Όταν φεύγω από την Κυψέλη για το εξοχικό σε συγκρότημα στην
Αττική, αλλάζω κοινωνική τάξη. Από το δρόμο με τα στενά πεζοδρόμια με σπασμένες
πλάκες, το μονίμως γεμάτο σκουπίδια, το πεζούλι που κάθονται οι Ινδοί με τις σαγιονάρες
να κρέμονται, τις φωνές σε άγνωστες γλώσσες στον ακάλυπτο, που καμιά φορά
συνοδεύονται από δυνατές θυμωμένες κραυγές και παιδικά κλάματα- έχω βγει στο
μπαλκόνι κι έχω φωνάξει: «Αν συνεχίσεις να δέρνεις το παιδί, θα φωνάξω την Αστυνομία»
έτσι στα κουτουρού, χωρίς να ξέρω βέβαια
ποιος δέρνει και πού μένει- από τη θέα της σκουριασμένης ντουλάπας στο μπαλκόνι
και των ξεφτισμένων σοβάδων στις πολυκατοικίες, των τεντών που σκισμένες
χτυπολογάνε όποτε φυσάει, από ένα περιβάλλον φτώχειας στην πόλη δηλαδή, έρχομαι
στην ωραία φύση, ανάμεσα σε εξοχικά, δίπλα στη θάλασσα. Λες και μέσα σε μια ώρα
γίνομαι από λούμπεν μεγαλοαστή. Ο δημόσιος χώρος είναι βέβαια κι εδώ βρώμικος
και παραμελημένος, δεν αλλάζω χώρα, στην Ελλάδα βρίσκομαι, αλλά τουλάχιστον
μεσολαβούν οι κήποι του συγκροτήματος, κι αν μάθεις να ανέχεσαι τα σκουπίδια σε
κάθε γωνιά, όπως έχουν καταφέρει να κάνουν οι κάτοικοι των πολυτελών βιλών εδώ
γύρω, τότε ησυχάζει η ψυχή σου.
Μόνο που στο συγκρότημα τα σπίτια είναι πολύ κοντά και ακούς
υποχρεωτικά τους διπλανούς, έστω κι αν δεν τους βλέπεις. Ακούς τις συζητήσεις
που κάνουν στα τραπέζια τους και υποχρεωτικά καταλαβαίνεις τα πάντα. Είναι όλοι
Έλληνες, δεν υπάρχει ελπίδα να πέσεις σε ξενόγλωσσους, εκτός αν είναι
νοικιασμένα τα διαμερίσματα, αλλά και πάλι θα μιλάνε ιταλικά ή γαλλικά, λιγότερο
αγγλικά, οπότε πάλι καταλαβαίνεις. Βέβαια, δεν είχα ποτέ πρόβλημα να ακούω
γαλλικά και αγγλικά, κάπως νιώθεις πως δεν σε αφορούν οι απόψεις και οι
κουβέντες των ξένων, μπορεί να έχουν και ενδιαφέρον.
Αλλά γενικά εδώ είναι τόπος των Ελλήνων. Στη θάλασσα
ακούγονται οι συζητήσεις των κυριών, μιλούν συχνά για φαγητά, κομμώτριες, υγιεινές
συνήθειες, για τα εγγόνια τους, τους μισθούς των παιδιών τους, την αξία των
σπιτιών τους. Κολυμπάω με μάσκα, παρακολουθώ ψάρια και βυθό, πάω κι έρχομαι,
ακούω μόνο αποσπάσματα. Δεν είναι και τόσο τρομερό. Αν όμως η διπλανή μου
γειτόνισσα καλέσει κόσμο, πρέπει να πάρω τα βουνά.
Χτες βράδυ είχε καλέσει. Ήταν τέσσερεις γυναίκες κι ένας άντρας,
μέχρι που ήρθε άλλος ένας. Ο πρώτος φώναζε δυνατά, κι οι γυναίκες, όλες άνω των
60, γελούσαν ενθαρρυντικά στις βλακείες του αράδιαζε. Το τι είπε δεν
περιγράφεται, ούτε τα θυμάμαι όλα. Είχε βάλει στόχο την Ευρώπη, κυρίως την Βαν
ντερ Λάιεν, και είπε περί τις πέντε φορές πόσο ευχαριστήθηκε όταν ο Ερντογάν
την άφησε να περιμένει όρθια. Ένα περιστατικό που έγινε πριν μήνες, ακόμα το
θυμόταν και το ευχαριστιόταν. Οι κυρίες χαχάνιζαν ευγενικά. Ο άλλος κύριος δεν
έφερε αντίρρηση. Κάθε τόσο βεβαίωνε ότι η Ευρώπη διαλύεται, ότι πρέπει βεβαίως
να γίνει επανάσταση, ότι η σωστή επανάσταση είναι έτσι κι αλλιώς. Κι άντε πάλι
για την Βαν ντερ Λάιεν που πόσο ευχαριστήθηκε να τη βλέπει όρθια, που την άφησε
ο Ερντογάν.
Κάποια στιγμή δεν άντεξα, σηκώθηκα και μπήκα μέσα, τράβηξα
και την πόρτα. Ας χάσω και την ωραία δροσερή βραδιά, γιατί σε λίγο θα βάλω τις φωνές,
σκέφτηκα, κι εννοείται ότι εκτίμησα για πολλοστή φορά τον ακάλυπτο της Κυψέλης,
όπου ό,τι και να λένε οι μετανάστες από όλες τις φτωχές γωνιές της γης που με
τριγυρίζουν, τουλάχιστον δεν καταλαβαίνω τίποτε, ακούω τις γλώσσες σαν μουσική,
κι αν ανέβει η ένταση πατάω και μια φωνή που δεν βρίσκουν από πού βγαίνει. Ουφ.
Έχει και η Κυψέλη τα προσόντα της.