Τετάρτη 27 Φεβρουαρίου 2019

Ήμουν κι εγώ εκεί

 


Ο γιακάς της. Το μαντίλι της. Το καπελάκι της. Ρούχα περασμένων εποχών.
Ήδη την εποχή που χάζευα μικρή αυτές τις φωτογραφίες ήταν παρελθόν οι δαντελένιοι γιακάδες και τα καπέλα, σαν αυτό που φοράει στη δεύτερη φωτογραφία. Το μαντίλι κάπου υπήρχε για καιρό, ύστερα χάθηκε, τόσο που να μην ξέρω πια αν στ' αλήθεια ποτέ το ειδα με τα μάτια μου και το έπιασα στα χέρια μου. Το καπελάκι υπάρχει όμως, σε μια καπελιέρα που φύλαξα εδώ και χρόνια τα τσόχινα κομψά καπέλα της που δεν φορούσε πια, και καμιά φορά τα έβαζα τις απόκριες.
Μου φαίνονταν θαυμάσια όλα, και ταυτόχρονα πολύ μακρινά. Κομμάτια της προηγούμενης ζωής της μαμάς μου, αυτής που δεν μπορούσα να δω παρά σε αναμνήσεις, φωτογραφίες, διηγήσεις. Είχε αλλάξει πόλη, η οικογένεια της έμενε ακόμα στο Αγρίνιο, ήταν δύσκολο για μας να συνδεθούμε με το παρελθόν της.
Είχαμε στο σπίτι αυτές τις φωτογραφίες σε κάδρα, και σκέφτηκα ότι πρέπει να τις σκανάρω. Τις έβγαλα από τα κάδρα τους, και για πρώτη φορά πρόσεξα το χεράκι που ακουμπά στο μαντίλι. Ήμουν κι εγώ εκεί, στη δεύτερη φωτογραφία! Τόσα χρόνια δεν το είχα ποτέ παρατηρήσει. Υπήρχα στη ζωή της ακόμα κι όταν φορούσε το καπελάκι αυτό, και το μυθικό μαντίλι.

Πέμπτη 21 Φεβρουαρίου 2019

Εκπαιδεύοντας την Ανα


Μεταφράζοντας το θεατρικό έργο της Κατρίν Μπεναμού, «Άνα, ή Το πανέξυπνο κορίτσι» σκεφτόμουν συνεχώς τις δικές μου μαθήτριες στα μαθήματα ελληνικών. Είναι απίστευτη η δυσκολία που έχουν οι μεγάλοι άνθρωποι στην πρώτη επαφή τους με τα γράμματα, και ο αγώνας που πρέπει να κάνουν για να κατακτήσουν τη χρήση τους. Ανακαλύπτουμε μαζί με τις μαθήτριες μας τις δυσκολίες και τις ιδιαιτερότητες της γλώσσας, τη βαριά αξία των λέξεων, αναπνέουμε κοντά τους την προσδοκία τους από τα γράμματα. Τι μπορεί να κάνει μια μεγάλη γυναίκα με τη γραφή; Πολλά πράγματα, ίσως όχι τόσο εμφανή, όμως σημαντικά και αποκαλυπτικά για την ίδια.
Η Κατρίν Μπεναμού έχει επίσης δουλέψει με μετανάστριας σε εργαστήρια γραφής. Ξέρει κι αυτή την αργή, επίπονη, επαναληπτική οπωσδήποτε προσέγγιση στα γράμματα, και χτίζει ένα παιχνίδι με τις λέξεις και το νόημα τους, ξεκινώντας από ένα παλιό παραμύθι. Η ηρωίδα της καθώς προχωρά με αργά και δισταχτικά βήματα στο δρόμο της μόρφωσης, γυρίζει πίσω, στην καταγωγή της, στις αναμνήσεις της, στα γεγονότα που καθόρισαν τη ζωή της χωρίς να μετέχει η ίδια, γυρίζει στους φόβους της, και στρέφεται τέλος προς τις επιθυμίες της. Απλές επιθυμίες, πράγματα που για τον κόσμο των εγγραμμάτων είναι αυτονόητα και γι αυτήν μεγάλες κατακτήσεις. Το πώς θα τις πραγματοποιήσει, το πώς θα εξελιχτεί, είναι το μεγάλο στοίχημα που κερδίζεται ή χάνεται στην προσπάθεια κατάκτησης της αυτογνωσίας.
Η Αθηνά Κεφαλά ανακάλυψε το έργο της παλιάς της συμφοιτήτριας στο Κονσερβατουάρ, και το μεταφράσαμε μαζί. Καθώς βασίζεται στη γαλλική γλώσσα, μια και η μαθήτρια ζει στο Παρίσι και προσπαθεί να μάθει γαλλικά, ήταν μεγάλη η πρόκληση να μεταφέρουμε τους γλωσσικούς συνειρμούς της στην ελληνική γλώσσα χωρίς να αλλάξει το νόημα των βασικών λέξεων, αυτών που ορίζουν τη ζωή της και που μαθαίνει να τις γράφει. Απλοϊκή και μαζί σοφή, η ηρωίδα προχωρά στη γνώση γραφής κι ανάγνωσης σαν σε σκοτεινό τούνελ όπου ψαχουλεύεις τους τοίχους για να φτάσεις στην έξοδο και στο φως. Στο μοντέρνο αυτό έργο η παλιά και πάντα νέα ιδέα του διαφωτισμού κινεί τα πάντα.
Θα παίζεται από τη Δευτέρα 4 Μαρτίου στο θέατρο Vault, Μελενίκου 2 στο Βοτανικό, κάθε Δευτέρα και Τρίτη στις 9.00 το βράδυ.
Σκηνοθεσία, Αθηνά Κεφαλά

Τετάρτη 20 Φεβρουαρίου 2019

Το προνόμιο των φίφτυς


Το προνόμιο των φίφτυς
Καμιά φορά ζηλεύω την κατάσταση στην οποία βρέθηκαν οι γονείς μου όταν παντρεύτηκαν στην Αθήνα κι έψαχναν να βρουν σπίτι, στη δεκαετία του 50. Αυτό το μηδέν από το οποίο ξεκίνησαν, όπως συνήθιζαν να μας λένε αργότερα, αναπολώντας τη νεότητά τους και τα επιτεύγματα της. Είχε τελειώσει ο πόλεμος, είχε τελειώσει και ο εμφύλιος, κι όλα ξανάρχιζαν και θα μπορούσαν, τότε, να έχουν γίνει αλλιώς, να έχουν γίνει καλύτερα, ή ακόμα και να έχουν γίνει και χειρότερα, αλλά έγιναν όπως έγιναν, όπως τα ξέρουμε τώρα πλέον.
Πώς ήταν εκείνο το μηδέν; Μια πόλη που έσφυζε από ζωή, που ουσιαστικά δεν χωρούσε τους κατοίκους της. Κατέβαιναν στην Αθήνα νέοι κατά κύματα, και δεν είχαν πού να μείνουν, τα νοίκια πανάκριβα, τα σπίτια παλιά, χωρίς θέρμανση, οι σπιτονοικοκυραίοι ζητούσαν ένα χρόνο μπροστά σε λίρες Αγγλίας. Πού τις έβρισκαν τις λίρες, χρυσές εννοείται, δεν έχω καταλάβει,  δεν θυμήθηκα ποτέ να ρωτήσω τους γονείς μου.
Φαινόταν η πορεία της πόλης, δεν θα μπορούσε να παραμείνει όπως ήταν, όλος εκείνος ο κόσμος έπρεπε να στεγαστεί, και ποιος δεν θα ερχόταν στην πρωτεύουσα; Όχι μόνο όσοι ψάχναν για δουλειά, όχι μόνο οι νέες οικογένειες που γίνονταν επιτέλους από άντρες που είχαν χάσει χρόνια και χρόνια στον πόλεμο και στις αιχμαλωσίες, αλλά και οι κατατρεγμένοι της επαρχίας, όλοι εδώ θα έμεναν. Θα γκρεμίζονταν με χαρά, με ανακούφιση, τα ωραία παλιά σπίτια που δύσκολα ζεσταίνονταν, δύσκολα μοιράζονταν και δύσκολα συντηρούνταν, θα υψώνονταν παντού οι ομοιόμορφες, φωτεινές, καινούργιες, και δίκαιες με κάποιο τρόπο, πολυκατοικίες για να στεγαστούν όλοι. Και χώρεσαν και περίσσεψαν, και στρίμωξαν παραπανίσια διαμερίσματα και μαγαζιά, λες και για πάντα θα αυγάτιζαν, και δεν θα κοβόταν το φως από το στενά όσο τα χτίζαν. Η ανάγκη των φίφτυς έγινε συνήθεια κέρδους στα σίξτις και τα σέβεντις κι οι αγαπημένες πολυκατοικίες μισήθηκαν όσο τίποτε. Τα βάζουμε τώρα με τον Καραμανλή που επέτρεψε την αντιπαροχή και ‘κατέστρεψε την Αθήνα’, ή με τους μετανάστες που ‘υποβαθμίζουν τις συνοικίες’ οι οποίες ήταν τόσο προσεγμένες πριν…
Βρισκόμαστε πάλι σε ένα σημείο που μοιάζει με μηδέν, πολύ διαφορετικό αυτή τη φορά.  Είναι πιο περίπλοκα τα πράγματα, είμαστε όλοι μαζί, με την πόλη στα χέρια, σε ένα σημείο εκκίνησης, που μπορεί να γίνει και σημείο εξαφάνισης της.


Πέμπτη 14 Φεβρουαρίου 2019

Ηδονή της ταλαιπωρίας



«Μήπως μπορείτε να χαμηλώσετε λίγο τη μουσική;»
Είναι αργά, είμαστε οι τελευταίοι πελάτες. Η μουσική τρυπάει τ’ αυτιά, κάνει το στήθος να τραντάζεται, έχουμε βραχνιάσει ουρλιάζοντας ο ένας στον άλλον. Ο σερβιτόρος μας κοιτάζει απλανώς, σα να μην μας βλέπει, να είμαστε διαφανείς, να μην πιστεύουν τ΄ αυτιά του αυτό που άκουσε. Να χαμηλώσει τη μουσική; Πώς είναι δυνατόν να ζητάμε κάτι τέτοιο;
Κοιταζόμαστε κι εμείς με απορία μετά από αυτή την αντίδραση, μάλλον, τη μη αντίδραση. Υπάρχουμε στ’ αλήθεια, ή είμαστε τίποτε σκιές του παρελθόντος που κυκλοφορούν μετά τα μεσάνυχτα; Γιατί ποιος σύγχρονος άνθρωπος ομολογεί με τόση αφέλεια ότι τον ενοχλεί η μουσική που διαπερνά τ’ αυτιά και τραντάζει τα κρανία; Οφείλουμε, όλοι οι ζωντανοί του 21ου αιώνα, όχι μόνο να αντέχουμε αλλά και να μας αρέσει η κακοποίηση του ακουστικού νεύρου κι ολόκληρου του σώματος από τον αβάσταχτο θόρυβο. Αλλιώς θα μας κατατάξουν με τα φαντάσματα.
Τα αυτιά πρέπει να τρυπιούνται. Όχι μόνο απέξω, με όσο το δυνατόν μεγαλύτερες τρύπες κι όσο γίνεται περισσότερα σκουλαρίκια, αλλά κι από μέσα. Να φτάνει ο πόνος στον εγκέφαλο. Τρύπες στο λοβό, στο φρύδι, στο χείλι, στη γλώσσα, στο πηγούνι, σφραγίδες της αδιαφορίας απέναντι στον πόνο που μοστράρονται σε όλο το πρόσωπο, δεν αρκούν. Πρέπει να δείχνεις ότι δεν σε νοιάζει αν κινδυνεύεις να κουφαθείς για πάντα από την ένταση της μουσικής. Σκουλαρίκι δεν μπαίνει εκεί, οπότε απλώς θα το αποδεικνύεις χαμογελώντας ευχαριστημένα και σείοντας ανάλαφρα το χέρι με το ποτήρι σου. Οι ντράμερ σκοτώνονται να χτυπολογούν σαν τρελοί, εσύ  απλώς λικνίζεσαι. Δεν τρέχει τίποτε, όπως οι έφηβοι περνούν το χέρι πάνω από τη φλόγα του κεριού για να δείξουν πόσο θαρραλέοι είναι, έτσι και κουφαίνονται ηρωικά διασκεδάζοντας και επιδεικνύοντας όσο πιο απίστευτη μπορούν αδιαφορία. Αν θελήσεις χαμηλότερη ένταση σημαίνει ότι είσαι γέρος, κι αλίμονο στο άτομο που θα ομολογήσει από μόνο του μια τέτοια πικρή αλήθεια σε χώρους διασκέδασης. Από σεμνότητα λοιπόν έκανε το γκαρσόνι πως δεν άκουσε, ενώ ντρεπόταν για λογαριασμό μας.
Με το κεφάλι να βουίζει την επόμενη μέρα, σκέφτομαι ότι πάλι καλά που έχει αφήσει έξω αυτή η αυτοκαταστροφική μόδα την κλασσική μουσική, να καταφεύγουμε οι ευπαθείς ομάδες.

Σάββατο 9 Φεβρουαρίου 2019

Αισιοδοξία



Η διπλανή πολυκατοικία έχει δραστήριο διαχειριστή. Μόλις ανέλαβε, κατέγραψε τα άδεια διαμερίσματα και σε λίγες μέρες τα μισά κουδούνια της εξώπορτας είχαν στη θέση του ονόματος τη λέξη ΑΔΕΙΟ με μεγάλα κεφαλαία γράμματα, να τα βλέπεις από μακριά. Όταν περνώ φαντάζομαι κουδούνια να χτυπάνε σε σπίτια χωρίς ανθρώπους, σε σκοτεινά τριάρια και δυάρια τον ήχο να ενοχλεί το κενό.
Γιατί το έκανε αυτό; Ίσως για να εκτιμηθεί ο κόπος του, πόσο παιδεύεται να τα βγάλει πέρα με τους μισούς ιδιοκτήτες απόντες, τα μισά διαμερίσματα άδεια. Οι απόντες δεν θα πληρώνουν κοινόχρηστα. Εδώ οι παρόντες δεν πληρώνουν. Εκτός αν απλώς ήθελε να αποθαρρύνει τους εφήβους που χτυπάν κουδούνια για πλάκα. Ή και να τους βοηθήσει, μη χτυπάτε αυτά, είναι άδεια, χτυπήστε στα γεμάτα, να μην πηγαίνει ο κόπος σας χαμένος.
Οι αισιόδοξοι πιστεύουν ότι η γειτονιά ξεπερνά την κρίση. Λένε πως πολλοί Κινέζοι αγοράζουν διαμερίσματα, λένε ότι πολλά γίνονται Airbnb, ότι νοικιάζονται με τη μέρα σε τουρίστες,. Και μόνο η ιδέα ότι έρχονται εδώ τουρίστες μας ψηλώνει δέκα πόντους. Δεν είναι αυτό που βλέπετε η άχαρη πόλη, υπάρχει κάτι άλλο, ένα ωραίο μυστικό κρυμμένο ίσως σε τριάρια. Αδεια.  Αγοραστές και ενοικιαστές μας τριγυρίζουν,  όλο και κάποιος θα μπαινοβγαίνει, όλο και κάποιος θα πληρώνει κοινόχρηστα, θα ανοίγει τα παράθυρα, θα χρησιμοποιεί το ασανσέρ και θα απαιτεί να μένουν αναμμένα φώτα τη νύχτα.
 Υπάρχουν άλλοι που πιστεύουν ότι όλα γίνονται βάσει σχεδίου, αρχίζοντας από την υποβάθμιση του κέντρου της πόλης και των δικών μας περιοχών. Βάσει σχεδίου οι ιδιοκτήτες πουλούσαν τα σπίτια τους κι έφευγαν για τα προάστεια από τη δεκαετία του 70, βάσει σχεδίου έδωσαν όλοι αντιπαροχή τα παλιά για να πάρουν διαμερίσματα, ώστε να γίνει αφόρητη η ζωή τους ολονών και να φύγουν μαζικά για να φτηνήνουν ύστερα τα πάντα, να τα πάρουν οι Κινέζοι και τα Airbnbn. Δεν έχω καταλάβει αν ήταν κινέζικο το σχέδιο ή γερμανικό, πάντως είχε μεγάλη επιτυχία, αφού πραγματοποιείται με συνέπεια εδώ και τόσες δεκαετίες.
 Αν λιγοστέψουν τα κουδούνια με το ΑΔΕΙΟ, λέτε το σχέδιο να περιλαμβάνει και άναμμα καλοριφέρ;

Πόσο δύσκολο να γίνει το προσωπικό, πολιτικό.

Τη νύχτα που έφτασε ο Καραμανλής στο Ελληνικό να αναλάβει τα ηνία της χώρας που είχε βρεθεί στο χείλος του γκρεμού, πενήντα χρόνια πριν, δεν...