την περιρρέουσα γαλήνη, «καλά τους
έκανε» επανέλαβε δυνατότερα, κοιτάζοντας προς το μέρος μου, σαν να περίμενε
επιδοκιμασία. Εν ριπή οφθαλμού μάζεψα τσάντα, σηκώθηκα κι έφυγα, καταφεύγοντας
στον θόρυβο της πόλης, να μην ακούσω παρακάτω. Μέχρι τώρα σε ταξί άκουγα
τέτοια, από μπαϊλντισμένους οδηγούς, στα λεωφορεία από ηλικιωμένους εκτός
ελέγχου, που κάνουνε τον κόσμο να χαμογελά με συγκατάβαση. Φαίνεται ότι
απλώνεται η συνήθεια. Δημόσια επιβράβευση εγκλημάτων στην πιο προνομιούχα
γωνιά του Λεκανοπεδίου, από ανθρώπους καλοζωισμένους, σημαίνει ότι γίνεται
μόδα η λύσσα η μαύρη, η δωρεάν κακία, η ελεύθερη χολή, που τη βγάζεις κατά
βούληση κι όποιος αντέξει. Και ποιος αντέχει να φέρει αντίρρηση σε τέτοιες
σοφίες και να τον πουν ξενέρωτο και ξεπερασμένο;
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου