Τρίτη 23 Φεβρουαρίου 2016
Η μυστηριώδης φλόγα
Δευτέρα 22 Φεβρουαρίου 2016
Αθήνα ως Παρίσι
Η Κούλα Μαραγκοπούλου έμεινε στο σπίτι αυτό μαζί του έξι χρόνια, ως μαθήτρια και αργότερα ίσως σύντροφος. Τα πρωτα έργα της μοιάζουν πολύ με τα δικά του, στη συνέχεια καλλιέργησε δικό της στυλ. Ήταν από τις πρώτες γυναίκες που έβγαιναν και ζωγράφιζαν στο ύπαιθρο, αγάπησε πολύ την Ύδρα, και τη ζωγράφισε στα περισσότερα έργα της. Ήταν ψηλή, θεωρητικιά γυναίκα, δυνατή, με μπλε μάτια πολύ εντυπωσιακά. Παντρεύτηκε αργότερα τον ποιητή Μιχάλη Κατσαρό, από τον οποίο χώρισε κάποια στιγμή. Το ποίημα Η Θαλασσινιά, που μελοποίησε ο Μαρκόπουλος, σ' αυτήν αναφέρεται. Ήταν το τελευταίο παιδί της οικογένειας, γεννήθηκε μετά το θάνατο του πατέρα της, και τότε σε πολλά μέρη τα παιδιά αυτά τα ονόμαζαν Δράκους και Δρακούλες, από κει βγαίνει το Κούλα, μας εξηγεί η Ελένη Κυπραίου, θαυμάσια εθελόντρια ξεναγός.
Η φύση λοιπόν, η θάλασσα, το λιμάνι της Ύδρας και οι βάρκες, τα τοπία, αλλά και η Αθήνα, οι γωνίες της, οι οικοδομές που χτίζονταν τότε παντού με τους εργάτες να ανεβοκατεβαίνουν στις σκαλωσιές, ήταν τα θέματα της Μαραγκοπούλου, της οποίας βλέπουμε φωτογραφίες και κριτικές του έργου της σε προβολή μέσα στην έκθεση.
Ο Δήμος Δάφνης έχει αποκτήσει και το διπλανό σπίτι και δημιούργησε το μουσείο Μπουζιάνη, όπου θα εκτεθεί συλλογή με έργα του ζωγράφου σε λίγες εβδομάδες. Θα πάω οπωσδήποτε. Από ζωγραφική δεν ξέρω και πολλά, όμως εμπιστεύομαι τις φίλες μου, όπως έκανα σ' αυτή την περίπτωση.
Ρέκβιεμ για δυο κάδους
Τρίτη 9 Φεβρουαρίου 2016
Ζούμε σ' άλλη χώρα
Τα πεπρωμένα της φυλής
Κάποια μέρα, μάλλον νύχτα ήταν, είχα πετύχει κι εγώ τον ταξιτζή που βάζει Τρίτο Πρόγραμμα στο ραδιόφωνό του. Θυμάμαι ακόμα τη στιγμή που διασχίσαμε τη Μουστοξύδη υπογείως ακούγοντας Μότσαρτ ή ίσως να ήταν και Σούμπερτ, δεν είμαι σίγουρη, κάτι πολύ ευνοϊκό στ’ αυτιά και στην ψυχή, και φαινόταν αυτή η φριχτή άσφαλτος εκεί κάτω να αποκαλύπτει γελαστή κρυμμένες ομορφιές της.
Τέλος πάντων, τρόπος του λέγειν. Μια φορά στη ζωή του δικαιούται κανείς να πετυχαίνει αυτόν τον ταξιτζή, ειδικά αν παίρνει ταξί σπάνια. Δεύτερη δεν μου συνέβη.
Τις υπόλοιπες φορές οι ταξιτζήδες ακούν ιεροκήρυκες ή κάτι τέτοιο. Φλογερούς και αγανακτισμένους πατριώτες τα πρωινά, που νομίζεις ότι θα κάνουν τον οδηγό να ορμήσει στο προπορευόμενο τρόλεϊ και να σκαρφαλώσει με το όχημα στην οροφή του.
Συνήθως κάνω διαδρομές που κοστίζουν 3,40, κι ώσπου να τελειώσουν είμαι ήδη κουρέλι.
Πώς αντέχετε, κύριε, να ακούτε τόση απελπισία μαζεμένη πρωινιάτικο, ρώτησα μια μέρα έναν. Ανέφερα την απελπισία επίτηδες, κι όχι την αγωνιστικότητα που περιείχε, μη με περάσει και για αντεθνικό στοιχείο.
Ηταν ακόμα στην αρχή της κρίσης, όταν είχαν ήδη εξαφανιστεί από τη ζωή μας οι πολλαπλές μισθώσεις, τις οποίες έχω αρχίσει να νοσταλγώ, διότι μέσα στη βαβούρα και τις συζητήσεις και το μπες- βγες, δεν άκουγες ραδιόφωνο.
Ηταν ωραία. Γνώριζες κόσμο ζωντανό, ανθρώπους, όχι ραδιοφωνικές φωνές που μετράνε το στομάχι σου.
-Α, γιατί, καλά δεν τα λέει; μου είχε απαντήσει ο οδηγός. Και δεν ήταν αγριεμένος ή τίποτε τέτοιο, όπως θα τον ήθελε πιθανόν ο έξαλλος τύπος που μας γέμιζε σάλια από το ραδιόφωνο.
Πλημμύρισα δέος μπροστά στην ψυχική αντοχή του, αλλά έκτοτε έχω συναντήσει πολλούς σαν αυτόν. Θυμάμαι κάθε φορά τις απόψεις του Μακλούαν για το ραδιόφωνο, πως είναι λέει «το ταμ-ταμ της φυλής» κάτι σαν υπόκρουση σε τελετές που ετοιμάζουν μάχες.
Οι ταξιτζήδες που ακούν όμως αυτές τις έξαλλες παρλάτες οι οποίες διεκτραγωδούν αυτό ακριβώς, τη φυλή και τα πάθη της, μάλιστα χρησιμοποιούν διαρκώς αυτή τη λέξη, «φυλή» προφανώς για να αισθάνονται απόγονοι των κλασικών Ελλήνων, οι οποίοι χωρίζονταν σε φυλές και δεν είχαν περάσει τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο για να απορρίψουν τέτοιους διαχωρισμούς, οι ταξιτζήδες λοιπόν αυτοί φαίνονται ψυχραιμότατοι.
Μπορεί το πολύ ταμ-ταμ να προκαλεί την επιθυμητή για να επιβιώσεις στους δρόμους της Αθήνας απάθεια.
Προχτές πέτυχα νέα εκδοχή της τραγωδίας που ζει η ελληνική φυλή, ήταν βράδυ και η φωνή ήταν γυναικεία, μελίρρυτος, μιλούσε χωρίς λάθη, μια εξεζητημένη γλώσσα, θρηνούσε που οι Ελληνίδες δεν κάνουν πια πολλά παιδιά, γινόμαστε χώρα γερόντων, η τεχνολογία μάς αποξενώνει, η παράδοση ξεχνιέται, όλο το πακέτο τέλος πάντων με ύφος νεράιδας που σου αποκαλύπτει το μέγα μυστικό.
Πιο πειστική από τους πρωινούς αγανακτισμένους ή λιγότερο; Δεν θα μάθω ποτέ.
Οπως ελπίζω να μη μάθω ποτέ τι δημιουργεί στα μυαλά των οδηγών η υπερβολική έκθεση στην ελευθερία λόγου των υπερβολικά ανησυχούντων για τα πεπρωμένα της φυλής
Πόσο δύσκολο να γίνει το προσωπικό, πολιτικό.
Τη νύχτα που έφτασε ο Καραμανλής στο Ελληνικό να αναλάβει τα ηνία της χώρας που είχε βρεθεί στο χείλος του γκρεμού, πενήντα χρόνια πριν, δεν...
-
Πήρα χτες το απογευματάκι το μετρό. Είχε κόσμο, έμεινα όρθια κι άκουγα έναν καυγά να εκτυλίσσεται ανάμεσα σε δυο καθημένους σε θέσεις αντι...
-
Από τη δεκαετία του 1970, που τέλειωσα τις δευτεροβάθμιες σπουδές μου, δεν καταλαβαίναμε γιατί μαθαίναμε λατινικά. «Θα σας χρειαστούν στ...