Δευτέρα 26 Απριλίου 2021

Το εμβόλιο

Η κυρία που εμβολιαζόταν μετά από μένα ήταν όπως θα ήθελα να είμαι εγώ, και έκανε όσα θα ήθελα να κάνω: είχε τα ωραία γαλάζια μάτια της μαμάς μου, που δεν κατάλαβα ποτέ γιατί δεν τα έχω εγώ,  τέλος πάντων. Είχε την ευγένεια, την ετοιμότητα της ευγένειας που θέλω να έχω, και πάντα την ψάχνω. Ρώτησε τι μάρκα εμβόλιο κάνουμε, πρόλαβε να ευχαριστήσει τις γιατρούς πριν ανοίξω το στόμα μου, να ευχηθεί καλό Πάσχα σε όλους, να αποχαιρετήσει το προσωπικό χαμογελώντας. Η παρουσία της θα ήταν, σκεφτόμουν αργότερα, που με έκανε να νιώσω σαν παιδί που το φροντίζουν, το οδηγούν στο σωστό δρόμο, στις σωστές πράξεις, χωρίς εκείνο να κοπιάζει. Βυθίστηκα για λίγο στην προνομιούχα εποχή των παιδικών μου χρόνων. Μας οδηγούσαν τότε με εμπιστοσύνη, με χαρά, στους μαζικούς εμβολιασμούς, δεν υπήρχε αμφισβήτηση, αντίθετα υπήρχαν γύρω μας άνθρωποι χτυπημένοι από τις αρρώστιες που εμείς θα γλιτώναμε. Το ατροφικό πόδι της αγαπημένης μου φίλης, που την είχε βγάλει ελαφρά, την πολιομυελίτιδα. Θείοι και θείες χαμένες στο άνθος της ηλικίας από φυματίωση. Πρόσωπα σκαμμένα από ευλογιά, οι τυχεροί επιζήσαντες. Και τα εμβόλια είχαν υπέροχα, εξωτικά ονόματα. Δαμαλισμός. Μαντού. Διαδικασίες παράξενες, σοφίες που εισάγονταν από μακριά, σφραγίδα ελπιδοφόρας νέας εποχής. Για να σταθούμε γενναία στην ένεση ακούγαμε επαίνους. Στο σχολείο που γινόταν κάποιο από τα εμβόλια, κάναμε διαγωνισμό θάρρους, ενώ στην πραγματικότητα φοβόμασταν τις ενέσεις. Δεν μπορούσες να βάλεις τα κλάματα και να ρεζιλευτείς για κάτι που ήταν με τόσο κόπο και τόση επιστήμη αποκτημένο. Ντρεπόμασταν λοιπόν και για λογαριασμό εκείνων που γκρίνιαζαν, τους κοιτούσαμε αφ’ υψηλού, σοκαρισμένοι.

Κάτι απ’ αυτήν την αισιοδοξία και την πίστη στο ανθρώπινο είδος, συναισθήματα που τα νόμιζα προ πολλού ξεπερασμένα, με ξύπνησαν τα επόμενα πρωινά. Ξαναβρήκα σιγά- σιγά την όρεξη να οργανώσω καλύτερα τις μέρες μου, που είχα αρχίσει τους τελευταίους μήνες να χάνω. Ομολόγησα στον εαυτό μου ότι κατά βάθος, ό,τι και να λέω, όσο και να διαμαρτύρομαι, δεν αλλάζω από το παιδί που γεμάτο εμπιστοσύνη μάθαινε ότι οι άνθρωποι παλεύουν την αρρώστια, τη φθορά, τα γηρατειά, την ανισότητα, την πείνα, δεν θέλουν πολέμους, προσπαθούν για ειρήνη, και λοιπά και λοιπά. Ίσως είναι η γενιά μου, ίσως είναι όλες οι γενιές. Πρέπει κάπως να εμπιστεύεσαι την ανθρωπότητα, αλλιώς δεν παλεύεται η ζωή.

Παρασκευή 23 Απριλίου 2021

Το πάρκο μας






 

Όλα τα πάρκα είναι όμορφα κι όλα είναι παινεμένα

Μα σαν το πάρκο τούτο εδώ,  δεν έχει στην Ελλάδα

Του Άρεως το ονόμασαν, της Αφροδίτης βγήκε

Στον έρωτα ξεχώρισε και στη χαρά διαπρέπει

Έρχονται εδώ μάνες, παιδιά, γέροι και νέοι τρέχουν

Φάνηκαν κι οι γειτόνισες οι μαντιλοφορούσες

Που ζούσαν χρόνια γύρω εδώ κι ο ήλιος δεν τις είδε

Ξεθάρρεψαν και βγήκανε, φέραν και τα μωρά τους

Πικνίκ εδώ, πικνίκ εκεί, πικνίκ και παραπέρα

Μπαλέτο και γυμναστική αλλά και καποέιρα

Και μια χορεύτρια στη γωνιά μαζεύει τα κορίτσια

Τους δείχνει νέα βήματα, βάζει και μουσικούλαl

Ζηλεύουν οι περαστικές και μένουν να χορέψουν

Κι όλο παρέες αγοριών πηγαίνουν πέρα -δώθε

Που τα βαρά ανελέητα μαύρη τεστοστερόνη

Και βγαίνουν να συνέλθουνε στον καθαρό αέρα

Γέροι και νέοι και παιδιά, όλοι ευτυχισμένοι

Είναι ένα πάρκο διάσημο σ όλη την Οικουμένη

Στη Γερμανία, στο Ιράν, μα και στην Υεμένη

Παίζουν δεξά τα νήπια, ζερβά οι χαρτοπαίχτες

Κι οι ήρωες από ψηλά με μαρμαρένια μάτια

Μας βλέπουν και ζηλεύουνε, να ζωντανέψουν θέλουν

 

 

 

 

 

 

 

 

Τρίτη 20 Απριλίου 2021

Η πόλη μετέωρη











 Τώρα που μαζεύονται όλοι στην Κυψέλη, εγώ εξερευνώ άλλες γειτονιές, κάτω από την Πατησίων, πέρα από το ποτάμι, κάτω από τις γραμμές του τραίνου. Βρίσκω ήσυχες και καθαρές πλατείες, γαλήνη σχεδόν επαρχιακή, ωραία δέντρα με φρέσκο φύλλωμα, μικρά παλιά σπιτάκια που ήσυχα ερειπώνονται. Δυο βήματα από εκεί που μένω, αλλά σε άλλη κατεύθυνση από τις συνήθεις διαδρομές. Πάντα πηγαίναμε προς το κέντρο, όπως πάντα ταξιδεύαμε προς την Ευρώπη. Και να μην έχω δει ποτέ τις Πυραμίδες στην Αίγυπτο, να μην έχω πάει ποτέ για καφέ στο λόφο Σκουζέ.

Φυσικό είναι, έτσι είμαστε οι άνθρωποι, μας έλκει το καλύτερο, ή αυτό που νομίζουμε καλύτερο. Για να φτιάξει το κέφι μου έκανα συνήθως βόλτα στην Ερμού, στο κέντρο, στο Κολωνάκι, μέχρι που το φάρμακο μας φαρμάκωσε. Εξερευνήσεις βέβαια κάθε τόσο επιχειρούσα, κι όπως είχα περάσει πολλές φορές τις γραμμές, ας πούμε ότι προσπαθούσα να περάσω κι από την άλλη μεριά της θλίψης. Γιατί δεν είναι κι εύκολο να βλέπεις, για παράδειγμα, το σταθμό Πελοποννήσου και να μη σου σφίγγεται η καρδιά. Αυτές δεν ήταν οι εγκαταστάσεις που στοίχισαν κάποτε την πτώχευση του κράτους και την πολιτική μοίρα του Τρικούπη; Το δυστυχώς επτωχεύσαμεν; Είχαμε πτωχεύσει για να αποκτηθούν τρένα και σταθμοί που γρήγορα αφέθηκαν στη φθορά, κι ενώ στοίχιζαν πάντα πολλά, δεν προλάβαιναν τις προσδοκίες.

Πάντως, περνάω τις γραμμές και περιδιαβαίνω τον Κολωνό με το λόφο του, όπου ο Οιδίπους είχε πατήσει σε τόπο ιερό χωρίς να το ξέρει, και οι αθλητές σκοποβολής του προηγούμενου αιώνα είχαν βάλει σημάδι τη λήκυθο με την καρδιά του Λενορμάν, γάλλου αρχαιολόγου που ανέσκαψε και την Αίγυπτο και την Πελοπόννησο πριν γίνει λοξή λεωφόρος στην Αθήνα. Φωτογραφίζω ξανά τα μικρά σπιτάκια που είχα φωτογραφήσει πριν δέκα χρόνια, ή πριν δέκα μέρες. Μερικά τα έχουν ανακαινίσει, άλλα τα έχουν εντελώς εγκαταλείψει. Γιατί δεν έπιασε η πόλη εδώ κάτω; Γιατί δεν έρχεται κανείς να μείνει εδώ, να πάει βόλτα εδώ, να συναντήσει φίλους εδώ; Γιατί δεν περίσσεψε φιλοδοξία για τέτοια μέρη, γιατί την κατάπιαν ολόκληρη τα βόρεια προάστεια;

Ονόματα, αιτήματα, περιγραφές, συζήτηση, ρεπορτάζ, όλα βρίσκονται αλλού. Μήπως είναι για καλό αυτό ωστόσο; Μήπως τόσο κραυγαλέα και άγρια που έχουν γίνει τα ονόματα, τα αιτήματα, τα ρεπορτάζ, οι συζητήσεις, περάσει σε άλλη εποχή αλώβητος ο Κολωνός και κάμποσα παρόμοια; Μήπως αναδυθούν ως πόλη από τη βίαιη και φωνακλάδικη φάση μας σε κάποια καλύτερη;

 

 

 

Τρίτη 13 Απριλίου 2021

Επί βουνού και χάρτου

Εκεί χαμηλά στον Υμηττό, θα μεταφερθούν, διάβασα κάπου χωρίς πολλές λεπτομέρειες, όλα τα κυβερνητικά γραφεία. Θα γίνει κάτι σαν κυβερνητικό πάρκο, κι ήδη ονομάστηκε έτσι, ‘πάρκο’. Τι ωραία. Στο μεταξύ εδώ και κάτι δεκαετίες μιλάμε για την Αθήνα, για το κέντρο της, για την εγκατάλειψη, για το Μινιόν που μολύνει την Πατησίων με την ανάμνηση της άχρηστης βίας και της συγκέντρωσης ρύπων και αμηχανίας, για τα παρατημένα ωραία κτίρια, για το αν αγοράζουν οι Κινέζοι τετράγωνα και τι θα απογίνει η πόλη αυτή που κάποτε ξεκίνησε να γίνει πόλη. Λεπτομέρειες δεν ξέρω, αλλά δεν ακούγονται και πολλές, πρώην ΠΥΡΚΑΛ διάβασα, αλλά το όνομα αυτό με παραπέμπει στον Εμπειρίκο και στα όνειρα του. Εδώ στο ψηφιακό κέντρο όλοι μιλούν για το διάδρομο της Ακρόπολης, έχει τσιμέντο, δεν έχει τσιμέντο; Φαίνονται τα βραχάκια επαρκώς κάτω από το τσιμέντο και τι αραίωση έχει το τσιμέντο; Διότι, πού μας χάνεις, πού μας βρίσκεις, στην Ακρόπολη περνάμε τις μέρες μας. Έτσι είμαστε εμείς, δεν είναι το σώμα μας εδώ, στην πόλη αυτή την αποτυχημένη που γίνεται τώρα καλτ λόγω εξόχου αποτυχίας, δεν βασανίζεται στα πεζοδρόμια της, ένα ολόγραμμα βλέπετε εδώ πέρα, σ’ αυτές τις τσιμεντόπλακες όπου σκοντάφτουμε κάθε τόσο και τρώμε τα μούτρα μας. Ολόγραμμα και τα μούτρα μας. Σαμάνοι, που ταυτόχρονα βρισκόμαστε σε δυο μεριές, κυρίως επί της Ακροπόλεως. Τέσσερα εκατομμύρια αέρινες μετεμψυχώσεις του Περικλέους Ξανθίππου, άντε και μερικές της Ασπασίας. Κατά ριπές ανεμίζουμε τη σημαία επί του βράχου, αυτό κάνουμε. Οπότε ναι, πάρκο στην πύρκαυλη και δασωμένη πλαγιά, μια ωραία παιδική χαρά για τους προνομιούχους που κατακτούν την επίζηλη θέση, και η Αθήνα ως μη κυβερνητική πόλη, ελπίζω  όχι ως ακυβέρνητη πολιτεία.

 Και η Αθήνα τι θα απογίνει; Το κέντρο που όσο απλώνονται το πλοκάμια της ρημάζει και βρυκολακιάζει; Μπορεί να ζήσει χωρίς τα υπουργεία της, χωρίς τις σκιές των ιδεών της εξουσίας; Χωρίς τους υπαλλήλους που παραγγέλνουν τυρόπιττες; Έχει νόημα η πρωτεύουσα χωρίς τους πρωτεύοντες; Μπορεί να γίνει πρωτεύον άλλο είδος ανθρώπων, ή όλοι κρεμόμαστε από τις κυβερνήσεις και τις παραφυάδες τους; υπάρχουμε χωρίς αυτές; Είναι αληθινή πόλη, ή σκηνικό όπου παίζονταν οι εναλλαγές εξουσιών; Πώς θα εξελιχτεί μια πρωτεύουσα που γιγαντώθηκε κυρίως επειδή ήταν κυβερνητικό κέντρο;  Μπορεί να εγκαταλειφθεί χειρότερα; Μπορεί να συνέλθει;  Ποιος ξέρει; Και ποιος ενδιαφέρεται να μάθει;

Τρίτη 6 Απριλίου 2021

Οι Φαραώ

 Είδατε τους Φαραώ  να μεταφέρονται μεγαλοπρεπώς από το ένα μουσείο του Καΐρου στο άλλο; Αν το χάσατε, ψάξτε να το βρείτε οπωσδήποτε, είναι το θέαμα της χιλιετίας. Δηλαδή, της δισχιλιετίας, ή μάλλον της τρισχιλιετίας, αφού δεν βγαίνει σε μια λέξη η πεντάκις χιλιετία. Μέσα στη νύχτα βγαίνουν πρώτα οι χορεύτριες με αρχαίες κομμώσεις, και παρελαύνει και λίγος στρατός κρατώντας αποστάσεις, κι ακολουθούν οι τεθωρακισμένες αύρες, ή κάτι οχήματα που τους μοιάζουν τέλος πάντων, με το όνομα του κάθε Φαραώ επάνω γραμμένο με φωτεινά γράμματα. Αμένοφις, ας πούμε, ή Χατσεπσούτ, συγγνώμη, δεν τα συγκράτησα τα ονόματα, δεν τα μάθαμε ποτέ σωστά τα ονόματα των Φαραώ, με τη δικαιολογία ότι ήσαν πολλοί, μόνο τον Τουταγχαμών επειδή βρέθηκε ολόχρυσος και τη Νεφερτίτη. Θα μπορούσαμε, θα άξιζε τον κόπο, κι ίσως θα είχα καταφέρει να κάνω κι ένα ταξίδι στην Αίγυπτο, να δω από κοντά τις πυραμίδες, που δεν αξιώθηκα ακόμα, κι ας είναι δίπλα μας.

Αλλά τουλάχιστον παρακολούθησα την παρέλαση. Τσιγκούνικο ήταν το βίντεο, θα μπορούσε να δείξει λίγο ακόμα. Ένας ένας οι ηγεμόνες του αρχαιότερου πολιτισμού που τόσο επιδόθηκε στην τέχνη της βαλσάμωσης, να ζουν τη στιγμή του θριάμβου τους. Γι αυτό έβαζαν τους γιατρούς τους, πέντε χιλιάδες χρόνια πριν, να ερευνούν τα σώματα, τους υφαντές να φτιάχνουν γάζες, τους συλλέκτες βοτάνων να επινοούν μίγματα αφθαρσίας. Τόση επιστήμη, τόση τέχνη επίσης, τόσο χρώμα στους τοίχους των τάφων, στις μούμιες, σε κάθε περίβλημα του θανάτου. Χιλιάδες χρόνια η ζωή να συγκεντρώνεται γύρω από την ελπίδα της μεταθανάτιας ζωής. Θρόνοι, ανάκτορα, τοιχογραφίες, γλυπτά, πόζες, κοσμήματα, και δουλειά σκληρή για ελεύθερους και σκλάβους. Ίσως οι εργάτες να μην προλάβαιναν να προβληματιστούν πολύ, δεν τους έμενε χρόνος. Τους βασιλιάδες τους έτρωγε η αγωνία μήπως δεν πετύχει κάποια κίνηση του χειρούργου, κάποιο σχέδιο του αρχιτέκτονα. Ιδού λοιπόν τα ονόματα τους στα παράξενα οχήματα, περιφέρονται τελετουργικότατα στους δρόμους του Καΐρου που δεν μοιάζουν με αυτούς που ξέρουμε από το σινεμά. Μεγάλοι δρόμοι, με δενδροστοιχίες, με κτίρια επιβλητικά, παλιά, ωραία. Κι όλη η υφήλιος θαυμάζει την τεθωρακισμένη παρέλαση, κρίμα να μην το ξέρετε ποτέ καημένοι άνθρωποι τι δόξα σας περίμενε, κρίμα να μην το έχουν ποτέ προβλέψει οι μάγοι σας, ότι θα την κερδίζατε τελικά κάποιου είδους αθανασία.

Πόσο δύσκολο να γίνει το προσωπικό, πολιτικό.

Τη νύχτα που έφτασε ο Καραμανλής στο Ελληνικό να αναλάβει τα ηνία της χώρας που είχε βρεθεί στο χείλος του γκρεμού, πενήντα χρόνια πριν, δεν...