Πέμπτη 28 Μαρτίου 2019

Ορεινή πατρίδα



Έχει μάθει το σώμα τα σημεία  οδοστρώματος με  βουναλάκια, συνήθως είναι  στις άκρες, εκεί που η άσφαλτος μαζεύεται όταν είναι ρευστή ακόμα, καθώς τη ρίχνουν και την ισιώνουν στη μέση. Στην Όθωνος, στο Σύνταγμα υπάρχει τέτοια ορεινή λωρίδα, στην Πατησίων στη Χέυδεν, μεταξύ άλλων. Έχει μάθει το σώμα και δίνει εντολή μηχανικά, όταν περνάς απέναντι μη χαζεύεις, μην κοιτάς ψηλά, μη σηκώνεις το κεφάλι, κοίτα κάτω αν δεν θέλεις να σκοντάψεις, να βρεθείς με το πρόσωπο καταγής τη στιγμή που ανάβει το φανάρι και ξεκινούν τα αυτοκίνητα. Είναι ενσωματωμένη η πληροφορία για όσα μέρη ξέρω, όσα συνηθίζω να περπατώ. Για τα καινούργια  δεν ισχύει, κάθε απομάκρυνση εκ της γνωστής διαδρομής θα στραφεί εναντίον του απομακρυνόμενου.
Την προηγούμενη βδομάδα απομακρύνθηκα ως το Λονδίνο, κι αντιμετώπισα κινδύνους έκθεσης σε νέες εικόνες και εμπειρίες. Το παθαίνω από τα δώδεκα, από το πρώτο μου ταξίδι στο εξωτερικό, κανονικά θα έπρεπε να έχω ενσωματώσει τις σχετικές πληροφορίες, αλλά τίποτε. Δεν είχα πετύχει ως τώρα στρώσιμο δρόμου με άσφαλτο. Εκεί που χάζευα τον καινούργιο ορίζοντα της πόλης, καινούργιοι ουρανοξύστες  κάθε φορά, κι αναρωτιόμουν ως ποια ηλικία θα αντέχω να περπατώ στους δρόμους αυτούς όπου οι νέοι τρέχουν να προλάβουν τις δουλειές τους όλο και πιο γρήγορα, έπεσα πάνω στο συνεργείο. Είδα τον οδοστρωτήρα να περνά, και καθώς προχωρούσε μπροστά με τους εργάτες και όλη τη σχετική αναστάτωση, να αφήνει το δρόμο χωρίς βουναλάκια στο πλάι. Χωρίς καν μπαλώματα, χωρίς υψομετρική διαφορά, ολόισια και καθαρή, χωρίς ούτε μαύρες κολλώδεις πιτσιλιές στα πεζοδρόμια.
Θα πρέπει να έχει σχέση με το ανάγλυφο της χώρας, υποθέτω. Η Βρετανία είναι χώρα επίπεδη, δεν έχει βουνά, εξου και οι εργάτες που στρώνουν το δρόμο δεν ξέρουν τι θα πει εξόγκωμα, και βρίσκονται σε αδυναμία να το δημιουργήσουν. Πρέπει να είναι υπαρξιακό το θέμα, δεν θα έχει σχέση με τον επαγγελματισμό ή τη διεξαγωγή διαγωνισμών για το δημόσιο, ούτε με τη δική μας αδυναμία των πολιτών να διαμαρτύρονται, την αδιαφορία μας ίσως, ή ένα είδος μοιρολατρίας απέναντι στην ανικανότητα και την τσαπατσουλιά στους δημόσιους χώρους. Όχι, η γεωγραφία φταίει, το ανάγλυφο. Να κάτι που δεν θα αλλάξει ούτε με Brexit.

Τετάρτη 20 Μαρτίου 2019

Μονταίνιος στο μετρό

Κάθησα απέναντι από το κορίτσι αυτό στο λονδρέζικο tube και το χάζευα. Τι διάβαζε. Στραβολαίμιασα  να δω τον τίτλο του βιβλίου, τελικά τα κατάφερα: Τα δοκίμια του Μονταίνιου σε έκδοση Penguin.
Μου αρέσει να χαζεύω τα κορίτσια παντού, και μου αρέσουν τα περισσότερα.  Δεν με πειράζει να είναι υπερβολικά περιποιημένα. Με τα βαμμένα μαλλιά, με τα βγαλμένα φρύδια που τα έχουν ξανασχεδιάσει, με ρουζ στα μάγουλα, με στενά παντελόνια και ωραίους γλουτούς, ή λιγότερο ωραίους, με ελεύθερα μαλλιά σε άπειρες εκδόσεις, τι ευτυχία απέραντη τα ελεύθερα μαλλιά, οι μπούκλες ή τα ίσια, όλων των χρωμάτων. Καμιά φορά στεναχωριέμαι με τα άσχημα ρούχα σε ωραία πρόσωπα, συχνά μου έρχεται η διάθεση να κάνω υποδείξεις, ρε κορίτσι μου μη φοράς το σκούρο ρούχο, δεν ταιριάζει στις μελαχρινές, ή το αντίθετο, το ανοιχτόχρωμα εξοντώνει τις ξανθές, κανείς δεν σας το είπε; Όχι ότι ξέρω από συνδυασμούς δηλαδή, τα βασικά. Ένα στάιλινγκ θα το έκανα ευχαρίστως εδώ στην Αγγλία, κι άλλες φορές μένω κατάπληκτη με το καλό γούστο και τους ωραίους συνδυασμούς, κάτι κομψά παλτουδάκια ας πούμε που φοριούνται αυτή τη στιγμή με το ανοιξιάτικο κρύο, τόσο όμορφα που μου έρχεται η διάθεση να πάω να ρωτήσω, πού το πήρατε καλέ; Λες και με το παλτό θα γίνω κι εγώ νεαρή σαν αυτές, και θα με κολακεύει η πινελιά του παρελθόντος που τόσο ταιριάζει ακριβώς στα πολύ νιάτα.
Τέλος πάντων, θέλω να πω ότι αν και η μόδα των πολύ περιποιημένων εμφανίσεων με είχε ξαφνιάσει στη δεκαετία του 80 που επανήλθε, γιατί δεν καταλάβαινα η αφελής πώς διάλεγαν οι γυναίκες να παιδεύονται με μακιγιάζ και εξεζητημένα ρούχα τη στιγμή που είχαμε υποτίθεται ανακαλύψει και κατακτήσει την απλότητα, και μετά από τέτοια ανακάλυψη και κατάκτηση ποια θα ήθελε να επιστρέψει στο μπελά της εκζήτησης (χα χα, πόση αφέλεια!) αν και για μερικά χρόνια δεν πίστευα στα μάτια μου, τελικά ενέδωσα βεβαίως στο θαυμασμό και το χάζι. Στο βάθος είμαι του θεάτρου, βλέπω ρόλους πίσω από τα ρούχα. Κι έτσι όλα μ' αρέσουν κι όλα τα απολαμβάνω.
Αλλά, σκέφτηκα χαζεύοντας αυτή την προσηλωμένη στον Μονταίνιο αναγνώστρια, τι τα θες; Εχω αδυναμία στα κορίτσια αυτά, τα άβαφα, με το πρόσωπο εκτεθειμένο όπως εμφανίστηκε πρωι- πρωί στον καθρέφτη τους, που μου θυμίζουν τη φάση της περασμένης εκείνης μόδας, του φυσικού. Το χακί της παλτό μου θυμίζει τα αμπέχωνα, το μωβ παράταιρο τσαντάκι της μοιάζει με το βελούδινο δικό μου όπου έχωνα το βιβλίο. Τα φρύδια της είναι όπως τα σχεδίασε η φύση, τα χρώματα όπως τα τόνισε με τον βραδυνό ύπνο και τον πρωινό καφέ. Έτσι όπως ήμασταν κάποτε και νιώθαμε σπουδαίες.
Υπήρξαμε προνομιούχες βεβαίως, το φυσικό τότε αποθεωνόταν, και ήταν πολύ βολικό, δεν χρειαζόταν να βαφόμαστε, φορούσαμε επίσης κάτι χακί μπουφάν από το Μοναστηράκι, μαύρο χάλι, αλλά κι εκείνα σε αποθέωση, οπότε ήταν όμορφα με κάποιο τρόπο, ή μεταχειρισμένα αντρικά καστόρινα σακάκια, αυτά κάπως καλύτερα. Στο Παρίσι κυκλοφορούσα κι εγώ μ' ένα βιβλίο στο μετρό, είχα και μολύβι μαζί να σημειώνω τις άγνωστες λέξεις . Μολύβι στα φρύδια ούτε κατά διάνοια δεν έβαζα, δεν ήξερα νομίζω καν την ύπαρξη του. Τώρα βέβαια θαυμάζω τις γυναίκες που τα σχεδιάζουν, σα να είναι το πρόσωπο τους καμβάς το πλάθουν καθημερινά. Ωραίο και το άβαφο όμως, θέλει λίγο περισσότερο χρόνο να το εκτιμήσεις, δεν σε ξαφνιάζει με τη μία, θέλει την προσοχή σου. Το προτιμώ ακόμα.

Ανάδυση της μνήμης


Στη Θεσσαλονίκη η μνήμη αναδύθηκε. Για δεκαετίες ήταν σκεπασμένη από τα σύγχρονα γεγονότα, τις αλλαγές, τις απουσίες, τη σιωπή. Δεν μιλούσε κανείς για την εξόντωση των δεκάδων χιλιάδων Εβραίων της πόλης, τόσο μαζική, τόσο ολοκληρωτική, τόσο τερατώδη που δεν ξανάγινε αλλού στην Ελλάδα, κανείς για το πολυεθνικό παρελθόν της και το πόσο κυρίαρχη ήταν η παρουσία των Εβραίων,  πόσο σημαντική ήταν για τους Εβραίους η πόλη.
Δεν μπορώ να φανταστώ πώς βίωσαν τη σιωπή αυτή οι άνθρωποι που έζησαν την εξόντωση  εκείνη, που είδαν να μαζεύουν τους Εβραίους στην πλατεία Ελευθερίας, να τους ταπεινώνουν δημόσια, να τους φορτώνουν σε τρένα, κι έμαθαν κάποια στιγμή ότι δεν θα γυρνούσαν, ότι χάθηκαν χιλιάδες, οικογένειες ολόκληρες, γνωστοί τους και γείτονες, πώς ερμήνευσαν και συμπορεύτηκαν με την προσπάθεια για λήθη, που σαν φοιτήτρια την έζησα και την ξέρω, από την καλλιέργεια της άγνοιας, την απορία, το μπέρδεμα. Πιο εύκολα καταλαβαίνω πώς θα νιώθουν τώρα, κι εκείνοι που θυμούνται και είχαν προσπαθήσει να ξεχάσουν, κι εκείνοι που δεν ήξεραν λόγω ηλικίας, κι εκείνοι ακόμα που τότε δεν έδωσαν καν σημασία, ή μπορεί και να ευχαριστήθηκαν, αυτοί οι τελευταίοι δεν θα πέρασαν τη δική τους κόλαση από την οποία ίσως τους ελευθερώσει η μνήμη που αναδύθηκε;
Την Κυριακή έγινε ξανά η πορεία μνήμης, στην επέτειο της αναχώρησης του πρώτου τρένου με Εβραίους της πόλης για το Άουσβιτς. Μπορεί να μη μαζεύτηκαν τόσοι πολλοί στην πορεία αυτή, όσοι μαζεύονταν στα «συλλαλητήρια για τη Μακεδονία», μπορεί για τη ζωή της πόλης να είναι ακόμα κάτι μικρό και περιθωριακό αυτή η εκδήλωση, αλλά πόσο σπουδαίο να συμβαίνει! Πόση αλλαγή στο βλέμμα μας πάνω στο παρελθόν και στη συνείδηση της ύπαρξης μας! Ο καιρός ήταν καλός, ο κόσμος περπάτησε ως τον παλιό σταθμό, τα παιδιά τραγούδησαν Μπομπ Ντύλαν με ελληνικούς στίχους, και τα εγγόνια ενός Γερμανού που είχε πάρει μέρος σε εκτελεστικά αποσπάσματα, βγήκαν και ζήτησαν συγγνώμη από τον Αχιλλέα Κουκουβίνο, γηραιό επιζώντα, για λογαριασμό του παππού τους.
 Έχουν περάσει 76 χρόνια. Δεν είναι μικρό πράγμα. Τυχερά τα εγγόνια που τον πρόλαβαν. Τυχερή η πόλη που πρόλαβε τους ελάχιστους επιζώντες, τυχερή που αναδύθηκε η μνήμη  πριν σβήσει ολοσχερώς η φλογίτσα της ζωής τους.

Πέμπτη 7 Μαρτίου 2019

Ο άλλος χρόνος


Μου άρεσε στα πιο εργατικά -ή μήπως εργασιακά; μου χρόνια, να κάνω τον ζογκλέρ στήνοντας υποτίθεται δυο- τρεις δραστηριότητες μαζί. Το μαγείρεμα ήταν συνήθως μια απ’ αυτές, με αποτέλεσμα να καίγονται τα φαγητά, κλασικό και αναπόφευκτο ακόμα και με κουζίνα που μιλάει. Στο μέλλον θα μας πιάνει από τον ώμο η κουζίνα όπου και να βρισκόμαστε, για να συνεχίσουμε το μαγείρεμα,  οι επιστήμονες και οι βιομήχανοι τρελαίνονται για τέτοια. Είναι το άλας της καθημερινότητας, το χαμόγελο μέσα στην κατάθλιψη του καθήκοντος, το κρυφό καμάρι του εγώ.
Ενώ την εποχή που ήταν τα παιδιά μου μικρά, πόσο δύσκολη μου φαινόταν η  βραδύτητα που έπρεπε να αποκτήσουν οι κινήσεις μου. Το πρωινό ξύπνημα, η βόλτα, το βραδινό γεύμα, το διάβασμα παραμυθιού, όλα έπρεπε να γίνουν ήρεμα, με απόλυτη αφοσίωση, έτσι και προσπαθούσα να χώσω κάτι άλλο για να αυγατέψει ο χρόνος, χαλούσε η δουλειά.
Πόσο είχα πανικοβληθεί ανακαλύπτοντας ότι το μεγάλωμα των παιδιών χρειάζεται άλλου τύπου χρόνο, άλλους ρυθμούς από τους συνήθεις και υπέροχους με τους οποίους είχα ρυθμίσει τη ζωή μου. Αγανακτούσα, όμως έπρεπε να αποδεχτώ αυτή την απλή αλήθεια, να κουμαντάρω όπως- όπως την κατάσταση. Ξεκινάμε χωρίς μαθητεία μια από τις δυσκολότερες δουλειές, το μεγάλωμα παιδιών, κι όπως μπορεί ο καθένας πορεύεται. Και μάλιστα κόντρα στη βασική δική του πορεία, που είναι η επιτάχυνση, γιατί πάνω εκεί έρχεται η τεκνοποιία. Κι όταν μαθαίνουμε κάπως να συντονιζόμαστε, έχουν ήδη περάσει τα χρόνια, τα παιδιά έχουν μεγαλώσει κι έχουν μπει σε δικούς τους ρυθμούς, ενώ οι δικοί μας έμειναν πίσω.
Δοκιμασία του χρόνου και τα γηρατειά των δικών μας. Ακόμα πιο απροετοίμαστοι γι αυτά, δεν χαίρουν πια και τόσης κοινωνικής εκτίμησης όπως τα παιδαγωγικά, δεν οδηγούν στο μέλλον, μας κρατούν στο παρελθόν με ρυθμούς πιο δύσκολους, φορτωμένους χρόνια κι αργοκίνητους όσο πιο βασανιστικά αργά πλησιάζουν προς το τέλος. Εκεί κι αν ακυρώνονται οι ταχυδακτυλουργίες μας, οι συμπυκνώσεις μας, οι χαρούμενες επινοήσεις μας, εκεί κι αν είμαστε ανεκπαίδευτοι απολύτως, ξαφνιασμένοι κι αναίτια θυμωμένοι. Κι όμως έχουν να μας δώσουν κι οι γέροι σοφία, όπως και τα παιδιά.
Τι όνομα να δώσουμε στους ρυθμούς αυτούς, πώς να τους δεχτούμε; Είναι καταπιεσμένες μειοψηφίες, περιφρονημένοι φτωχοί συγγενείς. Χρόνια παιδικά και χρόνια γεροντικά, πώς να τα στριμώξουμε στον περήφανο καθημερινό μας αγώνα, πώς να τους βρούμε θέση;

Τετάρτη 6 Μαρτίου 2019

Mιχαήλ Μήτρας, η αγωνία του μοντέρνου

Τα τελευταία χρόνια είχα μάθει ότι ο Μιχάλης δεν ήταν καλά, τον είχα δει μάλιστα στην κηδεία του Βασίλη Ριζιώτη, όπου ένιωσε άσχημα κι έπεσε κάτω, αλλά δεν θέλησε να μπει στο ασθενοφόρο που καλέσαμε. Στα τηλεφωνήματα απαντούσε βιαστικά και έλεγε ότι δεν χρειάζεται τίποτε.  Από το facebook έμαθα ότι είχε μπει σε οίκο ευγηρίας και σήμερα το πρωί ότι πέθανε. Μια φωτογραφία του δημοσιευόταν σε πολλά σάιτ και εφημερίδες, που τον δείχνει πολύ γέρο, αγνώριστο. Έψαξα και βρήκα μια πιο νεανική, πολύ παλιότερη βέβαια.
Είχαμε γνωριστεί στο ραδιόφωνο. Ήταν εξαιρετικός επαγγελματίας, είχε σπουδάσει ραδιόφωνο και είχε δουλέψει χρόνια στο  BBC. Εκανε ωραίες εκπομπές, είχε πάντα καλές ιδέες, κι είχε πάρει συνέντευξη από τον μπαμπά μου για την εκπομπή "Ανωνύμου του Έλληνος". Ήταν συνάδελφος χωρίς ζήλια, χωρίς κόμπλεξ, αναδείκνυε τους ανθρώπους γύρω του, πράγμα πολύ σπάνιο. Το ίδιο και στον λογοτεχνικό χώρο. Ανανδείκνυε τους λογοτέχνες, τους τιμούσε. Μαζί του έμαθα να μαζεύω υπογραφές, μέχρι τότε δεν είχα σκεφτεί ποτέ να ζητάω να μου υπογράφουν οι συγγραφείς τα βιβλία τους, δεν μου περνούσε από το μυαλό.
Στην τέχνη του είχε την αγωνία για το μοντέρνο και τη διατήρησε ως το τέλος, ανυποχώρητα μένοντας στο στάδιο της ρήξης με τα παραδοσιακά σχήματα. Όλοι περάσαμε κάποια στιγμή αυτή τη φάση, την ανησυχία και το ερώτημα αν τα πάντα στη γλώσσα και στα είδη πρέπει να διαλυθούν και να συντεθούν καινούργια, ο Μιχάλης επέμενε σ' αυτό, προσηλώθηκε στην οπτική ποίηση.
Σε ένα  αφιέρωμα του Δημήτρη Φύσσα στην Αθενς Βόις, βλέπω τελευταία του έργα, φωτογραφίες με λέξεις πάνω σε γωνιές της πόλης, σε κήπους, σε πεζοδρόμια, σε σωρούς σκουπιδιών, και κάτι από το σοκ του μοντέρνου, της παλιάς εκείνης αναζήτησης, ακόμα με βρίσκει.
Με δική του πρόταση, διάβασα όταν πέθανε, είχε καθιερωθεί η ημέρα ποίησης στις 21 Μαρτίου. 

Τρίτη 5 Μαρτίου 2019

Φωτογραφία στο πάρκο

Τα παιδιά μου τα μεγάλωσα πηγαίνοντας στο πάρκο συστηματικά, σχεδόν κάθε μέρα. Για χρόνια, όταν πήγαινα με τον πρώτο μου γιο, έβλεπα στην στρογγυλή πλατεία με τα περίπτερα έναν φωτογράφο που πρότεινε τις υπηρεσίες του στους περιπατητές, σε γονείς με παιδιά κυρίως. Είχε μια καλή φωτογραφική μηχανή, όχι απο τις μεγάλες τις παλιές τις ξύλινες, μια σοβαρή μοντέρνα τότε, αναλογική βεβαίως μηχανή, κρεμασμένη στο λαιμό του, έκοβε βόλτες γύρω απο το συντριβάνι και την πρότεινε ψιθυρίζοντας "Να σας βγάλω μια ωραία φωτογραφία;"
Τον έβλεπα συνέχεια, πότε στο πάνω στρογγυλό, όπως το λέγαμε, πότε στο κάτω, όση ώρα και να έμενα. Θα πρέπει να περνούσε εκεί ολόκληρη τη μέρα, από το πρωί μέχρι να βραδιάσει και να τελειώσει το φως. Είχα κι εγώ συχνά φωτογραφική μηχανή μαζί μου, όχι και πολύ σπουδαία, μια φτηνή, με την οποία έβγαζα συνέχεια φωτογραφίες το παιδί μου. Μια δυο φορές του το είχα πει καθώς μου πρότεινε την τέχνη του, 'βγάζω μόνη μου φωτογραφίες'
Περνούσαν οι μέρες και τα χρόνια, όταν ο πρώτος μου γιος έκλεινε τα εφτά, απέκτησα άλλους δυο, οπότε το πάρκο έγινε ακόμα πιο εντατική απασχόληση. Περνούσα ώρες κάθε μέρα κι έβλεπα συνέχεια το φωτογράφο που δεν παρέλειπε κάθε φορά να μου δείχνει τη φωτογραφική του μηχανή, χωρίς να λέει τίποτε πια, με βουβό συνεσταλμένο χαμόγελο. Κι εγώ κουνούσα το κεφάλι, ή δεν το κουνούσα καν, χαμογελούσα εννοώντας πως ήξερα ότι ήξερε κι εκείνος. Δεν θα του ζητούσα να μας βγάλει φωτογραφίες. Έφερνα τη δική μου μηχανή και δεν χόρταινα να φωτογραφίζω τα δίδυμα μωρά και το μεγαλύτερο πλέον αγοράκι μου.
Κάποια στιγμή είχε χαθεί απο το πάρκο, υπέθεσα ότι πήρε σύνταξη, ώσπου ξαναεμφανίστηκε κουτσαίνοντας. Με την ίδια μηχανή, το ίδιο συνεσταλμένο χαμόγελο, γέρνοντας όμως βαριά στη μια πλευρά και περπατώντας με δυσκολία. Έπαθα σοκ μόλις τον είδα έτσι, με πιάσανε οι τύψεις. Τόσα χρόνια ο άνθρωπος να περνά δίπλα μου και μια φορά δεν είπα να μας βγάλει φωτογραφία! Μα τι τέρας τσιγκουνιάς ήμουν; Μόλις με πλησίασε με τη μηχανή και το γνωστό βλέμμα, του είπα, ναι, βγάλτε μας μια φωτογραφία!
Φορούσα τα καλά μου, δεν θυμάμαι για ποιο λόγο, κι είχα μαζί μου ένα ακόμα παιδάκι, τη Χλόη, φίλη του μεγάλου μου γιου. Σταθήκαμε οι τρεις πίσω απο το καρότσι, τα μικρά ήταν νυσταγμένα, τα μεγάλα βαριόντουσαν τη διαδικασία, αλλά τους είπα ότι μπορούν ν' ανέβουν στο πίσω στήριγμα του καροτσιού, οπότε έκαναν λίγη υπομονή και τη βγάλαμε τέλος πάντων τη μία και μοναδική φωτογραφία στο πάρκο απο επαγγελματία φωτογράφο. Έκανα και μια χαζή γκριμάτσα. Αλλά είναι ωραία. Και πίσω φαίνεται το περίπτερο του πάρκου, όπου συγκεντρώνονταν όλα τα αντικείμενα του πόθου των παιδιών, παιχνίδια, φαγώσιμα και διάφορα πλαστικά ζώα που τα καβαλούσαν και κουνιόντουσαν πάνω κάτω όταν έριχνες ένα κατοστάρικο. Τώρα πια δεν έχει μείνει τίποτε στο πάρκο που να παίρνει κατοστάρικα ή ευρώ, κάθε είδους εμπορική επιχείρηση έχει εξοβελιστεί από το φόβο των ταλιμπάν οικολόγων, ξέρω γω πώς να τους πω, αυτών των έξαλλων που εμπόδιζαν τρία χρόνια την ανάπλαση να τελειώσει και δεν ήθελαν εμπορευματοποίηση. Τα σημερινά παιδιά, όσα πάνε εκεί ακόμα, δεν έχουν τέτοιους πειρασμούς.

Πόσο δύσκολο να γίνει το προσωπικό, πολιτικό.

Τη νύχτα που έφτασε ο Καραμανλής στο Ελληνικό να αναλάβει τα ηνία της χώρας που είχε βρεθεί στο χείλος του γκρεμού, πενήντα χρόνια πριν, δεν...