Τετάρτη 22 Μαρτίου 2017

Προπόνηση για Μαραθώνιο



Έχω κάτι φίλους που τρέχουν στο Μαραθώνιο και πολύ τους θαυμάζω. Εγώ δεν μπορώ να τρέξω πάνω από είκοσι δευτερόλεπτα συνεχόμενα, αλλά συζητώντας μαζί τους αποφάσισα να βάλω στόχο το ένα ολόκληρο λεπτό. Όσο περνάει ο καιρός όμως, ενώ εγώ προσπαθώ να φτάσω το λεπτό, εκείνοι μειώνουν το Μαραθώνιο. Από σαράντα τόσα χιλιόμετρα, αρχίζουν να τρέχουν Μαραθωνίους των είκοσι, των δέκα, των πέντε χιλιομέτρων. Αυτό το κάνουν συνήθως Κυριακή, κι όσο μειώνονται τα χιλιόμετρα τόσο αυξάνονται οι φίλοι, και μη φίλοι ομοίως, που τρέχουν στους κυριακάτικους Μαραθωνίους. Και τόσο αυξάνονται οι Κυριακές του τρεξίματος.
Έχω κάτι άλλους φίλους που συνήθιζαν να τρώνε την Κυριακή με την οικογένεια τους. Ακόμα δεν είναι οι ίδιοι που τρέχουν στους μαραθωνίους, αλλά νομίζω πρέπει να γίνουν, ειδικά όταν οι οικογένειες μένουν στην άλλη άκρη της Αθήνας και πρέπει να διασχίσουν το κέντρο της πόλης, το οποίο είναι κλειστό για τ’ αυτοκίνητα, διότι πρέπει να τρέχουν οι μαραθωνοδρόμοι. Αν δεν μπορείς να διασχίσεις την πόλη με άλλο τρόπο παρά με τα πόδια, ο Μαραθώνιος είναι μια λύση. Ευτυχώς η δική μου οικογένεια μένει κοντά, γιατί υποπτεύομαι ότι θ’ αργήσω πολύ να φτάσω να τρέχω ένα ολόκληρο λεπτό. Προπονούμαι στο πάρκο μας, το Πεδίο του Άρεως, όπου δεν ξέρω γιατί δεν τρέχουν ποτέ οι Μαραθωνοδρόμοι. Υποπτεύομαι ότι ο Μαραθώνιος είναι κάτι σαν διαδήλωση, το να διακόπτεις την κυκλοφορία των αυτοκινήτων ανεβάζει την αδρεναλίνη, ακριβώς όπως και όταν διαδηλώνεις. Είσαι στο κέντρο, σε βλέπουν, σε υπολογίζουν, οδηγοί ξεφυσούν κλεισμένοι στ’ αυτοκίνητα τους, έχει άλλη αξία αυτό. Αν οι οργανωτές αποφάσιζαν να οργανώσουν τον Μαραθώνιο στο Πεδίο του Άρεως, θα ήταν κάπως παράμερα το συμβάν, δεν θα είχε το ίδιο βάρος, κι ας διψάει το καημένο το πάρκο μας για ανθρώπινη παρουσία. Πόσο θα ζωντάνευε και θα αποκτούσε νόημα αν έβλεπε δρομείς να διαβαίνουν κάτω από τις μουριές που αρχίζουν να πετάνε φύλλα. Αλλά αυτό φαίνεται δεν είναι αρκετά φιγουράτο.
Περιμένοντας τον Μαραθώνιο να μικρύνει κι άλλο και να καταλάβει όλο και περισσότερες Κυριακές, συνεχίζω καλού- κακού την προπόνηση. Κι ό,τι πιάσουμε.

Τα πεζοδρόμια του Βερολίνου


Στο Βερολίνο ο Αθηναίος παθαίνει σοκ με τα φαρδιά πεζοδρόμια. Πού είναι το κέντρο, αναρωτιέσαι, ακόμα και στην καρδιά της πόλης, στη βομβαρδισμένη εκκλησία του Γουλιέλμου, κι ας είσαι στο κέντρο των λεωφορείων τουλάχιστον. Αλλά μήπως το κέντρο είναι στην Αλεξάντερ πλατς, την πολυτραγουδισμένη; Περιμένεις να δεις κάπου μεσαιωνικά στενά, όπως υπάρχουν και στις πιο ευρύστερνες πρωτεύουσες, όμως βρίσκεις στη θέση τους ένα ευρύστερνο πάρκο. Αυτή η πόλη φτιάχνεται διαρκώς, από τον 13ο αιώνα που σημειώνεται για πρώτη φορά στα χαρτιά, και φτιάχνεται σε όλο και μεγαλύτερη κλίμακα, όλο και περισσότερο ανοιχτή για το άπληστο ανθρώπινο μάτι.
Σ’ ένα πολύ μικρό ταξίδι, κατάφερα να κάνω δυο βραδινές βόλτες. Έβγαλα φωτογραφίες τα κτίρια και τα πεζοδρόμια στη μπλε ατμόσφαιρα του δειλινού, την αναμέτρηση του με τα φώτα των μαγαζιών και του δρόμου. Ό,τι προλάβαινα. Ίσως είναι καλύτερα να μην προλαβαίνει κανείς να συνηθίζει αυτό το εύρος, είναι μεγάλη η δόση για μας. Να μην προλάβει και το βήμα να προσαρμοστεί στην απίστευτη αυτή άνεση, μην κακομάθει. Κι αν έχεις παρέα μαζί, τρία ή τέσσερα άτομα που όχι μόνο χωρούν να περπατούν αγκαζέ στο ίδιο πεζοδρόμιο, αλλά και να κάνουν συλλογικά ζιγκ- ζαγκ, μπορεί να πάθεις ψυχικό τραύμα στο γυρισμό στην πατρίδα, να βλέπεις παράξενα όνειρα. Άπληστο και το βλέμμα, άπληστο και το βήμα του ανθρώπου, δώσ’ του χώρο να χαζέψει και να βολτάρει στην πόλη, με το δικό της μαγικό μυστικό, την ελπίδα ότι θα δει και θα συναντήσει το ανείπωτο κι ανεύρετο έτερον, ήμισυ ή οτιδήποτε άλλο, κι άντε μετά να τον μαζέψεις.
Ωστόσο, όσο λίγο κι αν κυκλοφορήσεις, αποκλείεται να μην πέσεις πάνω σε Έλληνες που ζουν εκεί, πρώτη ή δεύτερη γενιά μετανάστες, και να μη θυμηθείς -αντάμα με τα νεοκλασικά της Λεωφόρου υπό τας φιλύρας- πόσο μεγάλη και βαθιά σχέση έχουμε ως έθνος όχι μόνο με την πόλη αυτή, αλλά με ολόκληρη τη Γερμανία, σχέση που αντί να κοιτάξουν οι πολιτικοί να θεραπεύσουν από το παλιό τραύμα του πολέμου και της εξόντωσης των Ελλήνων εβραίων, προσπάθησαν επιπόλαια να καταστρέψουν, περιφρονώντας όχι μόνο τη δική μας ψυχολογική κατάσταση, αλλά και το δεσμό με τους εκεί Έλληνες.
Είχα κάνει ρεπορτάζ πριν ακόμα πέσει το τείχος, για τους Έλληνες εκεί και τα σχολεία που ζητούσαν, να μαθαίνουν τα παιδιά τη γλώσσα των γονιών, να μην ξεχνιέται η καταγωγή τους. Έκτοτε, σχολεία λειτούργησαν πολλά, αλλά οι πολιτικοί και τα παιχνίδια τους δεν σκέφτηκαν να απαλλάξουν τους ελληνικής καταγωγής Γερμανούς και τους νέους πάμπολλους μετανάστες από άθλια διλήμματα και ζητήματα ταυτότητας, καλλιεργώντας μίσος και ξύνοντας πληγές, πιστεύοντας ότι έτσι θα έχτιζαν καριέρες. Και τα κατάφεραν βεβαίως.
Μακάρι το φάρδος των πεζοδρομίων να ανοίγει και τα μυαλά, και τις καρδιές. Να μην ξεσυνερίζονται οι εδώ, εννοώ στο Βερολίνο, τη δική μας στενότητα.

Δευτέρα 20 Μαρτίου 2017

Aκόμα ένα ποτηράκι

Μια στιγμούλα βγήκε ήλιος την Κυριακή και κάποιο γυαλιστερό νήμα που υπήρχε στο πλεκτό παλτό αστραποβόλησε.
Το χάζευα από πενήντα μέτρα, θαύμαζα το παράστημα, τα μαλλιά και τα χρώματα της κυρίας που το φορούσε, αναρωτιόμουν αν την είχα ξαναδεί, κι όταν πλησίασα γνώρισα τη γειτόνισσα που συναντώ στην πολυκατοικία να καθαρίζει τις σκάλες και την αυλή της εισόδου.
Ηταν τόσο διαφορετική, «τι ομορφιές είν' αυτές σήμερα;» της είπα, χαρούμενη που αυτή η τυπική φράση είχε αίφνης τόση ουσία, μου ξέφυγε κι η ομολογία πως δεν την είχα αναγνωρίσει από μακριά.
Χαμογέλασε κι έμεινα να τη χαζεύω, είχε στα βλέφαρα σκιά γαλάζια περλέ, της πήγαινε το έντονο βάψιμο.
- Να σου γνωρίσω την κόρη μου, είπε.
Συστηθήκαμε με την κόρη, συμφωνήσαμε ότι είναι καλύτερη έτσι η μάνα απ' όταν φορά τα καθημερινά της. Κι εκείνη δεν είπε πως δεν θα μπορούσε να ντύνεται μεγαλοπρεπώς και να χτενίζεται με τόση επιμέλεια κάθε μέρα που σφουγγαρίζει τις σκάλες και σκουπίζει την αυλή. Παρέμεινε ευγενής, μου εξήγησαν ότι ετοιμάζονται να συναντήσουν τις φίλες τους για την Ημέρα της Γυναίκας. Την Τετάρτη ήταν εργάσιμη, δεν μπορούσαν να ιδωθούν.
- Κι έτσι θα βγούμε σήμερα και θα γιορτάσουμε, μου χαμογέλασε η μάνα εν κατακλείδι, χαμηλώνοντας σεμνά τα βαμμένα βλέφαρα, που φαίνεται ότι επιτηρούσα με σχολαστικότητα γυμνασιάρχη, άθελά μου.
Βέβαια, πάντα Κυριακή μαζεύονται παρέες γυναικών που έχουν αναλάβει τις βαριές δουλειές καθαρισμού και συντήρησης σπιτιών και πολυκατοικιών, ασθενών, βρεφών και ηλικιωμένων. Είναι από τις λίγες που χρησιμοποιούν τους δημόσιους χώρους της πόλης, κάθονται σε πλατείες, πηγαίνουν βόλτα σε πάρκα, κυκλοφορούν στο κέντρο.
Και να που γι' αυτές η 8η Μαρτίου δεν πέρασε μια κι έξω, κράτησε ώς τις 12 του μήνα, και τις κινητοποίησε για μια τόσο προσεγμένη εμφάνιση, έκανε την προλετάρια της καθημερινότητας να μεταμορφωθεί σε κάτι που την εκφράζει, αναδεικνύει την ομορφιά της.
Τη ζήλεψα που θα γιόρταζε την ύπαρξή της, ότι είναι γυναίκα, με άλλες συναγωνίστριες. Θα ήθελα από κάπου να τις δω όλες μαζί, να με καλέσουν κι εμένα για ένα ποτηράκι.

H λαμαρίνα όλα τα σβήνει





Κατεβαίνοντας τη Σόλωνος είναι δύσκολο να κοιτάς ψηλά. Το πεζοδρόμιο είναι στενό, περπατάς γρήγορα να απομακρυνθείς, μεταξύ Μαυρομιχάλη και Χαριλάου Τρικούπη είναι στενότερο, ίσα που χωράει ένας άνθρωπος να περάσει δίπλα στις λαμαρίνες που καλύπτουν την παλιά πρόσοψη του Χημείου. Δεν την έβλεπα ως πεζή, από το λεωφορείο όμως φαινόταν, η παλιά νεοκλασσική πρόσοψη πίσω από τη χορταριασμένη και γεμάτη σκουπίδια αυλή.
Τους τελευταίους μήνες κάτι άρχισε να κινείται. Βάφτηκε το κτίριο, ξεχώρισαν σκαλιά, κολώνες,  τα χρώματα των ξύλων, των πλαισίων, των κουφωμάτων, εμφανίστηκαν λεπτομέρειες του διακόσμου. Μια μέρα φάνηκαν τα κάγκελα ελεύθερα, χωρίς τις λαμαρίνες, μόνο η πόρτα ακόμα προστατεύεται από το καμουφλάζ τους.  Μ’ έπιασε φόβος. Έτσι τα ξεγυμνώνεις τέτοια κτίρια γεμάτα αναμνήσεις, μέσα στα Εξάρχεια; Άστα πίσω από τη λαμαρίνα καλύτερα, κρυμμένα, να ξεχαστεί  κι άλλο η μεγαλοπρέπεια που κάποτε προσέδιδαν οι αρχιτέκτονες στην επιστήμη, μην προκαλούν με ανακαινίσεις και τέτοια.
Αν είναι να λευτερωθεί η Αθήνα από τη λαμαρίνα, θα πρέπει να ξεκινήσει με μικρά βήματα, προσεχτικά, δοκιμαστικά, μη μας έρθει απότομα, ούτε σε μας, ούτε στους καταστροφείς που μόνο λίγο καιρό ξαποσταίνουν, πιθανότατα. Από πού να άρχιζε, αλήθεια, μια τέτοια επανεμφάνιση, ένα πρότζεκτ που θα ονομαζόταν όχι πια rethink Athens, αλλά relook Athens, τολμώ να είπω.
Κανονικά θα έπρεπε να ξεκινήσει από την Ακαδημία. Το ωραιότερο νεοκλασικό του κόσμου, (λένε μερικοί) μαντρώθηκε επίσημα με διάφορες καγκελαριές, απομονώθηκε περισσότερο από τον κόσμο που περνάει κάθε μέρα βιαστικά ή περιμένει υπομονετικά τα τρόλεϊ, αλλά και πάλι δεν τολμάει να βγάλει τη λαμαρίνα που το ζώνει κατάσαρκα. Οι τουρίστες που το φωτογραφίζουν μέρα -νύχτα, δεν υποψιάζονται ότι θα ήθελε να ζωστεί ολόκληρο με πλεξιγκλάς, ή ακόμα καλύτερα να γινόταν αόρατο. Κι είναι κάπως αόρατο για μας τους ντόπιους, εδώ που τα λέμε.
Αν το παίρναμε γεωγραφικά, θα έπρεπε να ξεκινήσουμε από την Πατησίων, το ανακαινισμένο Ακροπόλ, που κι αυτά σεμνά παραμένει πίσω από τη λαμαρίνα. Ας πέρασε πάνω από χρόνος αφότου ανακαινίστηκε. Κτίριο της Αρ νουβώ, χρυσοπληρωμένο από το κράτος τις εποχές της αφθονίας, ουδέποτε χρησιμοποιήθηκε, ρήμαξε, ανακαινίστηκε, περιμένει κι αυτό κάποιο ουράνιο νεύμα. Βρίσκεται σε σημείο πολύ ευαίσθητο βέβαια. Το Ιταλικό Ινστιτούτο δίπλα, με τα θωρακισμένα - λαμαρίνα- παράθυρα, έχει περάσει πολλά. Μια ιδέα είναι να σκεπαστεί κι αυτό ολόκληρο, περιμένοντας σεμνά καλύτερες μέρες.
Λίγο πιο κάτω το Μινιόν,  απέκτησε πάνω από την αιώνια λαμαρίνα του, καινούργια λινάτσα που καλύπτει τον τσιμεντένιο σκελετό. Είναι κι αυτό μια αλλαγή τοπίου.
Στη συνέχεια, ή μήπως να αρχίζαμε από κει, θα έπρεπε να βγει η λαμαρίνα στο μαρτυρικό τετράγωνο με τη Μαρφίν και το Αττικόν. Αλλά στο σινεμά, παρά τις συζητήσεις, ανακαίνιση δεν ξεκίνησε, το μνημείο της καταστροφής χάσκει σε όλη του τη δόξα.
Επόμενη στάση στη γωνία Αμερικής, στα δυο ερείπια που δεν λένε ν’ ανακαινίσουν ούτε τη λινάτσα που τα καλύπτει. Εδώ δεν είναι η μανία καταστροφής που μας καταδικάζει, αλλά η μανία συντήρησης. Απαγορεύεται να γκρεμίζεις διατηρητέα. Ας είναι ετοιμόρροπα, ας είναι κακάσχημα ως ετοιμόρροπα, ας μην αφήνουν πεζοδρόμιο, ας είναι επικίνδυνα, εφόσον δεν είχαν προλάβει να γκρεμιστούν τότε που σάρωνε η μπουλντόζα, θα γεράσουμε μαζί τους μέχρι να μας πέσουν στα κεφάλια.
Ένα τέτοιο πρότζεκτ θ’ αργήσει πολύ, προς το παρόν συνεχίζουμε την εξοικείωση με τη λαμαρίνα. Ως υλικό ζει μεγάλες δόξες, τα μαγαζιά του κέντρου είναι υποχρεωμένα να έχουν ρολά για να ασφαλιστούν, κατεβασμένα ζωγραφίζονται ή απλώς μουτζουρώνονται, ό,τι τους λάχει. Μερικές φορές τα ρολά που κατεβαίνουν για μια νύχτα, δεν ξανανεβαίνουν ποτέ.  
Στις φωτογραφίες οι εικόνες αυτές αποτυπώνονται ωραία. Δεν έχεις παρά να απομονώσεις ένα κομμάτι, το υλικό της περίφραξης- απόκρυψης γίνεται καμβάς, επάνω κραυγάζουν λέξεις μυστηριακές, φιγούρες απόκοσμες, αγχωτικές, επιθετικές. Ξέχνα τα αρχιτεκτονικά στυλ και τους δημόσιους χώρους που κάποιοι έφτιαξαν πολυτελείς, όπου ονειρεύεσαι να κυκλοφορείς ελεύθερη και ασφαλής, παραδώσου, φωνάζουν. Αθήνα και λαμαρίνα, κάνουν ωραία ρίμα!
Μάλιστα, παραδίνομαι!

Πόσο δύσκολο να γίνει το προσωπικό, πολιτικό.

Τη νύχτα που έφτασε ο Καραμανλής στο Ελληνικό να αναλάβει τα ηνία της χώρας που είχε βρεθεί στο χείλος του γκρεμού, πενήντα χρόνια πριν, δεν...