Τρίτη 31 Οκτωβρίου 2017

Σκηνικό ημιτελούς παράστασης


Φωτογραφίζω καμιά φορά στην Αθήνα προσόψεις σπιτιών που από μέσα δεν έχουν τίποτε, χάσκουν τα παράθυρα, φαίνεται ο ουρανός πίσω από τις ξεχαρβαλωμένες περσίδες. Αλλά τα σπίτια δεν γκρεμίζονται, θα είναι φαίνεται χαρακτηρισμένα νεοκλασικά από το υπουργείο ΠΠΟ και άρα διατηρητέα, και άρα οφείλουν να διατηρηθούν, αλλά τα άτιμα δεν διατηρούνται, καταρρέουν από μέσα προς τα έξω. Πόσο θ’ αντέξουν να μένουν έτσι, πότε θα πέσουν πάνω στα στηρίγματα που περιμένουν από κάτω υπομονετικά, να κουραστούν οι τοίχοι, να νικήσουν αυτόν τον παράξενο νόμο για τα διατηρητέα; Ήρεμη πάλη σοβεί στα ερείπια, κι όπως τα βλέπω απομονωμένα στο κάδρο, σα να σαρκάζουν κι αυτούς που τα έφτιαξαν κάποτε για να στεγαστούν σε φιλόδοξο πλαίσιο, κι αυτούς που τα παράτησαν και περιμένουν τώρα την πτώση τους.
Μοιάζουν  με σκηνικό, έτσι όπως στέκονται μπροστά στο κενό, έτσι όπως επικίνδυνα ισορροπούν, σκηνικό ενός έργου που δεν ανέβηκε ποτέ, ή που όταν παιζόταν κανένας δεν πρόλαβε να το θαυμάσει, κανένας που να θυμάται. Κάποιοι αποφάσισαν να χτίσουν μια χώρα φιλόδοξη, ένα καινούργιο κράτος με σπουδαίες αρχαίες περγαμηνές, οραματίστηκαν αγνότητα, αναβίωση, γύψινες καρυάτιδες σε ιδιωτικές κατοικίες, γλάστρες υπό τύπον υδρίας και δεν ξέρω τι άλλη παραξενιά, τι άλλη μεταφορά σβησμένων σχεδίων, πολύ οργανωμένο πάντως, μόνο κάτι λεπτομέρειες τεχνικές είχαν ξεχαστεί, αποχέτευση ξέρω γω, ή πεζοδρόμια, τέτοια άχαρα πράγματα που κανένας δεν γουστάρει ν’ ασχολείται. Και στηνόταν το σκηνικό από τη μια και ξηλωνόταν ήδη από την άλλη, πριν προλάβει να ολοκληρωθεί. Το ξεφορτώνονταν οι απόγονοι, ακόμα κι οι ίδιοι που το είχαν πρωτοστήσει το ξεφορτώνονταν, μέχρι που τρόμαξε το κοινό, ο θιασάρχης είπε στοπ, διατηρητέο ό,τι ξέμεινε. Να μας κοιτάει όσο αντέχει, να θυμόμαστε τα μεγαλεία.
 Θέλουμε να ζήσουμε αλλιώς, λαϊκά, τσαμπουκαλήδικα, με σκληρότητα και περιφρόνηση προς το τι βλέπει ο περαστικός, αδιάφορα, μάγκικα, κι έχουμε αυτό το σκηνικό να μας ξεβολεύει, να θυμίζει εκλεπτυσμένα όνειρα παραστρατημένων προγόνων.



Ωραία ερείπια, και άσχημα ερείπια

Απέναντι από το ναό του Ποσειδώνα, στο Σούνιο, ο λόφος πάνω από το δρόμο μοιάζει με πόλη φάντασμα. Καθώς πέφτει ο ήλιος του φθινοπώρου τα χρώματα γλυκαίνουν, κάτι ροζ και ώχρες σε τοίχους που έχουν απομείνει από κάτι που θα ήταν ίσως βίλα. Τι άλλο θα μπορούσε να είναι; Στο αέτωμα υπάρχουν γράμματα, αλλά είναι τελείως σβησμένα. Δίπλα μερικά ακόμα παλιά κτίρια, και στο βάθος ένα εκκλησάκι με χρονολογία, 1909, το πιο γερό κτίριο. Μπαίνουμε μέσα, κάποιος έχει ανάψει ένα κερί, έχει ωραίο εσωτερικό, κάτι εικόνες μικρές, κομψοτεχνήματα ερασιτέχνη, ακουμπισμένα στο περβάζι, και μια ρωγμή πάνω από την πόρτα. Άρα γερό δεν είναι. Να έγινε σεισμός εδώ;
Περπατάμε λίγο στο χωματόδρομο που προχωρά στο βουνό, να δούμε τι γράφει η μεγάλη ταμπέλα στο βάθος. Στα δεξιά, ανάμεσα στα πεύκα που τα φωτίζει ο δύων ήλιος με πορτοκαλιές αποχρώσεις, άλλα ερείπια, από κάποιο μοντέρνο ξενοδοχείο που απλώνεται μέσα στο δάσος. Αυτά τα ερείπια είναι άχαρα όπως όλα από μπετόν, δυσκολεύονται να επιστρέψουν στη φύση.
Επιστρέφοντας στο σπίτι διαβάζω ότι ανήκουν σε κάποιο πολυτελές ξενοδοχείο που ονομαζόταν Belvedere και ήταν στις δόξες του στη δεκαετία του 60. Κάποιος έχει φωτογραφίσει με drone τα μπανγκαλό και τα δωμάτια, τους πρώην πολυτελείς χώρους βανδαλισμένους και ξεκοιλιασμένους. Αναρωτιέμαι αν υπάρχει η δυνατότητα σε άλλες χώρες να παρατά κανείς έτσι τα κτίρια εκτεθειμένα σε κάθε λογής επιθέσεις και τη φθορά, χωρίς καμία υποχρέωση να καθαρίζει κάπως, να συμμαζεύει. Κι αν δεν μπορεί κανείς, σε ποιον πέφτει η υποχρέωση να το κάνει;
Και τα ερείπια βέβαια χωρίζονται σε δυο κατηγορίες: στα ωραία ερείπια, που τα αφήνουμε να ερειπώνονται θαυμάζοντας τα, και στα άλλα, που πρέπει να τα ξεφορτωνόμαστε με κάποιο τρόπο. Θεωρητικά τουλάχιστον.
Στεκόμαστε στο λόγο και βλέπουμε μπροστά μας το παρατημένο ξενοδοχείο, τα κτίρια των αρχών του αιώνα, και πέρα μακριά τις κολώνες από το ναό του Ποσειδώνα. Ερείπια τριών εποχών απλώνονται μπροστά μας. Κι αυτά των αρχών του αιώνα έχουν περισσότερα κοινά με τα αρχαία, που τα χωρίζουν εικοσιπέντε αιώνες, από άποψη υλικών, παρά με τα μοντέρνα από μπετόν, που τα χωρίζουν κάτι παραπάνω από εικοσιπέντε χρόνια.




Σάββατο 28 Οκτωβρίου 2017

Δεν έχουν όλα χαθεί

Στο τρόλεϊ δεν είχε πολύ κόσμο, αλλά ήταν κατειλημμένα όλα τα καθίσματα. Μπήκα στην Ακαδημία, στάθηκα όρθια κοντά στο παράθυρο, είχα άνεση να παρατηρώ μέσα κι έξω. Δίπλα μου, σε κάθισμα απ’ αυτά που οι κατασκευαστές των οχημάτων προορίζουν για γέρους, εγκύους, αναπήρους κλπ, καθόταν μια ωραιότατη νεαρή ύπαρξη. Όρθιος κοντά της ένας ηλικιωμένος στηριζόταν τρέμοντας σ΄ένα καρότσι λαϊκής. Μπορεί να είχε πάρκινσον, ή κάτι τέτοιο, κάθε του μέλος έτρεμε χωριστά, κι όλος μαζί επίσης, κεφάλι, πόδια, πρόσωπο, τα πάντα. Ήταν δοκιμασία μόνο να τον βλέπεις, αλλά η ωραία μικρή δεν τον έβλεπε. Ίσιαζε το μαλλάκι της, έφτιαχνε τ’ ακουστικά της, κοιτούσε τα γόνατά της, ή έξω. Καρφώθηκα πάνω της, έσκυψα πάνω από το σωλήνα που μας χώριζε, δεν ήταν δυνατόν να είναι τόσο αδιάφορη. Φορούσε από δυο λεπτές αλυσιδίτσες στους καρπούς, είχε ροζ βαμμένα νύχια. Δέρμα απαλό, πρόσωπο γλυκό, όλα τέλεια. Και καμία επαφή με το περιβάλλον.
Τι να κάνω; Να της μιλήσω, να τη σκουντήσω, να πω κάτι; Περνούσαν οι στάσεις, ο ψηλός τρεμάμενος γέρος άλλαζε κάθε τόσο χέρι στο καρρότσι, τον τράνταζαν τα φρεναρίσματα μετακινιόταν λίγο τρέμοντας ασταμάτητα, στο πρόσωπο φαινόταν ότι υποφέρει αλλά δεν έλεγε τίποτε, δεν κοίταζε κανέναν. Τι με νοιάζει; Άρχισα να κοιτάζω τη νεαρή, το στομάχι μου σφίχτηκε, δεν μπορώ ακόμα να μην αναστατώνομαι με τη γαϊδουριά. Να την πληροφορήσω ότι τα καθίσματα αυτά είναι ειδικά, λέγονται θέσεις προτεραιότητας, επίτηδες χαμηλά για τους ανθρώπους με προβλήματα; Από τα περισσότερα οχήματα έχουν βγάλει και τις ταμπελίτσες. Δεν μπαίνει κανείς στον κόπο να εκπαιδεύσει το κοινό. Κάποτε ο οδηγός έλεγε, «μια θέση για την κυρία με το παιδάκι, ή για την κυρία που είναι σε ενδιαφέρουσα». Εχω χρόνια να τ’ ακούσω. Ίσως είναι συνδικαλιστική πρόοδος, να μη χρειάζεται ο οδηγός να ασχολείται με τους επιβάτες.  
Οι γονείς όχι. Δεν μαθαίνουν τα παιδιά τους να δίνουν θέση. Τα θεωρούν πάντα πιο σπουδαία πρόσωπα από κάθε άλλον, επίσης μπορεί να ελπίζουν ότι δεν θα χρειαστεί να χρησιμοποιήσουν στη ζωή τους τρόλεϊ και λεωφορεία. Οπότε χρειάζεται πληροφόρηση. Και γιατί πρέπει να την κάνω εγώ; Υπομονή, σε λίγο θα κατέβω.
Προχωρά αργά το όχημα, έχουμε φτάσει στη Μαυροματαίων, ακόμα ο γέρος τρέμει δίπλα στη νεαρή, κι εκείνη τίποτε. Κάποια στιγμή σήκωσε το αθώο βλέμμα της κι είδε το δικό μου, θα πρέπει να πετούσε κεραυνούς, αμέσως κοίταξε αλλού. Περνά κανα πεντάλεπτο, τελικά δεν αντέχω, σκύβω κι αγγίζω ελάχιστα τον σφριγηλό πήχη δίπλα στο βραχιολάκι, «κοίταξε τον!» της ψιθυρίζω. Πολύ σιγά, χωρίς ήχο σχεδόν. Γύρισε επιτέλους το κεφαλάκι, κατάλαβε αμέσως ποιον εννοούσα. «Τον είδες;» Το κούνησε  καταφατικά. «Σήκω λοιπόν!»

Απαλά. Τα είπα όλα απαλά, τελοσπάντων από το να σκάσω έκανα μια προσπάθεια παρέμβασης. Περιμένω, κουνιέται λίγο, δεν σηκώνεται αμέσως, πλησιάζουμε στη στάση του Πανελλήνιου, στηρίζει την τσάντα στον ώμο και τελικά το παίρνει απόφαση. Ο έρμος ο άνθρωπος σχεδόν σωριάζεται στο κάθισμα κι εγώ γυρίζω από την άλλη να πάρω μια βαθιά ανάσα. Μπορεί να της είπε ευχαριστώ, δεν ξέρω. Μπορεί να κατέβηκε, μπορεί να περίμενε όρθια, δεν θέλω να δω περισσότερα, αλλά ουφ, ξαλάφρωσα. Θα μου καθόταν στο στομάχι αν το κατάπινα αμάσητο. Μπορεί το κορίτσι να με βρίζει από μέσα του, τουλάχιστον δεν έβρισε απ’ έξω. Κάπως το δέχτηκε, σηκώθηκε τελικά. Είναι μια αντικειμενική αλήθεια, ο γέρος χρειαζόταν το κάθισμα, και οφείλουμε να το καταλαβαίνουμε. Και κάπως το δέχτηκε. Δεν έχουν όλα χαθεί.

Τρίτη 24 Οκτωβρίου 2017

Πάντα ποθείς τα λεωφορεία


Είναι νόμος απαράβατος του Μέρφυ, να φεύγει το πολυπόθητο λεωφορείο τη στιγμή που πλησιάζεις. Η θετική σου ματιά στον κόσμο εξαρτάται από τη διάθεση του οδηγού, αν είναι στις καλές του και σταθεί για δέκα δευτερόλεπτα, σου ανοίξει και την πόρτα, τότε μπορείς να δεις με άλλα μάτια τον κόσμο, τους ανθρώπους γύρω σου και τη ζωή σου ολόκληρη. Το λεωφορείο είναι πάντα «ο πόθος», μπορεί να υπάρχουν πόθοι χωρίς λεωφορεία, αλλά όχι λεωφορεία που δεν τα έχουμε ποθήσει. Ακόμα κι όταν έχεις περάσει δεκάλεπτα ή και μισάωρα που σιχαίνεσαι τον εαυτό σου και τη βαλκάνια μοίρα σου σε μερικά από δαύτα, στριμωγμένος, με ξένους αγκώνες να χώνονται στα πλευρά, με πόρτες να ανοίγουν στα μούτρα σου και να σου φέρνουν τα γυαλιά μέσα στο πρόσωπο, σα να οφείλεις να γίνεις κάποιο νέο είδος ζώου με ενσωματωμένους φακούς, ακόμα και αυτά όπου έχεις υποφέρει, συμβαίνει να τα δεις μια μέρα μπροστά σου ξαφνικά, να καταφθάνουν πλησίστια σε μια στάση όπου δεν θα σταματήσεις, να μην τα χρειάζεσαι καθόλου, κι όμως αυτόματα, σαν τον σκύλο του Παβλώφ, να γεμίζει η ψυχή σου πόθο, και μάλιστα ανάμικτο με χαρά, μην πω και κάτι σαν εθνική περηφάνεια και παρεξηγηθώ μέρες πούρχονται.
Συμβαίνει, ενώ μπορεί να επιστρέφεις στο σπίτι μετά από μια κουραστική μέρα στην πόλη, και δεν θες τίποτε άλλο παρά να γυρίσεις στην πόρτα το κλειδί και να πετάξεις τα παπούτσια σου, με το που βλέπεις το λεωφορείο, αυτό το ίδιο που σε βασάνισε στον πηγαιμό μέχρι να εμφανιστεί, και τώρα που δεν το χρειάζεσαι πλησιάζει καμαρωτό και θορυβώδες, να νομίζεις ότι είσαι άξιος να ξαναρχίσεις τη μέρα σου από την αρχή, να κάνεις τη διαδρομή ανάποδα, και βέβαια όλα να πάνε καλύτερα, να ζυγίσεις πιο σωστά τις αντιδράσεις σου, να πεις σωστές ατάκες εκεί που είπες τις μπαρούφες, κλπ. κλπ. Σα να φεύγει η κούραση μόνο που αντικρίζεις την ταμπέλα του.

Ευτυχώς, αυτά συμβαίνουν μόνο στον ξύπνιο σου. Στον ύπνο σου οι τάσεις φυγής είναι πιο κλασικές, κι όσο πρέπει λογοτεχνικές. Πάντα τραίνα σε παίρνουν για τα μακρινά ταξίδια, το υποσυνείδητο αντιστέκεται στην ευτελή καθημερινότητα. 

Τετάρτη 18 Οκτωβρίου 2017

Μου έρχεται να ουρλιάξω


Ναι, εντάξει, να κάνεις κατάληψη. Όμως έτσι, άντε- άντε; Εύκολο να το λες... Αν θέλεις να την κάνεις στ’ αλήθεια, πρέπει να βρεις  έναν σοβαρό λόγο...
Κρατημένη από τη χειρολαβή ακούω δυο γυναίκες δίπλα. Τις κοιτάζω κλεφτά, δεν είναι μαθήτριες, ούτε μοιάζουν φοιτήτριες. Είναι μεγάλες, κουρασμένες, κουβαλούν σακκούλες ψώνια.  Σε  λίγο καταλαβαίνω, μιλούν για το σχολείο των παιδιών τους. Ταυτισμένες, όπως άλλοτε  ακούς μανάδες για τα μαθήματα. Στα Λατινικά είμαστε καλά, λένε την εποχή των εξετάσεων, αρχαία δυσκολευόμαστε...  Πληθυντικός μεγαλοπρεπείας, περιλαμβάνει τους νεαρούς βλαστούς. Τώρα τα μαθήματα είναι ντεμοντέ, Οκτώβρη μήνα είμαστε σε ντεμί σεζόν, δεν φοράμε παλτά και μιλάμε για καταλήψεις.
Περιμένω να εκφράσουν ανησυχία, αγανάκτηση. Η σχολική χρονιά είναι ούτως ή άλλως απελπιστικά μικρή, η ύλη δεν προλαβαίνει ποτέ να τελειώσει, χάνονται μέρες άδικα. Πότε συνελεύσεις καθηγητών, πότε απεργίες, εορτές και πανηγύρεις, πρόβες παρελάσεων, για την 28η,  για την 25η Μαρτίου, μανία σπατάλης καταδιώκει τις λίγες ώρες μαθημάτων. Για καταλήψεις δεν περισσεύει χρόνος, θα έπρεπε οι γονείς να αγρυπνούν, να είναι έξω από τα σχολεία, να φρουρούν τον πολύτιμο χρόνο. Αλλά προφανώς δεν ξέρουν, δεν καταλαβαίνουν όσοι δεν μπορούν να ξεφύγουν από το δημόσιο σχολείο, δεν νιώθουν την αδικία που υφίστανται. Δεν είναι μόνο που αν δεν έχουν χρήματα για φροντιστήριο θα αποκλειστούν τα παιδιά τους από τις ανώτερες σπουδές, είναι όλες οι λεπτομέρειες που θα χάσουν ανεπιστρεπτί. Ακόμα και την πλήξη των μαθημάτων, το καθημερινό βάλε- βγάλε των βιβλίων, τον πιθανό αγώνα κάποιων νέων καθηγητών να ξυπνήσουν το ενδιαφέρον, την πιθανή κρυφή επιθυμία κάποιων μαθητών να διαβάσουν κάτι. Μια παράγραφο που θα διαβαστεί με την άκρη του ματιού, μια εικόνα που θα μείνει αποτυπωμένη. Χρόνια μάθησης που δεν θα ξαναρθούν. Πώς είναι τόσο ψύχραιμες οι μανάδες; Ξέρουν κάποιο μυστικό που δεν υποπτεύομαι;
Δεν υπάρχει σοβαρός λόγος να γίνει κατάληψη, μου έρχεται να ουρλιάξω. Αντισταθείτε στην αδικία που υφίστανται τα παιδιά σας! Κάντε κάτι, σώστε τα, σταματήστε τα! Δεν θα τους ξαναχαρίσει κανένας αυτά που τώρα υποχρεωτικά τους δίνουν και τα πετάνε!
Φυσικά συγκρατούμαι, πλησιάζουμε στη στάση, λίγο ακόμα κουράγιο, λίγο ακόμα σιωπή!



Δευτέρα 16 Οκτωβρίου 2017

Νεοκλασικές εκκλησίες της Αθήνας 3

Το καλύτερο σημείο για να βγάλει κανείς φωτογραφία την Αγία Ειρήνη στην Αιόλου πρέπει να είναι κάποια κοντινή ταράτσα. Να φαίνεται από ψηλά πόσο μεγάλη είναι, γιατί πνιγμένη κι αυτή στα στενά, δεν φαίνεται. Υπήρχε μια μικρή παλιά εκκλησία εκεί, που γκρεμίστηκε στις μάχες της επανάστασης, στη θέση της χτίστηκε η νέα, σε σχέδια Λύσανδρου Καυταντζόγλου, άρα έχει κατά κάποιον τρόπο τη σφραγίδα του νεοκλασικού. Αλλά οι δρόμοι έμειναν στενοί, βρισκόταν εδώ η παλιά πόλη.
Ήταν η πρώτη μητρόπολη της Αθήνας, μέχρι να χτιστεί η οριστική, και διαβάζω στη Βικιπαίδεια ότι έγιναν σ' αυτήν η τελετή ενηλικίωσης του Όθωνα, που δεν είχατε ίσως ποτέ φανταστεί ότι θα ήταν τελετή θρησκευτική, η κηδεία του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη, και η δοξολογία για το πρώτο ελληνικό Σύνταγμα, πράγμα που επίσης δεν θα φανταζόταν εύκολα κανείς. Σε κάθε ευκαιρία δηλαδή η εκκλησία έβαζε την πινελιά της, την ευλογία της, την παρουσία της, ή το καπέλο της, όπως το βλέπει κανείς. Πάντως σίγουρα διέθετε μεγάλη γκάμα τελετών, που μπορούσαν, και ακόμα μπορούν, να καλύπτουν κάθε ανάγκη.
Στη οροφή της εισόδου τα τετράγωνα αυτά φατνώματα είναι ίδια με ό,τι έχει σωθεί στην Αθήνα από τον 5ο αιώνα.
Μην έχοντας τη δυνατότητα ν' ανέβω σε κάποιο ψηλό κτίριο και να τη φωτογραφίσω, έβγαλα τη πιο κοντινή σε γενική άποψη που μπορεί να έχουν οι πεζοί, λοξά από την οδό Αγίας Ειρήνη στη γωνία με Αιόλου.

Σάββατο 14 Οκτωβρίου 2017

Nεοκλασικές εκκλησίες της Αθήνας, 2

 Ο Άγιος Διονύσιος ο Αρεοπαγίτης στη Σκουφά δεν είναι της νεοκλασικής περιόδου, χτίστηκε από το 1925 ως το 1931.  Αλλά βέβαια στην Αθήνα κράτησε πολύν καιρό η νεοκλασική περίοδος. Όπως γράφει το σάιτ της Αρχιεπισκοπής, είναι σταυροειδής με τρούλο, σε ρυθμό νεομπαρόκ με νεοκλασικά στοιχεία, απλώς. Έστω κι έτσι, είναι σπάνια περίπτωση όμορφης εκκλησίας, με το ίδιο πρόβλημα που έχουν και οι άσχημες όμως: δεν έχεις χώρο να σταθείς να την κοιτάξεις. Έπρεπε να έχει μπροστά άλλη τόση πλατεία τουλάχιστον,ή ένα φαρδύ πεζοδρόμιο,  όχι το θεόστενο της Σκουφά και τον ψηλό τοίχο του Πειραματικού. Μόνο από τις δυο γωνίες για μια στιγμή κάτι φαίνεται, από κει που τη φωτογράφισα κι εγώ.
 Οι λεπτομέρειες της ιστορίας είναι ότι νωρίτερα, το 1880 είχε αρχίσει να χτίζεται άλλη εκκλησία εκεί, μικρότερη, που ίσως θα ταίριαζε περισσότερο στο χώρο. Αλλά την γκρέμισαν για να φτιάξουν τη μεγάλη. Από τότε μεγαλοπιασμένοι οι Κολωνακιώτες. Αλλά πώς να ανταποκριθεί στις προσδοκίες τους η συνοικία που, όπως όλες, είχε ήδη οικοπεδοποιηθεί, πουληθεί, είχε δώσει στον κτηματία όσα είχε να δώσει, κι έπρεπε στους στενούς ήδη δρόμους με τα στενότερα πεζοδρόμια να χωρέσει το μεγαλείο της;
Τα σχέδια έκανε ο Αναστάσιος Ορλάνδος με τη συμβολή του Δημητρίου Φιλιππάκη, και την αγιογράφησε ο Σπύρος Βασιλείου, μεταξύ άλλων. Εμένα με συγκινούν τα νεοκλασικά της στοιχεία που  θυμίζουν μεγάλες πόλεις της Ευρώπης, τα αετώματα, τα κιονόκρανα, ο συνδυασμός τους με τα βυζαντινά, και κυρίως ο πράσινος τρούλος, που όταν τον διακρίνω από ψηλά πάντα ξαφνιάζομαι, σα να έχω μεταφερθεί ξαφνικά στη Βιέννη.


Παρασκευή 13 Οκτωβρίου 2017

Νεοκλασικές εκκλησίες της Αθήνας

 Πριν η Εκκλησία της Ελλάδος αποφασίσει πως πρέπει να έχουν όλες οι καινούργιες εκκλησίες την ίδια ασχήμια, ώστε να μην αδικείται καμία, είχαν χτιστεί μερικές ωραίες στην Αθήνα.
Μια από τις νεοκλασικές εκκλησίες της Αθήνας είναι ο Άγιος Κωνσταντίνος, απέναντι από το Εθνικό θέατρο. Είχε χτιστεί το 1869, σε σχέδια του Λύσανδρου Καυταντζόγλου, με απόφαση του Σημοτικού συμβουλίου της ΑΘήνας, για να γιορταστεί η γέννηση του βασιλιά Κωνσταντίνου. Η μητέρα του, η Ολγα, ενίσχυσε την ανέγερση, όπως γράφει στην πρόσοψη. 

Δεκαπέντε χρόνια τον ανακαίνιζαν και ήταν σκεπασμένος με λινάτσες, να που κάτι γινόταν πίσω τους: εμφανίστηκε καθαρός και λευκός. Δεν φαντάζομαι να μείνει έτσι για πολύ καιρό. Σπεύσατε να τον απαθανατίστε με κάτι καλύτερο απο φωτογραφίες κινητού, όπως αυτές. 
Το πρόβλημα με αυτόν, όπως και με τις άλλες ωραίες εκκλησίες της Αθήνας που αποφάσισα να φωτογραφίσω, είναι ο χώρος. Είναι όλες χτισμένες σε δρόμους στενούς, σε μέρη που θα χρειάζονταν άλλη μια πλατεία μπροστά τους για ν' αναδειχθούν. Ετούτη εδώ τουλάχιστον διαθέτει κάποιο σχετικό άνοιγμα στο πλάι, της έχουν αφήσει λίγο χώρο. Θα μου πείτε τι νόημα έχει αυτό σε ένα τόσο υποβαθμισμένο μέρος όπως οι δρόμοι κάτω από την Ομόνοια; Κι αυτή η εκκλησία και το Εθνικό θέατρο απέναντι είναι σα χαμένα κτίρια, νησιά αστικής φιλοδοξίας που απέτυχε στην παραδομένη σε τριτοκοσμική πραγματικότητα ζωή της περιοχής. Ε, δεν πειράζει, ας ανακατευόμαστε ενίοτε  με τα περασμένα μεγαλεία, ή τις περασμένες προσδοκίες. Κι όσο για την επίδραση της παρουσίας αυτών των δυο αριστουργημάτων της αρχιτεκτονικής στην καρδιά της αθλιότητας και στις καρδιές των αθλίων, αυτήν ποιος μπορεί να την ανιχνεύσει και να τη μετρήσει; 


Κυριακή 8 Οκτωβρίου 2017

Αh, ça ira, ça ira, ça ira...

Φωτογραφίες στην παράσταση απαγορεύονται, οπότε έβγαλα εμάς
Δεν γινόταν να μη θυμηθώ τις φιλοσοφίες που διάβαζα πριν λίγες μέρες για την ισότητα, καθώς παρακολουθούσα το τετραωρο έργο του Ζοέλ Πομερά Ça ira στη Στέγη. Κάτι είχε πει ο Μητσοτάκης, ότι οι άνθρωποι δεν είναι όλοι ίσοι, ή ότι δεν γεννιούνται ίσοι, δεν θυμάμαι ακριβώς, δεν τους παρακολουθώ τους πολιτικούς στην τηλεόραση, κι είχε ξεχυθεί με πάθος η κουβέντα. Πόσο ίσοι είμαστε, πόσο δεν είμαστε, κι αν δεν είμαστε γιατί, κλπ. Στην παράσταση του Ça ira λοιπόν ήταν σα να είχαμε βρεθεί στην πηγή της έννοιας, κατά κάποιον τρόπο. Κι εγώ που δεν παρακολουθώ πολιτικούς στην τηλεόραση, βρέθηκα σε θέση περικυκλωμένη από τους ηθοποιούς που έπαιζαν τους βουλευτές της αριστεράς, καθισμένοι αριστερά, και φώναζαν, ζητωκραύγαζαν, ή γιουχάιζαν τόσο δυνατά που έμοιαζε να παίρνω μέρος στη συνέλευση της Τρίτης τάξης που έγινε Εθνοσυνέλευση.
Πρωτότυπη παράσταση, χωρίς άλλο δράμα από το γνωστό, πώς ο Λουδοβίκος συγκάλεσε τις τρεις τάξεις με αρχικό στόχο να μειώσει τα φορολογικά προνόμια των δυο προνομιούχων τάξεων, αφού δεν συμφωνούσαν με τίποτε να χάσουν μερικά, κι ας ‘χανόταν η πατρίδα’, βασισμένη σε ιστορικά κείμενα και γεγονότα, πώς οι  συνελεύσεις των δυο κυρίαρχων τάξεων με την άρνηση τους να συνεργαστούν, ενίσχυσαν την ανάγκη της τρίτης συνέλευσης να πάρει τον εαυτό της και το ρόλο της στα σοβαρά, πώς επιχειρηματολογούσαν εκατέρωθεν οι μαχητικοί -αυτοί που κάθονταν γύρω μου και με ξεκούφαιναν- και οι συμβιβαστικοί, οι οποίοι προσπαθούσαν να προλάβουν τις συγκρούσεις και γίνονταν τα πρώτα τους θύματα. Πρώτα στο υπουργικό συμβούλιο, ύστερα στις Γενικές τάξεις και στην Εθνοσυνέλευση, συζητιούνταν θέματα που θύμιζαν με κάποιο τρόπο συζητήσεις σημερινές, αν και η εποχή ήταν τόσο διαφορετική. Δηλαδή ήταν ακριβώς η εποχή που η ισότητα δεν ήταν στους νόμους, η ανισότητα ήταν το δεδομένο, όχι απλώς η πραγματικότητα, όπως τώρα ας πούμε, αλλά ο νόμος ο ίδιος. Όσοι δεν ανήκαν στις δυο κυρίαρχες τάξεις, των κληρικών και των ευγενών δηλαδή, δεν μπορούσαν να καταλάβουν δημόσια θέση. Φορολογούνταν διαφορετικά, ή μάλλον φορολογούνταν, τελεία. Ενώ οι άλλοι εισέπρατταν. Ήταν οι κυβερνώντες και οι κυβερνούμενοι, απλά πράγματα. Το ζητούμενο λοιπόν ήταν η νομική ισότητα, κάποια ελάχιστη νομική ισότητα τέλος πάντων, κάποια πολιτικά δικαιώματα, κι όμως οι συζητήσεις έμοιαζαν σύγχρονες. Κυρίως επειδή παιζόταν πάντα το παιχνίδι της εξουσίας, οι δυνατότητες των συγκρούσεων, ποιος θα νικούσε, τι θα κέρδιζε. Πράγματα αιώνια βεβαίως, αλλά μοναδικά στη συγκυρία εκείνη που η σύγκρουση δεν έγινε απλώς ανάμεσα σε τάξεις και ηγέτες, αλλά περιλάμβανε τις ιδέες εκείνες, την ελευθερία, την ισότητα, τα δικαιώματα, που διατυπώνονταν τόσο ξεκάθαρα κι από τότε ως τώρα είναι παρόντα στις πολιτικές μάχες ως μονίμως ζητούμενα και μονίμως ανεύρετα. Όμως τότε ήταν η στιγμή που μπορούσαν να βρεθούν, βρέθηκαν, διατυπώθηκαν με λέξεις. Δεν επινοήθηκαν βέβαια εκείνη τη στιγμή, υπήρχαν ήδη στα βιβλία, στις φιλοσοφικές συζητήσεις, για όλα έφταιγε ο Ρουσώ έλεγαν.
Ας διατυπώσουμε τα βασικά δικαιώματα του ανθρώπου πάνω από το Σύνταγμα, πρότεινε ένα βουλευτής. Μα τι λες τώρα, έξω ο όχλος σφάζει κόσμο, εμείς θα καθόμαστε να διατυπώνουμε τα δικαιώματα; Δεν θα λύσουμε έτσι τα προβλήματα της Γαλλίας. Η πατρίδα μας χάνεται κι εμείς φιλοσοφούμε. Σας νοιάζει να δοξαστείτε στις επόμενες γενιές, όχι να βρείτε λύση στα προβλήματα. Ο όχλος έχει δίκιο που λυντσάρει, τόσους αιώνες καταπιέζεται! Ωραία, να τον αφήσουμε λοιπόν να σκοτώνει χωρίς νόμο και χωρίς αρχή; Κι εσείς κυρία που κατηγορείτε τους ιδιοκτήτες ότι καταπιέζουν το λαό, δεν έχετε μια ιδιοκτησία στο κέντρο του Παρισιού; Δωρεάν την παρέχετε, δεν ζητάτε νοίκι;
Τα διλήμματα όλα ζωντανά. Η εξουσία και ό,τι τη στηρίζει, κι ό,τι την αφήνει ξαφνικά έκθετη, οι άνθρωποι γυμνοί από τα αξιώματα, από το σεβασμό στο βασιλιά που κάποτε τους ένωνε, έτοιμοι για όλα. Το τραύμα που από τότε επουλώνεται, η αρχή που από τότε αναλύεται. Καμιά πλευρά δεν μπορείς να συμπαθήσεις, κι ενώ τόσο σημερινά ακούγονται όλα, αναγκάζεσαι να παραδεχτείς ότι είναι ιστορία, κι όσα ακόμα ζούμε και αντιμετωπίζουμε μοιάζουν κάποια στιγμή σαν απόνερα της ιστορίας εκείνης που πέταξε πολλά πυροτεχνήματα στον αέρα κι ακόμα μας τυφλώνουν.


Τετάρτη 4 Οκτωβρίου 2017

Ζήτω η αυτόνομη Kypseli


Λέω να δημιουργήσω ένα κίνημα για την αυτονομία της Κυψέλης. Δεν αντέχεται πια η πρωτεύουσα, μας αγνοεί συστηματικά. Ο θεός να την κάνει πρωτεύουσα δηλαδή.  Είμαστε ένα χαρούμενο, πολύχρωμο, πολυπολιτισμικό κράτος εμείς εδώ , που σφύζει από τον δυναμισμό των νέων κατοίκων του, το μόνο μέρος της Ελλάδας που τα παιδιά είναι όσα κι οι γέροι, και μιλάμε για πολλούς γέρους, διότι οι νυν σαραντάρηδες τους άφησαν εδώ όταν μετακόμισαν στα προάστεια. Το κράτος των Αθηνών αγνοεί επιδεικτικά όχι μόνο αυτή τη νεολαία, την οποία βασανίζει με νομικά τερτίπια για την καταγωγή της, αλλά κυρίως τη συνύπαρξη που έχουμε πετύχει εμείς εδώ με όλα τα ποικίλα έθνη Ευρώπης, Ασίας και Αφρικής. Λίγο πιο κάτω, στον Άγιο Παντελεήμονα, έχει κράτος κι εξουσία η χρυσοαποτέτοια, η ατμόσφαιρα είναι πολύ συγκρουσιακή. Λίγο πιο πάνω, μετά το πάρκο, αρχίζει το άλλο κράτος, των Εξαρχείων, οι μετανάστες εκεί είναι υλικό συγκρούσεων από την άλλη μπάντα. Εμείς εδώ όμως έχουμε πετύχει ειρήνη και αποδοχή, συνύπαρξη και σεβασμό, πράγματα που ακόμα κι ολόκληρη η Ευρώπη παλεύει να τα αποκτήσει. Είμαστε η Ελβετία της Αθήνας, μπροστά από τους νόμους και πέρα από τα ρηχά έως ηλίθια ρεπορτάζ που μας τρίβουν στα μούτρα κάθε μέρα οι πάσης φύσεως φυλλάδες. Μια ιδέα είναι να ξεκινήσουμε το κίνημα με μηνύσεις για συκοφαντική δυσφήμιση ως Κυψελιώτες.
Αν αποσχιστούμε θα μπορέσουμε επιτέλους να επιδείξουμε την ταυτότητά μας καθαρή, να διεκδικήσουμε την αναγνώριση που μας αξίζει και να βιώσουμε την ανάπτυξη που ήδη βράζει και ασφυκτιά στα μίζερα, αλλοίθωρα, φοβισμένα πλαίσια της παρηκμασμένης Αθήνας.

Νομίζω ότι η πρόταση μου είναι πολύ γλυκούλα, και θα συσπειρώσει γύρω μου φιλόδοξους και χαρούμενους νέους. Θα διαβάζουμε αποφθέγματα του Βακαλόπουλου περί Κυψέλης και θα τραγουδάμε Κηλαηδόνη. Θα οργανώσουμε ένα δημοψήφισμα με χρονοδιάγραμμα και θα γνωριστούμε μεταξύ μας. Θα μπορούμε να δανειζόμαστε ένα κρεμμύδι βρε αδερφέ μια Κυριακή βράδυ, αν και ποτέ δεν κοιμάται η γειτονιά μας, έχει μαγαζιά πάντα ανοιχτά. Θα εκδώσουμε διαβατήρια, θα δίνουμε συνεντεύξεις, θα φτιάξουμε μια ομάδα μελέτης της γλώσσας μας, που κι αν δεν υπάρχει αυτοτελώς ακόμα, σίγουρα βρίσκεται σε εξέλιξη, και γενικά θα περάσουμε συναρπαστικά. Μας περιμένουν αξιώματα, εξουσία, στιγμές μεθυστικές. Τρέμε κόσμε, τρέμε Αθήνα! 

Πόσο δύσκολο να γίνει το προσωπικό, πολιτικό.

Τη νύχτα που έφτασε ο Καραμανλής στο Ελληνικό να αναλάβει τα ηνία της χώρας που είχε βρεθεί στο χείλος του γκρεμού, πενήντα χρόνια πριν, δεν...