Ψάχνω τον τέλειο τρόπο να πηγαίνω στη Λυρική. Έχω πάει με μετρό και τραμ, έχω πάει με λεωφορείο και με τρόλεϊ από τη Συγγρού, με το δικό της πουλμανάκι από το σταθμό Συγγρού- Φιξ, έχω πάει και με τα πόδια, από τον ποδηλατόδρομο Γκάζι- Φάληρο. Αυτή τη φορά πήγα με το τρόλεϊ 5 από την Πατησίων, κατέβηκα στις Τζιτζιφιές, είχε το προσόν να μην έχει αλλαγή αυτή η διαδρομή. Περνά από την αξιοθαύμαστης αρχιτεκτονικής ασχήμιας κεντρική λεωφόρο της Καλλιθέας (κρίμα στ’ όνομα) Ελευθερίου Βενιζέλου. Το μόνο όμορφο κτίριο εκεί είναι ο εγκαταλελειμμένος Οίκος Τυφλών, θα το αφήνουν να γκρεμιστεί για να μη θυμούνται ότι μπορεί κανείς να ζει σε λιγότερο άσχημο περιβάλλον.
Ίσως μετά από αυτό το λούσιμο στην ασχήμια να απόλαυσα ακόμα
βαθύτερα την ομορφιά στο κτίριο του ιδρύματος Νιάρχου, το οποίο με υποδέχτηκε
με το χορό των νερών στις 6 ακριβώς. Κάθε βράδυ από τις 6, χορεύουν τα
σιντριβάνια στη λίμνη όταν συμπληρώνεται η ώρα ακριβώς. Εμείς και οι Βουρβώνοι
στις Βερσαλίες τέτοια μεγαλεία.
Είχα εισιτήριο για την όπερα «Αντρέας Σενιέ» του Ουμπέρτο
Τζορντάνο, που δεν είχα ξαναδεί στη ζωή μου, με όλες τις επιφυλάξεις για κάτι
άγνωστο. Αγόρασα και πρόγραμμα για πρώτη φορά μετά από χρόνια, για την
εξοικείωση, αν και η μουσική βέβαια δεν κατακτάται με πληροφορίες. Κι όμως. Από
την πρώτη στιγμή που άρχισε η ορχήστρα να παίζει με πλημμύρισε η ευωχία της
οικειότητας, με συνεπήρε η μουσική. Θα πρέπει να είναι η παλιά γνωριμία μου με
την ιταλική όπερα γενικότερα. Ή η δική της ικανότητα να συγκινεί, η μελετημένη ανάπτυξη της ικανότητας αυτής. Μήπως έχει κι
ευκολίες πια σε αυτό το πράγμα; Ε, ας έχει. Εμένα με συνεπαίρνει και δεν θα
αντισταθώ. Είναι κι ο εαυτός μου ένα νέο πλάσμα που συνήθισε να πάλλεται πλέον
με τη μουσική αυτή.
Ο Αντρέας Σενιέ, μαθαίνω από το πρόγραμμα, είχε γεννηθεί
στην Κωνσταντινούπολη από γάλλο πατέρα που ήταν εκεί πρόξενος, κι ελληνίδα
μητέρα. Δεν το ήξερα αυτό, ήξερα το τραύμα της επανάστασης για την εκτέλεση
του, τις τελευταίες μέρες της Τρομοκρατίας, από τα έργα του Ουγκώ. Η όπερα
αρχίζει σε ένα αριστοκρατικό σαλόνι, τα σκηνικά του Νίκου Πετρόπουλου είναι
κλασικά με τη σωστή μεγαλοπρέπεια, τα κοστούμια ιστορικά, κι όταν στη δεύτερη
πράξη περνάμε στις πλατείες όπου οι επαναστάτες συναθροίζονται, δικάζουν, συναντιούνται,
αυτό το σούρτα φέρτα από Ξεβράκωτους, Γιρονδίνους, τις γυναίκες που τις έλεγαν
Υπέροχες, με τις τρίχρωμες κονκάρδες, με τις τρομερές ιδέες περί ισότητας, τα
τόσο διαφορετικά τους κοστούμια, η μεγάλη αλλαγή όπως τη δείχνει η σκηνή, με
συγκινεί όπως όταν ήμουν παιδί και διάβαζα για τη Γαλλική Επανάσταση. Με πιάνει
ξανά εκείνη η χαρά για τους φτωχούς που τα κατάφεραν, κι ας δείχνει το έργο τις
ακρότητες της Τρομοκρατίας. Δεν υπάρχει ούτε μια στιγμή κούρασης, ούτε μια
στιγμή που η μουσική να ξεγλιστράει από τ’ αυτιά μου χωρίς να με συγκινήσει. Οι
φωνές των τραγουδιστών είναι εξαιρετικές, κάθε τόσο χειροκροτάμε όταν
τελειώνουν τις άριες, δεν υπάρχει ούτε μια στιγμή αδυναμίας, όπως συμβαίνει
καμιά φορά με τις φωνές, ανθρώπινα πλάσματα είναι οι σολίστ, ενίοτε κονταίνει η
ανάσα, σπάνια βέβαια, αλλά συμβαίνει, η φωνή χαμηλώνει κάπως να πάρει δύναμη,
αλλά αυτή τη φορά όχι. Είναι σαν όλες οι φωνές να έχουν κατακτήσει την ίδια
δύναμη, κάποια στιγμή δε η σοπράνο ξεπερνά κι αυτό το στάδιο, για λίγα
δευτερόλεπτα η φωνή της αποκτά κάτι σαν μαγική ιδιότητα, μεταμορφώνει την
αίθουσα σε καμπάνα που ο ήχος της μας τυλίγει από παντού σαν απαλή συννεφένια
γάζα.
Δεν γνωρίζω τους τραγουδιστές, άλλαξαν οι δυο πρώτοι ρόλοι
και δεν πρόλαβα να δω ποιοι ήταν οι αντικαταστάτες. Ξέρω τον Πλατανιά και τη
Σουγλάκου που κρατούν τους δεύτερους σημαντικότερους. Στο τέλος, όταν ένας-
ένας υποκλίνονται, σε αυτή τη σοπράνο που αν δεν είναι η Τσελια Κοστέα από τη
Ρουμανία θα είναι η Μαρία Χοσέ Σίρι από την Ουρουγουάη, θέλω να τη ράνω με
λουλούδια, αλλά δεν έχω. Πώς να δείξεις ευγνωμοσύνη σε μια γυναίκα που εχει
δουλέψει άπειρες ώρες με τη φωνή και την αναπνοή της, μια καλλιτέχνιδα που έχει
μάθει τα λόγια από τις όπερες με τις προφορές σε ξένες γλώσσες πέρα από όλα τα
άλλα, όπως και όλοι οι άλλοι, οι μουσικοί και οι σχεδιαστές, οι διευθυντές και
οι εργάτες, έχει μοχθήσει γι αυτές τις ώρες που η μουσική με τις ανθρώπινες
φωνές μας αρπάζει από τις μασχάλες, από τις πλάτες, σίγουρα όχι μόνο από τ’
αυτιά, μας αρπάζει και μας τραντάζει και μας συναρπάζει; Τι ευτυχία να μπορούμε
να το ζούμε αυτό, σκέφτομαι καθώς η σοπράνο υποκλίνεται, και με πλημμυρίζουν
δάκρυα χαράς στο χειροκρότημα, τι προνόμιο, τι στιγμή σπάνια. Έπρεπε να
περάσουμε πανδημίες για να εκτιμήσουμε περισσότερο την πολυτέλεια της τέχνης, ή
είναι απλώς που μεγαλώνω και συγκινούμαι εύκολα; Δεν ξέρω, αλλά αυτά τα δάκρυα
ευτυχίας συνεχίζουν να τρέχουν καθώς εγκαταλείπω το κτίριο, παγώνουν από το
κρύο στα μάγουλα μου. Είναι όλοι οι άνθρωποι εκεί στο αίθριο του ΚΠΙΣΝ
εκστασιασμένοι με το ένα ή το άλλο, είμαστε όλοι μαζί ευτυχισμένοι για την
σπάνια βραδιά μας, ευγνώμονες για το δώρο αυτό στην άκρη του παιδεμένου
Φαλήρου, στο δέλτα του βασανισμένου Κηφισού- ή μήπως είναι ο Ιλισσός;
Επιστρέφω με το ίδιο τρόλεϊ κι ακόμα και η άσχημη λεωφόρος
φαίνεται πιο ανεκτή μέσα στη νύχτα.