Δευτέρα 19 Μαρτίου 2001

Όμορφος κόσμος


Για το χατίρι της Στατιστικής, αυτής της αλχημείας που αμερόληπτα ισοπεδώνει, οι κάτοικοι των υπογείων της πολυκατοικίας μας θεωρήθηκαν ωραίοι. Είναι μαύροι μα είναι ωραίοι, όπως στο Άσμα Ασμάτων «Είμαστε ωραίοι» είπε ο Σπύρος Παπαδόπουλος και το είπε για όλους. Το εννοούσε ο ήπιος αυτός στατιστικός Έλληνας, προσωποποίηση της αποδοχής, άνετος και ευσταλής, με ευγενικό χαμόγελο, ότι θα τα μετρήσει όλα και όλους χωρίς προκατάληψη. Αφού όλοι είμαστε ωραίοι. Με βάση αυτό το γλυκό ψέμα, η Στατιστική εξόρμησε να μάθει την αλήθεια. Κήρυξε κοινωνική ανακωχή με εθνικές παραμέτρους. Συμφιλίωση ομορφιάς, από το ξεπλυμένο λευκό των Πολωνών που δέκα χρόνια τώρα δεν συνηθίζει τον αθηναϊκό ήλιο, ως το βαθύ μαύρο, σχεδόν μπλε των Αιθιόπων, περνώντας από το ανήλιαγο γκρίζο των Αλβανών και το καφέ των Ινδών, όλες οι αποχρώσεις της ανθρώπινης φυλής είναι ωραίες και καταμετρούνται επιμελώς. Για μια μέρα τουλάχιστον (Μία μειλίχια Κυριακή, μια πίσημον ημέρα) ο καθένας μπορούσε μέσα στην επικράτεια να φέρει με την ίδια ακριβοδίκαια ζυγισμένη περηφάνια το βάρος της ύπαρξης του, απ’ όπου κι αν την είχε κουβαλήσει. Θεωρητικά τουλάχιστον. Με το μεγαλείο των αριθμών η Στατιστική μοίρασε την αναγνώριση επί δικαίους και αδίκους, μοίρασε το αντίδωρο της επιθυμίας της για αλήθεια. Κατέγραψε τα υπόγεια που ήταν ακόμα κλειστά και ξεχασμένα στην προηγούμενη απογραφή κι ανοίχτηκαν στο μεταξύ κι αερίστηκαν και κοστολογήθηκαν ακριβά κι απέφεραν κέρδη ανέλπιστα στους ιδιοκτήτες τους, αυτά τα ξεγραμμένα, δίπλα στις νέες πολυτελείς κατοικίες πολυτελών προδιαγραφών.
Από σήμερα επιστρέφουμε στα περίπλοκα προσωπικά μας δεδομένα, ελάχιστα συμφιλιωμένοι με την πραγματικότητα.

Σάββατο 3 Μαρτίου 2001

Φορείς της κοινωνικοποίησης

Ένα απόγευμα, εβδομήντα χρόνια πριν, δυο αγοράκια έπαιζαν σε κάποιο
χωματόδρομο που είναι άσφαλτος εδώ και δεκαετίες. Φώναζαν, γελούσαν, σήκωναν
σκόνη, ώσπου άνοιξε ένα παράθυρο και μια γυναίκα βγήκε αγριεμένη. Δεν φώναξε
για τη σκόνη ούτε για τη φασαρία. «Μην παίζεις με τον πρόσφυγα!» είπε έξαλλη,
«έλα αμέσως επάνω!». Το ένα παιδί παράτησε το παιχνίδι, έτρεξε φοβισμένο σπίτι
του. Ο πρόσφυγας, παιδί κι αυτός, έμεινε άφωνος. Ήξερε βέβαια τι εννοούσε η
γυναίκα, είχε εμπεδώσει ήδη πολλές ιστορικές έννοιες, η πίκρα εκείνη δεν ήταν
καινούργια.

Πολλά πράγματα άλλαξαν από τότε στην Αθήνα, δεν υπάρχουν πια χωματόδρομοι και
μικρά σπιτάκια, όμως φαίνεται ότι σε μερικά οι γονείς των σημερινών παιδιών
μοιάζουν με εκείνους που φοβούνταν τους ξένους.

Τα παιδιά θέλουν να παίξουν, τώρα και τότε. Είναι ανοιχτά, τους αρέσει το
καινούργιο. Και τα άλλα παιδιά, οι πρόσφυγες, οι ξένοι, οι μετανάστες;
Πληγώνονται και σήμερα;

Ο μικρός πρόσφυγας δεν ξέχασε ποτέ την υπερπροστατευτική μαμά του φίλου του...
Μεγάλωσε, σπούδασε, δούλεψε, έκανε παιδιά, έκανε εγγόνια κι όταν μιλούσε για
τα παλιά θυμόταν πάντα τον δρόμο με το χώμα, το παράθυρο του σπιτιού, τη
γυναίκα να φωνάζει στον γιο της να φύγει από κοντά του λες και θα τον μόλυνε.
Ενώ είχε ο ίδιος μολυνθεί από το δηλητήριο εκείνης της φράσης που για χρόνια
αλλοίωνε τα πράγματα γύρω του και τους ανθρώπους.

Τα ξένα παιδιά που σήμερα περιφρονούμε θα ζήσουν μαζί με τα δικά μας. Θα μας
θυμούνται κι αυτά με τον τρόπο τους. Οι συμπεριφορές μας χαράζονται στην ψυχή
τους, οι αναμνήσεις τους είναι στο χέρι μας.
https://www.tanea.gr/2001/03/22/opinions/analwsima-foreis-tis-koinwnikopoiisis/

Πόσο δύσκολο να γίνει το προσωπικό, πολιτικό.

Τη νύχτα που έφτασε ο Καραμανλής στο Ελληνικό να αναλάβει τα ηνία της χώρας που είχε βρεθεί στο χείλος του γκρεμού, πενήντα χρόνια πριν, δεν...