«Να φύγετε από δω, δεν σας καλέσαμε, δεν σας θέλουμε να πάτε
στον τόπο σας!» Θα έχουν περάσει δέκα χρόνια και παραπάνω από εκείνο το
απόγευμα που διασχίζοντας την πλατεία Πρωτομαγιάς, αυτό τον αόριστο χώρο που δημιουργήθηκε
πάνω από το τούνελ της Μουστοξύδη, άκουσα μια γυναίκα να φωνάζει τη φράση αυτή
σε μια άλλη γυναίκα, μαύρη, που τραβώντας το παιδί της από το χέρι
διασταυρώθηκε μαζί της πηγαίνοντας στην αντίθετη κατεύθυνση. Η ξένη συνέχισε το
δρόμο της χωρίς να γυρίσει καν, σηκώνοντας λίγο νευρικά το κεφάλι και τραβώντας
λίγο πιο βιαστικά το χεράκι του παιδιού, η δικιά μας στάθηκε και συνέχισε το
κρώξιμο πίσω της μέχρι να τους δει να απομακρύνονται. Σκέφτηκες καθόλου, ήθελα
να της πω, τι κάνεις αυτή τη στιγμή; Δημιουργείς ένα ψυχικό τραύμα στο παιδί
που θα το έχει σε όλη τη ζωή του. Δεν ξέρεις πρόσφυγες του ’22 που μέχρι να
πεθάνουν κουβαλούσαν το τραύμα της κακής συμπεριφοράς των ντόπιων στην Ελλάδα,
πέρα από τα υπόλοιπα, κι ακόμα παλεύουν μαζί του οι απόγονοι τους; Θα ζήσουμε
με τους ανθρώπους αυτούς, η γυναίκα δουλεύει για τη σύνταξή σου, το παιδί της
θα δουλέψει για τη δική μου, γιατί τους τραυματίζεις χωρίς λόγο; Τι κερδίζεις
απ’ αυτό;
Τη θυμήθηκα την
προηγούμενη εβδομάδα διαβάζοντας το άρθρο του Αντώνη Δαρζέντα στην Athens Voice, με τις παραινέσεις
προς τον Αντετονκούμπο. Δεν είχε βέβαια το ύφος εκείνης της γυναίκας, πολύ
καλοπροαίρετα εξηγούσε στον αθλητή ο οποίος είχε αναφερθεί στον ελληνικό ρατσισμό, ότι δεν
καλέσαμε εμείς τους μετανάστες εδώ πέρα, κι ότι τέλος πάντων δεν είναι η
σύγχρονη Ελλάδα σαν τις ΗΠΑ, δεν έχει την ίδια ιστορία και το ίδιο αμαρτωλό
παρελθόν με τους σκλάβους. Το πιστεύουν πολλοί συμπατριώτες μας, ότι είμαστε
χώρα νέα και αγνή, δεν έχουμε μεταφέρει σκλάβους με δουλεμπορικά από την Αφρική,
είμαστε γενικά αθώοι, πάντα θύματα, είμαστε ο καλός κι αγαπημένος λαός του
Διονυσίου Σολωμού, πάντοτε ευκολόπιστος και πάντα προδομένος, πάντα θύμα των
μεγάλων δυνάμεων, πάντα θύμα γενικώς.
Αυτή τη γενική εικόνα έχουμε για τη χώρα μας οι περισσότεροι.
Την καλλιεργεί το σχολείο στις μικρές τάξεις, και δεν την αναθεωρεί στις
μεγαλύτερες. Από το νηπιαγωγείο ξεκινά να τη φιλοτεχνεί, έχω παρηγορήσει τα
παιδιά μου όταν επέστρεφαν με δάκρυα από το σχολείο έχοντας μάθει για τα 400
χρόνια που «ήμασταν σκλάβοι», κι όποτε έγραφα γι αυτά, εισέπραττα σχόλια πολύ
αρνητικά, ότι καλά κάνουμε και τα μεγαλώνουμε τα παιδιά με την εθνική ψυχολογία
του θύματος, και πώς αλλιώς θα έχουν πάντα κουράγιο να τρέξουν να πολεμήσουν
μεθαύριο;
Η ψυχολογία του θύματος ωστόσο, μας το έχει δείξει η
Ιστορία, είναι εξαιρετικά επικίνδυνο υλικό για την πολιτική ζωή. Ο Χίτλερ είναι
το καλύτερο παράδειγμα, η ταπείνωση των Γερμανών μετά τον Α’ Παγκόσμιο πόλεμο
ήταν στα χέρια του το τρομερό όπλο για να συγκινήσει τα πλήθη με τις υποσχέσεις
του και η ‘απελευθέρωση’ των γερμανικών καταπιεσμένων μειονοτήτων η αφορμή να
ξεκινήσει τον τρομερό του πόλεμο. Στις μέρες μας το είδαμε με τους
αγαναχτισμένους των πλατειών που κόντεψαν να κάψουν τη Βουλή και τους
διαμαρτυρόμενους εντόνως για τις αδικίες του μνημονίου που έκαψαν τη Μαρφίν. Ο
τίτλος του βιβλίου του Κώστα Κωστή «Τα κακομαθημένα παιδιά της Ιστορίας»
αποκλείεται να γίνεται κατανοητός. Κακομαθημένα παιδιά οι Έλληνες; Οι
αδικημένοι, τα θύματα των μεγάλων δυνάμεων; Για κάποιους άλλους μιλά σίγουρα.
Κι όμως η νέα Ελλάδα ως κράτος και πολιτική δεν είναι ούτε
τόσο θύμα ούτε τόσο πτωχή και δυστυχής, και τους επιθετικούς πολέμους της έχει
κάνει, και τις σφαγές της, και τις μειονότητές στο έδαφός της έχει καταπιέσει,
και πολύ συχνά στις ήττες της τη βοήθησαν οι μεγάλες δυνάμεις να μην συντριβεί,
κι ας πιστεύουμε το αντίθετο. Μπορεί να μην είχε φυτείες βαμβακιού όπου
δούλευαν σκλάβοι όπως στον αμερικανικό νότο, γιατί αλλιώς δούλευε και η
παραγωγή και η κοινωνία, αλλά τα λεγόμενα δουλικά ακόμα και στη δεκαετία του
εξήντα στα αστικά σπίτια κάποια καταγωγή θα είχαν σε σχέσεις υποτέλειας που δεν
έχουμε εντελώς μάθει και καλά θα κάναμε να θελήσουμε να μάθουμε κάποια στιγμή.
Επειδή δεν ξέρουμε, κι επειδή μασάμε εξ απαλών ονύχων το γλυκόπικρο παραμύθι
της καημένης της Ελλαδίτσας της φτωχής δυστυχισμένης που της ρουφούν το αίμα οι
φριχτοί ξένοι, έχουμε κάθε τόσο μούτρα να βρίζουμε τους πραγματικά
κατατρεγμένους μετανάστες, και να θεωρούμε ότι δικαιούμαστε να τους
ταλαιπωρούμε.
Οφείλουμε να μάθουμε. Ο Σολωμός είχε πει και το άλλο, το
έθνος να θεωρεί εθνικό ό,τι είναι αληθές.
Αυτή η έλλειψη ιστορικών γνώσεων που καλλιεργείται συστηματικά δεν
εξασφαλίζει μόνο δυστυχία, εξασφαλίζει έτοιμο υλικό για κάθε λαϊκιστή που θα
θελήσει να το δουλέψει επ’ ωφελεία του. Η ψυχολογία του θύματος είναι
επικίνδυνο εκρηκτικό. Και η άγνοια το ίδιο.
Διάβασα το πολύ ενδιαφέρον βιβλίο Les amnesiques της
Ζεραλντίν Ζβαρτς, Γερμανογαλλίδας, όπου αναφέρονται λεπτομερώς οι σταθμοί της
αυτοκριτικής των Γερμανών για τον Β’ Π. Πόλεμο, οι ταινίες και τα βιβλία που
κατάφεραν να τους κάνουν να στραφούν προς το παρελθόν τους έτσι όπως ποτέ λαός
άλλος στην Ιστορία δεν το έχει κάνει, σε σύγκριση με την αυτοκριτική που έγινε
ή δεν έγινε στη Γαλλία, την Ιταλία, την Αυστρία, και άλλες χώρες όπου επικράτησε
ο ναζισμός. Πόσο η αυτοκριτική εμβολιάζει το πολιτικό σώμα κατά των
απολυταρχικών τάσεων. Τι χρήσιμο θα ήταν και για μας κάτι τέτοιο, μια ταινία, ένα
σήριαλ, ένα προϊόν μαζικής κουλτούρας που θα είχε την τόλμη να σπάσει τον ανίκητο μύθο του αιώνιου
θύματος, να ανοίξει μια χαραμάδα για αυτοκριτική, τέτοιου τύπου μάλιστα, σε όλα
αυτά που θεωρούμε σίγουρα χωρίς να έχουμε ιδέα. να ταρακουνήσει λίγο αυτό το έλος της κλάψας
που γίνεται κινούμενη άμμος για την πολιτική μας ωριμότητα.