Κυριακή 23 Αυγούστου 2020

Τα εξοχικά

Τα εξοχικά που ζήλευα μικρή ήταν κάτι μικρά σπίτια γεμάτα κρεβάτια, ή μάλλον ντιβάνια, με στρώματα επάνω από εκείνα τα ριγέ τα γεμισμένα με βαμβάκι, σκληρά και άβολα. Μερικές φορές τα ντιβάνια δεν χωρούσαν στα μικρά σπιτάκια και ξεχείλιζαν έξω, στην αυλή και τον κήπο. Σεντόνια δεν υπήρχαν, τα φέρναμε μαζί μας όταν πηγαίναμε να μείνουμε λίγες μέρες,  μουσαφίρηδες. Σε ένα απ’ αυτά είχαν φτιάξει με σκοινί περασμένο σε σανίδα μια κούνια για τα παιδιά, την είχαν κρεμάσει σ’ ένα πεύκο, κι έπρεπε να περιμένεις τη σειρά σου να κάνεις. Θυμάμαι ακόμα την ευτυχία που είχα νιώσει όταν είχα πρωτοδεί εκείνη την κούνια στο κτήμα του ξαδέρφου του πατέρα μου, τι θαυμάσιο πράγμα, τι δώρο! Κι ας έπρεπε να περιμένω περί τα δέκα ξαδέρφια μέχρι να έρθει η σειρά μου. Μπαμπάδες και παππούδες τριγυρνούσαν εκεί με τις φανέλες τους, τόσο χαλαροί, τόσο ανεκτικοί. Εκείνα τα ατέλειωτα ντιβάνια μου έδιναν την εντύπωση απέραντης γενναιοδωρίας, μπορούσε να μείνει κόσμος και ντουνιάς μαζί, να κοιμηθούν όλοι παρέα και να ξυπνήσουν ευτυχισμένοι στην εξοχή, κάτω από τα πεύκα.

Πάει πολύς καιρός που το κτήμα εκείνο, με τα πολλά ντιβάνια και την κούνια στο πεύκο, έχει μπει στο σχέδιο πόλης κι έχει χτιστεί με τον παραδοσιακό νεοελληνικό τρόπο. Όλες οι κοντινές εξοχές των παιδικών μας χρόνων έχουν γίνει αστικές γειτονιές. Και τα εξοχικά πήραν τις θάλασσες και τα βουνά, μεγάλωσαν, πλάτυναν, φάρδυναν, ψήλωσαν, ανοίχτηκαν, και ταυτοχρόνως κλείστηκαν, και πλήθυναν βεβαίως.  Έγιναν περίπλοκα κι έτοιμα να ανταποκριθούν σε περίπλοκες ανάγκες. Σχεδιάστηκαν από αρχιτέκτονες που άφησαν ελεύθερο τον δημιουργικό τους οίστρο, τον άκρως καταπιεσμένο στις συνθήκες της πόλης. Μερικά είναι τόσο εξοπλισμένα που απαιτούν από τους ιδιοκτήτες περισσότερη δουλειά από το σπίτι της πόλης, όπου ζουν τον περισσότερο καιρό. Βέβαια, είναι σε διακοπές, δεν εργάζονται, οπότε οργανώνουν το εξοχικό τους, το τακτοποιούν, το βελτιώνουν, το επισκευάζουν, του αφιερώνουν κανονικές εργατοώρες. Το φετινό καλοκαίρι πολλοί που κάποτε ταξίδευαν, για να ξεκουραστούν από τη δουλειά στο εξοχικό τους ίσως, μένουν στο σπίτι τους και το ανακαινίζουν. Ο τουρισμός δεν πάει καλά, αλλά έχω την εντύπωση ότι ο επισκευαστικός τομέας σπιτιών θα πρέπει κάπως να τα κατάφερε.

Κι εγώ ακόμα να βλέπω στον ύπνο μου εκείνο το μικρό σπιτάκι με τα πολλά ντιβάνια, τα ριγέ στρώματα, και την κούνια στο πεύκο…

Τετάρτη 12 Αυγούστου 2020

Τα νησιά

 Τα καράβια μύριζαν τρομερά, ανακατεμένη εμετίλα με σκουριασμένο σίδερο κάτω από στρώματα μπογιάς που ξεφλούδιζε. Με αιματηρές οικονομίες είχα αγοράσει ένα σλήπιν μπαγκ του αμερικανικού στρατού στο Μοναστηράκι. Πάντα είχα την απορία πώς διάολο βρίσκονταν εκεί τέτοια αντικείμενα, πάμφθηνα. Επειδή από τότε οι ώμοι δεν άντεχαν, είχα διαλέξει του ίδιου στρατού το μικρότερο σακίδιο και είχα περιορίσει τα είδη ένδυσης στα απολύτως απαραίτητα. Μια φούστα από τόσο λεπτό ινδικό ύφασμα που αν τη δίπλωνες χωρούσε σε ένα καρυδάκι. Όχι, αυτό είναι από άλλο παραμύθι, αλλά κάπως έτσι. Μια μπλούζα κι ένα μαγιό για  τα πρωινά χωρίς ορειβασία δίπλα στη θάλασσα. Σαγιονάρες για κάθε επιφάνεια, προσαρμοσμένες με μαγικό τρόπο στις πατούσες, δεν κατάλαβα ποτέ πώς έγινε και δεν έπεσα, δεν σκόνταψα, δεν μου γλίστρησαν, όπως συμβαίνει έκτοτε.

Παίρναμε γραμμή τα πλοία της γραμμής, κι αν υπήρχε καΐκι με έξτρα διαδρομή, το παίρναμε κι αυτό. Ρίχναμε τον υπνόσακο όπου να’ ναι, ενίοτε στην προβλήτα όπου μας άφηνε το καράβι, γιατί δεν είχαμε κουράγιο να περπατήσουμε πιο πέρα. Τα πλοία με ζάλιζαν, έπαιρνα δραμαμίνες. Ανεβαίναμε σε όλα τα βουνά με μοναστήρια, πάντα ποδαρόδρομο με σαγιονάρες, με την ελπίδα να μας τρατάρουν και να μας δείξουν κάποιο κρυμμένο θησαυρό, όπως στους ταξιδιώτες που είχαμε διαβάσει, να νοιώσουμε κάποια πνευματική ανάταση. Στη Νίσυρο κάποτε μας φιλοξένησαν, δεν λέω. Μετά από δυο μήνες στο ύπαιθρο όμως, δεν μπορούσα να κοιμηθώ σε κρεβάτι, κι έτσι πήγε τζάμπα η φιλοξενία, πήρα τον υπνόσακο και πήγα στην παραλία, να βλέπω τον ουρανό.

Πήγαμε στη Σύρο, Μύκονο, Νάξο, Πάτμο, Φολέγανδρο, Ίο, Σαντορίνη που δεν είχε τότε νερό στα σπίτια και πλενόμασταν με αγορασμένες μπουκάλες νερό, γυάλινες. Ρόδο και Κώ μείναμε σε κάτι ξενοδοχεία που μύριζαν σαν τα καράβια. Πήγαμε στη Σέριφο, Σίφνο, Μήλο, κι από τα Δωδεκάνησα μας ξέφυγαν μόνο Κάρπαθος, Κάσος και Χάλκη. Από Κυκλάδες μόνο Ανάφη και Σίκινος, στην Αμοργό μας βρήκε η επιστράτευση και δεν προλάβαμε να τη δούμε. Εκκρεμεί η Αμοργός.

Πόσα καλοκαίρια γινόταν αυτό; Τέσσερα, πέντε, έξι;  Μου φαίνεται σα να κράτησε μια ζωή, κατά λάθος βρίσκομαι σε σπίτια και δωμάτια, κάτω από ταβάνια, πάνω σε στρώματα. Άβυσσος η ψυχή του ανθρώπου, άβυσσος και το σώμα του. Απ’ ό,τι φαίνεται θα πρέπει να αναβάλω και την Αμοργό φέτος.

 Άννα Δαμιανίδη

Τετάρτη 5 Αυγούστου 2020

Xοντρά βιβλία

Πέρασα τρεις μήνες στο μαγικό βουνό του γιατρού Καραμάνη με τον κορονοϊό, (ξέρετε ποιο είναι αυτό το βουνό; Αυτός ο γιατρός;) και διάβασα ξανά το «Μαγικό βουνό» του Τόμας Μαν, όπου ο χρόνος διαστέλλεται ίσως επειδή συστέλλεται, πρέπει ο ασθενής να κάνει υπομονή περιμένοντας να γίνει καλά στα όρη, στα βουνά, και περνούν τα χρόνια. Η αίσθηση της ανύπαρκτης αυτής πολυτέλειας του χρόνου με έβρισκε ώς και στα ταμεία του σούπερ μάρκετ, τις λίγες φορές που πήγα, σαν να μη βιάζονταν πια τόσο πολύ οι ταμίες, μάζευα τα πράγματα χωρίς πανικό, δεν πίστευα στις στιγμές μου. Μας δίναν τράτο οι επόμενοι, αδύναμοι οι άνθρωποι γενικώς, έμοιαζαν λίγο με τους ήρωες του Μαν και άλλων μυθιστορημάτων της εποχής των ακατανίκητων βακίλων του Κοχ. Σαν να είχε αποκτήσει σεμνότητα το ανθρώπινο είδος.

Εβρεξε πολύ στο δικό μου μαγικό βουνό -το Πήλιο είναι- τρύπησε η στέγη κι όπως γίνεται με τα σπίτια, όσο κι αν είναι γερά τα υλικά, βρέθηκα στην ανάγκη της βραδύτητας των επιδιορθωτών, άλλη ψευδαίσθηση αυτή σταματημένου χρόνου. Η αληθινή μου ηλικία, όμως, αυτή που γράφει η ταυτότητα κι όχι αυτή που παλεύω στον καθρέφτη με ρουζ και κραγιόνια, μου έγνεψε από τα νούμερα. Ωραία ήταν να κάνεις ότι με αγνοείς τόσον καιρό, αλαζονικέ σύγχρονε άνθρωπε, ακόμα κι οι προνομιούχες γενιές έχουν τις ατυχίες τους. Κερδίσατε ολόκληρο εγκλεισμό εσείς οι ευπαθείς ομάδες, άντε τώρα προσεχτικά να ξαναβγείτε στον κόσμο.

Για να μείνω στον Τόμας Μαν, διάβασα τους «Μπούντενμπροκ», αυτούς τους ευαίσθητους ανθρώπους που συντρίβονται αργά - αργά στην προσπάθεια να σταθούν στο ύψος των απαιτήσεων της τάξης τους. Είναι αστοί, έχουν κατακτήσει υψηλό βιοτικό επίπεδο, αλλά δεν μπορούν να το απολαύσουν, πρέπει διαρκώς να το υπερασπίζονται. Ταλαίπωρες γενιές εκείνες ακόμα. Οι αξίες τους θριαμβεύουν, καθώς εκείνοι ένας - ένας σβήνουν από εξάντληση. Δεν είχαν βρεθεί τα αντιβιοτικά, η ψυχανάλυση, οι τόσες ελευθερίες και παρηγορίες.

Πριν πιάσω το τρίτο βαρύ βιβλίο της προληπτικής απομόνωσης, σταδιακά άνοιξαν τα μαγαζιά, δειλά ο κόσμος ξανάρχισε να λειτουργεί, γρήγορα ξαναβρήκε την ταχύτητα που έχει κατακτήσει. Στο ταμείο του σούπερ μάρκετ ευχήθηκα ξανά να είχα τρία χέρια, οι πίσω με αγριοκοίταξαν και η πωλήτρια με βοήθησε αναστενάζοντας συγκαταβατικά και κοιτώντας το ταβάνι ανυπόμονα. Εγιναν αυτοί πιο γρήγοροι αναζητώντας τον χαμένο χρόνο ή εγώ πιο αργή;

Καιρός για Προυστ.

Κυριακή 2 Αυγούστου 2020

Η καημένη η Ελλαδίτσα


«Να φύγετε από δω, δεν σας καλέσαμε, δεν σας θέλουμε να πάτε στον τόπο σας!» Θα έχουν περάσει δέκα χρόνια και παραπάνω από εκείνο το απόγευμα που διασχίζοντας την πλατεία Πρωτομαγιάς, αυτό τον αόριστο χώρο που δημιουργήθηκε πάνω από το τούνελ της Μουστοξύδη, άκουσα μια γυναίκα να φωνάζει τη φράση αυτή σε μια άλλη γυναίκα, μαύρη, που τραβώντας το παιδί της από το χέρι διασταυρώθηκε μαζί της πηγαίνοντας στην αντίθετη κατεύθυνση. Η ξένη συνέχισε το δρόμο της χωρίς να γυρίσει καν, σηκώνοντας λίγο νευρικά το κεφάλι και τραβώντας λίγο πιο βιαστικά το χεράκι του παιδιού, η δικιά μας στάθηκε και συνέχισε το κρώξιμο πίσω της μέχρι να τους δει να απομακρύνονται. Σκέφτηκες καθόλου, ήθελα να της πω, τι κάνεις αυτή τη στιγμή; Δημιουργείς ένα ψυχικό τραύμα στο παιδί που θα το έχει σε όλη τη ζωή του. Δεν ξέρεις πρόσφυγες του ’22 που μέχρι να πεθάνουν κουβαλούσαν το τραύμα της κακής συμπεριφοράς των ντόπιων στην Ελλάδα, πέρα από τα υπόλοιπα, κι ακόμα παλεύουν μαζί του οι απόγονοι τους; Θα ζήσουμε με τους ανθρώπους αυτούς, η γυναίκα δουλεύει για τη σύνταξή σου, το παιδί της θα δουλέψει για τη δική μου, γιατί τους τραυματίζεις χωρίς λόγο; Τι κερδίζεις απ’ αυτό;

 Τη θυμήθηκα την προηγούμενη εβδομάδα διαβάζοντας το άρθρο του Αντώνη Δαρζέντα στην Athens Voice, με τις παραινέσεις προς τον Αντετονκούμπο. Δεν είχε βέβαια το ύφος εκείνης της γυναίκας, πολύ καλοπροαίρετα εξηγούσε στον αθλητή ο οποίος είχε  αναφερθεί στον ελληνικό ρατσισμό, ότι δεν καλέσαμε εμείς τους μετανάστες εδώ πέρα, κι ότι τέλος πάντων δεν είναι η σύγχρονη Ελλάδα σαν τις ΗΠΑ, δεν έχει την ίδια ιστορία και το ίδιο αμαρτωλό παρελθόν με τους σκλάβους. Το πιστεύουν πολλοί συμπατριώτες μας, ότι είμαστε χώρα νέα και αγνή, δεν έχουμε μεταφέρει σκλάβους με δουλεμπορικά από την Αφρική, είμαστε γενικά αθώοι, πάντα θύματα, είμαστε ο καλός κι αγαπημένος λαός του Διονυσίου Σολωμού, πάντοτε ευκολόπιστος και πάντα προδομένος, πάντα θύμα των μεγάλων δυνάμεων, πάντα θύμα γενικώς.

Αυτή τη γενική εικόνα έχουμε για τη χώρα μας οι περισσότεροι. Την καλλιεργεί το σχολείο στις μικρές τάξεις, και δεν την αναθεωρεί στις μεγαλύτερες. Από το νηπιαγωγείο ξεκινά να τη φιλοτεχνεί, έχω παρηγορήσει τα παιδιά μου όταν επέστρεφαν με δάκρυα από το σχολείο έχοντας μάθει για τα 400 χρόνια που «ήμασταν σκλάβοι», κι όποτε έγραφα γι αυτά, εισέπραττα σχόλια πολύ αρνητικά, ότι καλά κάνουμε και τα μεγαλώνουμε τα παιδιά με την εθνική ψυχολογία του θύματος, και πώς αλλιώς θα έχουν πάντα κουράγιο να τρέξουν να πολεμήσουν μεθαύριο;

Η ψυχολογία του θύματος ωστόσο, μας το έχει δείξει η Ιστορία, είναι εξαιρετικά επικίνδυνο υλικό για την πολιτική ζωή. Ο Χίτλερ είναι το καλύτερο παράδειγμα, η ταπείνωση των Γερμανών μετά τον Α’ Παγκόσμιο πόλεμο ήταν στα χέρια του το τρομερό όπλο για να συγκινήσει τα πλήθη με τις υποσχέσεις του και η ‘απελευθέρωση’ των γερμανικών καταπιεσμένων μειονοτήτων η αφορμή να ξεκινήσει τον τρομερό του πόλεμο. Στις μέρες μας το είδαμε με τους αγαναχτισμένους των πλατειών που κόντεψαν να κάψουν τη Βουλή και τους διαμαρτυρόμενους εντόνως για τις αδικίες του μνημονίου που έκαψαν τη Μαρφίν. Ο τίτλος του βιβλίου του Κώστα Κωστή «Τα κακομαθημένα παιδιά της Ιστορίας» αποκλείεται να γίνεται κατανοητός. Κακομαθημένα παιδιά οι Έλληνες; Οι αδικημένοι, τα θύματα των μεγάλων δυνάμεων; Για κάποιους άλλους μιλά σίγουρα.

Κι όμως η νέα Ελλάδα ως κράτος και πολιτική δεν είναι ούτε τόσο θύμα ούτε τόσο πτωχή και δυστυχής, και τους επιθετικούς πολέμους της έχει κάνει, και τις σφαγές της, και τις μειονότητές στο έδαφός της έχει καταπιέσει, και πολύ συχνά στις ήττες της τη βοήθησαν οι μεγάλες δυνάμεις να μην συντριβεί, κι ας πιστεύουμε το αντίθετο. Μπορεί να μην είχε φυτείες βαμβακιού όπου δούλευαν σκλάβοι όπως στον αμερικανικό νότο, γιατί αλλιώς δούλευε και η παραγωγή και η κοινωνία, αλλά τα λεγόμενα δουλικά ακόμα και στη δεκαετία του εξήντα στα αστικά σπίτια κάποια καταγωγή θα είχαν σε σχέσεις υποτέλειας που δεν έχουμε εντελώς μάθει και καλά θα κάναμε να θελήσουμε να μάθουμε κάποια στιγμή. Επειδή δεν ξέρουμε, κι επειδή μασάμε εξ απαλών ονύχων το γλυκόπικρο παραμύθι της καημένης της Ελλαδίτσας της φτωχής δυστυχισμένης που της ρουφούν το αίμα οι φριχτοί ξένοι, έχουμε κάθε τόσο μούτρα να βρίζουμε τους πραγματικά κατατρεγμένους μετανάστες, και να θεωρούμε ότι δικαιούμαστε να τους ταλαιπωρούμε.

Οφείλουμε να μάθουμε. Ο Σολωμός είχε πει και το άλλο, το έθνος να θεωρεί εθνικό ό,τι είναι αληθές.  Αυτή η έλλειψη ιστορικών γνώσεων που καλλιεργείται συστηματικά δεν εξασφαλίζει μόνο δυστυχία, εξασφαλίζει έτοιμο υλικό για κάθε λαϊκιστή που θα θελήσει να το δουλέψει επ’ ωφελεία του. Η ψυχολογία του θύματος είναι επικίνδυνο εκρηκτικό. Και η άγνοια το ίδιο.

Διάβασα το πολύ ενδιαφέρον βιβλίο Les amnesiques της Ζεραλντίν Ζβαρτς, Γερμανογαλλίδας, όπου αναφέρονται λεπτομερώς οι σταθμοί της αυτοκριτικής των Γερμανών για τον Β’ Π. Πόλεμο, οι ταινίες και τα βιβλία που κατάφεραν να τους κάνουν να στραφούν προς το παρελθόν τους έτσι όπως ποτέ λαός άλλος στην Ιστορία δεν το έχει κάνει, σε σύγκριση με την αυτοκριτική που έγινε ή δεν έγινε στη Γαλλία, την Ιταλία, την Αυστρία, και άλλες χώρες όπου επικράτησε ο ναζισμός. Πόσο η αυτοκριτική εμβολιάζει το πολιτικό σώμα κατά των απολυταρχικών τάσεων. Τι χρήσιμο θα ήταν και για μας κάτι τέτοιο, μια ταινία, ένα σήριαλ, ένα προϊόν μαζικής κουλτούρας που θα είχε την  τόλμη να σπάσει τον ανίκητο μύθο του αιώνιου θύματος, να ανοίξει μια χαραμάδα για αυτοκριτική, τέτοιου τύπου μάλιστα, σε όλα αυτά που θεωρούμε σίγουρα χωρίς να έχουμε ιδέα.  να ταρακουνήσει λίγο αυτό το έλος της κλάψας που γίνεται κινούμενη άμμος για την πολιτική μας ωριμότητα.

 

 


Πόσο δύσκολο να γίνει το προσωπικό, πολιτικό.

Τη νύχτα που έφτασε ο Καραμανλής στο Ελληνικό να αναλάβει τα ηνία της χώρας που είχε βρεθεί στο χείλος του γκρεμού, πενήντα χρόνια πριν, δεν...