Τρίτη 30 Ιουλίου 2019

Παλιά μου τέχνη




Όσο θυμάμαι τον εαυτό μου, στην Ελλάδα μιλάμε για δημογραφικό ζήτημα. Βέβαια, γιατί οι Τούρκοι είναι δεκάδες εκατομμύρια κι αν παλαίψουμε σώμα με σώμα, θα αναλογούν δέκα στον καθένα μας, οπότε πρέπει να είμαστε διαρκώς σε εγρήγορση, ο καθένας μας ένας Διγενής Ακρίτας. Στο μεταξύ οι άνθρωποι πάνω στη Γη έχουν ξεπεράσει τα εφτά δισεκατομμύρια και το μεγάλο ερώτημα πια είναι αν θα φτάνει ο πλανήτης να τους τρέφει, να τους ντύνει, να τους δικτυώνει, κι όλα τα υπόλοιπα που χρειάζονται πλέον όλο και περισσότεροι, όμως εμείς εδώ τα ίδια, το δημογραφικό μας. Πριν τριάντα χρόνια έδιναν πάλι επίδομα τρίτου παιδιού, θυμάμαι, αλλά το πρόβλημα δεν λύθηκε, όλο και λιγοστεύουν τα παιδιά, όλο και ζουν περισσότερο οι γέροι. Εμένα ας πούμε, τα δικά μου παιδιά, έχουν φύγει και τα τρία από την Ελλάδα, όπου γεννήθηκαν, μεγάλωσαν, μορφώθηκαν, βρήκαν την πρώτη τους δουλειά, έκαναν τις πρώτες τους φιλίες, κι όπου θα μπορούσαν να απολαμβάνουν διάφορες ευκολίες όπως κάποιο ιδιόκτητο διαμερισματάκι, κάποιο διαρκώς γεμάτο ταπεράκι, ένα πατρικό αυτοκίνητο, ένα πατρογονικό εξοχικό, κλπ. κλπ. Προτιμούν να ζουν σε δωμάτια μεγάλων σπιτιών όπου μοιράζονται μπάνια και κουζίνες με άλλους πέντε, πληρώνοντας πανάκριβο νοίκι, να δουλεύουν καθημερινά ατελείωτες ώρες, να μην έχουν αυτοκίνητο, να βιώνουν υγρά καλοκαίρια και ατελείωτους συννεφιασμένους χειμώνες. Δεν δίνουν βέβαια μάχες για τα αυτονόητα, όπως εμείς εδώ, από το αν θα τους πάρουν την ουρά στην τράπεζα, την εφορία και τη στάση, μέχρι αν θα μπορέσουν να πάνε μια βόλτα από το πεζοδρόμιο στην πόλη, αλλά αξίζει κάτι τέτοιο τόσες στερήσεις; Σίγουρα όχι, μάλλον μετράει και η ψυχολογία των νέων να θέλουν οπωσδήποτε να σταθούν στα πόδια τους, να ανακαλύψουν τις δυνατότητες τους, να αναμετρηθούν  με όλες τις δυνάμεις τους στον επαγγελματικό στίβο, να μη βολευτούν σε κάτι εύκολο που θα τους αποβλακώσει.
Καθόμαστε και συζητάμε για υπογεννητικότητα και άλλα ανύπαρκτα προβλήματα, ανύπαρκτα σε έναν κόσμο πλημμυρισμένο ανθρώπους, και δεν βλέπουμε ότι η ζωή εδώ δεν είναι ελκυστική ούτε για όσους γεννιούνται ούτε και για όσους έρχονται από φτωχές χώρες. Δεν μπορούμε να τους κρατήσουμε τους ανθρώπους, μορφωμένους κι ανειδίκευτους, οπότε τι να κάνουμε; Επιδιδόμαστε στην αγαπητή μας τέχνη, που τόσο έχουμε καλλιεργήσει, να κρυβόμαστε πίσω από το δάχτυλό μας.

Σάββατο 27 Ιουλίου 2019

Τα κομμένα μπατζάκια

Πριν την Κατοχή, η οικογένεια με τον πατέρα Σπύρο,
 πρώτον αριστερά


Η μητέρα μου πρωτόδε το χωριό της δικής της μητέρας όταν ήταν σαράντα χρονών, κι εντελώς τυχαία, επειδή περνούσαν από κει κοντά, από την Πορταριά του Πηλίου. Το «δικό» της χωριό ήταν η Δράκεια, λίγο πιο κάτω από τα Χάνια, λίγο πιο πάνω από την Αγριά, και δεν το ήξερε κανένας τη δεκαετία του 70. Τότε συνάντησε για πρώτη φορά τα ξαδέρφια που ήξερε ότι είχε, πρώτα ξαδέρφια μάλιστα. Την κάλεσαν για Πάσχα, έτσι την επόμενη χρονιά πήγαμε οικογενειακώς. Θυμάμαι ακόμα το κρύο κάτω από τα βαριά παπλώματα, μέχρι να τα ζεστάνουμε με το κορμί μας. Όμως η φύση ήταν μαγευτική, περπατήσαμε σ’ ένα πετρόχτιστο μονοπάτι ως το απέναντι χωριό, τον Άγιο Λαυρέντη, και μαγευτήκαμε όλοι, μέχρι που άρχισαν οι γονείς μου να ψάχνουν ν’ αγοράσουν σπίτι, πράγμα που έκαναν λίγα χρόνια μετά. Αποκτήσαμε κι εμείς χωριό, έστω με καθυστέρηση.
Τα ξαδέρφια εκείνα είχαν ορφανέψει από πατέρα μικρά, και με τρόπο φριχτό. Τον είχαν μαζέψει οι Γερμανοί στην Κατοχή, το ’43, είχαν εκτελέσει 120 Δρακειώτες, αντίποινα, για δυο Γερμανούς μοτοσυκλετιστές που είχαν σκοτώσει οι αντάρτες στο δρόμο προς τα Χάνια. Είχαν πάρει μαζί και το μεγάλο του γιο. Πόσο χρονών ήταν τότε, δεκαπέντε, δεκαεφτά; Δεν διευκρινίστηκε ποτέ. Έφηβος πάντως, και φορούσε μακρύ παντελόνι όπως οι μεγάλοι, κι εκεί που περίμεναν στο καφενείο την εκτέλεση είχε ο πατέρας την ιδέα να κόψει τα μπατζάκια, να φανεί μικρό το παιδί. Τότε φορούσαν κοντά παντελόνια τ’ αγόρια, και το σήμα ότι είχαν μεγαλώσει ήταν τα μακριά παντελόνια. Κι έτσι γλύτωσε ο Γιάννης, τον πέρασαν για μικρό και τον τράβηξαν στην άκρη. Είδε όμως να σκοτώνουν όλους τους υπόλοιπους, και τον πατέρα του μαζί.
Πώς ζει κάποιος που γλίτωσε το θάνατο παρά τρίχα; Χορεύοντας κάθε μέρα από χαρά, δημιουργώντας, γλεντώντας, στίβοντας την πέτρα; Θα έπρεπε. Ο Γιάννης πέρασε την υπόλοιπη ζωή του ήσυχα, όσο πιο ήσυχα γινόταν, στο πατρικό του σπίτι, καλλιεργώντας τα πατρικά χτήματα, μιλώντας ελάχιστα, τρώγοντας ακόμα πιο ελάχιστα, χαμογελώντας σαν παιδί, πιάνοντας λίγο χώρο με την παρουσία του, σα να ντρεπόταν που είχε επιζήσει από τη μεγάλη σφαγή, ή σα να φοβόταν ότι μπορεί ακόμα να παραφυλάνε οι διώκτες του μήπως ανδρωθεί. Οι έρευνες για την ψυχολογία των επιζώντων του Ολοκαυτώματος έχουν καταγράψει συναισθήματα ενοχής, σα να ενσωματώνουν τα θύματα τη στάση των θυτών και να μην μπορούν να ξεφύγουν. Η βία που αντικρίζει ένας νέος δεν ξεπερνιέται με τίποτε, μπορεί να μην έχουν ακόμα καταγραφεί όλες οι ψυχικές ζημιές που προκαλεί. Ας είναι, ας μείνει μυστήριο, τώρα που χάνονται όλοι οι μάρτυρες των τρομερών αυτών γεγονότων, ας μη δοθεί ποτέ ξανά η ευκαιρία να μελετηθούν οι επιπτώσεις τους. Ας μείνουμε με τις παρατηρήσεις που μπόρεσε να κάνει ο καθένας.
Δεκαετία του 50 με επισκέπτες στα κτήματα. Ο Γιάννης είναι
ο τρίτος από αριστερά

Πέρασαν χρόνια για να συνέλθει το χωριό, αν ποτέ συνήλθε, γιατί σα να μην έφτανε η εκτέλεση εκείνη, έζησε και το σεισμό του Βόλου ως επίκεντρο, οπότε ούτε τις αναμνήσεις τους οι άνθρωποι δεν είχαν καιρό και διάθεση να διηγούνται. Μετά τη μεταπολίτευση πια, όταν δόθηκαν συντάξεις ‘εθνικής αντίστασης’ και αναγνωρίστηκε το βάρος εκείνης της μαζικής δολοφονίας, άρχισε κι εκείνος, ο επιζών, να μιλά περισσότερο, να θυμάται, να διηγείται, αλλά πάντα αποσπασματικά, σα να είχαν τραυματίσει το νου του οι σφαίρες που σκότωσαν τους άντρες γύρω του. Έφτιαξε ένα ντοσιέ και φυλούσε τα δημοσιεύματα, τον καλούσαν στην κατάθεση στεφάνου, μίλησε στην τηλεόραση. Αδύνατος όσο δεν έπαιρνε, τρεφόταν με μπισκότα Μιράντα βουτηγμένα σε γάλα, προς απελπισία της αδερφής του που κάθε μέρα μαγείρευε. Εκείνη του σιδέρωνε καθημερινά και τα γαλάζια πουκάμισα, έφτιαχνε την τσάκιση στα παντελόνια με τα οποία εμφανιζόταν στην πλατεία για καφέ όταν τέλειωνε τις δουλειές στα κτήματα. Έτσι αδύνατος και γερός πέρασε τα ενενήντα, με διαρκές χαμόγελο που σα να ευχαριστούσε για τη ζωή, σα να ντρεπόταν που ζούσε ακόμα, που απολάμβανε στις δεκαετίες της άνεσης τη δροσιά του πλάτανου και τη μυρωδάτη ζεστασιά της μασίνας. Άσε πια το αιρκοντίσιον στο σπίτι.
Πρώτη συνάντηση των ξαδέρφων στη δεκαετία του 70


Τον είδα τελευταία φορά το Πάσχα, είχε σπάσει το γοφό, δεν ξεχώριζε κάτω από τα σκεπάσματα, τόσο ελάχιστος είχε απομείνει. Πέθανε χτες. Ιωάννης ο ήσυχος, ο λάθρα βιώσας. Φιλοσοφική στάση, ας πούμε.

https://www.athensvoice.gr/greece/566626_ta-kommena-mpatzakia

Τετάρτη 24 Ιουλίου 2019

Χρόνια πολλά στη Δημοκρατία



Ήμουν ήδη εικοσιενός, είχα ήδη περάσει μέσα στη χούντα την εποχή που γίνεσαι άνθρωπος, και ποτέ δεν θα τους το συγχωρέσω, ήμουν στην Αθήνα και τριγυρίζαμε τη νύχτα σα χαμένοι, μην καταλαβαίνοντας πολύ καλά τι συμβαίνει, πράγμα που νομίζω ακόμα δεν έχει γίνει πλήρως κατανοητό: το πώς έπεσε η χούντα αφού προσπάθησε να κάνει κάτι σαν ενοποίηση της Κύπρου με την Ελλάδα με πραξικόπημα και επιθέσεις, και απέτυχε με τον τραγικό τρόπο που απέτυχε, είχαμε τρομερή αγωνία αλλά στο βάθος- βάθος πίστευα σε κάτι χωρίς λέξεις, δεν το είχα διατυπώσει όμως το πίστευα μέσα μου, το περίμενα, ότι δεν θα μας άφηναν έτσι, να χαθούμε σε πόλεμο, κάτι θα γινόταν, ήμασταν στην Ευρώπη, έστω μόνο γεωγραφικά ακόμα τότε. Και όντως κάτι έγινε, πιο ανέλπιστο κι απο τις ελπίδες μας, τώρα που το σκέφτομαι. Βρέθηκαν οι πολιτικοί που πήραν το τιμόνι, φέρανε το σκάφος στο λιμάνι και μας έβαλαν στην Ευρώπη επίσημα, μνημονεύετε Κωνσταντίνο Καραμανλή. Ναι, σα να γινόταν πραγματικότητα, να έπαιρνε σάρκα και οστά εκείνη η σιωπηλή ελπίδα που τότε είχα στο βάθος της ψυχής μου, εκείνη τη νύχτα, 24 Ιουλίου 1974.
Χρόνια πολλά στη Δημοκρατία, την εύθραυστη και πολύτιμη, που τόσο την έβρισαν και την απαξίωσαν τα τελευταία χρόνια, να μεγαλώνει απρόσκοπτα και να μη γερνάει. Γερνάμε εμείς και γινόμαστε σοφότεροι, αυτό αρκεί.

Γιορτή δημοκρατιας

Ήμουν ήδη εικοσιενός, είχα ήδη περάσει μέσα στη χούντα την εποχή που γίνεσαι άνθρωπος, και ποτέ δεν θα τους το συγχωρέσω, ήμουν στην Αθήνα και τριγυρίζαμε τη νύχτα σα χαμένοι, μην καταλαβαίνοντας πολύ καλά τι συμβαίνει, πράγμα που νομίζω ακόμα δεν έχει γίνει πλήρως κατανοητό: το πώς έπεσε η χούντα αφού προσπάθησε να κάνει κάτι σαν ενοποίηση της Κύπρου με την Ελλάδα με πραξικόπημα και επιθέσεις σε τουρκικούς θύλακες, και απέτυχε με τον τραγικό τρόπο που απέτυχε. Είχαμε τρομερή αγωνία αλλά στο βάθος- βάθος πίστευα σε κάτι χωρίς λέξεις, δεν το είχα διατυπώσει όμως το πίστευα μέσα μου, το περίμενα, ότι δεν θα μας άφηναν έτσι, να χαθούμε σε πόλεμο, κάτι θα γινόταν, ήμασταν στην Ευρώπη, έστω μόνο γεωγραφικά ακόμα τότε. Και όντως κάτι έγινε, πιο ανέλπιστο κι απο τις ελπίδες μας, τώρα που το σκέφτομαι. Βρέθηκαν οι πολιτικοί που πήραν το τιμόνι, φέρανε το σκάφος στο λιμάνι και μας έβαλαν στην Ευρώπη επίσημα, μνημονεύετε Κωνσταντίνο Καραμανλή. Ναι, σα να γινόταν πραγματικότητα, να έπαιρνε σάρκα και οστά εκείνη η σιωπηλή ελπίδα που τότε είχα στο βάθος της ψυχής μου, εκείνη τη νύχτα, 24 Ιουλίου 1974.
Χρόνια πολλά στη Δημοκρατία, την εύθραυστη και πολύτιμη, που τόσο την έβρισαν και την απαξίωσαν τα τελευταία χρόνια, να μεγαλώνει απρόσκοπτα και να μη γερνάει. Γερνάμε εμείς και γινόμαστε σοφότεροι, αυτό αρκεί.

Τρίτη 23 Ιουλίου 2019

Μοιραία ομοιομορφία


Δεκατρία κτίρια θα πρέπει να κατεδαφιστούν, αποφάσισε ο Δήμος Αθηναίων. Είναι παρατημένα και επικίνδυνα. Πιθανόν να έχουν κριθεί διατηρητέα, αλλά πόσα χρόνια τώρα ισχύει αυτός ο νόμος για τα διατηρητέα; Πάνω από τριάντα, κι αυτά δεν εννοούν να διατηρηθούν, πόσο πια να περιμένουμε να το πάρουν απόφαση;
Αυτό το κακό έχουν τα κτίρια, δεν μένουν από μόνα τους στη θέση τους, εκτός κι αν είναι ο Παρθενώνας, που κι αυτός δεν ξέρουμε πώς θα ήταν αν δεν τον είχε βομβαρδίσει ο Μοροζίνι, αν δεν είχαν βγάλει τα αγάλματα οι χριστιανοί, αν δεν είχε περάσει ο Έλγιν, αν και αν. Αν δηλαδή κάποια διαχρονική υπουργός Πολιτισμού είχε αποφασίσει να τον κηρύξει διατηρητέο από το 300μ.Χ και όλοι σέβονταν τον νόμο αλλά δεν έκαναν τίποτε για να τον βοηθήσουν, θα είχε χαλάσει ο Παρθενώνας; Ίσως μόνο να ξεθώριαζε, πρέπει να είναι θεόγερη κατασκευή, και μας κακομαθαίνει, γεννηθήκαμε στη σκιά του, που λέει ο λόγος, και δεν συνειδητοποιούμε ότι τα ρημάδια- κυριολεκτικά- τα νεοκλασσικά και παλαιοκλασσικά και μοντέρνα και πρώην όμορφα κτίρια της πόλης δεν διατηρούνται μόνα τους. Θέλουν συντήρηση, φροντίδα, βάψιμο, ενίσχυση, καθάρισμα, φροντίδα, λεφτά. Ένας νόμος δεν φτάνει, όσο κι αν τον αγαπήσαμε, τρόπος του λέξεις επίσης.
Αναρωτιέμαι συχνά αν υπάρχει πόλη με τόση περηφάνεια σαν την Αθήνα, ή και λιγότερη, που να επιτρέπει στους ιδιοκτήτες ακινήτων να τα παρατούν με τόση άνεση στη μοίρα τους, να μην έχουν καμία υποχρέωση πέρα από το να πληρώνουν ΕΝΦΙΑ, που κι αυτός λίγα χρόνια έχει που μπήκε και κόντεψε να καεί η πόλη. Άκουσα κάποτε για ευθύνες ιδιοκτητών σε κάτι Παρίσια, κάτι Πράγες, κι έπαθα σοκ. Εδώ, είτε γιαπί θες να παρατήσεις, είτε ερείπιο,  το σεβόμαστε όλοι μέχρι να μας πέσει στο κεφάλι. Ρίξε μαύρη πέτρα σίγουρος ότι δεν θα χτυπήσει παρά αγνώστους. Όχι την πόλη σου, δεν υπάρχει στις συνειδήσεις μας, ούτε, φοβάμαι, στη νομοθεσία μας. Ούτε πρόβλεψη να επεμβαίνει κάποιος σαν Κράτος ή σαν Δήμος, ας είμαστε υποτίθεται κρατιστές, να διορθώνει το ακίνητο αν αξίζει τον κόπο και να το χρησιμοποιεί. Πριν χρόνια έγινε αυτό, σώθηκαν μερικά όμορφα παλιά, γίνανε παιδικοί σταθμοί, κέντρα νεότητας κλπ, αλλά δεν επαναλήφθηκε, μέχρι να φτάσουμε στο σεισμό. Τώρα σκύβουμε το κεφάλι στη μοιραία ομοιομορφία.


Τετάρτη 17 Ιουλίου 2019

Και θυμήθηκα για σένανε...


  Δεν μπορώ να χαρώ πια, κατέληγε η συζήτηση μαζί της.
Γιατί, αγαπημένη μας, δεν μπορούσες να χαρείς; Γιατί βιαζόσουν πάντα για κάτι άλλο από αυτό όπου βρισκόμασταν; Γιατί δεν με άφηνες να τελειώσω το τραγούδι που εσύ είχες ζητήσει; Εγώ τόσο χαιρόμουν που μπορούσα να το πω, το ζητούσες και το έβρισκα, ήξερα να στο τραγουδήσω. Αυτή θα ήταν η ζωή μου, αν μπορούσα να το κανονίσω, να μου δίνουν παραγγελιές και να βρίσκω τα τραγούδια, αλλά βγήκαν τα τζουκμποξ και μου πήραν τη δουλειά. Εσύ όμως βιαζόσουν. Μόλις ξεκινούσαμε, λέγαμε μισή στροφή, λάμπανε για λίγο τα ματάκια σου κι έλεγα ότι συναντήθηκαν επιτέλους οι διαθέσεις μας, τώρα θα αφεθείς στη χαρά να το πούμε ολόκληρο, είναι τόσο ωραίο, αυτά τα γυρίσματα,  οι εκπλήξεις των στίχων, της μουσικής, αχ, θα δακρύσουμε μαζί στο τέλος. Όμως όχι, εσύ δεν άντεχες. Σταματούσες στην πρώτη φράση, θυμόσουν άλλο, αυτό, αυτό να πούμε!
Δεν σου χαλούσα χατήρι, ίσως αυτό έπρεπε να έχω κάνει, να σου πω μια φορά, όχι, θα τελειώσουμε πρώτα αυτό,  ύστερα το άλλο. Σε ακολουθούσα σαν μικρός εξερευνητής στους δαιδάλους των αναζητήσεων σου, τραγούδια, αναμνήσεις, δρόμοι νυχτερινοί. Αλλά δεν φτάναμε κάπου να καθήσουμε ήσυχα,  να χαμογελάσουμε μια στιγμή ηρεμίας. Μόνο στο παρελθόν είχες βρει ευτυχία, έλεγες. Τότε που, νεότατη, σας κυνηγούσε η χούντα,  ένοιωθες ότι οι σύντροφοί σου σ’ αγαπούν. Τότε μόνο άξιζε η ζωή, που μπορούσες να είσαι ήρωας.
Εμείς σ’ αγαπάμε πιο πολύ,  η τωρινή καθημερινότητα έχει βαθύτερη ευτυχία, σου έλεγα και κουνούσες δύσπιστα το κεφάλι. Εγώ σ’ αγαπώ γι αυτό που είσαι, μοναδική, ακαταμάχητη, όχι κομμάτι ομάδας σε καταδίωξη. Το βλέμμα σου έφευγε προς κάτι μακρινό, σα να με κατηγορούσες πως δεν καταλαβαίνω. Ψυχική νόσος ή όχι; Πόνεσες πολύ. Τόσες φορές προσπάθησες να φύγεις, τελικά τα κατάφερες. Μα δεν κάνει να αναφερόμαστε σε ψυχική νόσο, είναι στίγμα πάντα, ειδικά σε δημόσιο λόγο, προκαλεί τα πλήθη που περιμένουν με το λίθο στο χέρι. Είναι βρισιά ή καγχασμός η αναφορά της. Ποιος ακούει εξηγήσεις; Καλύτερα να σωπαίνεις. Είμαστε σε πρώτο επίπεδο, δεν διακρίνουμε αποχρώσεις, παραμονεύουμε, καρχαρίες που ίσως αποδειχτούν ξιφίες, ή βασιλικές ζαργάνες. Γι αυτό θα φυλάξω το όνομά σου για άλλο μνημόσυνο, να βρεθούν οι σωστές λέξεις, στο απυρόβλητο.
 Ακούω πάντα τη φωνή σου ολοζώντανη, με το αιώνιο παράπονο, που δεν έβρισκε ρεφρέν να καταφύγει.

Τρίτη 9 Ιουλίου 2019

Θα γιορτάσουμε ξανά

Περιμέναμε στο λιοπύρι μία ώρα το ΚΤΕΛ Λαυρίου. Οταν έφτασε επιτέλους, τα έβαλαν μαζί μας οι άλλοι επιβάτες, καθυστερούσαμε κάνα δίλεπτο, αφού το λεωφορείο είχε αργήσει τρία τέταρτα, να βγάλουμε εισιτήρια και θα έχαναν το πλοίο. Ενας φώναζε, δεν είναι κράτος αυτό, είναι, μην πω τι είναι, κρατιέμαι να μην πω τη λέξη, σαράντα πέντε χρόνια τώρα όποιος θέλει μπαίνει, όποιος θέλει βγαίνει…
Δηλαδή να μην είχαμε μπει καν στο λεωφορείο, αναρωτήθηκα προς στιγμήν, τι εννοεί; Κι ύστερα μέτρησα γρήγορα τα χρόνια, βέβαια, πριν από 45 χρόνια έπεσε η χούντα. Ενώ αν την είχαμε ακόμα, θα έκλεινε την πόρτα στους μετανάστες, που περιμέναμε μαζί στη στάση, αυτό εννοούσε, αυτοί έφταιγαν για όλα. Βουβαθήκαμε, κόπηκε η διάθεση για ερωτήσεις και εξηγήσεις με τον οδηγό, μέρα των εκλογών, ψημένοι στη ζέστη, να ακούμε τέτοια, κι ούτε απάντηση βρήκε κουράγιο κανείς να δώσει.
Κατέβηκε ο αγανακτισμένος σε λίγο, να πάει να ψηφίσει όπως μας ανακοίνωσε, και το αδιέξοδο που μας είχε σβουρίξει στα κεφάλια έμεινε να αιωρείται. Αυτή η σταθερά του μηδενισμού, η τσαντίλα που θεωρεί ότι πρέπει να κόβει το κεφάλι όταν πονάει, να τα γκρεμίζει όλα επειδή τον πνίγει το δίκιο, να χαλάει τον κόσμο, να συμπεριφέρεται σαν κακομαθημένο νήπιο που στο βάθος περιμένει τους γονείς του να το πάρουν αγκαλιά, να του πουν ότι είναι ο καλύτερος, να έχει και τον εχθρό έτοιμο κι ονοματισμένο, πόσο βολικό και χειραγωγήσιμο, αυτή η καταστροφική γκρίνια, αφού δεν λειτουργεί σωστά το κράτος στη δημοκρατία, χρειάζεται δικτατορία κι η βία είναι απαραίτητη γιατί όλοι στο βάθος είναι ανώριμοι όπως εγώ και χωρίς φόβο δεν κάνουν σωστά τη δουλειά τους.
Θλιβερή άποψη για την ανθρώπινη κατάσταση, που έχει όμως κατακτήσει τη συνήθεια να εκφράζεται δημόσια. Είναι και πιο εύκολο βέβαια, σύντομο και σαφές. Πότε θα σταματήσει να θεωρείται τρέντι κάτι τέτοιο, πότε θα συγκρατηθούν στ’ αλήθεια οι άνθρωποι και δεν θα ξεστομίσουν σε δημόσιο χώρο τη νοσταλγία τους για τη χούντα;
Ισως από δω κι εμπρός, αφού οι χιτλερικοί βρέθηκαν εκτός Βουλής, επιτέλους. Να αλλάξει και η μόδα της αγανάκτησης, να καλλιεργηθεί η συνήθεια της επεξεργασίας της, να απομυθοποιηθεί η μαγεία του θυμού. Σε λίγες μέρες γιορτάζουμε ξανά την αποκατάσταση της δημοκρατίας, σαράντα πέντε χρόνια, έχουμε λόγο σοβαρό να χαρούμε την επέτειο.
https://www.efsyn.gr/stiles/triti-matia/203018_tha-giortasoyme-xana

Πέμπτη 4 Ιουλίου 2019

Γκαϊανέ Κασαρτζιάν



Παράξενο όνομα. Το βρήκα στο facebook, το έγραψε φίλος αρμενικής καταγωγής που την είχε γνωρίσει. Μια δουλειά που έπρεπε να κάνουμε εδώ και τριάντα χρόνια, είναι να μαθαίνουμε παράξενα ονόματα.
Η πρώτη αναφορά στο θάνατο της Γκαϊανέ Κασαρτζιάν ήταν λιγόλογη. «Παράνομη νοσοκόμα αυτοκτόνησε πέφτοντας από το παράθυρο του νοσοκομείου, για να μη συλληφθεί». Ακολούθησαν εξηγήσεις, γιατί όλο αυτό έμοιαζε ανήκουστο. Παράνομη νοσοκόμα, δηλαδή τι ακριβώς; Πόση παρανομία είναι να κάνεις τη νοσοκόμα; Μήπως ήταν από εκείνες που κάνουν παράνομες θεραπείες; Συγγνώμη, αλλά πώς να καταλάβει κανείς αμέσως την παρανομία, αν δεν έχει αποκτήσει εμπειρία σχετική;
Οι διευκρινίσεις συνεχίστηκαν. Για να μπορείς να εργάζεσαι ως αποκλειστική νοσοκόμα, πρέπει να είσαι μέλος σωματείου. Άρα αυτή ήταν η παρανομία, η Γκαϊανέ Κασαρτζιάν δεν ήταν μέλος του σωματείου. Πόσο παράνομο είναι κάτι τέτοιο; Ποινικό αδίκημα; Πας φυλακή; Πληρώνεις πρόστιμο; Πόσο πρόστιμο πια, πόση φυλακή; Δεν είναι αυτά προτιμότερα από το να χάσεις τη ζωή σου; Σίγουρα δεν θα σκέφτηκε λογικά εκείνη τη στιγμή η γυναίκα, θα θόλωσε από την κούραση, από την πίεση, θα μεγεθύνθηκε στο μυαλό της η απειλή, ίσως και να φαντάστηκε ότι μπορεί να ξεφύγει απλά από το παράθυρο, να ονειρεύτηκε ότι θα πετάξει, κι έκανε αυτό το βήμα το τρελό. Χρόνια να φροντίζει γέρους, συχνά με άνοια, θα ψήλωσε ο νους της μια στιγμή από το φόβο, είναι πειρασμός καμιά φορά να ακολουθήσεις το παραλήρημα των νοσηλευομένων,  να ξεφύγεις από την  πραγματικότητα.
Εφόσον τα νοσοκομεία δεν έχουν νοσηλευτικό προσωπικό, κι αυτή είναι μια συζήτηση που κάποτε πρέπει να γίνει, γιατί είναι τόσο δύσκολο να μπορεί να φροντίσει κάποιος έναν άρρωστο κατ’ επιθυμία της οικογένειας; Όλο αυτό μοιάζει αντικανονικό, το να μένει μέρα -νύχτα η κόρη, ο γιος, δίπλα στον ασθενή, να κοιμάται στην πολυθρόνα, ή να πληρώνει έξτρα τον άνθρωπο που φροντίζει τον υπέργηρο στο σπίτι, δεν είναι συνήθεια που έπρεπε να υπάρχει στα νοσοκομεία. Ωστόσο υπάρχει. Και σ’ αυτή την παράξενη κατάσταση το σωματείο εξωτερικών νοσοκόμων, διαβάζω στη συνέχεια σε προσωπικές μαρτυρίες, βάζει δικούς του κανόνες. Αλλά τι κανόνες και αποκλεισμοί είναι αυτοί που μπαίνουν σε τόσο αντικανονικό πλαίσιο;
Κάτι σάπιο υπάρχει στο σύστημα. Αν το δούμε και το αντιμετωπίσουμε, θα πούμε κάποτε ότι δεν πέθανε άδικα η Γκαϊανέ.


Πόσο δύσκολο να γίνει το προσωπικό, πολιτικό.

Τη νύχτα που έφτασε ο Καραμανλής στο Ελληνικό να αναλάβει τα ηνία της χώρας που είχε βρεθεί στο χείλος του γκρεμού, πενήντα χρόνια πριν, δεν...