Παρακολουθώντας την ταινία «Οι δύο πάπες», που βασίζεται στην αληθινή ιστορία της παραίτησης του Πάπα Βενέδικτου και την εκλογή του νυν Πάπα Φραγκίσκου, συνειδητοποίησα πόσο εφάμιλλο των πύργων Ντάουντον, ανακτόρων Μπάκιγχαμ και πάσης Ευρώπης ντεκόρ είναι οι εκκλησίες και ο ρουχισμός των ιερέων.
Εχουν παραμείνει οι μόνοι άνθρωποι που μπορούν να ντύνονται σαν Ρωμαίοι αυτοκράτορες, και στη δυτική και στην ανατολική Εκκλησία, αλλά δεν τους έχει καθόλου εκμεταλλευτεί ο κινηματογράφος. Δειλά δειλά γίνονται κάποια βήματα, διάβασα ότι γυρίστηκε και σειρά με τον Τζον Μάλκοβιτς και τον Τζουντ Λο για άλλους πάπες.
Ισως μας οδηγήσει σε ανακάλυψη νέων θησαυρών θεάματος, που όλοι λίγο-πολύ γνωρίζουμε από τη θρησκευτική ή την τουριστική ζωή μας, αλλά ώς τώρα δεν διανοούμασταν να τους δούμε ως θέαμα. Κι όμως είναι βέβαια εικόνες που διηγούνται ιστορίες στους τοίχους των εκκλησιών, χιτώνες που συμβολίζουν, που θυμίζουν, που κάτι θέλουνε να πούνε στα σίγουρα, στα ρούχα των ιερέων. Πολυτέλεια από τους αξιωματούχους ενίοτε ασύλληπτη, που ακόμα χρησιμοποιείται σε τελετές, κοιτάσματα συμβόλων και αισθητικών προτάσεων, με δυο, λόγια που αρχίζουν να περνάνε την αξία τους στη μυθοπλαστική εικόνα. Θα μου πείτε, δεν παρακολούθησες ποτέ τελετές του Πάσχα, π.χ. σε απευθείας μετάδοση από τη μητρόπολη; Βεβαίως, αλλά κάπως θόλωνε το σκηνικό, ακόμα και τα εκθαμβωτικά άμφια δεν φαίνονται, δεν τα προσέχουμε, από συνήθεια μάλλον.
Η θρησκευτικότητα απωθεί το αληθινό βλέμμα, ακόμα και άνθρωποι που δεν είμαστε θρήσκοι κάπως τελικά έχουμε σεβασμό και συναίσθημα. Δεν προσέχουμε πολύτιμους λίθους και μεταξωτά, αλλά μόνο την ευλάβεια που συμβολίζουν. Ενώ αν ένας σκηνοθέτης αποφασίσει να τα δείξει, σίγουρα θα βρει έναν τρόπο να αλλάξει τη σειρά και να μας κάνει να δούμε κι εμείς αυτά που συνήθως δεν βλέπουμε, τη βυζαντινή πινελιά και τη γλώσσα της μέσα στο καλυμμένο μπετόν των ιερών ναών της σημερινής Ελλάδας.
Εν κατακλείδι όμως, κι αυτό το μπετόν, αυτό το χυτό καλούπι των σημερινών ορθόδοξων εκκλησιών στην Ελλάδα, τι κρίμα, πόσο χαλάει κάθε έννοια ομορφιάς, αισθητικής, σεβασμού, δέους, πόσο δήθεν είναι, πόσο μακριά από κάθε αίσθηση υποβολής θαυμασμού.
Και γίνονται μάλιστα με πρότυπα όλοι αυτοί οι πανομοιότυποι, άσχημοι ναοί, δεν μπορεί κανείς να ξεμακρύνει, να προτείνει κάτι άλλο. Ποτέ δεν κατάφερα να συγκινηθώ μέσα σε τέτοιες εκκλησίες ή να θαυμάσω κάτι. Αλλά πού ξέρεις, αν ένας καλλιτέχνης εικόνων καταπιανόταν, μπορεί κάποιο νόημα να έβγαζε.