Πέμπτη 20 Φεβρουαρίου 2020

Βόλτα στο Παλέρμο

Ροές, πιέσεις, κύματα

Μεγάλες πιέσεις δέχονται τα νησιά από τις μεταναστευτικές ροές, οι οποίες επιδεικνύουν αυξητικές τάσεις τους τελευταίους μήνες… Για νέο κύμα από τη Συρία προειδοποιεί ο επίτροπος.
Οι λέξεις των ειδήσεων σαν στίχοι, σαν τροπάριο, ίδιες κάθε μέρα στα δελτία. Μέχρι να βρεθούν άλλες ακόμα πιο ψυχρές, ακόμα πιο απανθρωποιητικές, σόρι κιόλας για τη γλωσσοπλαστική, αλλά δεν είναι χειρότερη από την ανθρωποζουληχτική, από την υγρή αυτή γλώσσα των κυμάτων και των ροών που μεταμορφώνει τους ανθρώπους σε σταγόνες. Ποτάμια ή θάλασσες, ό,τι προτιμάτε. Αλμυρό νερό ή γλυκό, σε κάθε περίπτωση, όπως ξέρουμε, το νερό δεν αστειεύεται.
Τι πείσμα στο μεταξύ, ροές και κύματα να μην παύουν να είναι άνθρωποι ένας ένας. Κουρασμένοι, θυμωμένοι, παραιτημένοι, δυστυχισμένοι, απελπισμένοι, ή αισιόδοξοι ή απαθείς, εκεί, απτόητοι, παιδιά, γέροι, γυναίκες και άντρες μονάχοι σαν απελπισμένοι βράχοι. Η ανθρώπινη συνείδηση να καραδοκεί, σαν ιός με κορόνα, στους βάλτους, στις λάσπες, στα χαρτόνια, στις σκηνές, σε κάθε μπλούζα, σε κάθε παλτό μέσα, στο βάθος, πίσω από τριμμένα πουλόβερ, σωρούς βρομερές σακούλες, πανιά καταλερωμένα, νοβοπάν διαλυμένα, παπούτσια ξεχειλωμένα, παντού.
Ολοι άνθρωποι, καμιά άλλη ποικιλία. Homo sapiens, αμετανόητα και αναπόδραστα. Κάθε παιδί που γεννιέται, όλα, ώς το τελευταίο, με την ανθρώπινη συνείδηση προίκα. Κι έτοιμα να μάθουν καινούργιες γλώσσες, τα άτιμα. Οπως κι οι άλλοι, οι γερασμένοι, όλοι με τις γλώσσες τους, με τα ανθρώπινα μάτια τους, τους φόβους τους και τις απαιτήσεις τους, ανθρώπινες απαιτήσεις. Να θέλουν να ζήσουν. Να θέλουν κάτι να φτιάξουν. Να θέλουν να τους αγαπούν. Να θέλουν να δουλέψουν.
Να θέλουν να κερδίσουν χρήματα. Ισως να χτίσουν κάτι. Να τους πειράζουν τα άχρηστα χέρια τους, τα άχρηστα πόδια τους. Τα άκρα των ανθρώπων, πάντα θέλουν κάτι να κάνουν. Να τινάζονται τη νύχτα από την ακινησία της μέρας, να χτυπούν τους διπλανούς, στριμωγμένοι όπως είναι. Να είναι όλοι γεμάτοι ανθρώπινες δυνατότητες, ροές, κύματα, πιέσεις από ανθρώπινες δυνατότητες, ελπίδες, ικανότητες, συναισθήματα. Και χαρακτήρες, άλλοι επιβάλλονται, άλλοι υποχωρούν, άλλοι μαθαίνουν, άλλοι αφαιρούνται, και διαφορετικοί βαθμοί αντοχής. Πώς να αντέξουμε κι εμείς;
Και δώσ' του ροές, πιέσεις, βάρος, βάρος, κύματα, τσουνάμια, εισβολή, άντε πάλι από την αρχή, βρείτε και καμιά άλλη λέξη, ξέρω, οι περιθωριακές φυλλάδες λένε χειρότερες, φοβούνται ότι οι γείτονες «θα μας πνίξουν», έχουν ήδη πειστεί ότι πρόκειται περί νερού. Ροές, κύματα, πιέσεις είναι οι πιο ευγενικές. Και ολίγον εισβολή, μεταφορικά βεβαίως βεβαίως. Μέχρι να βρεθούν άλλες καλύτερες λέξεις, πιο μαζικές και πιο ψυχρές. Υπομονή.

Θέατρο στο τρόλεϊ

Για να πάω θέατρο πήρα τρόλεϊ, βρήκα και θέση, από τη χαρά μου έπιασα συζήτηση με τη διπλανή. Στην επόμενη στάση, ανέβηκε ένα ζευγάρι, πολύ αδύνατα σώματα, κουρασμένα πρόσωπα, η γυναίκα κρατούσε ένα μεγάλο υφασμάτινο χρυσάνθεμο με φύλλα από χάντρες σε στριφογυριστό σύρμα. Πριν καθίσουν, ρώτησε δυνατά, το 224 από πού θα το πάρω, μήπως ξέρετε; Της είπα, ξέρω τα πάντα για το 224.
Και πού πάει, ξαναρωτά. Πάει Καισαριανή, όπως κι αυτό το τρόλεϊ, μπήκε και η διπλανή στην κουβέντα, δεν χρειαζόταν να κατέβουν και να αλλάξουν. Βολεύτηκαν στη γαλαρία, απέναντί μας, ακούμπησε ο ένας στον άλλον και το έριξαν στον ύπνο, το λουλούδι δίπλα τους. Μπήκε κόσμος, γέμισε ο χώρος ανάμεσα, αλλά παρά τη φασαρία και τον συνωστισμό κάθε τόσο ακουγόταν δυνατά η φωνή της κοπέλας, τράβα τα μανίκια σου, έλεγε στον άντρα, θα κρυώσεις. Γύριζαν λίγο οι επιβάτες να δουν προς τι τόση ένταση, έβλεπαν τα αδύνατα σώματα, τις τραβηγμένες γραμμές στα πρόσωπα, κουνούσαν το κεφάλι, το απέστρεφαν. Σε λίγο άντε ξανά, τράβα τα μανίκια σου είπα, γιατί δεν μ’ ακούς; Κάνει κρύο!
Εκανε κρύο, αλλά στο τρόλεϊ ήμασταν ζεστά, κι εξάλλου πόσο να προφυλάξουν τα τραβηγμένα μανίκια; Η διπλανή μου μούτρωσε, κούνησε το κεφάλι με οίκτο, αυτή η φωνή κάθε τόσο ήταν τόσο παράλογη, αν ήθελαν κάτι να κρύψουν τα τραβηγμένα μανίκια, ήταν η δυνατή βραχνάδα τόσο μαρτυριάρα, αν δεν είχες προσέξει τη σχέση εθισμού με τα ναρκωτικά που φώναζε ολόκληρη η εμφάνιση του ζευγαριού, αν είχες ελπίσει ότι μιλώντας για λεωφορεία και στάσεις θα μπορούσες να αγνοήσεις το νυσταγμένο βλέμμα και το βήμα που τρέκλιζε, η βραχνή διαταγή υπενθύμιζε το πρόβλημα, οι συνάνθρωποι απέναντι χρειάζονται κάτι, κάποια βοήθεια που δεν μπορούν να ζητήσουν και δεν μπορείς να δώσεις, μόνο να ντρέπεσαι γι' αυτή τη φάλτσα έκθεση που δεν γινόταν να αποφύγεις.
Καθώς ο κόσμος αραίωσε, τους είδα ξανά τον έναν γερμένον στην άλλη με κλειστά τα μάτια, τα μανίκια του άντρα τραβηγμένα ώς τα νύχια, κι ήταν τόσο παράξενος με το σκληρό πρόσωπο χαλαρωμένο και τις μπουνίτσες σκεπασμένες σα μωρό που υπάκουσε τη μαμά του και ησύχασε. Είχαν φτάσει επιτέλους στην κοινή συνθήκη των ζευγαριών, τη γυναίκα να φροντίζει τον άντρα, το αγοράκι της, σα μανούλα, με τη διαφορά πως όλοι οι επιβάτες της διαδρομής Κυψέλη - Παγκράτι παρακολουθούσαν τα δρώμενα.

Πλατεία των αποστάσεων

Το πώς θα είναι η Ομόνοια μετά την ανάπλαση, που αναπλάθει την προηγούμενη ανάπλαση η οποία ανέπλαθε την προ-προηγούμενη, είναι, λέει, καλά κρατημένο μυστικό. Φαίνεται ότι θα μοιάζει με την παλιά, που είχε στη μέση ένα μεγάλο σιντριβάνι. Αυτό ετοιμάζεται πίσω από τις λαμαρίνες για να μείνουμε όλοι με το στόμα ανοιχτό μόλις τινάξει το πρώτο του νερό στ’ αστέρια, να θυμηθούμε την ωραία παλιά Αθήνα (που όλοι ήθελαν να αναπλάθουν, πράγμα που έκαναν).
Να νιώσουμε εμείς οι παλιοί Αθηναίοι ότι τα πράγματα επιστρέφουν αφού κάνουν τον κύκλο τους, ειδικά αν είναι κυκλικά, να μη χάνουμε το κουράγιο μας, η ελπίδα πεθαίνει τελευταία, η πόλη μάς ανήκει, αν μπορούσε να ανοίξει ξανά και το Μινιόν στην άλλη γωνία θα ξαναγινόμασταν παιδιά και θα μας φεύγαν οι ρυτίδες των επεμβάσεων, πολεοδομικών και τρομοκρατικών συμπεριλαμβανομένων.
Τουλάχιστον το νερό που στάζουν τα ταβάνια στους σταθμούς του ΗΣΑΠ θα είναι εξασφαλισμένο σε μόνιμη βάση, με το σιντριβάνι από πάνω εξασφαλίζεται η συνέχεια.
Θα είμαστε ξανά ορμητικοί και αισιόδοξοι όπως στη δεκαετία του '60, τότε που ξεχειλίζαμε σχέδια και δημιουργικότητα. Θα ξεχαστούν τα ενδιάμεσα στάδια, οικονομικής και υπαρξιακής κρίσης. Θα είναι σαν να μην πέρασε μια μέρα. Η ανάπτυξη θα συνεχιστεί από εκεί που είχε σταματήσει.
Θα βλέπουμε πάντα από ψηλά την καινούργια πλατεία, όπως βλέπαμε και την παλιά, γιατί ήταν αδύνατον να βρεθεί τρόπος να πλησιάσει κανείς εκείνο το παλιό σιντριβάνι, ήταν αρσενική θεότης σε διαρκή οργασμό, οι πιστοί γύρω γύρω απλώς ραίνονταν με σταγονίδια. Ηταν η πλατεία που καλούσε να πάρεις αποστάσεις από το χωριό που άφηνες πίσω σου στην ελληνική επαρχία, κι ύστερα στη διεθνή επαρχία. Η ζωή στην Αθήνα θα περνούσε φτιάχνοντας αποστάσεις, σου έλεγε η πλατεία άμα τη αφίξει σου, έστω κι αν ήταν πολύ πιο δύσκολο λόγω περιορισμένου χώρου.
Σωστά επιστρέφει η αρχική ιδέα. Ακόμα χρειαζόμαστε αποστάσεις. Δεν κάνεις περίπατο στην Ομόνοια, δεν κάθεσαι σε σκιά δέντρου για να πιεις καφέ και να χαζέψεις. Η Ομόνοια δεν αντέχει ταπεινή καθημερινή ζωή σαν οποιαδήποτε πλατεία, έχει μηνύματα και σύμβολα, είναι ιδέα και ταμπού μαζί. Ετσι θα πάρουμε πίσω τον θεό μας, θα τριγυρίζουμε ξανά γύρω του, με τ’ αυτοκίνητα, θα μας πλημμυρίζει η σιγουριά ότι μπορούμε να παίρνουμε αποστάσεις.

Πόσο δύσκολο να γίνει το προσωπικό, πολιτικό.

Τη νύχτα που έφτασε ο Καραμανλής στο Ελληνικό να αναλάβει τα ηνία της χώρας που είχε βρεθεί στο χείλος του γκρεμού, πενήντα χρόνια πριν, δεν...