|
Φωτογραφίες στην παράσταση απαγορεύονται, οπότε έβγαλα εμάς |
Δεν γινόταν να μη θυμηθώ τις φιλοσοφίες που διάβαζα πριν
λίγες μέρες για την ισότητα, καθώς παρακολουθούσα το τετραωρο έργο του Ζοέλ
Πομερά Ç
a ira στη
Στέγη. Κάτι είχε πει ο Μητσοτάκης, ότι οι άνθρωποι δεν είναι όλοι ίσοι, ή ότι
δεν γεννιούνται ίσοι, δεν θυμάμαι ακριβώς, δεν τους παρακολουθώ τους πολιτικούς
στην τηλεόραση, κι είχε ξεχυθεί με πάθος η κουβέντα. Πόσο ίσοι είμαστε, πόσο
δεν είμαστε, κι αν δεν είμαστε γιατί, κλπ. Στην παράσταση του Ç
a ira λοιπόν
ήταν σα να είχαμε βρεθεί στην πηγή της έννοιας, κατά κάποιον τρόπο. Κι εγώ που
δεν παρακολουθώ πολιτικούς στην τηλεόραση, βρέθηκα σε θέση περικυκλωμένη από
τους ηθοποιούς που έπαιζαν τους βουλευτές της αριστεράς, καθισμένοι αριστερά,
και φώναζαν, ζητωκραύγαζαν, ή γιουχάιζαν τόσο δυνατά που έμοιαζε να παίρνω
μέρος στη συνέλευση της Τρίτης τάξης που έγινε Εθνοσυνέλευση.
Πρωτότυπη παράσταση, χωρίς άλλο δράμα από το γνωστό, πώς ο
Λουδοβίκος συγκάλεσε τις τρεις τάξεις με αρχικό στόχο να μειώσει τα φορολογικά
προνόμια των δυο προνομιούχων τάξεων, αφού δεν συμφωνούσαν με τίποτε να χάσουν
μερικά, κι ας ‘χανόταν η πατρίδα’, βασισμένη σε ιστορικά κείμενα και γεγονότα,
πώς οι συνελεύσεις των δυο κυρίαρχων
τάξεων με την άρνηση τους να συνεργαστούν, ενίσχυσαν την ανάγκη της τρίτης συνέλευσης να πάρει τον εαυτό της και το
ρόλο της στα σοβαρά, πώς επιχειρηματολογούσαν εκατέρωθεν οι μαχητικοί -αυτοί
που κάθονταν γύρω μου και με ξεκούφαιναν- και οι συμβιβαστικοί, οι οποίοι
προσπαθούσαν να προλάβουν τις συγκρούσεις και γίνονταν τα πρώτα τους θύματα. Πρώτα
στο υπουργικό συμβούλιο, ύστερα στις Γενικές τάξεις και στην Εθνοσυνέλευση,
συζητιούνταν θέματα που θύμιζαν με κάποιο τρόπο συζητήσεις σημερινές, αν και η
εποχή ήταν τόσο διαφορετική. Δηλαδή ήταν ακριβώς η εποχή που η ισότητα δεν ήταν
στους νόμους, η ανισότητα ήταν το δεδομένο, όχι απλώς η πραγματικότητα, όπως
τώρα ας πούμε, αλλά ο νόμος ο ίδιος. Όσοι δεν ανήκαν στις δυο κυρίαρχες τάξεις,
των κληρικών και των ευγενών δηλαδή, δεν μπορούσαν να καταλάβουν δημόσια θέση. Φορολογούνταν
διαφορετικά, ή μάλλον φορολογούνταν, τελεία. Ενώ οι άλλοι εισέπρατταν. Ήταν οι
κυβερνώντες και οι κυβερνούμενοι, απλά πράγματα. Το ζητούμενο λοιπόν ήταν η
νομική ισότητα, κάποια ελάχιστη νομική ισότητα τέλος πάντων, κάποια πολιτικά
δικαιώματα, κι όμως οι συζητήσεις έμοιαζαν σύγχρονες. Κυρίως επειδή παιζόταν
πάντα το παιχνίδι της εξουσίας, οι δυνατότητες των συγκρούσεων, ποιος θα
νικούσε, τι θα κέρδιζε. Πράγματα αιώνια βεβαίως, αλλά μοναδικά στη συγκυρία
εκείνη που η σύγκρουση δεν έγινε απλώς ανάμεσα σε τάξεις και ηγέτες, αλλά
περιλάμβανε τις ιδέες εκείνες, την ελευθερία, την ισότητα, τα δικαιώματα, που
διατυπώνονταν τόσο ξεκάθαρα κι από τότε ως τώρα είναι παρόντα στις πολιτικές
μάχες ως μονίμως ζητούμενα και μονίμως ανεύρετα. Όμως τότε ήταν η στιγμή που
μπορούσαν να βρεθούν, βρέθηκαν, διατυπώθηκαν με λέξεις. Δεν επινοήθηκαν βέβαια
εκείνη τη στιγμή, υπήρχαν ήδη στα βιβλία, στις φιλοσοφικές συζητήσεις, για όλα
έφταιγε ο Ρουσώ έλεγαν.
Ας διατυπώσουμε τα βασικά δικαιώματα του ανθρώπου πάνω από
το Σύνταγμα, πρότεινε ένα βουλευτής. Μα τι λες τώρα, έξω ο όχλος σφάζει κόσμο,
εμείς θα καθόμαστε να διατυπώνουμε τα δικαιώματα; Δεν θα λύσουμε έτσι τα
προβλήματα της Γαλλίας. Η πατρίδα μας χάνεται κι εμείς φιλοσοφούμε. Σας νοιάζει
να δοξαστείτε στις επόμενες γενιές, όχι να βρείτε λύση στα προβλήματα. Ο όχλος
έχει δίκιο που λυντσάρει, τόσους αιώνες καταπιέζεται! Ωραία, να τον αφήσουμε
λοιπόν να σκοτώνει χωρίς νόμο και χωρίς αρχή; Κι εσείς κυρία που κατηγορείτε
τους ιδιοκτήτες ότι καταπιέζουν το λαό, δεν έχετε μια ιδιοκτησία στο κέντρο του
Παρισιού; Δωρεάν την παρέχετε, δεν ζητάτε νοίκι;
Τα διλήμματα όλα ζωντανά. Η εξουσία και ό,τι τη στηρίζει, κι ό,τι την αφήνει ξαφνικά έκθετη, οι άνθρωποι γυμνοί από τα αξιώματα, από το σεβασμό στο βασιλιά που κάποτε τους ένωνε, έτοιμοι για όλα. Το τραύμα που από τότε επουλώνεται, η αρχή που από τότε αναλύεται. Καμιά πλευρά δεν μπορείς να συμπαθήσεις, κι ενώ τόσο σημερινά ακούγονται όλα, αναγκάζεσαι να παραδεχτείς ότι είναι ιστορία, κι όσα ακόμα ζούμε και αντιμετωπίζουμε μοιάζουν κάποια στιγμή σαν απόνερα της ιστορίας εκείνης που πέταξε πολλά πυροτεχνήματα στον αέρα κι ακόμα μας τυφλώνουν.