Παρασκευή 30 Νοεμβρίου 2018

Πτυχίο Δημοτικού



Γράφτηκαν πολλά για την καθαρίστρια που καταδικάστηκε δέκα χρόνια για πλαστογράφηση του απολυτηρίου δημοτικού, ακόμα όχι αρκετά ώστε να κινήσουν μηχανισμό απονομής χάρης, κάτι τέλος πάντων, να διορθώσει την ποινή. Κι όσα  γράφτηκαν κι ακούστηκαν ίσως δεν έφτασαν παντού. Γιατί, όπως παρατήρησε ο Πάνος Παπαδόπουλος στο  Protagon, ρίχνοντας λοξή ματιά στην απίστευτη αυτή ιστορία, υποτίθεται ότι εκτός από τους νόμους που ορίζουν ως κακούργημα την πλαστογράφηση δημοσίου εγγράφου, υπάρχουν κι εκείνοι που καθιερώνουν υποχρεωτική εννιαετή εκπαίδευση. Πώς γίνεται λοιπόν μια γυναίκα που γεννήθηκε μετά το 1960 να μην έχει τελειώσει  Δημοτικό;
Το κακό είναι ότι υπάρχουν γυναίκες, και λιγότεροι άντρες, γεννημένοι μετά το 2000 που επίσης δεν έχουν τελειώσει Δημοτικό. Οι προχωρημένες δεκαετίες δεν εγγυώνται εφαρμογή του νόμου, μάλιστα παλιότερα, στη δεκαετία του 1950, μπορούσες να δεις το χωροφύλακα να μαζεύει από τα χωράφια  παιδιά σχολικής ηλικίας, που τα είχαν πάρει οι γονείς να τους βοηθήσουν στη δουλειά, και να τα πηγαίνει από τ’ αυτί στο σχολείο. Στο χρονικό διάστημα που πέρασε η εξουσία των γονιών πάνω στα παιδιά αμφισβητείται λιγότερο. Η κοινωνία, οι συνήθειες, ο περίγυρος, είναι που πιέζουν τους γονείς. Αν δεν το κάνουν, αλίμονο στα παιδιά.
Το κράτος ενθαρρύνει, δεν φροντίζει. Δίνει επίδομα π.χ. στις οικογένειες Ρομά για κάθε παιδί που γράφεται στο Δημοτικό. Τα παιδιά γράφονται μεν, αλλά σπανιότατα παρακολουθούν. Σε ορεινά χωριά, ή σε φτωχογειτονιές της πόλης,  ποιος θα ασχοληθεί με κείνα που μένουν αγράμματα, ποιος θα κάτσει να συγκρουστεί με καβγατζήδες πατεράδες ή σκληρές μανάδες; Εδώ δεν μαζεύει η πολιτεία τα παιδιά που ζητιανεύουν στο κέντρο της πόλης, θα τα στείλει σχολείο; Η εξουσία των γονιών είναι στην πράξη απόλυτη. Η ιερή οικογένεια στέκεται φρουρός στην πόρτα της, και κάθε κοινωνικός λειτουργός μπορεί να κάνει το πτυχίο του ρολό.
Αναλύουμε συχνά τις βλαβερές συνέπειες των πολλών μαθημάτων, για τα τυχερά παιδιά, με γονείς που τα νοιάζονται, αλλά τις βλαβερές συνέπειες των καθόλου μαθημάτων για τα άτυχα δεν μπορούμε ούτε να τις φανταστούμε. Ειρωνευόμαστε τα πτυχία, τους κακούς μαθητές, με τόση άνεση εμείς οι μορφωμένοι, αγνοούμε έναν ολόκληρο κόσμο για τον οποίο το σχολείο, ο χρόνος της μάθησης, ο χρόνος τελικά της παιδικής ηλικίας, είναι άπιαστο όνειρο. Και δεν μιλάω για την Αφρική, αλλά για την Ελλάδα, γι ανθρώπους δίπλα μας.


Τρίτη 20 Νοεμβρίου 2018

Φταίει πάνω απ' όλα το κρασί


Πιάσαμε συζήτηση, Σάββατο βράδυ για το Πολυτεχνείο, είχαμε ξεθεωθεί να περπατάμε στην κλειστή Πατησίων,  δεν μας απασχόλησε το αενάως επαναλαμβανόμενο καταστροφικό παρόν, αυτή η τρομερή φάρσα, αλλά το παρελθόν που γέννησε όλ’ αυτά χωρίς να το θέλει. Είχα χρόνια να υπερασπιστώ τους συνομηλίκους μου πολιτικούς που είχαν πάρει μέρος στην εξέγερση, αλλά όχι ν’ ακούσω το κλισέ για την ‘εξαργύρωση των αγώνων’. Βρίσκω τον ισχυρισμό πρωθύστερο, προφανώς κάποιοι άνθρωποι με ηγετικά προσόντα θα αναδεικνύονταν σε μια εξέγερση που χρειαζόταν στοιχειωδώς ηγέτες, και τι πιο φυσικό από το να ασχοληθούν με την πολιτική στη συνέχεια; Γιατί τόσο ενοχλεί αυτό,  μόνο οι γόνοι των πολιτικών πρέπει να γίνονται πολιτικοί; Μήπως, ό,τι και να λέμε, προτιμούμε τα σίγουρα ονόματα από ανθρώπους που εμφανίζονται και παίρνουν ρίσκα σε δύσκολες καταστάσεις; Και πόσο παράξενο, να θεωρούνται αυτές οι καταστάσεις  προνόμιο και να γίνεται προσπάθεια έκτοτε να αναπαραχθούν σαν θεατρικό έργο, με στόχο να αναδείξουν πολιτικούς˙ πάντα ματαίως…
Φέτος άλλα βέλη, η ‘γενιά του Πολυτεχνείου’ φταίει, κατά μία εκδοχή, για κάθε κακό που βρήκε τη χώρα από τη μεταπολίτευση. Για τον γρήγορο πλουτισμό, για την απότομη άνοδο του επιπέδου ζωής, αλλά κυρίως για την κρίση, αυτή φταίει για όλα. Η λέξη ‘φταίξιμο’ πήγαινε κι ερχόταν στο τραπέζι σε όλες τις μορφές της, ‘φταίνε’, ή ‘δεν φταίνε όλοι’ αλλά οπωσδήποτε ‘φταίνε ορισμένοι’, κι ακόμα δεν είχαμε καν παραγγείλει μεζέδες, είχαμε μόνο κρασί. Ήπια μια γουλιά να πάρω δυνάμεις, κι ένιωσα παράξενα, σα να μεταφέρθηκα αστραπιαία στο χωρόχρονο, πριν σαράντα πέντε χρόνια. Τότε που δεν ήμασταν ακόμα η γενιά του Πολυτεχνείου, αλλά πάλι φταίγαμε για όλα ως ‘γενιά’. Η γενιά με τα μακρυμάλλικα αγόρια, τα χωρίς θηλυκότητα κορίτσια, τα παράξενα όντα που υπήρξαμε, κάπου ανάμεσα στους κουρασμένους γονείς και τους λυσσασμένους κρατούντες, ακατανόητοι, μοναχικοί συχνά, πώς να ανοιχτείς στον διπλανό αν δεν ήσουν σίγουρος, να τραγουδούσες απαγορευμένα στο ξεκούδουνο; Και πώς να σιγουρευτείς; Εμμονικοί με την ανάγκη αντίδρασης στη χούντα, που δεν πραγματοποιούνταν για πολύ καιρό, δεν έβρισκε τρόπο να εκφραστεί,  ύποπτοι πριν από κάθε υποψία δράσης. Με τύλιξε η μοναξιά εκείνη, ανατρίχιασα. Ευτυχώς ήρθαν τα ντολμαδάκια, κι έφαγα γρήγορα καναδυο να συνέλθω.


Τρίτη 13 Νοεμβρίου 2018

Ποια καινοτομία;



Η πρώτη μας αφίσα
Οχτώ το βράδυ κατηφορίζω τη Φωκίωνος, έφτασε ο χειμώνας με απαλές πνοές στα μεγάλα της δέντρα, κλείνω το γιακά. Περνώ μπροστά από τη Δημοτική Αγορά, στο γωνιακό πρώην κατάστημα κάποια τάξη λειτουργεί ακόμα, νομίζω μαθαίνουν υπολογιστές. Είναι καθαρά και γυαλισμένα, πριν δέκα χρόνια ήμασταν κι εμείς σε κάποιο γωνιακό κατάστημα ως καταληψίες, κάναμε μαθήματα σε αίθουσα πολύ πρόχειρα βαμμένη, πολύ χειροποίητη. Μας έβλεπαν οι περαστικοί να γράφουμε στον πίνακα ελληνικές λέξεις, και οι μαθητές μας μετανάστες. Μερικές φορές είχε σταθεί ο Κουμανταρέας εκεί έξω και μας είχε κοιτάξει, κάποτε έγραψε γι αυτό στο Πρόταγκον. Ίσως μπει μια πλάκα στο μέλλον, «Εδώ στάθηκε ο Κουμανταρέας και παρακολούθησε συγκινημένος μαθήματα ελληνικών σε μετανάστες στο διάστημα 2007 -2011». Τώρα η Αγορά είναι πολύ πιο καλοφτιαγμένη κι αν μου λείπει κάτι, εκτός από τον Κουμανταρέα, είναι το γκράφιτι στο μπροστινό ρολό, αυτό μπορούσαν να το κρατήσουν στην ανακαίνιση, δεν χρειαζόταν να το περάσουν από πάνω όλο γκρίζο, σαν τους πιστούς που από υπερβάλλοντα ζήλο ασβεστώνουν παλιές τοιχογραφίες. Κατά τα άλλα, η Αγορά έγινε όπως θα έπρεπε, και πιστεύω ότι παρόλες τις συγκρούσεις ανάμεσα σε καταληψίες και Δήμο το πνεύμα ήταν τελικά κοινό. Κι εμείς, μερικοί από μας, τους  ερασιτέχνες δασκάλους της γλώσσας, πηγαίνουμε στα Ανοιχτά Σχολεία τώρα, λίγα τετράγωνα παραπάνω, στην πλατεία, κι έχουμε κανονικούς πίνακες και κιμωλίες για το μάθημα μας, αληθινά θρανία, αίθουσες που μοιραζόμαστε με ομάδες κρουστών, ομάδες διδασκαλίας αγγλικών, θεατρικού παιχνιδιού, εκμάθησης μπριτζ, και παραδοσιακών τραγουδιών.
Μπορεί να μην σας φαίνεται συγκλονιστικό, αλλά αυτό έχω να πω προσωπικά για το βραβείο καινοτομίας του Δήμου Αθηναίων. Όλοι καγχάζουν κι αναρωτιούνται τι σόι καινοτομία ζήσαμε και δεν πήραμε χαμπάρι στην πόλη με τα παλαιά κι άλυτα πάθη. Συνήθως γκρινιάζω, τώρα για αλλαγή να επισημάνω κάτι θετικό, γιατί ζω την καινοτομία. Θα έχει κι άλλες, ας αναλάβει το γραφείο Τύπου του Δήμου, θα ξέρει λεπτομέρειες για τα διάφορα ηλεκτρονικά, τις πλατφόρμες, τις επικοινωνίες, για μένα πάντως είναι σημαντική καινοτομία να μπορούν δέκα, πενήντα, εκατό άνθρωποι να πηγαίνουν στο σχολείο τα απογεύματα και να μαθαίνουν κάτι, στη δε συγκεκριμένη γειτονιά όπου ζουν κυρίως μετανάστες, ακόμα και το να κυκλοφορεί η πληροφορία ότι διδάσκεται η γλώσσα δωρεάν στα σχολεία τα απογεύματα για όποιον θέλει να τη μάθει, είναι συγκλονιστική καινοτομία, κι ας μην έχει ηλεκτρονικές εφαρμογές, ας παλεύει με τις κιμωλίες.
Παρέα ποζάρει μπροστά στο γκράφιτι της Αγοράς πριν το περάσουν με γκρίζα μπογιά

Κυριακή 11 Νοεμβρίου 2018

100 χρόνια ευρωπαϊκές προσπάθειες

Φταίει η λογοτεχνία, τα βιβλία του Ρομαίν Ρολάν που είχαμε σπίτι μας κι άλλα που διάβασα μεγαλύτερη, φταίει γενικώς η γαλλική κουλτούρα, το ταξίδι μου στην Ελβετία στα 15, η ανακάλυψη της Ευρώπης αργότερα, η χούντα που έκανε πολύτιμη κάθε ευρωπαϊκή ρωγμή σε τρυφερή ηλικία για μας, πάντως δεν μπορώ να δω μια τελετή όπως η σημερινή, των 100 χρόνων από την ανακωχή του μεγάλου πολέμου, με τον Μακρόν και τη Μέρκελ στην αψίδα του θριάμβου χωρίς να ανατριχιάσω και να βουρκώσω. Παρόλο που με ξάφνιασε όταν ζούσα στη Γαλλία το πόσο η τριίχρωμη σημαία είχε γίνει σύμβολο των συντηρητικών, για μένα θα είναι πάντα σύμβολο της μόνης επανάστασης που είχε νόημα, κι ας το έχασε στο δρόμο και τρόμαξε να το ξαναβρεί, εκείνης που καθιέρωσε την έννοια του πολίτη, το καθεστώς του πολίτη. Κι όσο κι αν λέτε ότι είναι υποκριτές οι ηγέτες που δήθεν γιορτάζουν την ειρήνη, και να έχετε δίκιο, βεβαίως, και τα τρία χρώματα να είναι κι αυτά υποκριτικά και να έχετε δίκιο, αφήστε με να δακρύζω, διότι έχω συμβιβαστεί, άνθρωποι είμαστε, τι περιμένετε; Ναι, αρπακτικά που διψούν για εξουσία, αλλά δεν πέταξαν στα σκουπίδια κάθε προσπάθεια που έγινε για ισότητα και ειρήνη, να που αυτές είναι τώρα οι αναγνωρισμένες αξίες, οι επίσημες. Και τις εννοούν πολλά εκατομμύρια πολίτες. Φυσικά δεν επικρατούν στον κόσμο. Δεν ξέρω αν ποτέ θα επικρατήσουν, στο πολύ μακρινό μέλλον, δεν το πιστεύω. Αλλά εμείς οι Ευρωπαίοι τις αναγνωρίζουμε, δεν μπορούμε να τις περιφρονήσουμε. Είναι ο στόχος μας και κανένας ηγέτης δεν μπορεί να μας ξεγελάσει τόσο που να τις ξεχάσουμε, να ασπαστούμε τυφλά τις αντίθετες. Έτσι πιστεύω.

Πέμπτη 8 Νοεμβρίου 2018

Μόραλης στο Μπενάκη της Πειραιώς

Δεν είχα ξεκινήσει να δω τη μεγάλη έκθεση του Μόραλη. Στη γιορτή του Δήμου Αθηναίων για το βραβείο καινοτομίας που πήρε είχα πάει, μας είχαν καλέσει ως ΓΕΦΥΡΕΣ, ομάδα εθελοντών που παραδίδουμε μαθήματα ελληνικών σε μετανάστες. Πήγαμε λοιπόν και ήταν ωραία, γιατί επιτέλους ήμασταν κάπως συμφιλιωμένοι, κι εμείς ως μονίμως διεκδικητικές ΓΕΦΥΡΕΣ, κι εκείνοι, ως Δήμος, οι μονίμως επιφυλακτικοί απέναντι μας. Γνωριστήκαμε πια καλά, κερδίσαμε ο ένας την εμπιστοσύνη του άλλου, μόνο που το Μάιο γίνονται εκλογές, και να δούμε πώς θα είναι η επόμενη χρονιά.
Μετά τη γιορτή πήγαμε στο Μουσείο Μπενάκη για καφέ με την Κωνσταντίνα, ένα από τα νεαρά μέλη της ομάδας, κι εκεί άρχισε να βρέχει, οπότε εγώ η προνομιούχα, που δεν είχα δουλειά να με περιμένει όπως η Κωνσταντίνα, έμεινα στο μουσείο και πήγα να δώ την έκθεση.
Ήταν αναδρομική, παρακολουθούσε όλη την πορεία του, με πάρα πολλά έργα, από τα νεανικά ως τα τελευταία. Κι η ιστορία της ζωής του παράλληλα, με φωτογραφίες και τους αντίστοιχους πίνακες. Πέρασε σχεδόν έναν αιώνα ζωγραφίζοντας, αφού άρχισε στα 13 με διάφορους δασκάλους, και στα 15 πήγε στη Σχολή Καλών Τεχνών ως εξαιρετικό ταλέντο,  και δεν σταμάτησε ποτέ να δουλεύει.
Με πλημμύρισε η αίσθηση οικειότητας, βέβαια τον ξέρω τον Μόραλη, από τα εξώφυλλα των βιβλίων, των δίσκων, τις αφίσες θεατρικών έργων, τον τοίχο του Χίλτον... κι απο την άλλη πόσα δεν ήξερα, δεν είχα δει ποτέ.
Περπατώντας στις αίθουσες, με τις εικόνες που ήξερα καλά και τις άλλες που έμοιαζαν ή ήταν τελείως διαφορετικές, συνειδητοποίησα τον καλλιτεχνικό πυρετό των δεκαετιών που μεγάλωνα, χρυσές δεκαετίες τις λένε τώρα, τις αναζητήσεις γύρω από την ελληνικότητα, την έμπνευση και τη δημιουργία που παρακολουθούσαμε κι εμείς σαν κάτοικοι της Αθήνας. Ζωγραφική και μουσική και ποίηση και θέατρο, και χορός, όλα βούτηξαν στην πηγή και βγήκαν ανανεωμένα.  Η τόλμη του μοντερνισμού βρήκε υλικό στην παράδοση, η ερωτική αγωνία κι οι ασίγαστες επιθυμίες ελευθερώθηκαν σε βαθμό εμμονής. Βέβαια, το είχε κι αυτό εκείνο το κίνημα. Χαρά σε κείνον που μπορεί να εκφράζεται δουλεύοντας ακατάπαυστα, να βρίσκει ασταμάτητα νέες ιδέες και φόρμες.
Το πρόσωπο των γηρατειών το ήξερα από τις φωτογραφίες των εφημερίδων, το νεανικό του με εντυπωσίασε. Πόσο λεπτός και στοχαστικός, πόσο όμορφος στις προσωπογραφίες με την εξίσου λεπτή γυναίκα του, την πρώτη από τις τρεις. Όμορφη και παράξενη φιγούρα στα νιάτα του, πριν αφοσιωθεί στα νιάτα των άλλων.                   

Τετάρτη 7 Νοεμβρίου 2018

Ποια δεκαετία;



Δεν πιστεύω ότι η ατμόσφαιρα στην Ευρώπη θυμίζει δεκαετία του 30, όπως είπε ο Μακρόν, και λέγεται πολύ εν γένει. Πιο πολύ μπορεί να θυμίζει την εποχή πριν τον Πρώτο Παγκόσμιο πόλεμο, ο οποίος άρχισε με ενθουσιασμό και σιγουριά εκατέρωθεν, δι ασήμαντον αφορμή, για να τελειώσει όπως τέλειωσε πριν ακριβώς 100 χρόνια. Τότε ήταν που οι πολίτες των παρηκμασμένων αυτοκρατοριών και των ανερχομένων εθνών ένοιωθαν θυμό για όσα πίστευαν πως τους αδικούσαν, ασφυκτιούσαν στα όρια της Αυστροουγγαρίας, ήθελαν να γκρεμίσουν και να αναδειχτούν με τις ιδιαιτερότητές τους, που ήταν οπωσδήποτε οι καλύτερες του κόσμου και δεν αναγνωρίζονταν επαρκώς, δεν είχαν κράτος να τις πλαισιώνει, όχι παντού, όχι αρκετά, δεν τους περιλάμβανε όλους. Ένας αντιπαθής διάδοχος της ανάγκης, που κανείς δεν τον ήθελε αφότου είχαν χάσει τον ωραίο και αληθινό διάδοχο, εκείνον τον Ροδόλφο, τον εραστή της Μαρίας Βετσέρα, πήγε επίσκεψη στο Σεράγεβο, ένας αυτονομιστής Σέρβος τον σκότωσε, ο αυτοκράτορας αποφάσισε να δείξει την ισχύ του, κι αυτό ήταν. Χάθηκε όλη η χρυσή ηλικία της Ευρώπης, η γενιά που θα γνώριζε στην καθημερινότητά της τα αποτελέσματα της προόδου. Τότε που διαδιδόταν ο κινηματογράφος, τα αυτοκίνητα, οι μηχανές άρχιζαν να απελευθερώνουν, η ιατρική προόδευε, οι γυναίκες τολμούσαν να ζητήσουν δικαιώματα, οι άνθρωποι αντίκριζαν την ευτυχία, τότε ακριβώς ο γέρο Φραγκίσκος Ιωσήφ αποφάσισε να παλιμπαιδίσει και να ξεχάσει τη διπλωματία, να το παίξει πεισμωμένος, να χαρίσει λίγες ώρες ενθουσιασμού στο λαό του, στους λαούς του μάλλον, να ξεμουδιάσουν λίγο από την υπερβολική ειρήνη. Να, πώς πολεμούσαν εκεί κάτω στα Βαλκάνια οι άλλοι και περνούσαν αξέχαστα; Να μη διασκεδάσουν λίγο και οι βορειότεροι;
Όπως λέει κι ένα αγαπημένο μου γαλλικό τραγούδι, μόλις ο πόλεμος τελειώσει πρέπει να κάνεις ειρήνη. Ίσως είναι πιο περίπλοκο. Πριν εκατό χρόνια ακριβώς τέλειωνε ο απαίσιος εκείνος πόλεμος, κι έβρισκε τους Ευρωπαίους αποφασισμένους να μην πολεμήσουν ξανά ποτέ. Αλλά δεν πρόσεξαν την ειρήνη, την έκαναν άτσαλη, παλιομοδίτικη, τους έβγαλε καινούργιο πόλεμο σε είκοσι χρόνια. Κι έκτοτε προσέχουν. Όσο γίνεται, άνθρωποι είναι κι αυτοί. Κι αν ξέχασαν στ’ αλήθεια τι πέρασαν οι παππούδες τους, αν πάλι θυμώνουν, μουτρώνουν, παλιμπαιδίζουν, κι έχουν μουδιάσει από την πολλή ειρήνη, ζηλεύουν τους πρόσφυγες, θέλουν κι αυτοί ανθρωπιστική βοήθεια, επιδόματα, συσσίτια, όλ’ αυτά τα ωραία, ποιος να τους προφυλάξει;

Παρασκευή 2 Νοεμβρίου 2018

To φρικιό


Κατεβαίνοντας την Πανεπιστημίου προς την Ομόνοια, εκεί που στρίβει λίγο ο δρόμος και πυκνώνει ο κόσμος σαν να το σκέφτεται να πάει παρακάτω, ή μήπως καλύτερα να γυρίσει προς τα πάνω, αλλά τον τραβά η κατηφόρα, εκεί λοιπόν ανάμεσα στα περίπτερα που πουλάνε πρωτότυπες τσάντες και μαντίλια και γυαλιά και τους πάγκους που δεν πουλάνε τίποτε και τις μουντζουρωμένες κολόνες, ένας τύπος πολύ λεπτός, μαυριδερός, ταλαίπωρος, που φαινόταν να αδιαφορεί για το σύμπαν γύρω του, με το βλέμμα χαμένο και δυσαρεστημένο ταυτόχρονα, γύρισε κι έβαλε μια φωνή σε κάποιον που ζητιάνευε στη βάση μιας κολόνας, ο οποίος κρατούσε στην αγκαλιά του ένα μωρό ανάσκελα ντυμένο σαν μπάμπουσκα.

-Καλά, το παιδί δεν το λυπάσαι;
Αυτός απ’ όλους τους διαβάτες ήταν που ύψωσε τη φωνή για να ρωτήσει το αυτονόητο. Αυτός που φαινόταν περιθωριακός, φρικιό, που έμοιαζε να μη νοιάζεται για τίποτε, κι αγανακτισμένος προσπέρασε. Ο ζητιάνος έτσι κι αλλιώς δεν θα απαντούσε, δεν γύρισε καν να κοιτάξει, ανακάθισε λιγάκι μόνο να βρει στάση πιο βολική. Εμείς οι υπόλοιποι συνεχίσαμε να βαδίζουμε. Ως μεγάλοι και σοβαροί το ξέρουμε καλά ότι αυτοί που παίρνουν τα παιδιά μαζί στη ζητιανιά, δικά τους ή νοικιασμένα, προφανώς δεν τα λυπούνται, ή όχι αρκετά για να τα απαλλάξουν από τη φοβερή αυτή καταδίκη.
Υποτίθεται βέβαια ότι κάνουν έγκλημα, υπάρχει στον Ποινικό Κώδικα, η επαιτεία, η έκθεση ανηλίκου κ.λπ., αλλά προφανώς εδώ και καιρό δεν εφαρμόζεται ο νόμος στους δρόμους της πόλης αυτής, κι εμείς ως καταναλωτές του οίκτου είμαστε σε θέση να συντηρούμε πολλά τέτοια εγκλήματα σε αρκετές γωνιές της. Υποκύπτουμε στο πανίσχυρο ένστικτο προστασίας, για να διώξουμε την ενοχή βάζουμε το χέρι στην τσέπη, επικυρώνοντας την καταδίκη που έχουν απαγγείλει οι γονείς και λοιποί υπεύθυνοι των άγνωστων αυτών παιδιών.
Το ελληνικό κράτος επικυρώνει κι αυτό. Πρώτο και καλύτερο και με τη βούλα. Δική του δουλειά είναι να απαγορεύει έμπρακτα την εκμετάλλευση παιδιών, με συλλήψεις και τιμωρίες. Το πληρώνουμε αρκετά για να μη χρειάζεται να υφιστάμεθα και αυτά τα οδυνηρά θεάματα στους δρόμους. Αλλά όχι. Δεν προκάνει, η Αστυνομία έχει άλλες δουλειές, φυλάει επισήμους. Τόσο που ασχολείται με την υψηλή κοινωνία, καλλιεργείται κιόλας -συνέλαβαν μια μουσικό στο δρόμο, διάβασα, στη Θεσσαλονίκη, προφανώς επειδή δεν θα έπαιζε αρκετά καλά.

Πόσο δύσκολο να γίνει το προσωπικό, πολιτικό.

Τη νύχτα που έφτασε ο Καραμανλής στο Ελληνικό να αναλάβει τα ηνία της χώρας που είχε βρεθεί στο χείλος του γκρεμού, πενήντα χρόνια πριν, δεν...