Tώρα πια είναι όλοι τους σκιές κι αναμνήσεις. Η θεία Ευαγγελία, όρθια δίπλα στη γιαγιά, με τα λοξά μάτια. Ο θείος Δαμιανός, όμορφος νέος, πριν χάσει τα μαλλιά του. Η γιαγιά Άννα καθισμένη στην πολυθρόνα, με τη χωρίστρα που τη γνώρισα ολόιδια σε λευκό. Η θεία Γεσθημανή, αγέρωχη δίπλα στον άντρα της, το Δημητρό Εφραίμογλου, στη μέση των δυο γονιών της. Ο ντοκτόρ Ελεημόν, ο μυθικός παππούς που δεν γνώρισα και που όλους τους είχε σημαδέψει, σπουδασμένος στο Παρίσι στο τέλος του δέκατου ένατου αιώνα, σχολικός έφορος στην πατρίδα τους τα Σπάρτα, που κυνηγούσε πάντα τα μέλη της κοινότητας να πληρώνουν τη συνδρομή για να κρατάνε τα ελληνικά σχολεία, κι απαγόρευε στα παιδιά του να μιλάνε τούρκικα στο σπίτι, επι ποινή προστίμου. Όρθιος δίπλα ο μπαμπάς μου, σγουρομάλλης, με τα ανατολίτικα μάτια του, που έχει κληρονομήσει ο συνονόματος γιος μου. Και το κορίτσι δίπλα η θεία Ολυμπία, η μικρή, που σπούδασε, έγινε οδοντίατρος, έζησε στο Αγρίνιο κι έτσι γνωρίστηκε ο πατέρας μου με τη μάνα μου είκοσι πέντε χρόνια μετά. Καθισμένος στο καρεκλάκι μπροστά τους ο Μηνάς, το πρώτο εγγόνι, δυο χρονών. Είναι στην Ξάνθη το 1927, όπου είχαν πάει επίσκεψη οι Εφραίμογλου στη μητρική οικογένεια Δαμιανίδου. Εκεί είχε βρει δουλειά ο παππούς, στο νοσοκομείο Αμερικανίδων Κυριών, κι έζησαν ώς τη βουλγαρική κατοχή. Σοβαροί και κάπως βλοσυροί περνούν στην αιωνιότητα, με την πίκρα της προσφυγιάς που ποτέ δεν τους εγκατέλειψε, και νομίζω πέρασε σαν τραύμα και στη δεύτερη γενιά. Στον ξάδερφο μου Μηνά, που πέθανε χτες, Σάββατο του Λαζάρου, ημέρα της γιορτής του αδερφού του, ο οποίος είχε πεθάνει μερικά χρόνια νωρίτερα, είχε μετασχηματιστεί σε επιχειρηματική δημιουργικότητα. Αλλά ασχολήθηκε και σε όλη του τη ζωή με το Κολλέγιο Αθηνών, κι εκείνος όπως όλοι μας είχε το πάθος με την Παιδεία.
Κοντεύουν 100 χρόνια από τη στιγμή που τραβήχτηκε η φωτογραφία αυτή. Θα είχαν όλοι μαζευτεί στο σπίτι, ή μπορεί και να πήγαν στο φωτογράφο. Είναι η πιο επίσημη τους. Κανείς τους πια δεν ζει, όμως εγώ τους βλέπω ακόμα, όλους εκτός από τον παππού και τον Δημητρό, που δεν πρόλαβα να τους γνωρίσω. Βλέπω τη θεία Ευαγγελία στο παλιό της σπίτι στη Νέα Φιλαδέλφεια, που το λάτρευα, ντυμένη με κάτι πρόσχαρο, κάτι πολύχρωμο, όχι όπως εδώ με μαύρα, βλέπω τις μπουκλίτσες της κολλημένες στην κόμμωση, ακούω τη φωνή της με πάντα κάποιο απρόσμενο παράπονο για κάτι που δεν φανταζόμουν ότι θα την έκανε να παραπονιέται. Βλέπω το θείο μου το Δαμιανό χωρίς μαλλιά, τον θείο Μαμανό όπως τον έλεγα, και το θυμόντουσαν και γελούσαν, στωικό και καλωσυνάτο, να προσπαθεί να θυμηθεί λεπτομέρειες από το παρελθόν του και να απαντήσεις στις διαρκείς ερωτήσεις μου. Βλέπω τη γιαγιά μου να πλέκει ακατάπαυστα με το βελονάκι της νούμερο 0, το ψιλότερο που υπήρχε, χωρίς γυαλιά, τετράγωνα κομμάτια δαντέλας που τα ένωνε μετά και γίνονταν καρεδάκια, τραπεζομάντιλα, κουβέρτες, βλέπω τη θεία μου Γεσθημανή να κάθεται σε μια κόκκινη πολυθρόνα και να μιλάει αργά και σιγανά, βλέπω τον πατέρα μου βέβαια, εννοείται, διαρκώς και πάντα και παντού, τη θεία μου Ολυμπία και τον Μηνά βεβαίως, τους βλέπω να τριγυρίζουν έγχρωμοι και κυρίως τους ακούω. Γιατί αν υπήρχε κάτι χαρακτηριστικό σε όλους ήταν οι φωνές τους, αυτός ο μοναδικός τρόπος που είχαν να μιλούν, μάλλον λόγω της τουρκικής, που ήταν η μητρική τους γλώσσα, κακά τα ψέματα, και που έχει ήχους πολύ λαρυγγικούς. Μοναδικές φωνές, βαθιές, υγρές, πλούσιες, γεμάτες αντηχήσεις, σαν υποσχέσεις κρυφών νοημάτων, η πατρίδα που είχαν φέρει μαζί τους, ο χαμένος τους θησαυρός που δεν μπορούσε ωστόσο κανένας να τον πάρει. Τα τρία μου ξαδέρφια Εφραίμογλου είχαν επίσης ένα ποσοστό αυτού του βάθους στη φωνή τους, επειδή κι οι δυο γονείς ήταν από τα Σπάρτα, αλλά εμείς, φοβάμαι ότι το έχουμε χάσει τελείως.
Κοντεύουν 100 χρόνια από τη στιγμή που τραβήχτηκε η φωτογραφία αυτή. Θα είχαν όλοι μαζευτεί στο σπίτι, ή μπορεί και να πήγαν στο φωτογράφο. Είναι η πιο επίσημη τους. Κανείς τους πια δεν ζει, όμως εγώ τους βλέπω ακόμα, όλους εκτός από τον παππού και τον Δημητρό, που δεν πρόλαβα να τους γνωρίσω. Βλέπω τη θεία Ευαγγελία στο παλιό της σπίτι στη Νέα Φιλαδέλφεια, που το λάτρευα, ντυμένη με κάτι πρόσχαρο, κάτι πολύχρωμο, όχι όπως εδώ με μαύρα, βλέπω τις μπουκλίτσες της κολλημένες στην κόμμωση, ακούω τη φωνή της με πάντα κάποιο απρόσμενο παράπονο για κάτι που δεν φανταζόμουν ότι θα την έκανε να παραπονιέται. Βλέπω το θείο μου το Δαμιανό χωρίς μαλλιά, τον θείο Μαμανό όπως τον έλεγα, και το θυμόντουσαν και γελούσαν, στωικό και καλωσυνάτο, να προσπαθεί να θυμηθεί λεπτομέρειες από το παρελθόν του και να απαντήσεις στις διαρκείς ερωτήσεις μου. Βλέπω τη γιαγιά μου να πλέκει ακατάπαυστα με το βελονάκι της νούμερο 0, το ψιλότερο που υπήρχε, χωρίς γυαλιά, τετράγωνα κομμάτια δαντέλας που τα ένωνε μετά και γίνονταν καρεδάκια, τραπεζομάντιλα, κουβέρτες, βλέπω τη θεία μου Γεσθημανή να κάθεται σε μια κόκκινη πολυθρόνα και να μιλάει αργά και σιγανά, βλέπω τον πατέρα μου βέβαια, εννοείται, διαρκώς και πάντα και παντού, τη θεία μου Ολυμπία και τον Μηνά βεβαίως, τους βλέπω να τριγυρίζουν έγχρωμοι και κυρίως τους ακούω. Γιατί αν υπήρχε κάτι χαρακτηριστικό σε όλους ήταν οι φωνές τους, αυτός ο μοναδικός τρόπος που είχαν να μιλούν, μάλλον λόγω της τουρκικής, που ήταν η μητρική τους γλώσσα, κακά τα ψέματα, και που έχει ήχους πολύ λαρυγγικούς. Μοναδικές φωνές, βαθιές, υγρές, πλούσιες, γεμάτες αντηχήσεις, σαν υποσχέσεις κρυφών νοημάτων, η πατρίδα που είχαν φέρει μαζί τους, ο χαμένος τους θησαυρός που δεν μπορούσε ωστόσο κανένας να τον πάρει. Τα τρία μου ξαδέρφια Εφραίμογλου είχαν επίσης ένα ποσοστό αυτού του βάθους στη φωνή τους, επειδή κι οι δυο γονείς ήταν από τα Σπάρτα, αλλά εμείς, φοβάμαι ότι το έχουμε χάσει τελείως.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου