Τρίτη 30 Απριλίου 2019

Αλλιώτικο Πάσχα φέτος

Φέτος, είναι διαφορετικό το Πάσχα μου. Ας πούμε ότι όλα άλλαξαν όχι επειδή πρώτη φορά δεν θα χτυπήσει το τηλέφωνο να μου πει Χριστός ανέστη η μαμά μου, αλλά επειδή είδα αυτή τη φωτογραφία της μαύρης τρύπας που κατάφεραν να βγάλουν τα αστεροσκοπεία ολόκληρης της Γης.
Παραλίγο να γράψω «ολόκληρου του κόσμου», αλλά να που ο κόσμος δεν είναι πια η Γη, ούτε καν κάτι απέραντα μεγάλο, ένα Σύμπαν ασύλληπτου μεγέθους, αλλά κάτι απέραντα μεγάλο που επιπλέον κινείται προς μια μαύρη τρύπα, πράγμα που ίσως δημιουργεί τον χρόνο, όπου υπάρχουμε για λίγο με πολύ κόπο, πόνο, όμως και χαρές.
Κι η γιορτή που δοξάζει την επιστροφή της άνοιξης, να μην είναι η εξασφάλιση του αέναου κύκλου των εποχών που διαπερνά τη δική μας φθορά, αλλά κι αυτή να κινείται σε ευθεία όπως οι ανθρώπινες ζωές με τελικό προορισμό μια μαύρη τρύπα, λέμε τώρα. Οπότε δεν ξέρω πώς θα το διαχειριστούμε αυτό φιλοσοφικά, δύσκολο καθήκον μάς έβαλαν οι φωτογράφοι του κόσμου όλου, συγγνώμη, του μικρού μας πλανήτη ήθελα να πω.
Το άλλο συγκλονιστικό του φετινού Πάσχα είναι ότι στο χωριό Δράκεια Πηλίου οι τελετές διεξήχθησαν με υπέροχη γαλήνη, ο επιτάφιος χωρίς βαρελότα, όπως ακριβώς συνάδει δηλαδή, και η Ανάσταση εξίσου πολιτισμένα.
Επιπλέον, λίγο πριν από τη νύχτα του Σαββάτου, φύσηξε στην πλαγιά και σκόρπισε το καφετί νέφος της κουφόβρασης που μας είχε πνίξει για μέρες, πράγμα που μπορεί να ανανεώσει την πίστη μας στα θαύματα, τα ελάχιστα σε κλίμακα Σύμπαντος απειλούμενου βεβαίως, αλλά που έχουν μεγάλη αξία για τις εκλεπτυσμένες αισθήσεις των ανθρώπων της συγκεκριμένης γενιάς στον συγκεκριμένο χωρόχρονο.
Μια αίσθηση σεβασμού προς το άμεσο περιβάλλον και την τυχούσα ομήγυρη, όπου μπορεί για λίγο να νιώσει κανείς ασφαλής και αποδεκτός από την κοινότητα, ας είναι και ψευδαίσθηση, τι άλλο θέλει ο άνθρωπος για να ξεχάσει τη φθορά, τη μαύρη τρύπα κι όλη τη μαυρίλα εν γένει;
Απεδείχθη βέβαια ότι αυτή η πολιτισμένη διεξαγωγή ήταν εξαίρεση, ένας άνθρωπος σκοτώθηκε και άλλοι τρεις τραυματίστηκαν σε άλλα μέρη από θιασώτες της αστραπιαίας φθοράς και πιστούς της μαύρης τρύπας. Ο δε δήμαρχος Καλαμάτας δήλωσε πως οι δολοφονικές σαΐτες είναι στο DNA των Καλαματιανών. Οπως και ο θάνατος άλλωστε, προσθέτω εγώ. Οι δήμαρχοι, όμως, όχι. Αυτούς τους ψηφίζουμε ερήμην DNA, μη σου πω και κόντρα.

Τετάρτη 24 Απριλίου 2019

Ο Μηνάς και η αποφράς

Καθώς πλησίαζε η επέτειος της αποφράδας, σκεφτόμουν ότι για πρώτη φορά θα την περάσω χωρίς τη μητέρα μου, με την οποία κάθε χρόνο θυμόμασταν εκείνη τη σκληρή 21η Απριλίου του 1967, όπου θα ξεκινούσαμε για οικογενειακό ταξίδι με τρένο στην Ευρώπη, είχαμε έτοιμες βαλίτσες και εισιτήρια, και μείναμε τσακισμένοι να κλαίμε πάνω τους ακούγοντας τους πυροβολισμούς από τον δρόμο και τα εμβατήρια από το ραδιόφωνο.
Ποιος πυροβολούσε και τι, ποιοι περνούσαν ρίχνοντας ριπές; Δεν βγήκαμε, δεν κυκλοφορήσαμε, το διαμέρισμα που είχε φτιάξει ο πατέρας μου δεν φαινόταν αρκετά ασφαλές εκείνη τη μέρα, κάποια στιγμή αρχίσαμε να μαζεύουμε περιοδικά και δίσκους που ίσως έπρεπε να καταστραφούν. Πήραμε μερικά τηλέφωνα κι ας φοβόμασταν πως τα παρακολουθούσαν. Το κουδούνι μας χτύπησε το μεσημέρι, ο Μηνάς Εφραίμογλου, ο μεγάλος μου ξάδερφος, ήρθε να δει μήπως χρειαζόμασταν βοήθεια. Πριν από λίγες μέρες τσακωνόταν με τον πατέρα μου για την ΕΡΕ, την ΕΔΑ και την Ενωση Κέντρου, αλλά εκείνη τη μέρα ξεκίνησε με τα πόδια να τον υπερασπιστεί.
Θείος κι ανιψιός είχαν δεκατρία χρόνια διαφορά, ο πατέρας μου έβγαζε τα τρία του ανίψια βόλτες στην Αθήνα όταν ήταν παιδάκια κι εκείνος φοιτητής, φωτογραφίζονταν μπροστά στο Μουσείο και στο Πανεπιστήμιο, παθιασμένοι οικογενειακώς με τη μόρφωση και τις σχολές, από τον καιρό που ζούσαν στην οθωμανική πόλη της Πισιδίας και μάθαιναν ελληνικά ιδίοις αναλώμασι, για χειραφέτηση και πρόοδο. Σε όλη τη ζωή τους οι τρεις Εφραίμογλου, αν και έγιναν βιομήχανοι συνεχίζοντας και διευρύνοντας την πατρική επιχείρηση, ασχολούνταν και με την Παιδεία, όπως ο παππούς μας.
Με τον πατέρα μου μεγάλοι πια θαρρείς κι έβρισκαν ευχαρίστηση σε ατελείωτους πολιτικούς καυγάδες. Ομως εκείνη την αποφράδα μέρα είχαν συμφιλιωθεί απέναντι σε κάτι τρομερό που είχε πέσει επάνω τους, κι έψαχναν τρόπους να αμυνθούν παρέα. Υπήρχε κάτι κοινό, που δεν ήταν απλώς η συγγένεια και η αγάπη, αλλά και μια πολιτική επιθυμία που συμμερίζονταν: να ζήσουμε με ειρήνη τις πολιτικές αλλαγές, με δημοκρατικούς κανόνες και πολιτισμό, μέσα στην αισιόδοξη ορμή που είχε πάρει η δεκαετία του ’60 από τη δεκαετία του ’50 και που ερχόταν να ανακόψει μοιραία εκείνο το φοβερό πραξικόπημα.
Ο Μηνάς πέθανε μία μέρα πριν από τη φετινή επέτειο της αποφράδας, τρεις μήνες μετά τη μητέρα μου, ήταν συνομήλικοι. Η παλιά φρουρά μάς εγκαταλείπει. Κι ο αγώνας ακόμα συνεχίζεται.

Τρίτη 23 Απριλίου 2019

Ξάνθη 1927

Tώρα πια είναι όλοι τους σκιές κι αναμνήσεις. Η θεία Ευαγγελία, όρθια δίπλα στη γιαγιά, με τα λοξά μάτια. Ο θείος Δαμιανός, όμορφος νέος, πριν χάσει τα μαλλιά του. Η γιαγιά Άννα καθισμένη στην πολυθρόνα, με τη χωρίστρα που τη γνώρισα ολόιδια σε λευκό. Η θεία Γεσθημανή, αγέρωχη δίπλα στον άντρα της, το Δημητρό Εφραίμογλου, στη μέση των δυο γονιών της. Ο ντοκτόρ Ελεημόν, ο μυθικός παππούς που δεν γνώρισα και που όλους τους είχε σημαδέψει, σπουδασμένος στο Παρίσι στο τέλος του δέκατου ένατου αιώνα, σχολικός έφορος στην πατρίδα τους τα Σπάρτα, που κυνηγούσε πάντα τα μέλη της κοινότητας να πληρώνουν τη συνδρομή για να κρατάνε τα ελληνικά σχολεία, κι απαγόρευε στα παιδιά του να μιλάνε τούρκικα στο σπίτι, επι ποινή προστίμου. Όρθιος δίπλα ο μπαμπάς μου, σγουρομάλλης, με τα ανατολίτικα μάτια του, που έχει κληρονομήσει ο συνονόματος γιος μου. Και το κορίτσι δίπλα η θεία Ολυμπία, η μικρή, που σπούδασε, έγινε οδοντίατρος, έζησε στο Αγρίνιο κι έτσι γνωρίστηκε ο πατέρας μου με τη μάνα μου είκοσι πέντε χρόνια μετά. Καθισμένος στο καρεκλάκι μπροστά τους ο Μηνάς, το πρώτο εγγόνι, δυο χρονών. Είναι στην Ξάνθη το 1927, όπου είχαν πάει επίσκεψη οι Εφραίμογλου στη μητρική οικογένεια Δαμιανίδου. Εκεί είχε βρει δουλειά ο παππούς, στο νοσοκομείο Αμερικανίδων Κυριών, κι έζησαν ώς τη βουλγαρική κατοχή. Σοβαροί και κάπως βλοσυροί περνούν στην αιωνιότητα, με την πίκρα της προσφυγιάς που ποτέ δεν τους εγκατέλειψε, και νομίζω πέρασε σαν τραύμα και στη δεύτερη γενιά. Στον ξάδερφο μου Μηνά, που πέθανε χτες, Σάββατο του Λαζάρου, ημέρα της γιορτής του αδερφού του, ο οποίος είχε πεθάνει μερικά χρόνια νωρίτερα, είχε μετασχηματιστεί σε επιχειρηματική δημιουργικότητα. Αλλά ασχολήθηκε και σε όλη του τη ζωή με το Κολλέγιο Αθηνών, κι εκείνος όπως όλοι μας είχε το πάθος με την Παιδεία.
                 Κοντεύουν 100 χρόνια από τη στιγμή που τραβήχτηκε η φωτογραφία αυτή. Θα είχαν όλοι μαζευτεί στο σπίτι, ή μπορεί και να πήγαν στο φωτογράφο. Είναι η πιο επίσημη τους. Κανείς τους πια δεν ζει, όμως εγώ τους βλέπω ακόμα, όλους εκτός από τον παππού και τον Δημητρό, που δεν πρόλαβα να τους γνωρίσω. Βλέπω τη θεία Ευαγγελία στο παλιό της σπίτι στη Νέα Φιλαδέλφεια, που το λάτρευα, ντυμένη με κάτι πρόσχαρο, κάτι πολύχρωμο, όχι όπως εδώ με μαύρα, βλέπω τις μπουκλίτσες της κολλημένες στην κόμμωση, ακούω τη φωνή της με πάντα κάποιο απρόσμενο παράπονο για κάτι που δεν φανταζόμουν ότι θα την έκανε να παραπονιέται. Βλέπω το θείο μου το Δαμιανό χωρίς μαλλιά, τον θείο Μαμανό όπως τον έλεγα, και το θυμόντουσαν και γελούσαν, στωικό και καλωσυνάτο, να προσπαθεί να θυμηθεί λεπτομέρειες από το παρελθόν του και να απαντήσεις στις διαρκείς ερωτήσεις μου. Βλέπω τη γιαγιά μου να πλέκει ακατάπαυστα με το βελονάκι της νούμερο 0, το ψιλότερο που υπήρχε, χωρίς γυαλιά, τετράγωνα κομμάτια δαντέλας που τα ένωνε μετά και γίνονταν καρεδάκια, τραπεζομάντιλα, κουβέρτες, βλέπω τη θεία μου Γεσθημανή να κάθεται σε μια κόκκινη πολυθρόνα και να μιλάει αργά και σιγανά, βλέπω τον πατέρα μου βέβαια, εννοείται, διαρκώς και πάντα και παντού, τη θεία μου Ολυμπία και τον Μηνά βεβαίως, τους βλέπω να τριγυρίζουν έγχρωμοι και κυρίως τους ακούω. Γιατί αν υπήρχε κάτι χαρακτηριστικό σε όλους ήταν οι φωνές τους, αυτός ο μοναδικός τρόπος που είχαν να μιλούν, μάλλον λόγω της τουρκικής, που ήταν η μητρική τους γλώσσα, κακά τα ψέματα, και που έχει ήχους πολύ λαρυγγικούς. Μοναδικές φωνές, βαθιές, υγρές, πλούσιες, γεμάτες αντηχήσεις, σαν υποσχέσεις κρυφών νοημάτων, η πατρίδα που είχαν φέρει μαζί τους, ο χαμένος τους θησαυρός που δεν μπορούσε ωστόσο κανένας να τον πάρει. Τα τρία μου ξαδέρφια Εφραίμογλου είχαν επίσης ένα ποσοστό αυτού του βάθους στη φωνή τους, επειδή κι οι δυο γονείς ήταν από τα Σπάρτα, αλλά εμείς, φοβάμαι ότι το έχουμε χάσει τελείως. 

Οι σωστές αντιδράσεις

Επικίνδυνο σπορ να χρησιμοποιείς λεωφορείο όταν ο οδηγός έχει νεύρα. Και πότε δεν έχει και γιατί να μην έχει. Δικαιούται να έχει, τόσες δυσκολίες αντιμετωπίζει. Ενώ ο επιβάτης το μόνο που έχει να κάνει είναι να στέκεται όρθιος όταν δεν βρίσκει να καθίσει και να μην πέφτει κάτω ή δίπλα ή στον μπροστινό του με τα απότομα φρεναρίσματα. Να διαμαρτυρηθεί; Καλύτερα όχι, μπορεί να τσαντιστεί ο οδηγός και να φρενάρει χειρότερα. Ξέρουν οι επιβάτες πώς να φερθούν για να μην τον ερεθίζουν.
Είναι να απορείς με τη μακροθυμία, την ανεκτικότητα, την ψυχραιμία των ανθρώπων. Οπως τα παιδιά μιας οικογένειας με βίαιο πατέρα που έχουν μάθει να ζουν όσο γίνεται πιο αθόρυβα για να μην τον ενοχλούν και ξεθυμάνει πάνω τους, δεν μιλάνε, δεν λαλάνε. Καλό είναι να μη χρειάζεται κάποιος το λεωφορείο, να μη βρίσκεται στην ανάγκη των μέσων μαζικής μεταφοράς. Απαξ κι έχει τέτοια ανάγκη, σημαίνει πως απέτυχε, άρα οφείλει να ανεχτεί κάθε ξέσπασμα του οδηγού, που είναι κάτι σαν πλοίαρχος σε διεθνή ύδατα, απόλυτος άρχων και ανεξέλεγκτος τιμονιέρης της μοίρας μας.
Και τι γίνεται αν κάποιος τολμήσει να ανοίξει το στόμα του και να θέσει θέμα ασφάλειας στον αδιαμφισβήτητο αυτόν αρχηγό; Μεγάλο ρίσκο. Πρέπει να το θέσει ευγενικά βέβαια, αυτό είναι αυτονόητο. Αλλά και πάλι, αποκλείεται να θίξει την προσωπικότητά του; Αν ο άλλος είναι καψούρης και απελπισμένος, αν τον έριξε ο φίλος του, ο αδερφός του, αν ξίνισε το κρασί του, αν έχει βαρυστομαχιά ή πονοκέφαλο; Δεν θα αντιδράσει χειρότερα; Μήπως καλύτερα να προσπαθήσει κανείς να ξυπνήσει τον οίκτο του; Να πει ότι είναι άρρωστος, ότι πάει σε νοσοκομείο, ότι ζαλίζεται;
Θεέ μου, τι θα κάναμε αν η ζωή μας ήταν πιο απλή σ' αυτή τη χώρα, αν δεν έπρεπε κάθε στιγμή να δίνουμε μάχες επιβίωσης και να αναμετράμε την ικανότητά μας πειθούς, ψυχραιμίας, σωστών ρεφλέξ και καίριων αντιδράσεων, στα γκισέ και στα ταξί, στα τηλέφωνα και στα τρένα, στους δρόμους και στα μαγαζιά; Τι θα κάναμε με όλη αυτή την άνεση που θα προέκυπτε; Πώς θα τη διαχειριζόμασταν, θα ήμασταν άραγε πιο δημιουργικοί, πιο ευγενικοί, πιο ευτυχισμένοι;
Δεν θα το μάθουμε ποτέ, φοβάμαι.

Τρίτη 9 Απριλίου 2019

Θετική στάση


Ένα περίπτερο περιμέναμε να ξανανοίξει στο έρμο το πάρκο. Να μη ζητάμε πολλά. Να είμαστε θετικοί. Αυτό προπάντων. Θετικοί σε κάθε θετικό. Ανακαινίστηκε το Άλσος; Θετικοί εμείς. Μας επέτρεψαν να το δούμε. Θετικά, βεβαίως. Χώροι μέσα ατελείωτοι, πάνω κάτω και πλαγίως. Θαύματα μπορεί να γίνουν μέσα. Τι θα γίνει, τι θα γίνει; Καφενείο στο Άλσος; Θετικοί οπωσδήποτε. Πήγαμε για καφέ. Κάναμε το γύρο, δεν μπαίνεις από το πάρκο. Φράχτης υψώνεται. Αλλά θ’ ανοίξει, δεν μπορεί!
Ήρθε ο Σαββόπουλος στο Άλσος; Θετικοί, ενθουσιώδεις. Κι ας θύμιζε ο φρουρός της νύχτας, σκυλάδικο, με τη μουσική του αυτοκινήτου στη διαπασών και τον προβολέα να μας ξεψαχνίζει ως διερχόμενους. Πάρε αθώο ύφος, καλοί άνθρωποι, είμαστε γείτονες, συγγνώμη κιόλας, σπίτι μας πάμε.  Θετικοί πάντως.
Θετικοί, οι γκρίνιες τόσα χρόνια τίποτε καλό δεν έφεραν. Μέχρι που μετανιώσαμε για τότε που παραπονεθήκαμε στο τότε ΥΠΕΧΩΔΕ, για τις τσουλήθρες που είχαν λεπτύνει οι λαμαρίνες, είχαν γίνει λάμες κι έκοβαν τα παιδικά ποδαράκια. Τι το θέλαμε; Έφυγαν εντελώς οι τσουλήθρες και τελείωσε η υπόθεση. Έκτοτε πάντα θετικοί. Και για την ανάπλαση θετικοί, για τις διαδρομές νερού θετικοί, εκείνες μόνες τους σταμάτησαν και λίμνασαν. Και για τις εκθέσεις, τα παζάρια, τα λούνα παρκ, τα φεστιβάλ, θετικοί σε όλα. Όχι σαν αυτούς που δεν άφηναν το πάρκο να ανοίξει επειδή ήταν κατά της εμπορευματοποίησης. Εμείς, υπέρ. Να μη στεναχωρούμε τις διοικήσεις, συγχίζονται οι άνθρωποι και δεν μπορούν να δημοπρατήσουν το περίπτερο, να ανοίξει ένα καφενείο, να καθόμαστε με τη γριά μάνα…
Πέρασε ο καιρός, δεν άνοιξε περίπτερο, πέθανε η μάνα, όμως το Άλσος φτιάνει θέατρο υπαίθριο. Το πήρε μεγαλοεπιχειρηματίας, τόσοι χώροι μέσα δεν του έφταναν, κι ο φράχτης υψώνεται και πυκνώνει, ο κήπος γίνεται επικλινές δάπεδο για χιλιάδες καθίσματα, μηχανήματα ήχου που θα μας κρατάνε τη νύχτα άυπνους ετοιμάζονται να δουλέψουν. Μήπως το παρακάναμε στη θετική στάση; Τόσο ανίκανη μπορεί να είναι κοτζάμ Περιφέρεια Αττικής, νυν αρμόδιος για το πάρκο; Δυο μικρά θεατράκια μέσα, δυο περίπτερα, ένα καφενείο κάτω με μικρή σκηνή, το Γκρην Παρκ, όλα αλειτούργητα, κι αντί για όλ’ αυτά, το Μέγα Μπουζουξίδικο; Αδύνατον να οργανώσει πράγματα μικρά η υπερΠεριφέρεια; Έχει το μαμούθ στο αίμα της;
Μήπως τελικά η θετική στάση παρερμηνεύεται, και μόνο τσαμπουκάς και άρνηση έχουν νόημα στη χώρα τούτη;

Queer υποψήφιοι



Στην τέχνη οι παράξενες παρουσίες επιστρατεύονται για να τραβήξουν το βλέμμα και το στοχασμό στο αντίθετο τους, το κοινότυπο και αυτονόητο μέσα στο οποίο ζούμε και δεν προσέχουμε πια, τόσο το έχουμε συνηθίσει. Η επιστημονική φαντασία μπορεί να ασχολείται με μακρινούς γαλαξίες, στο βάθος των πιο απίθανων ιστοριών θα βρει κανείς πάντα τον πυρήνα των ανθρώπινων αναγκών, της ανθρώπινης ουσίας. Διαφορετικά η φαντασία δεν έχει νόημα και τα πρόσωπα δεν έχουν κανένα ενδιαφέρον.
Στην πολιτική οι παράξενες παρουσίες κάνουν το ίδιο ακριβώς, και θα μπορούσε να επαινέσει κανείς την ιδέα, τραβούν την προσοχή στις εκλογές, μια διαδικασία που έχει αρχίσει να μοιάζει με τις θεατρικές παραστάσεις, όχι με την έννοια της θεατρικότητας στην πολιτική, αυτή υπήρχε από τον καιρό του Ασουρμπανιμπάλ, αλλά λόγω της σπανιότητας των θεατών. Οι ψηφοφόροι δεν πάνε να ψηφίσουν, όπως δεν πάνε και θέατρο, κι ας κατακτήθηκε με αιματηρούς αγώνες το δικαίωμα στην ψήφο. Οπότε εμφανίζονται όλο και πιο παράδοξοι υποψήφιοι, όλο και πιο απρόσμενοι και άσχετοι με την πολιτική, με την ελπίδα ότι θα βγάλουν τα εγγόνια και δισέγγονα των αγωνιστών για το δικαίωμα της ψήφου από την βαθιά τους απάθεια. Συμβαίνει παντού, αλλά εδώ που έχουμε ζήσει το ‘παράξενο ελληνικό κύμα’ στο σινεμά, μπορούμε να διαπιστώσουμε με ονομασία προέλευσης ότι το κύμα των παράξενων υποψηφίων για τις ευρωεκλογές και για τους δήμους είναι ακόμα πιο παράξενο και δεν μοιάζει καν με κύμα, αλλά με ανεμοστρόβιλο που διαρκώς πλησιάζει κι όταν περνά από την πόλη μας δεν τον νοιώθουμε καν, έχει πάρει μαζί του κάθε αίσθηση πολιτικής ζωής, έχει φύγει και μας έχει αφήσει σε μια γλυκιά νάρκη.
Τέλος πάντων, από τις ευρωεκλογές θυμόμαστε ότι είναι κάποια βραβεία συνολικής προσφοράς που σε στέλνουν μακριά από δω, στο σκοτεινό Στρασβούργο και τις βροχερές Βρυξέλλες, αλλά ανταμείβεσαι με εξαιρετικό μισθό, οπότε κάπως παρηγοριέσαι, και δεν χρειάζεται να θυμόμαστε ότι οι βουλευτές αυτοί αντιπροσωπεύουν τη χώρα σε ένα κοινοβούλιο που θα μπορούσε να είναι το μέλλον της Ενωμένης Ευρώπης, αν το ήθελαν, αλλά μάλλον δεν χολοσκάνε για τέτοια οι τραγουδίστριες και οι επιχειρηματίες που εμφανίζονται για να ψηφιστούν. Ούτε κι οι ψηφοφόροι, που κανείς δεν θέλει να δυσαρεστήσει θυμίζοντας πως κακοί Ευρωπαίοι θα πάρουν μακριά τους αγαπημένους παράξενους τύπους, μήπως και στεναχωρηθούν και δεν τους ψηφίσουν τελικά.


Πόσο δύσκολο να γίνει το προσωπικό, πολιτικό.

Τη νύχτα που έφτασε ο Καραμανλής στο Ελληνικό να αναλάβει τα ηνία της χώρας που είχε βρεθεί στο χείλος του γκρεμού, πενήντα χρόνια πριν, δεν...