Καμιά
φορά λέμε για φίλους που χάσαμε, πως
είναι δύσκολο να μιλήσουμε γι αυτούς.
Για διάφορους λόγους, ενίοτε επειδή η
δική τους διακριτικότητα μας κλείνει
το στόμα, τους βλέπουμε να μας κοιτούν
αυστηρά, ίσως και λίγο ειρωνικά, τι
μεγάλα λόγια κάθεσαι και λες εκεί για
μένα; να μας λένε. Ωστόσο η ανάγκη είναι
πάντα επιτακτική, κάτι θέλεις να πεις,
να γράψεις, να σημειώσεις, δεν μπορεί
να περάσει έτσι. Η γραφή, ένα μικρό όπλο,
αστείο βέβαια αλλά από τα ελάχιστα που
έχουμε απέναντι στο θάνατο. Θέλω να
γράψω κάτι για τον παλιό μου φίλο Σταύρο
Ιωαννίδη, οικονομολόγο και καθηγητή
στο Πάντειο και υπεύθυνο έρευνας
παρατηρητηρίου επιχειρηματικότητας
του ΙΟΒΕ και κάτι ακόμα, στρατευμένο
στα νιάτα του κατά της χούντας, στέλεχος
της οργάνωσης Ρήγας Φεραίος, και μου
φαίνεται θα με μαλώσει. Ωστόσο του ζητώ
νοερά συγγνώμη, με τον τρόπο που δεν
γίνεται να του ζητήσω, και δεν στέκομαι
στα όσα σημαντικά έκανε στη ζωή και στην
καριέρα του, που ελπίζω να τα αναλάβουν
άλλοι ειδικότεροι, να ξεπεράσουν τη
διακριτικότητα του ατόμου και να μιλήσουν
περισσότερο γι αυτόν. Εγώ θέλω να μιλήσω
για μια μακρινή συνήθεια, μια μικρή
ρουτίνα που έζησα κάνοντας παρέα μαζί
τους πριν κάποια χρόνια.
Περνούσαμε τότε
τα καλοκαίρια, την εποχή που τα παιδιά
μας ήταν μικρά, μία βδομάδα σε νησί με
φίλους. Νοικιάζαμε δωμάτια, θα ήταν
δύσκολο να το κάνουμε για μεγαλύτερο
χρονικό διάστημα, Μπορεί κάποτε να
γίνονταν δυο οι βδομάδες. Τώρα που τα
χρόνια πέρασαν και τα παιδιά έχουν
μεγαλώσει, είναι σαν εκείνη η βδομάδα
να κρατούσε ολόκληρο το καλοκαίρι.
Μεγάλη ευτυχία
για τα πιτσιρίκια που ήταν με παρέα από
το πρωί ως το βράδυ και με αποκλειστική
απασχόληση το παιχνίδι. Το πρωί στη
θάλασσα, τ' απόγευμα σε κάποια πλατεία,
τα βράδια πλέον κατάκοπα ν' αναζητούν
χωρίς να το παραδέχονται κάποια εξ ύψους
παρέμβαση, έναν μεγάλο να τα ηρεμήσει
με κάποιο μαγικό τρόπο.
Οι μεγάλοι
βέβαια, δηλαδή εμείς, προτιμούσαμε να
καθόμαστε να κουβεντιάζουμε μεταξύ
μας, άσε που το τσούρμο έμοιαζε εκ πρώτης
όψεως αδύνατον να τιθασευτεί. Υπήρχε
όμως κάποιος που μπορούσε να το κάνει.
Φώναζε τη μαγική φράση: “Για μαζευτείτε,
ελάτε εδώ να σας πω ιστορίες Μπάτμαν”!
Κι ακολουθούσε χαρούμενη τσιρίδα,
“Ελάτε, τρέχτε, θα μας πει ο Σταύρος
ιστορίες Μπάτμαν!” Συγκεντρώνονταν σε
χρόνο μηδέν και κάθονταν γύρω του, άρχιζε
εκείνος ρωτώντας πού είχαμε μείνει
χτες; Φώναζαν αυτά, εκεί που ο Τζόκερ
είχε πάει να συναντήσει τον Μπάτμαν,
μεριά διαφωνούσαν, έτρωγαν ένα τέταρτο
μέχρι να συμφωνήσουν πού είχαν μείνει,
κι εγώ έστηνα αυτί να καταλάβω πώς έκανε
αυτή τη δουλειά ο Σταύρος, πώς έφτιαχνε
και πώς συνέχιζε μέρα με τη μέρα εκείνες
τις ιστορίες. Ήμουν ομότεχνη εκείνη
την εποχή, συνέθετα παραμύθια τα βράδυα,
βάζοντας για ύπνο τα παιδιά μου, είχα
μπει στις δοκιμασίες και τις απολαύσεις
της αφήγησης, στους άγνωστους δρόμους
της ελευθερίας που σου προσφέρουν, όπου
πάντα αναζητάς κανόνες. Αλλά το να
κουμαντάρεις τόσα παιδιά μαζί με τόσο
παράξενους ήρωες μου φαινόταν εντελώς
έξω από τις δυνατότητές μου. Πώς τα
έβγαζε πέρα με τον Μπάτμαν, έναν ήρωα
που ανήκε, πίστευα, σε άλλον κόσμο όπως
και να το κάνεις, όχι στον οικείο δικό
μας. Είχαν βγει και οι ταινίες εκείνη
την εποχή, όλη εκείνη η βαριά τεχνολογία
και οι σκοτεινές πόλεις, έκαναν για
παιδιά; Είχα διάφορες επιφυλάξεις, από
την άλλη τον θαύμαζα για την τόλμη του,
που είχε κάνει αυτή ακριβώς την επιλογή.
Ξέφευγε από το καθησυχαστικό μας σκηνικό,
το καλοκαιρινό βράδυ σε κάποια ταβέρνα,
ακρογιαλιά, ή αυλή ενοικιαζόμενου, από
την ήσυχη παρέα μας, έπαιρνε τα παιδιά
μαζί του σε μοντέρνες περιπέτειες. Τα
πιτσιρίκια τον κοίταζαν στα μάτια,
κρέμονταν από τα χείλη του, κι όταν
μπερδευόταν καμιά φορά διαμαρτύρονταν,
μας είπες χτες άλλα για τον Τζόκερ! Όχι,
δεν καταλάβατε, έβγαινε πάντα με το
κύρος του αφηγητή αλώβητο, κάπως τα
μπάλωνε, συνέχιζε απτόητος, ανοιχτός
στο διάλογο και στις προτάσεις, σαν
γνήσιος Ρηγάς. Και κάποια στιγμή, όσο
κι αν καθόταν κοντά μας, έχανα τον ειρμό
της ιστορίας. Πότε με απορροφούσε η
κουβέντα των μεγάλων, πότε εκείνος
μιλούσε ψιθυρίζοντας στον παιδικό κύκλο
για να δώσει ατμόσφαιρα συνωμοσίας, δεν
μάθαινα ποτέ το τέλος. Μια μέρα πρέπει
να μου πεις τι έγινε στο τέλος της
ιστορίας, του είχα πει, και γελούσαμε.
Όλα εκείνα τα
παιδιά είναι νεαροί άνθρωποι τώρα και
μαθαίνοντας το θάνατο του αμέσως
θυμήθηκαν πρώτα εκείνες τις βραδιές,
όπως θυμάσαι τα παραμύθια του παππού
σου όταν τον χάνεις και ξέρεις ότι έχει
θρονιαστεί για πάντα μέσα σου, για όσο
ζεις, για να σε μάθει να οικειοποιείσαι
ιστορίες, να διηγείσαι κι εσύ, να
προσπαθείς να παίζεις αυτό το παιχνίδι
γοητείας, όσο μπορείς, ν' αναμετριέσαι.
Κι εγώ βέβαια,
τόσον καιρό μετά, έχω μείνει να πρέπει
να συμπληρώσω μόνη μου το τέλος της
ιστορίας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου