Η Τροία της εποχής του Ομήρου είχε πολύ στενά δρομάκια, όπως
τη βλέπουμε στην τελευταία αναπαράσταση. Είναι ν’ απορείς πώς χώρεσε εκεί μέσα
ο Δούρειος ίππος, άλογο το οποίο περιείχε πολεμιστές με πλήρη εξάρτυση στην
κοιλιά του. Κι αυτή η απορία οδηγεί στην άλλη που την είχα από παιδί: Τι διάολο
τον ήθελαν οι Τρώες τον Δούρειο Ίππο; Τόσο χαζοί ήταν να βάλουν μέσα στην πόλη τους
κάτι τόσο ύποπτο; Γιατί δεν κατάφεραν ν’ αντισταθούν στη γοητεία ενός ξύλινου
αλόγου;
Ωστόσο προσπαθώ να μπω στη θέση τους. Βλέπουν ένα
κατασκεύασμα πολύ πρωτότυπο, εντελώς άχρηστο, που δεν φαντάζονται για ποιο λόγο
βρίσκεται εκεί πέρα. Είναι επιρρεπείς σ’ αυτά, καθότι ανήκουν στο ανθρώπινο
είδος. Δεν έχουν δει διαφήμιση του Δούρειου Ίππου, ούτε τίποτε παρεμφερές, αλλά
τους αρέσει. Αυτό είναι το μυστικό. Είναι σαν παιχνίδι. Θέλουν να το πιάσουν. Να
το κάνουν δικό τους. Γιατί; Δεν υπάρχει γιατί. Εμείς γιατί θέλουμε μπιμπελό στο
σαλόνι; Αγοράζουμε μικρογλυπτά, σεμέν, κηροπήγια, μινιατούρες. Ακράτητη ροπή. Βαριές
εγκυκλοπαίδειες στα ράφια. Συσκευές κουζίνας που δεν χρησιμοποιούμε, μας τρώνε
το χώρο. Πληρώνουμε για ένα σωρό πολύπλοκα ηλεκτρονικά. Συλλέγουμε αντικείμενα
που θα χρειαστούν ξεσκόνισμα, που θα πάρουν τη θέση μας στα διαμερίσματα. Ψωνίζουμε
ακατάσχετα. Είναι στο γονίδιο μας. Το ξέρουμε ότι δεν υπάρχει λόγος για τόσα
ψώνια, ότι θα σκουπίδια θα γεμίσουν, ότι οι χωματερές βογκάνε, αλλά δεν γίνεται
να αντισταθούμε. Εκείνη την ορμόνη της ευτυχίας, πώς τη λένε, σχεδόν τη
βλέπουμε να εκρήγνυται μπροστά στα μάτια μας καθώς βγαίνουμε από το μαγαζί. Έτσι
θα ήταν και οι Τρώες. Τη στιγμή που νόμιζαν ότι μόλις είχαν φύγει οι εχθροί και
ήταν έτοιμοι για γλέντια, ανακουφισμένοι, ευτυχείς, τι βλέπουν; Το ωραίο ξύλινο
άλογο που δεν ήταν κανενός και θα το έπαιρναν εκείνοι. Τι χαρά παιδική και
μεγάλη. Στεγνή κι αντιπαθητική η Κασσάνδρα με τις προφητείες της, ενοχλητικοί
κι όλοι οι λογικοί που τους λένε να φοβούνται. Πήγαν χαρούμενοι οι άνθρωποι
τουλάχιστον. Ευχαριστήθηκαν λίγο, πριν η συμφορά ξεσπάσει.
Εμείς ευτυχώς δεν κινδυνεύουμε. Ίσως σε ανάμνηση του πιο
απατηλού σουβενίρ που έγινε ποτέ, διαλέγουμε ακόμα συχνά αντικείμενα κούφια. Κουτιά,
σουπιέρες, βάζα, πορσελάνινες βοσκοπούλες, αφρικάνικες μάσκες. Δεν κρύβονται
πολεμιστές εκεί μέσα, αλλά σα να μας καλεί το κενό τους κάτι να κρύψουμε
κάποτε. Να εφεύρουμε μόνοι μας τον εχθρό που θα τα γεμίσει.
Δεν ανταποκρινόμαστε, αυτό έλειπε δα. Τα αφήνουμε και
γεμίζουν μόνα τους. Ντύνονται με τον χρόνο, το χειρότερο Δαναό που υπάρχει.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου