Σάββατο 12 Φεβρουαρίου 2022

Αντρέας Σενιέ στη Λυρική Σκηνή

Ψάχνω τον τέλειο τρόπο να πηγαίνω στη Λυρική. Έχω πάει με μετρό και τραμ, έχω πάει με λεωφορείο και με τρόλεϊ από τη Συγγρού, με το δικό της πουλμανάκι από το σταθμό Συγγρού- Φιξ, έχω πάει και με τα πόδια, από τον ποδηλατόδρομο Γκάζι- Φάληρο. Αυτή τη φορά πήγα με το τρόλεϊ 5 από την Πατησίων, κατέβηκα στις Τζιτζιφιές, είχε το προσόν να μην έχει αλλαγή αυτή η διαδρομή. Περνά από την αξιοθαύμαστης αρχιτεκτονικής ασχήμιας κεντρική λεωφόρο της Καλλιθέας (κρίμα στ’ όνομα) Ελευθερίου Βενιζέλου. Το μόνο όμορφο κτίριο εκεί είναι ο εγκαταλελειμμένος Οίκος Τυφλών, θα το αφήνουν να γκρεμιστεί για να μη θυμούνται ότι μπορεί κανείς να ζει σε λιγότερο άσχημο περιβάλλον.

Ίσως μετά από αυτό το λούσιμο στην ασχήμια να απόλαυσα ακόμα βαθύτερα την ομορφιά στο κτίριο του ιδρύματος Νιάρχου, το οποίο με υποδέχτηκε με το χορό των νερών στις 6 ακριβώς. Κάθε βράδυ από τις 6, χορεύουν τα σιντριβάνια στη λίμνη όταν συμπληρώνεται η ώρα ακριβώς. Εμείς και οι Βουρβώνοι στις Βερσαλίες τέτοια μεγαλεία.

Είχα εισιτήριο για την όπερα «Αντρέας Σενιέ» του Ουμπέρτο Τζορντάνο, που δεν είχα ξαναδεί στη ζωή μου, με όλες τις επιφυλάξεις για κάτι άγνωστο. Αγόρασα και πρόγραμμα για πρώτη φορά μετά από χρόνια, για την εξοικείωση, αν και η μουσική βέβαια δεν κατακτάται με πληροφορίες. Κι όμως. Από την πρώτη στιγμή που άρχισε η ορχήστρα να παίζει με πλημμύρισε η ευωχία της οικειότητας, με συνεπήρε η μουσική. Θα πρέπει να είναι η παλιά γνωριμία μου με την ιταλική όπερα γενικότερα. Ή η δική της ικανότητα να συγκινεί, η μελετημένη  ανάπτυξη της ικανότητας αυτής. Μήπως έχει κι ευκολίες πια σε αυτό το πράγμα; Ε, ας έχει. Εμένα με συνεπαίρνει και δεν θα αντισταθώ. Είναι κι ο εαυτός μου ένα νέο πλάσμα που συνήθισε να πάλλεται πλέον με τη μουσική αυτή.

Ο Αντρέας Σενιέ, μαθαίνω από το πρόγραμμα, είχε γεννηθεί στην Κωνσταντινούπολη από γάλλο πατέρα που ήταν εκεί πρόξενος, κι ελληνίδα μητέρα. Δεν το ήξερα αυτό, ήξερα το τραύμα της επανάστασης για την εκτέλεση του, τις τελευταίες μέρες της Τρομοκρατίας, από τα έργα του Ουγκώ. Η όπερα αρχίζει σε ένα αριστοκρατικό σαλόνι, τα σκηνικά του Νίκου Πετρόπουλου είναι κλασικά με τη σωστή μεγαλοπρέπεια, τα κοστούμια ιστορικά, κι όταν στη δεύτερη πράξη περνάμε στις πλατείες όπου οι επαναστάτες συναθροίζονται, δικάζουν, συναντιούνται, αυτό το σούρτα φέρτα από Ξεβράκωτους, Γιρονδίνους, τις γυναίκες που τις έλεγαν Υπέροχες, με τις τρίχρωμες κονκάρδες, με τις τρομερές ιδέες περί ισότητας, τα τόσο διαφορετικά τους κοστούμια, η μεγάλη αλλαγή όπως τη δείχνει η σκηνή, με συγκινεί όπως όταν ήμουν παιδί και διάβαζα για τη Γαλλική Επανάσταση. Με πιάνει ξανά εκείνη η χαρά για τους φτωχούς που τα κατάφεραν, κι ας δείχνει το έργο τις ακρότητες της Τρομοκρατίας. Δεν υπάρχει ούτε μια στιγμή κούρασης, ούτε μια στιγμή που η μουσική να ξεγλιστράει από τ’ αυτιά μου χωρίς να με συγκινήσει. Οι φωνές των τραγουδιστών είναι εξαιρετικές, κάθε τόσο χειροκροτάμε όταν τελειώνουν τις άριες, δεν υπάρχει ούτε μια στιγμή αδυναμίας, όπως συμβαίνει καμιά φορά με τις φωνές, ανθρώπινα πλάσματα είναι οι σολίστ, ενίοτε κονταίνει η ανάσα, σπάνια βέβαια, αλλά συμβαίνει, η φωνή χαμηλώνει κάπως να πάρει δύναμη, αλλά αυτή τη φορά όχι. Είναι σαν όλες οι φωνές να έχουν κατακτήσει την ίδια δύναμη, κάποια στιγμή δε η σοπράνο ξεπερνά κι αυτό το στάδιο, για λίγα δευτερόλεπτα η φωνή της αποκτά κάτι σαν μαγική ιδιότητα, μεταμορφώνει την αίθουσα σε καμπάνα που ο ήχος της μας τυλίγει από παντού σαν απαλή συννεφένια γάζα.

Δεν γνωρίζω τους τραγουδιστές, άλλαξαν οι δυο πρώτοι ρόλοι και δεν πρόλαβα να δω ποιοι ήταν οι αντικαταστάτες. Ξέρω τον Πλατανιά και τη Σουγλάκου που κρατούν τους δεύτερους σημαντικότερους. Στο τέλος, όταν ένας- ένας υποκλίνονται, σε αυτή τη σοπράνο που αν δεν είναι η Τσελια Κοστέα από τη Ρουμανία θα είναι η Μαρία Χοσέ Σίρι από την Ουρουγουάη, θέλω να τη ράνω με λουλούδια, αλλά δεν έχω. Πώς να δείξεις ευγνωμοσύνη σε μια γυναίκα που εχει δουλέψει άπειρες ώρες με τη φωνή και την αναπνοή της, μια καλλιτέχνιδα που έχει μάθει τα λόγια από τις όπερες με τις προφορές σε ξένες γλώσσες πέρα από όλα τα άλλα, όπως και όλοι οι άλλοι, οι μουσικοί και οι σχεδιαστές, οι διευθυντές και οι εργάτες, έχει μοχθήσει γι αυτές τις ώρες που η μουσική με τις ανθρώπινες φωνές μας αρπάζει από τις μασχάλες, από τις πλάτες, σίγουρα όχι μόνο από τ’ αυτιά, μας αρπάζει και μας τραντάζει και μας συναρπάζει; Τι ευτυχία να μπορούμε να το ζούμε αυτό, σκέφτομαι καθώς η σοπράνο υποκλίνεται, και με πλημμυρίζουν δάκρυα χαράς στο χειροκρότημα, τι προνόμιο, τι στιγμή σπάνια. Έπρεπε να περάσουμε πανδημίες για να εκτιμήσουμε περισσότερο την πολυτέλεια της τέχνης, ή είναι απλώς που μεγαλώνω και συγκινούμαι εύκολα; Δεν ξέρω, αλλά αυτά τα δάκρυα ευτυχίας συνεχίζουν να τρέχουν καθώς εγκαταλείπω το κτίριο, παγώνουν από το κρύο στα μάγουλα μου. Είναι όλοι οι άνθρωποι εκεί στο αίθριο του ΚΠΙΣΝ εκστασιασμένοι με το ένα ή το άλλο, είμαστε όλοι μαζί ευτυχισμένοι για την σπάνια βραδιά μας, ευγνώμονες για το δώρο αυτό στην άκρη του παιδεμένου Φαλήρου, στο δέλτα του βασανισμένου Κηφισού- ή μήπως είναι ο Ιλισσός;

Επιστρέφω με το ίδιο τρόλεϊ κι ακόμα και η άσχημη λεωφόρος φαίνεται πιο ανεκτή μέσα στη νύχτα.                                        

Τετάρτη 9 Φεβρουαρίου 2022

Το χρυσαλιφούρφουρο

Το χρυσαλιφούρφουρο είναι μεν χρυσό αλλά δεν λάμπει τόσο που να το ξεχωρίσεις εύκολα καθώς περπατάς. Περπατάμε βιαστικά συνήθως, δεν έχουμε μάτια για τα παράξενα λουλούδια. Περνάμε δίπλα από χρυσαλιφούρφουρα και δεν τα παίρνουμε είδηση, ενώ είναι εκεί και θα μας έλεγαν τα μυστικά μας, που δεν έχουμε δικά μας λόγια να τα πούμε.

Τα μεγάλα ταλέντα, οι καταπληκτικοί άνθρωποι, τα ανατρεπτικά των εμποδίων της ψυχής έργα τέχνης, τα ξόρκια που ανοίγουν μαγικές λεωφόρους, δεν είναι τεράστια, δεν κάνουν θόρυβο, δεν καλούν την μπάντα του Δήμου, και δεν γίνονται προτομές. Είναι σαν τα χρυσαλιφούρφουρα, πρέπει να σκύψεις για να’ αγγίξεις τη χρυσόσκονη. Πρέπει να σταθείς για να σκεφτείς τι έχεις εισπράξει από τον ψίθυρο τους.

Τα περασμένα Χριστούγεννα που μαζεύτηκαν τα παιδιά μου στο σπίτι, κάθησαν στο πιάνο και τραγουδήσαμε μαζί το Χρυσαλιφούρφουρο, τη Ρόζα Ροζαλία, το Γύρισα, ταξίδεψα πολύ, κι όλος ο κόσμος είναι σου λέω μια Λιλιπούπολη. Το κάνουμε εορταστικά κάθε τόσο, προς τιμήν των διαδρομών της παιδικής τους ηλικίας που γίνονταν συνοδεία της Λιλιπούπολης, εκείνης της χαράς και της απελευθέρωσης μπροστά στις λέξεις και τις έννοιες, τα βάρη του βίου γενικώς, που τους είχαν χαρίσει τα τραγούδια και οι ιστορίες. Αρχίζουμε με τα πιο αστεία και συνεχίζουμε με τα πιο φανταστικά, με την κανονική έννοια της λέξης, και τελειώνουμε με το Χρυσαλιφούρφουρο που είναι μαζί φανταστικό και πραγματικό, με τη σοφία και την ομορφιά του. Κάποιον αγαπάς και δεν το ξέρει. Επίσης, κάποιος σ’ αγαπά και δεν το ξέρεις. Εμείς αγαπούσαμε πολύ τη Μαριανίνα Κριεζή. Είναι άνθρωπος της οικογένειας μας σε ό,τι απελευθερωτικό μπόρεσε να βρει ως οικογένεια. Τώρα συνειδητοποιούμε πως χρυσαλιφούρφουρο ήταν εκείνη, έτσι λεπτή και πολύτιμη, ευαίσθητη σε κάθε πνοή και κάθε άγγιγμα. Γεμάτη μυστικές αλήθειες και μυστικά αστεία που σε βοηθάνε να προχωράς και να ανακαλύπτεις. Ναι, τώρα βέβαια καταλαβαίνουμε, οικογενειακώς μάλιστα, ότι υπήρξε γνήσιο ταλέντο κι έζησε και δημιούργησε σαν γνήσιο ταλέντο,  απλό,  χαρούμενο, απελευθερωτικό γνήσιο ταλέντο, παιχνιδιάρικο, πλούσιο και γενναιόδωρο. Θέλαμε κι άλλο, αλλά πόσο πια να ζητά κανείς; Εξάλλου εκεί είναι πάντα τα λιβάδια της Λιλιπούπολης. Τώρα έχουν κάνει ψηφιοποίηση των εκπομπών όλων. Αν περπατήσουμε ξανά εκεί, κάτι θα βρούμε σαν χρυσαλιφούρφουρο, σίγουρα πράγματα, να σκύψουμε και να μας πει τα μυστικά μας.

Παρασκευή 4 Φεβρουαρίου 2022

Για να ζούμε καλύτερα

Πήγα να ψηφίσω στην ΕΣΗΕΑ την Κυριακή νιώθοντας σαν αρχιστράτηγος που ετοιμάζει εαρινή επίθεση μετά τον δύσκολο χειμώνα. Οι δρόμοι είχαν ακόμα λίγο χιόνι- άλλη λέξη χρειάζεται κανονικά για την παγωμένη μαύρη μάζα που κάποιοι χρήσιμοι συνάνθρωποι είχαν μαζέψει στις άκρες. Δεν κατάλαβα γιατί δεν μπορούσε να γίνει αυτή η ψηφοφορία διαδικτυακά, αλλά τέλος πάντων. Κατάφερα να φτάσω αρτιμελής, κι ύστερα περίμενα μια ώρα στην ουρά για να ψηφίσω, γιατί όλοι οι συνάδελφοι -στρατάρχες είχαν πάρει την ίδια τολμηρή απόφαση. Περιμένοντας χάζευα την εσωτερική διακόσμηση, την ιστορία του σωματείου μας σε τοιχογραφίες. Πρωτοσέλιδα κάθε σημαντικού γεγονότος των τελευταίων 200 χρόνων, συγκινητικά, φωτογραφίες των πρωτοπόρων δημοσιογράφων, και μια του κτιρίου που στεγάζονται τα γραφεία. Δίπλα φωτογραφία του πρώτου κτιρίου που είχε αγοραστεί, ένα ωραίο παλιό κτίριο, το οποίο προφανώς γκρεμίστηκε για να χτιστεί το καινούργιο το 1964. Πού να χωρούσαν τα γραφεία στο παλιό;

Αργούσε πολύ η ουρά, εφτά κάλπες είχαμε να ρίξουμε ψηφοδέλτια, δεν ήταν απλό. Έτσι είχα την ευκαιρία εκεί μπροστά στις φωτογραφίες των δυο κτιρίων, του ωραίου παλιού και του μάλλον άσχημου πλην όμως επιβλητικού και επαρκέστατου καινούργιου, να στοχαστώ το πάντα επίκαιρο θέμα φιλικών συζητήσεων περί αντιπαροχής, για το οποίο έχω καταφέρει να τσακωθώ με νέους γνώριμους και με παλιούς φίλους. Κι αυτό μόνο και μόνο επειδή αντί να κουνήσω το κεφάλι συμφωνώντας κάθε φορά με το σταθερό ανάθεμα προς τον Καραμανλή τον γνήσιο που είχε φέρει το νόμο της αντιπαροχής, κάθομαι και εξηγώ ότι η αντιπαροχή γινόταν ούτως ή άλλως στην πράξη και χρειαζόταν ρύθμιση, κι ότι από τότε που ρυθμίστηκε καμία αλλαγή δεν προτάθηκε ποτέ από άλλο κόμμα στο Πολεοδομικό που θα δημιουργούσε καλύτερες συνθήκες στην πόλη και στο δημόσιο χώρο. Κι αυτό επειδή φαίνεται, κατά τη γνώμη μου, ότι κανένας δεν θέλει να αλλάξει κάτι, εκτός κι αν είναι για να μπορεί να χτίζει λίγο περισσότερο και λίγο ευκολότερα. Οπότε κάποιες μικροαλλαγές που έγιναν κυρίως για τα προάστεια, πανταχόθεν ελεύθερα και άλλα παρόμοια, στην ήδη κορεσμένη πόλη χειροτέρεψαν τα πράγματα.

Κάτι τέτοια ξεκινώ να εξηγήσω κι αμέσως τσακώνομαι, πράγμα που δεν ωφελεί ούτε το διάλογο ούτε την κοινωνικότητά μου. Οπότε αποφάσισα, εκεί στη σκάλα που περίμενα για να ρίξω τα φακελάκια μου στις εφτά κάλπες, να μην ξανατσακωθώ για την αντιπαροχή και τον Καραμανλή. Πρέπει να προσαρμοζόμαστε στην πραγματικότητα και στα κλισέ των κοινών αντιλήψεων. Για να ζούμε καλύτερα.

Πόσο δύσκολο να γίνει το προσωπικό, πολιτικό.

Τη νύχτα που έφτασε ο Καραμανλής στο Ελληνικό να αναλάβει τα ηνία της χώρας που είχε βρεθεί στο χείλος του γκρεμού, πενήντα χρόνια πριν, δεν...