Τρίτη 23 Φεβρουαρίου 2010

To Βιβλίο της Αφρώς Βουδούρογλου

Όταν ήμουν παιδί πηγαίναμε στη Νέα Ιωνία συχνά τις Κυριακές να κάνουμε επίσκεψη στη θεία Αφρώ και το θειο Μιχάλη. Έμεναν εκεί αρκετοί συγγενείς του πατέρα μου που ήταν μικρασιάτης, και μου άρεσε πολύ να πηγαίνω στα σπίτια τους, επειδή ήταν μονοκατοικίες και είχαν χώμα στις αυλές, όχι όπως εμείς που μέναμε σε πολυκατοικία στην Κυψέλη. Η θεία Αφρώ ήταν ξαδέρφη του πατέρα μου, μια ξαδέρφη που είχαν κάνει παρέα στα νιάτα τους, και ο θειος Μιχαλης ηταν ο πιο ευγενικός και γλυκομίλητος άντρας που έχω γνωρίσει στη ζωή μου. Αυτοί οι άνθρωποι σε κάνανε να νιώθεις τόσο όμορφα που δεν βαριόμουν ποτέ στο σπίτι τους, ας ήταν 'μεγάλοι' Και οι κόρες τους ήταν μεγαλύτερες, αλλά γεμάτες εδνιαφέρον, γιατί είχανε πάντα τους καλύτερους δίσκους και τα καλύτερα περιοδικά. Εκπαιδεύτηκα στο σπίτι αυτό καλλιτεχνικά και κοινωνικά.
Μερικά βράδια πηγαίναμε σε ταβέρνες, κάποιες φορες είχαμε πάει εκδρομή με το αυτοκίνητο της αδερφής της Αφρώς, γιατί τοτε κανένας άλλος δεν είχε. Στοιβαγμένοι μέσα τραγουδούσαν οι μεγάλοι, και η Αφρώ έκανε ντουέτο με το Μιχάλη. Εϊχε εκπληκτική φωνή. Την παρακαλούσαμε και στο σπίτι να τραγουδήσει, αλλά δεν δεχόταν πολύ συχνά. Φωνή κοντράλτο, σε τραγούδια που τότε αγαπουσαν, ελαφρά, αρχοντορεμπέτικα, Χατζιδάκη και Θεοδωράκη.
Πριν λίγες μέρες η κόρη της η Φραντζέσκα μου έφερε ένα βιβλίο που κατάφερε να εκδόσει, με το τετράδιο της μαμάς της, χρόνια μετά το θάνατό της. Το κείμενο της θείας μου είναι εξαιρετικό. Λιτό και ουσιώδες, με τις σωστές δόσεις τρυφερότητας και συναισθημάτων, ζωντανεύει μια εποχή που εμείς δεν γνωρίσαμε, ούτε καν μέσα απο τις διηγήσεις τους. Τα χρόνια πριν παντρευτεί, πριν γεννηθούν τα παιδιά, όταν δούλευε εργάτρια στα υφαντουργεία για να ζήσει τα αδέρφια της. Αρχίζει απο τις πρώτες λίγες αναμνήσεις απο την πατρίδα της, την πατρίδα μας, τα Σπάρτα Πισιδίας, το ταξίδι στην Ελλάδα, τα παιδικά χρονια με τις δυσκολίες του σχολείου, συνεχίζει με τα χρόνια της δουλειάς και παρεμβάλει το παρόν, την εποχή που έγραφε, στα εξήντα πέντε της, έχοντας γίνει γιαγιά πια. Δεν είναι τυχαία που αυτός ο καλλιεργημένος άνθρωπος γράφει τόσο καλά, είχε μάθει στη ζωή να διεκδικεί το μερίδιο της στην τέχνη όπως και στη γνώση με όλα τα μέσα που διεθετε. Είχε μάθει να ζει μια εσωτερική ζωή σε σχέση με τον πολιτισμό που της προσέφερε το έστω φτωχό της περιβάλλον, και τελικά έζησε πλούσια. Υπήρξε πλούσια.
Πολύ χαίρομαι που θα μαζευτούμε με τις κόρες της και θα μιλήσουμε για εκείνην και τα παλια, σε ένα φιλολογικό μνημόσυνο για έναν καλλιτέχνη. Όπως αποκαλύφθηκε τελικά, αν και το ξεραμε κατά κάποιο τρόπο...

Λίγους μήνες μετά, δηλαδή τον Οκτώβριο του 2010, δημοσιεύτηκε μια εκτενέστερη παρουσίαση στο περιοδικά Books Review, με τίτλο:
   Αριστερά και Μικρασία, δυο ήττες

Ο μπαμπάς μου στη Νέα Ιωνία με τις ξαδέρφες του '33

Πήρα στα χέρια μου το βιβλίο της Αφρώς Βουδούρογλου σαν ένα ανέλπιστο δώρο. Είναι ένα μάλλον μικρό αυτοβιογραφικό κείμενο, μια μαρτυρία από το μεσοπόλεμο, όπως διευκρινίζει στο εξώφυλλο, τα παιδικά και τα νεανικά χρόνια μιας κοπέλας που ήρθε στην Ελλάδα πρόσφυγας το 22, τέλειωσε το σχολείο, δούλεψε σε υφαντουργείο είκοσι χρόνια, πάλεψε με τη φτώχεια, συμμετείχε στην Αριστερά και κυνηγήθηκε, επιβίωσε και διεκδίκησε τη βελτίωση της ζωής και της προσωπικότητάς της.
Αρχίζει από τις πιο παλιές της αναμνήσεις, το σπίτι στην πατρίδα της που το θυμάται αμυδρά, κάποια γεγονότα του ταξιδιού προς την Ελλάδα, την εγκατάσταση στη Νέα Ιωνία με την οικογένεια της, τον ερχομό του πατέρα από την εξορία στην Ανατολία, την εφηβεία της και τις σχολικές της αναμνήσεις, τα χρόνια της δουλειάς σαν εργάτρια υφαντουργείου, τέλος το γάμο της το 1940. Για μένα προσωπικά δεν είναι μόνο η μικρή αυτοβιογραφία ενός ανθρώπου που πέρασε όλες τις νεοελληνικές περιπέτειες του πρώτου μισού του εικοστού αιώνα, αλλά και η ευκαιρία να γνωρίσω καλύτερα, έστω και μετά θάνατον, πολλά χρόνια μάλιστα μετά το θάνατο της, μια από τις πιο γοητευτικές παρουσίες των παιδικών μου χρόνων. Το τι είχε ζήσει και αντιμετωπίσει στα νιάτα της αυτή η γενναιόδωρη και πληθωρική γυναίκα, ελπίζω ότι και από μόνο του είναι όχι μόνο ένα απολαυστικό και συγκινητικό ανάγνωσμα αλλά και πολύτιμη συμβολή στην έρευνα της ζωής των προσφύγων και των εργατριών, αλλά και των βιομηχανιών στο μεσοπόλεμο, και προσθέτει πολύ ενδιαφέροντα στοιχεία στη σύνθεση της κοινωνικής εικόνας της εποχής εκείνης.

Η εξιστόρηση αρχίζει με τις λιγοστές αναμνήσεις της Αφρώς από την πατρίδα της, την πόλη Ισπάρτα της Πισιδίας, και συνεχίζεται με την εγκατάσταση των προσφύγων στη Νέα Ιωνία. Η Αφρώ ήταν πολύ μικρή όταν ήρθε το 1922 με τη μάνα και τα αδέρφια της στην Ελλάδα, μαζί με όλα τα γυναικόπαιδα από τα Σπάρτα, όπως τα έλεγαν οι ντόπιοι Έλληνες. Οι άνδρες, από δεκατεσσάρων ετών και πάνω, είχαν σταλεί εξορία στα βάθη της Τουρκίας και συνάντησαν τις οικογένειές τους στην Ελλάδα αρκετούς μήνες αργότερα, μερικοί χρόνια αργότερα. Ο πατέρας της Αφρώς ήταν προύχοντας στην πατρίδα του, δικηγόρος, του Οθωμανικού Δικαίου όμως, που σήμαινε ότι δεν μπορούσε να δουλέψει στην Ελλάδα. Όταν γύρισε στη γυναίκα του και τα παιδιά του μετά την περίοδο της αιχμαλωσίας και τα Τάγματα Εργασίας, δεν κατάφερε να ορθοποδήσει.
Προσπαθώντας να διατηρήσει την αξιοπρέπεια του στην κοινωνική κατάσταση του πρόσφυγα αυτός ο πρώην αστός μπορεί κανείς να πει ότι αρνήθηκε να συμβιβαστεί με την πραγματικότητα. Δεν δέχτηκε μια θέση δημοσίου υπαλλήλου που του προσέφεραν, στη συνέχεια έχασε τα λεφτά της προσφυγικής αποζημίωσης στο χρηματιστήριο.
H Αφρώ με τον αδερφό της
Σα να μην έφταναν αυτά, καθώς τα παιδιά μεγάλωναν, στην οικογένεια υπήρξαν κάποιες δραματικές συγκρούσεις.  Όταν ο μεγάλος γιος πήρε κρυφά τα λεφτά της αποζημίωσης της μάνας του κι έφυγε από το σπίτι, ο πατέρας τον κατήγγειλε στην Αστυνομία. Η Αφρώ καταγράφει το περιστατικό και την κριτική των συγγενών της για τη στάση του πατέρα της:

Ακριβώς δεν θυμάμαι, αλλά εκεί κατά το 1928 έφυγε από το σπίτι ο μεγάλος μας αδελφός. Είχε γεννηθεί το 1909. Όπως έμαθα μετά, τον είχε δείρει με το σίδερο εκείνο το μακρύ που έχουν στον αργαλιό, ο αδερφός της μάνας μου, ο Γκιουζέλης, που δούλευε μαζί του και έκανε το αφεντικό. Έκανε μεταφορές ο καημένος ο Τάκης μας, μαλλιά στην πλάτη. Νεαρός τότε, στην ηλικία τη δύσκολη, τον έβλεπαν οι κοπέλες και δεν του άρεσε αυτό. Κατάφερε και του πήραν ένα  ποδήλατο. Για την εποχή εκείνη ήταν τόλμημα τέτοια πολυτέλεια. Άρχισαν τα σχόλια και οι κατακραυγές. Τι το θέλει το ποδήλατο; Ήταν και με κορδελάκια, εντυπωσιακό.
Είχαμε εφτά χρόνια διαφορά, δεν έκανα παρέα με τον αδερφό μου. Αργότερα έκαναν με τον Παύλο που ήταν δυο χρόνια μικρότερος από μένα. Η ιστορία του Τάκη μας είναι τόσο μπερδεμένη, ήμουν μικρή να βγάλω συμπεράσματα. Η φυγή του κράτησε μέχρι το θάνατό του, πριν τέσσερα χρόνια. Πέθανε μόνος, λεύτερος, στον Ερυθρό Σταυρό. Όταν ήρθαν να με συλλυπηθούν οι ανεψιές του πατέρα μου από την αδελφή του Πιπίνα, η πρώτη κουβέντα που είπαν ήταν: «Θεός σχωρέστον, ο θείος έφταιξε για τον Τάκη».
Με λίγα λόγια η ιστορία είναι αυτή. Ένας φίλος του, καταστηματάρχης ο μπαμπάς του, πήρε λεφτά από το ταμείο του πατέρα του, κι έπεισε τον Τάκη να βρει κι αυτός. Ο Τάκης πήρε την αποζημίωση της μάνας μας κι έφυγε. Μάθαμε μετά ότι άνοιξαν καφενείο στην Καβάλα, μετά πήγαν στην Ξάνθη. Το περίεργο και ασυγχώρητο είναι το φέρσιμο του πατέρα μου. Δεν μπορώ να καταλάβω, άνθρωπος όπως έλεγαν έξυπνος, πώς αντέδρασε έτσι σκληρά. Πήγε στην αστυνομία και τον κατήγγειλε. Ενώ ο άλλος, ο αγράμματος, κάλυψε το γιο του και είπε ότι δεν πήρε χρήματα από το ταμείο. Έτσι κατάφερε να ξαναφέρει το γιο του κοντά του. Ο δικός μας, μετά που καταστράφηκε, ήταν αδύνατον να επιστρέψει. Ντρεπότανε να δει τη γειτονιά, όπως έλεγε. Κατά διαστήματα μαθαίναμε νέα του από ξένους. Η ιστορία αυτή  θέλει ολόκληρο βιβλίο για να μελετηθεί, τι να πρωτοπώ. Χρόνια και χρόνια έτρεχα ξοπίσω του για να τον πείσω να έρθει να δει τη μάνα του. χαμήλωνε τα μάτια, κοκκίνιζε κι έλεγε: «θα έρθω. Το Σάββατο» Το Σάββατο δεν ερχόταν ποτέ. Μετά από τις περιπέτειες και την καταστροφή στην επαρχία, ρίζωσε και καταστάλαξε στον υπόκοσμο της οδού Αθηνάς. Έκανε τον εμπορομανάβη. Εν τω μεταξύ τα χρήματα του τα έτρωγαν οι διάφοροι και κατέληξε να έχει καρότσι και να πουλάει ευκαιριακά πράγματα, φιστίκια ή καρύδες».

Τι μπορεί να έλπιζε ο πρώην δημογέροντας καταγγέλλοντας το γιο του στην Αστυνομία; Ότι ο σωφρονισμός μπορούσε να τον συνετίσει; Κάτι τόσο ξένο με τις σημερινές αντιλήψεις περί οικογένειας και ψυχολογίας, ακόμα και τότε ακραίο, μπορεί να μας βάλει σε σκέψεις σήμερα που περνάμε περίοδο αυτοκριτικής στη σχέση μας με νόμους και κανόνες. Πάντως η στάση του πατέρα απομάκρυνε για πάντα το γιο από την οικογένεια κι από την ελπίδα επανένταξης.

Όταν κατάφερνε να μαζέψει κάποια χρήματα ο πρώην δημογέροντας ήταν ικανός  να τα δώσει σε κάποιον πατριώτη του που του κλαιγόταν, τη στιγμή που στο δικό του σπίτι τα μωρά πεινούσαν. Γιατί είχε κάνει πέντε παιδιά στην Ελλάδα, μετά  τα τέσσερα που είχε όταν έφτασαν εδώ. Σύνολο, εννέα. Τα τελευταία ήταν δίδυμα κορίτσια.
«Σ’ αυτή την κατάσταση το 1929 γεννιούνται τα δίδυμα. Πώς να περιγράψει κανείς τον ερχομό τους; Είναι της Παναγίας τα Εισόδια. 21 Νοεμβρίου. Με στέλνουν στη γιαγιά Ουράνα να ειδοποιήσω πως έπιασαν πόνοι τη μάνα μου. Δεν θα ξεχάσω ποτέ την εικόνα εκείνη της γιαγιάς μου, να χτυπιέται. Τα πολλά παιδιά ήταν για την εποχή εκείνη κατάρα και μάλιστα ανεπιθύμητα. Σκέψου τώρα, όταν η μαμά ανήγγειλε ότι υπάρχει και δεύτερο. Έτσι ήρθαν η Δέσποινα και η Αλίκη, τα στερνοπαίδια της κυρα-Χρυσάνθης. Η γέννα έγινε στο δωμάτιο το πρώτο του σπιτιού από μια χατζη-Ατενέ, πρακτική μαμή. Ο πατέρας μου για να παρηγορήσει την κατάσταση είπε το αμίμητο: «Μ’ αρέσουν εμένα τα δίδυμα παιδιά, έχουν γούστο δυο- δυο». Η γιαγιά μου όμως χτυπιόταν συνέχεια και όλο έβριζε τον πατέρα μου πως εδώ δεν είναι Ισπάρτα και ενώ έδινε συμβουλές στους άλλους εκείνος έκανε πράγματα τρελά. Η Αλίκη είχε πρησμένους αδένες, αδύνατη όπως ήταν, η γιαγιά πήγε να την πνίξει για να γλιτώσει την κόρη από την ταλαιπωρία να μεγαλώσει άλλα δυο παιδιά στα σαράντα της χρόνια. Δεν ξέρω ακριβώς πώς γλίτωσε, την ιστορία αυτή μας την έλεγε συχνά η μάνα μου λέγοντας την Ουράνα σκληρή.
Για μένα και τα μεγάλα αδέρφια μου ήταν μια δοκιμασία. Εκτός από τις ειρωνίες, «πάλι γέννησε η μάνα σου;» Μια κοπέλα μεγαλύτερη από μένα 3-4 χρόνια, η Θέμις, ξαδέλφη πρώτης της Χρύσας Χατζηβασιλείου, της αγωνίστριας, με σταματάει μια μέρα και μου λέει: «Μην αφήνετε βρε Αφρώ τους γονείς σας να κοιμούνται μαζί» Κι εγώ με την αφέλεια που με έδερνε τότε, της απάντησα πως κοιμούνται χώρια. Έσκασε βέβαια στα γέλια, κι εγώ, μετά που έμαθα μερικά πράγματα ντρεπόμουν για την αμάθειά μου. Ωρίμασα πολύ καθυστερημένα, στην τελευταία τάξη του Γυμνασίου είδα περίοδο. Οι συμμαθήτριές μου δεν με πίστευαν».
Κι όμως η Αφρώ αυτόν τον πατέρα τον αγαπούσε, και όταν πέθανε έχασε τον κόσμο, όπως έχει γράψει. Προφανώς η αρχοντική στάση του απέναντι στη ζωή και στα προβλήματα της έδινε ένα είδος μπούσουλα, μια ψυχολογική βάση, έστω κι αν χρειάστηκε εκείνη να γίνει εργάτρια και να μη σπουδάσει για να επιζήσει τελικά η οικογένεια. Η ευγένεια και η καλλιέργεια του  ξεπεσμένου μικρασιάτη αστού δεν χάθηκε μαζί με τα πλούτη του, και δεν υπέκυψε στην αθλιότητα της ζωής του. Τη διατήρησε κόντρα στην πραγματικότητα και η κόρη του την εκτίμησε. Έγινε μεν εκείνη πολύ πρακτικός άνθρωπος, όρμηξε στη ζωή αποφασισμένη να κερδίσει τη μάχη, αλλά κράτησε κι η ίδια μια περήφανη στάση, ένα είδος απόστασης από τα πράγματα ακόμα κι όταν  δούλευε δώδεκα ώρες την ημέρα μανταρίζοντας κασμήρια.

Η προσφυγιά σακάτεψε τον πατέρα και τα δυο μεγάλα παιδιά της οικογένειας. 

Η Αφρώ (καθιστή με την άσπρη μπλούζα)με φίλες και φίλους
Μπορεί να έφτασαν σώοι στην καινούργια τους πατρίδα, να τους δόθηκε η ευκαιρία να ξαναφτιάξουν τη ζωή τους, αλλά δεν μπόρεσαν να ξεπεράσουν ψυχικά τη δοκιμασία, να βρουν το κουράγιο να παλέψουν και να ριζώσουν, να επινοήσουν μια καινούργια ταυτότητα.
 Η ζωή στο σπίτι ήταν πολύ δύσκολη για την Αφρώ. Ζούσαν πολλοί άνθρωποι στριμωγμένοι σε δυο δωμάτια. Η μαθητική της καθημερινότητα χρειαζόταν ηρωισμό. Όταν πήγαινε στο γυμνάσιο έπρεπε να διανύει με τα πόδια μεγάλες αποστάσεις μέχρι το σχολείο που την είχε δεχτεί, σε καλή γειτονιά. Γνώρισε εκεί καθηγητές που την εκτίμησαν και τη βοήθησαν να αποκτήσει πίστη στον εαυτό της. Ωστόσο δεν άντεξε να περιμένει περισσότερο για να πιάσει δουλειά και να βοηθήσει την οικογένεια. Δεν πήγε στο Πανεπιστήμιο. Ήταν μια επιλογή που της κόστισε.
Απόφοιτοι γυμνασίου τα χρόνια εκείνα θεωρούνταν μορφωμένοι, και υποτίθεται ότι μπορούσαν να βρουν κάποια δουλειά γραφείου. Φαίνεται ότι τα πράγματα δεν ήταν έτσι για τους πρόσφυγες χωρίς προσβάσεις και γνωριμίες. Η Αφρώ ξεκίνησε να ψάχνει θέση γραφείου, αλλά οι διασυνδέσεις του πατέρα δεν έφτασαν ως εκεί. Ακόμα και για τη δουλειά της εργάτριας στο υφαντουργείο που είχαν ανοίξει πατριώτες της, χρειάστηκαν γνωριμίες και πολλές προσπάθειες ώσπου να τη δεχτούν και να ξεκινήσει. Έμεινε δυο δεκαετίες σε εργασίες εξαντλητικές, που καταστρέφουν τα μάτια, σε μια εποχή που δεν υπήρχε οκτάωρο. Δούλευαν δέκα κι ενίοτε δώδεκα ώρες τη μέρα, και κάποτε που είχαν ένα αφεντικό σκληρό δεν μπορούσαν ούτε διάλειμμα για τουαλέτα να κάνουν.
Στη νέα πραγματικότητα των προσφύγων στην Ελλάδα οι κοινωνικές καταστάσεις είχαν ανακατευτεί, αν υποθέσουμε ότι υπήρξαν σταθερές κάποτε. Οι προύχοντες μπορούσαν να ξεπέσουν, και οι τεχνίτες με αρκετή τόλμη να γίνουν βιομήχανοι.  Ήταν μια εποχή βιομηχανικής ανάπτυξης, θα μπορούσε κανείς να πει, αλλά σε τι βάσεις:
…»Το ένα αργαλειό έγινε δυο, τα δυο τέσσερα, μετά έξι, μετά δώδεκα, και οι μανταρίστρες από δυο που ήμαστε γίναμε είκοσι και κάθε τόσο παίρναν κι άλλες. Το εργοστάσιο μεγάλωνε, αλλά όλα ήταν πρόχειρα. Οι τοίχοι ασουβάντιστοι. Υγρασία πολύ, το μπετόν φωτιά από πάνω κι εμείς με σκυμμένο το κεφάλι δουλεύαμε αυτή την απαίσια δουλειά που λέγεται μαντάρισμα. Καμιά σχέση με το κοινό, κάλτσες μαντάρισμα σε κάλτσες κλπ. Αυτό ήταν μια συνεχής νευρασθένεια. Δεν έμεινε καμία εργάτρια να μην πάθει αστιγματισμό. Κι όταν πήγαμε μια μέρα στον Πειραιά, στον Τράντα τον οφθαλμολόγο, μας είπε πως επειδή συνέχεια βλέπουμε εντατικά από κοντά, γι αυτό πάσχουμε όλες από την ίδια πάθηση. Καταπίναμε το μάλλινο χνούδι από τα τόπια όταν τα διπλώναμε. Μια μυρωδιά λαδίλας που δεν μπορούσες να αναπνεύσεις. Στην άκρη του θαλάμου μας είχαν κάνει ένα πρόχειρο κουβούκλιο, με τζάμια και μία πόρτα να απομονώνονται τα αφεντικά από το θόρυβο των αργαλειών για να έχουν άνεση. Στην πλάτη μας είχαν φυτρώσει δυο πρασινάδες στον υγρό σουβά. Τόλμησα να πω στον Κώστα Στύλογλου: «Κύριε Κώστα, κοιτάξτε τι γίνεται, φύτρωσαν χορτάρια, θα πιαστούμε από την υγρασία». Γέλασε και απάντησε: «Πιο καλά, θα δροσίζεστε και το καλοκαίρι». Την άλλη χρονιά μας έβαλαν γύρω- γύρω σανίδια από κασόνες που έφερναν με τα αργαλειά από το εξωτερικό.
Πώς ξέδιναν οι γυναίκες εκείνες από μια τέτοια ζωή; Οι περισσότερες αφοσιώνονταν με πάθος στη θρησκεία, ανήκαν σε διάφορες ομάδες που ασχολούνταν με τα άγια συστηματικά.
Έβλεπα τις καημένες τις αδελφές του Χριστού, όπως τις λέγανε, πάμπτωχες, να στερούνται και να πηγαίνουν στον πατήρ Άγγελο ό,τι καλύτερο είχαν. Θυμάμαι στην Κατοχή μια κοπέλα, που την πήγαν για εξομολόγηση, είχε αγανακτήσει γιατί ο πάτερ Άγγελος έτρωγε καρύδια την ώρα της εξομολόγησης. Τον είχαν σαν Θεό τους. Όλες ήταν λεύτερες, όταν τους μιλούσες για γάμο, σου απαντούσαν πως παντρεύτηκαν το Χριστό. Kάθε μεγάλη κοπέλα είχε και μια προστατευόμενη, μικρή, που την κατηχούσε. Αυτή η μικρή ήταν σαν υπηρεσία, έκανε όλες τις αγγαρείες.
καρναβάλι στο σπίτι των ξαδέρφων
 Προσπάθησαν να βάλουν και την Αφρώ στην παρέα τους, αλλά εκείνη είχε από την οικογένεια, από τον λόγιο πατέρα για την ακρίβεια, την παράδοση της αθεΐας και σύντομα ανακάλυψε τις μαρξιστικές ιδέες που την ενδιέφεραν πολύ περισσότερο. Ωστόσο της άρεσε να τραγουδά, και μερικά τροπάρια τα έμαθε από τις συντρόφισσές της. Ενώ εκείνες ήταν δύσκολο να πειστούν να τραγουδήσουν τα δικά της αγαπημένα τραγούδια, εκείνη μπορούσε να τις συνοδεύσει στα τροπάρια.
Γίνεται πολύς λόγος για τραγούδια στο βιβλίο. Η Αφρώ είχε εξαιρετική φωνή, οι παρέες είχαν τότε το προνόμιο αυτό μέσα στη φτώχια τους, να τραγουδάνε σε κάθε ευκαιρία. Η Αφρώ γνώρισε ανήσυχους νέους, ήταν κι η ίδια ανήσυχη. Γνώρισε αριστερούς και καλλιτέχνες, έπαιξε σε μια παράσταση με το Γιάννη Ρίτσο, αγάπησε το θέατρο.  Μοίρασε προκηρύξεις για απεργίες,  κυνηγήθηκε και ταίριαξε στο τραγούδι με το Μιχάλη Βουδούρογλου, έναν γλυκομίλητο νεαρό με ευγενικούς τρόπους και μεγάλη επιμονή. Έκαναν ωραίο ντουέτο μαζί, αλλά η Αφρώ «δεν ήθελε έρωτες». Είχε την ευθύνη της οικογενείας της, δεν μπορούσε να κοιτάξει παραπέρα.  Όλοι ήταν εναντίον του Μιχάλη, δεν ήταν πλούσιος, ήταν κομμουνιστής, τριγύριζε, δεν είχε μυαλό για δουλειά, ζωγράφιζε, δηλαδή θεωρούσε τον εαυτό του καλλιτέχνη, πράγμα καταστροφικό. Το μόνο σοβαρό που έκανε ήταν να βοηθάει στο καφενείο του πατέρα του. Όλοι την απέτρεπαν και τον κακολογούσαν. Όμως ο Μιχάλης δεν το έβαλε κάτω. Πολιόρκησε την Αφρώ σταθερά και αφοσιωμένα. Και στο τέλος την κέρδισε. Αλλά ο γάμος μαζί του δεν ήταν ο γάμος που θα θεωρούσε η κοινωνία τότε πετυχημένο, αφού η Αφρώ συνέχισε μετά το γάμο να δουλεύει. Αδιανόητο!
Λίγο μετά το γάμο της κηρύχτηκε ο πόλεμος και ο άνδρας της επιστρατεύτηκε. Εκείνη πήγε να μείνει στης ξαδέρφης της το σπίτι, όπου γεννήθηκε η πρώτη της κόρη. Η οικογένεια, η ευρεία μάλιστα οικογένεια, ήταν αυτή που παρείχε συνδρομή στις δύσκολες στιγμές. Η Αφρώ, σε κάποιο σημείο της αφήγησής της, κατηγορεί τη στάση κάποιας θείας της που δεν υιοθέτησε τη μικρή της αδερφή και άφησε να τη στείλουν στο Ορφανοτροφείο. Η θεία εκείνη ήταν η μικρότερη από τις αδερφές της μητέρας της, η μόνη που είχε σπουδάσει, κι αυτό επειδή είχε μια παραμόρφωση στην πλάτη  και θα έμενε ανύπαντρη και άρα άπορη αν δεν σπούδαζε.. Όμως η ατομική της χειραφέτηση ερχόταν σε αντίθεση με τις αντιλήψεις περί οικογενειακών υποχρεώσεων, και ακόμα και η Αφρώ, γυναίκα προοδευτική κατά τα άλλα, της καταλόγισε αυτή την «έλλειψη αγάπης». Όπως η ίδια θυσίασε τα χρόνια των σπουδών για την οικογένεια, πίστευε ότι το καθήκον όλων ήταν να συνδράμουν τους δικούς τους ανθρώπους πρωτίστως, κι ύστερα να κοιτάζουν τις προσωπικές ανάγκες τους. Υπήρχε ένα αίσθημα μεγαλείου σε αυτή την αυταπάρνηση, που θα πρέπει κάπως να την παρηγορούσε, ανάλογο με τη θρησκευτικότητα των συναδέλφων στη δουλειά, όσο κι αν έμοιαζε εντελώς διαφορετικό. 
Είναι φανερό από τη διήγησή της ότι η ιδιότητα της εργάτριας δεν οδηγούσε σε τίποτε που να μοιάζει με συνείδηση κοινωνική, με αναγνώριση κοινωνική, κάτι που να παρέχει την αίσθηση της καριέρας ή της προόδου, της εξειδίκευσης σε μια δουλειά, μια αίσθηση που θα έδινε αξιοπρέπεια. Δεν υπάρχει ιεραρχία, επαγγελματική πρόοδος. Δεν υπάρχουν σωματεία και λέσχες. Οι εργάτριες δεν έχουν φωτογραφηθεί στους αργαλειούς τους, τουλάχιστον στο βιβλίο δεν υπάρχει τέτοια φωτογραφία. Το ίδιο το αυτοβιογραφικό κείμενο είναι η μοναδική απόπειρα να εγγραφεί στη ζωή της Αφρώς η εικοσαετία της σκληρής δουλειάς.  Τα επαγγέλματα χρειάζονται τη συμβολική τους ένδυση για να δίνουν στους ανθρώπους κοινωνική υπόσταση και αναγνώριση. Όμως εκείνη την εποχή, όπως και τώρα στις εταιρίες καθαρισμού σπιτιών και τόσες άλλες εργασίες, αυτά τα πράγματα δεν κυκλοφορούσαν. Τα κορίτσια δουλεύουν από ανάγκη, όσο αντέχουν, η δουλειά είναι προσωπική υπόθεση της καθεμιανής, κι η καθεμία τα βγάζει πέρα όπως μπορεί. Δεν αισθάνονται να ανήκουν σε κάποια τάξη. Βρέθηκαν εκεί παλεύοντας με τα κύματα της Ιστορίας, του χαμένου πολέμου και της  Καταστροφής, τις σηκώνει η φουσκοθαλασσιά της ελληνικής ταξικής κινητικότητας,  και ίσως να τις πάρει κάποια στιγμή κάπου αλλού.
Δεν είναι τυχαίο ότι το ρίχνουν στη θρησκεία οι περισσότερες. Η μιζέρια της δουλειάς μοιάζει με προσωπική δοκιμασία που απειλεί το σώμα και το νου, την οποία οι ανώτερες δυνάμεις μπορούν να βοηθήσουν να αντέξεις. Υποβόσκει η ιδέα ότι οι γυναίκες δεν θα έπρεπε να είναι εκεί, αλλά κάπου όπου θα τις τιμούσαν και θα έπαιζαν σωστά το ρόλο τους, στο σπίτι δηλαδή.
Για την Αφρώ όμως, που σαν εργάτρια συναντήθηκε με τις σοσιαλιστικές και τις κομμουνιστικές ιδέες, η δουλειά, αυτή η βαρετή, κουραστική κι ανθυγιεινή δουλειά, η κατ’ εξοχήν δουλειά που αλλοτριώνει, ήταν ο δρόμος της χειραφέτησης της, όσο κι αν θα προτιμούσε, όπως οποιοσδήποτε φυσιολογικός άνθρωπος, να τον έχει βρει με κάποιον καλύτερο τρόπο, που δεν θα τον εγκατέλειπε μόλις η οικογένεια ορθοπόδησε οικονομικά, χρόνια αργότερα, με την εργασία του Μιχάλη.
Ο Μιχάλης στο καφενείο του πατέρα του
Η αφήγηση σταματά μετά το γάμο της, λίγο πριν τον πόλεμο του 40. Εκεί, μπροστά στα πιο δύσκολα και σκληρά χρόνια της Κατοχής και του Εμφυλίου, μπορεί να μην άντεξε να συνεχίσει την καταγραφή.
Η κόρη της, η Φραντζέσκα Λάνγκενφας Βουδούρογλου που αποφάσισε να εκδώσει το βιβλίο, συμπληρώνει την ιστορία του ζευγαριού με λίγα λόγια για μια πολύ περιπετειώδη περίοδο. Ο Μιχάλης τραυματίστηκε στην Αλβανία κι έζησε με ακρωτηριασμένα πόδια, αλλά χωρίς να πάρει ποτέ ούτε πιστοποιητικό νομιμοφροσύνης, επειδή ήταν αριστερός, ούτε κάποιο από τα ευεργετήματα των αναπήρων Κάποια στιγμή άρχισε να συνεργάζεται με υφαντουργικές εταιρίες που χρειάζονταν σχέδια για υφάσματά. Ζωγράφιζε τελάρα με λουλούδια, τις περίφημες κλάρες, για τέντες, καλύμματα, κουρτίνες .  Η αγάπη του για τη ζωγραφική κατάφερε να βρει επαγγελματική διέξοδο. Οργάνωσε ένα εργαστήριο στο σπίτι που έχτισαν στη Νέα Ιωνία και η Αφρώ δούλεψε μέχρι να εξοφληθούν τα γραμμάτια του σπιτιού, ‘κατ’ αποκοπήν’ ως τα τέλη της δεκαετίας του ’50. Τα δικά της ταλέντα έμειναν χωρίς επαγγελματικό αντίκρισμα.


Όταν τους γνώρισα εγώ, στη δεκαετία του 50 και του 60 τους επισκεπτόμασταν οικογενειακώς τακτικά, σε ένα μικρούτσικο σπίτι που είχε χτιστεί μεν σε μισό προσφυγικό οικόπεδο, αλλά ήταν το πρώτο σπίτι που είδα στη ζωή μου να έχει αυτά τα μεγάλα παράθυρα προς το δρόμο στο καθιστικό, που λέγονται bay windows, πριν ακόμα πλημμυρίσει η Αθήνα με τζαμαρίες στα ρετιρέ της. Σε αυτό το φωτεινό χώρο έβρισκες περιοδικά που εμείς τουλάχιστον δεν βρίσκαμε αλλού μαζεμένα, από τον μεγάλο παλιό Ταχυδρόμο με τις χορταστικές σελίδες, μέχρι τους Δρόμους της Ειρήνης, περιοδικό της Αριστεράς που δεν τολμούσε τότε ο καθένας να αγοράσει, και πόσο μάλλον να επιδείξει.
Υπήρχαν δίσκοι του Θεοδωράκη, αλλά και του Χατζιδάκη, ένα πικάπ απλό, που δεν έμοιαζε με τα βαρύτιμα έπιπλα της μόδας, αλλά έπαιζε συνέχεια, βιβλία για κάθε γούστο σε αφθονία, και δυο πρόσχαρα κορίτσια, οι κόρες του ζευγαριού, που μπορούσαν ανάμεσα σε δυο απαιτητικά καλαμπούρια να σου εξηγήσουν δυο απαιτητικά ποιήματα του Ελύτη ή του Σεφέρη, κι ύστερα να φύγουν παρέα με τα πιο λαμπερά πλάσματα που διέθετε το λεκανοπέδιο. Οι τοίχοι, όπου δεν υπήρχαν ράφια με βιβλία, ήταν γεμάτοι πίνακες από το πάτωμα μέχρι το ταβάνι. Ο θείος Μιχάλης ήταν ζωγράφος, και η θεία Αφρώ ήταν τραγουδίστρια, κατά την ακλόνητη πεποίθηση μας, αφού μπορούσαμε να θαυμάζουμε στους τοίχους τα έργα του και στις στιγμές της χαλάρωσης τη φωνή εκείνης, που την παρακαλούσαν πάντα να μας χαρίσει ένα τραγούδι κι ύστερα άλλο ένα, ακριβώς όπως παρακαλά ο κόσμος τους καλλιτέχνες. Γνωστοί και φίλοι θυμούνται ότι στο σπίτι εκείνο μπορούσες να φας εξαιρετικά ντολμαδάκια και κουλουράκια φτιαγμένα από τα χεράκια της Αφρώς, αλλά άλλο ήταν που με συγκινούσε, κάτι πέρα ακόμα και από την κουλτούρα, που ήταν το σήμα κατατεθέν τους, κι αυτό είχε να κάνει με το πώς αντιμετώπιζαν εμένα σαν παιδί, τα δικά τους παιδιά, κι όλα τα παιδιά εν γένει. Είχαν απέναντι μας το μεγαλύτερο σεβασμό που είχα συναντήσει ποτέ, κάτι πέρα από το χαϊδολόγημα που μπορεί να σου κάνουν αγαπημένοι συγγενείς, μια σπάνια κατανόηση και αποδοχή των παιδικών αναγκών,  από το παιχνίδι και τη βόλτα, μέχρι την ελευθερία επιλογών στη ζωή. Από παιδαγωγική άποψη υπήρξαν ανεκτίμητοι, διότι επιπλέον αποδείκνυαν ότι η μάθηση και η πληροφόρηση προσφέρουν  απολαύσεις, ότι η περιέργεια είναι πάθος που δικαιούται να ικανοποιείται, ότι η μόρφωση είναι διαδικασία καθημερινών ανακαλύψεων.
Η Αφρώ με το Μιχάλη και τις κόρες τους Φραντζέσκα και Χρύσα
Η Αφρώ ήταν πρώτη ξαδέρφη του πατέρα μου, και στα νιάτα τους είχαν υπάρξει φίλοι. Είχαν κουβεντιάσει πολύ και τριγυρίσει με παρέες είχαν δει θέατρο και μπλέξει στα πολιτικά,  είχαν περάσει από καλά έως συνταρακτικά μαζί, κι αυτό αντανακλούσε ακόμα όταν ξαναβρίσκονταν μαζί με όλους εμάς τους καινούργιους. Δεν ήξερα λεπτομέρειες από το παρελθόν, ακούγονταν κάτι μισόλογα, η Αφρώ είχε δουλέψει πολύ στα νιάτα της, ο πατέρας της είχε καταστραφεί, κάτι φράσεις παράξενες που δεν τις διευκρίνιζαν για το χατίρι μας  οι παλιοί φίλοι. Καλύτερα να μην ξέραμε εμείς οι νέες γενιές τι είχε μεσολαβήσει από την εποχή που ήταν οι δυο τους πιτσιρίκια στην πατρίδα τους μέχρι τότε που ώριμοι πια μεγάλωναν τα δικά τους πιτσιρίκια σε έναν κόσμο εντελώς διαφορετικό, ελπίζανε. Κι ελπίζαμε.
Διότι υπήρχαν δυο στοιχεία στα παιδικά μας χρόνια, στοιχεία- στοιχειά, που δεν μπορούσες να τα αγνοήσεις. Το ένα ήταν «η πατρίδα», συγκεκριμένα η πόλη Σπάρτα Πισιδίας στο οροπέδιο του Ταύρου, όπου είχαν γεννηθεί και οι δυο τους, ο πατέρας μου και η Αφρώ, ένα μέρος μυθικό που γέμιζε πόνο και νοσταλγία ακόμα κι εμάς, παιδιά παιδιών που την είχαν εγκαταλείψει τριάντα και σαράντα χρόνια πριν. Αναμνήσεις, τραγούδια, φαγητά, διηγήσεις της γιαγιάς και εμμονή στα περασμένα μεγαλεία δεν αρκούσαν να θεραπεύσουν τον μεγάλο εκείνο καημό, που ζωντανή μαρτυρία είχε μόνο την εκφορά του λόγου των σπαρταλήδων, τη βαριά τουρκομερίτικη προφορά τους. Και το άλλο ήταν η Αριστερά, άλλος μυθικός τόπος. Ένα έπος που μπορούσαμε να μάθουμε μόνο από τους ίδιους τους γονείς μας, γιατί πιστεύαμε βαθιά ότι η επίσημη εκδοχή ήταν ένα φρικαλέο ψέμα. Ακόμα και αλήθειες να ακούγαμε, στο ραδιόφωνο ας πούμε, ή στο σχολείο, εμείς τα παιδιά των αριστερών δεν υπήρχε περίπτωση να πιστέψουμε λέξη. Η αλήθεια ήταν στις διηγήσεις των γονιών μας και μόνο, όταν θα ήθελαν να μας την πουν…
Ο πατέρας της Αφρώς όταν ήταν φοιτητής
Αλλά δεν ήθελαν πάντα. Η γενιά εκείνη είχε περάσει δύσκολες εποχές, και προτιμούσε να προσηλώνεται στο παρόν και το μέλλον. Υπήρχαν δυο ήττες, η Μικρασία και η Αριστερά. Και δεν είχε χαθεί τίποτε τελείως. Η πατρίδα υπήρχε στις ιστορίες και ακόμα πιο έντονα στη χροιά της φωνής. Η Αριστερά υπήρχε στη διεκδίκηση για συμμετοχή στην πολιτική και στην τέχνη με κάθε δυνατό τρόπο.
Εντάξει, δεν μπορούμε να έχουμε παράπονο. Στα χρόνια που ακολούθησαν χορτάσαμε λεπτομέρειες, μάθαμε πολλά, απομυθοποιήσαμε περισσότερα, οι διηγήσεις επιτέλους ξεχύθηκαν ελεύθερες, αλλά και πάλι όχι όλες. Οι μεγάλοι των παιδικών μας χρόνων ακόμα κρατούν μυστικά και ιστορίες ανείπωτες. Έτσι όταν η Φραντζέσκα Λάνγκενφας –Βουδούρογλου, η μεγαλύτερη κόρη της Αφρώς μου είπε ότι η μητέρα της είχε καταγράψει τις νεανικές της αναμνήσεις, και ότι η ίδια επιμελήθηκε την έκδοσή του πλαισιώνοντας τις με όλες τις απαραίτητες ιστορικές και οικογενειακές λεπτομέρειες, αισθάνθηκα σαν η αγαπημένη θεία να μου κάνει μετά θάνατο ένα ακόμα δώρο, όπως εκείνες τις μακρινές μέρες που την επισκεπτόμουνα παιδί στη Νέα Ιωνία. Και σα να ακούω ξανά τη φωνή της, εκείνη την πλούσια κοντράλτο φωνή με τη σπαρταλίδικη χροιά, μια ιδιαίτερη ποιότητα που προσωπικά πιστεύω ότι διέθεταν όλοι οι πατριώτες της, και πατριώτες μου, οι Σπαρταλήδες που είχαν εγκατασταθεί στη Νέα Ιωνία. 

Ιδανικές φωνές, αγαπημένες, χροιές που δεν ξαναβρίσκονται.

Ακούγοντας τους καθώς μεγάλωνα και χάνοντας τους σταδιακά καθώς συνεχίζω να μεγαλώνω, κατέληξα στο συμπέρασμα ότι επειδή τα τούρκικα εκφέρονται πολύ περισσότερο από το λάρυγγα, όταν μιλούν ελληνικά οι τουρκόφωνοι κρατούν μια βαθύτητα στον ήχο που είναι κάτι εντελώς ιδιαίτερο. Ήταν δηλαδή, τώρα πια έχει χαθεί, δυστυχώς χωρίς να αναδειχθεί, το ότι μιλούσαν τούρκικα ήταν κάτι που προκαλούσε ειρωνείες, τους έφερνε ντροπή,  και έπρεπε να ξεχαστεί. Κρίμα που η χροιά της φωνής δεν βγαίνει στα κείμενα!
Η γραφή έχει βέβαια άλλες ιδιότητες, και δημιουργεί άλλες προκλήσεις. Το να περιγράψει κανείς τις συνθήκες δουλειάς στα υφαντουργεία θα ήταν ίσως απλό, το να μιλήσει για τους κοντινούς του ανθρώπους ήταν άλλη ιστορία. Συνήθως οι οικογένειες, οι αληθινές οικογένειες, δεν θέλουν να βγάζουν στη φόρα τις μαύρες σελίδες τους. Για χρήση των απογόνων, για το κοινωνικό πρόσωπο, κάποιες δυσάρεστες ιστορίες είναι καλύτερα να ξεχνιούνται. Και στην οικογένεια της Αφρώς υπήρχαν πολλές δυσάρεστες ιστορίες. Ωστόσο στα 65 της χρόνια το πήρε απόφαση. Κάθισε και γέμισε τις σελίδες, στο τετράδιο που της χάρισαν τα παιδιά της σα να ήθελε να φέρει επιτέλους την κάθαρση από τις τόσες εκδοχές, τα μισόλογα και τις διαστρεβλώσεις που κάλυπταν ορισμένα απλά γεγονότα. Έγραψε τις αναμνήσεις της όπως θα τις διηγόταν στα παιδιά ή στα εγγόνια της. Ανέφερε τα πρόσωπα με τα αληθινά τους ονόματα, κατέγραψε πολλές και σκληρές λεπτομέρειες από τη ζωή στα προσφυγικά, τη συμπεριφορά του πατέρα και των αδελφών, της κοινότητας και της γειτονιάς με τολμηρά απλό τρόπο, σα να είχαν συμβεί σε κάποιον άλλον. Πολλές δεκαετίες μετά τις ωραίες εκθέσεις που έγραφε στο σχολείο κατέφυγε ξανά στην τέχνη της γραφής και την χρησιμοποίησε με τη σιγουριά και την εμπιστοσύνη του ανθρώπου που δεν είχε χάσει την επαφή μαζί της. Κυρίως του ανθρώπου που πιστεύει πάντα στη λυτρωτική και ανθρωπιστική δύναμη της γραφής.

Το λινκ για τον ιστότοπο του περιοδικού είναι:
 http://www.booksjournal.gr/index.php?option=com_content&view=article&id=53:2010-12-09-13-25-54&catid=40&Itemid=62

Δευτέρα 22 Φεβρουαρίου 2010

Πολιτική βία, φόβος, ελπίδες και απελπισίες

Τετάρτη βράδυ πήγα να ακούσω τις ομιλίες των Μανδραβέλη, Ψυχογιού και Δαφέρμου στη Νομική Σχολή. Πρώτη φορά πήγαινα στο καινούργιο κτίριο, από τον πεζόδρομο της Μασσαλίας, αλλά και στο παλιό είχα πολλά χρόνια να πάω Μόλις μπήκα στο αμφιθέατρο, μετάνιωσα. Έχω γκρίζα μαλλιά, κι εκεί μέσα είχε μόνο φοιτητές και φοιτήτριες, μέσος όρος ηλικία τα 20. Ντρεπόμουν όμως και να φύγω, ήμουνα στην πρώτη σειρά. Έμεινα. 
Το θέμα ήταν η πολιτική βία. Οι τρεις ομιλητές είχαν τις απόψεις τους ο καθένας, ο Μανδραβέλης μίλησε για τη γλωσσική σύγχυση που ξεχειλώνει την έννοια της βίας και κατά κάποιον τρόπο νομιμοποιεί κάθε είδους αναίτια βία σαν απάντηση σε αυτά που ονομάζονται βία. Ο Ψυχογιός είπε ότι καλλιεργούμε υπερβολικά το θαυμασμό στη βία στην παιδεία και στις παραδόσεις μας. Και ο Δαφέρμος είπε ότι η βία είναι διάχυτη, υπάρχει ψυχολογική βία, εργατική βία, οικογενειακή βία κλπ, δηλαδή κατά κάποιο τρόπο έκανε περίπου αυτό που είχε υποστηρίξει ο Μανδραβέλης, ότι τα βαφτίζουμε όλα βία. 
Ύστερα κουβέντιασαν με τα παιδιά, τα οποία βεβαίως ήταν ρομαντικά και αναφέρονταν στην εξέγερση του Πολυτεχνείου με πολύ ενθουσιασμό. Ο Δαφέρμος είπε ότι το Πολυτεχνείο ήταν μια εντελώς ειρηνική εξέγερση σε βίαιες συνθήκες. Ο Ψυχογιός προσπάθησε, όπως κάνει συχνά, να τους εξηγήσει ότι δεν πρέπει να το ζηλεύουν το Πολυτεχνείο και την έξαρσή του γιατί έγινε μετά από μια περίοδο μεγάλης καταπίεσης. Περνούσαμε άσχημα στη χούντα, είπε. Ναι, αλλά είχαμε ελπίδες, είπε ο Δαφέρμος πολύ χαμογελαστός, και τα παιδιά χειροκρότησαν. 
Κι αυτό με πίκρανε, ίσως επειδή ήταν και ο γιος μου στο ακροατήριο. Αυτή η φράση και αυτή η αντίδραση πιστεύω ότι είναι στη βάση μιας παρεξήγησης που ερμηνεύει και όσα συνέβησαν σε λίγο.
Γιατί χειροκροτήσανε τα παιδιά; Δεν έχουν αυτά ελπίδες; Είχαμε εμείς περισσότερες; Σκέφτηκα να σηκωθώ να πω ότι δεν είχαμε όλοι ελπίδες, ότι τώρα περνάνε καλύτερα, ότι εμείς πλήτταμε θανάσιμα, ότι δεν θέλαμε ψωμί κι ας φωνάζαμε Ψωμί Παιδεία Ελευθερία.–ψωμί υπήρχε- τους Ρολινγκ Στόουνς θέλαμε, τα ενδιαφέροντα πράγματα που συνέβαιναν στον κόσμο. Κι ότι δεν ήταν και τόσο μη βίαιο το Πολυτεχνείο, γιατί είχαμε σπάσει ένα σωρό αντικείμενα, δεν είχαμε αφήσει πόδι σε καρέκλα ή τραπέζι. Τα σκεφτόμουνα, αλλά δεν μιλούσα, θυμόμουνα πόσο γκρίζα είναι τα μαλλιά μου και πόσο σαν τη μύγα μες στο γάλα ήμουνα εκεί μέσα. 
Τότε περίπου μπήκανε μέσα οι τραμπούκοι, κάτι τύποι με μαύρα ρούχα και κράνη στο χέρι, κι άρχισαν να βρίζουν. Θέλουμε να διαβάσουμε ένα κείμενο, είπαν, έπιασαν το μικρόφωνο κι έλεγαν κάτι για εικοσάχρονα παιδιά που μπήκαν φυλακή, κι ότι έφταιγε ο Πάσχος. Ξεφτίλες, λέγανε στα παιδιά, καλέσατε εδώ τον υπονομευτή του ασύλου! Δηλαδή κατηγορούσαν όλους εκεί μέσα για αυτό που έκαναν οι ίδιοι, γιατί αυτοί και καταργούσαν και υπονόμευαν το άσυλο. 
Μερικοί νεαροί τους είπαν να περιμένουν τη σειρά τους να μιλήσουν. Κι ένα παιδί τυφλό άρχισε να ουρλιάζει: Γιατί το κάνετε αυτό; γιατί χαλάτε αυτή τη συζήτηση; Είχε τόση ένταση που με πήρανε τα κλάματα. Ντρεπόμουνα να κλαίω έτσι στην πρώτη σειρά με τα γκρίζα μαλλιά μου, αλλά καλύτερα που έκλαιγα παρά να κατουριέμαι από φόβο.
Φοβήθηκα. Αυτό το φριχτό αίσθημα που σου σφίγγει χαμηλά την κοιλιά, κατουριέσαι πάνω σου, αυτό με είχε πιάσει στην αρχή. Αυτό ήθελαν κι εκείνοι. Να φοβηθούμε. Εντάξει λοιπόν, εγώ τουλάχιστον ανταποκρίθηκα. Ίσως επειδή δεν ήμουνα και στα νερά μου.
Τον αναγνώρισα το φόβο. Τον είχα ξανανιώσει πολλά χρόνια πριν, εκεί στη Νομική, Αθήνας και Θεσσαλονίκης, γιατί έμενα στην Αθήνα αλλά σπούδαζα στη Νομική Θεσσαλονίκης, και στα Πολυτεχνεία αμφοτέρων. Τότε που μας κυνηγούσαν οι μπάτσοι, επί χούντας.. Φοβόμουν πολύ. Μια μέρα είχα κοντέψει να κατουρηθώ από φόβο. Είχαμε πάρει ταξί για να το σκάσουμε από κάποιους που μας πλησίαζαν απειλητικά, και πόση αγωνία είχα μη μυρίσει ο ταξιτζής κάτι… 
Αυτός ο φόβος λοιπόν. Τόσα χρόνια μετά, στο ίδιο μέρος κατά κάποιο τρόπο, με το ίδιο θέμα. Οι τύποι απείλησαν λοιπόν καμπόσο, μέχρι που πέταξαν αυγά στον Πάσχο, κι έφυγαν. Κι όταν είδα τα αυγά να πέφτουν, μαζί με το ξάφνιασμα και το σοκ, ένιωσα και ανακούφιση, αυτό ήταν λοιπόν, τέλος, γλιτώσαμε τα χειρότερα.
Σκουπίσαμε τον Πάσχο και τον πιάσανε αγκαζέ, ο Αλιβιζατος που ήταν σαν οικοδεσπότης συντετριμμένος, να τον πάνε όλοι μαζί σε μέρος ασφαλές. Δηλαδή, συγγνώμη, ποιο είναι το ασφαλές; Πού δεν έχει κράτος και εξουσία κάποια φασιστική ομάδα; Μπουλούκι ανεβήκαμε τη Μασσαλίας, μπουλούκι πήγαμε στη Σόλωνος και μπήκαμε σε ένα μπαρ, και πίναμε και πίναμε, και δεν συνερχόμασταν. Ήπια τρία πορτό, κι έμεινα και κουβεντιάσαμε ώρες, αλλά παρόλ’ αυτά τη νύχτα έμεινα ξύπνια, δεν μπορούσε να μου περάσει η ταραχή. Στριφογύριζα στο κρεβάτι και εκρήγνυνταν στο μυαλό μου φράσεις αγανάκτησης, και κυρίως η αίσθηση της αδικίας που επιφυλάσσει αυτή η χώρα σε ανθρώπους οι οποίοι κάνουν το έγκλημα να δημοσιεύουν κείμενα. Να πασχίζουν για τη σκέψη, να βάζουν την τέχνη τους, τα δυνατά τους, και η ανταμοιβή, αυγά στα μούτρα. Να πρέπει να φοβούνται να μιλήσουν. Να πρέπει να είναι ήρωες για να μπορούν να γράφουν. Κι έχουμε Δημοκρατία υποτίθεται. Πρέπει να είμαστε ευτυχείς που δεν είναι οι τύποι καθεστώς επίσημο. 
Ξαγρυπνούσα και μου έρχονταν στο μυαλό εικόνες από τις γιορτές της Πολεμικής Αρετής των Ελλήνων. Αυτά μας έβαζαν να κάνουμε στη χούντα. Τέτοια θεάματα τραγάνιζαν τα νιάτα μας. Ακούγαμε τραγούδια και μαθαίναμε για κινήματα στην Ευρώπη, την αμφισβήτηση των πάντων, ιδέες καινούργιες, ανατρεπτικές, συγκλονιστικές, κι εδώ είχαμε τον Πατακό. Πώς να πείσουμε τα σημερινά παιδιά να μη νοσταλγούν τις εξεγέρσεις μας; Οι γονείς μας τα κατάφεραν καλύτερα. Τον πόλεμο που έζησαν κανείς δεν τον ζήλεψε, κι ας είχε πολλούς ηρωισμούς. Αλλά βλέπεις άλλη η γοητεία της επανάστασης. Τρομάρα μας. Πώς να εξηγήσουμε ότι χάσαμε τόσα πράγματα που δεν αναπληρώθηκαν με το Πολυτεχνείο. 
Εγώ θα ήθελα να είμαι τώρα νέα. Να κάνω χορό, να μπορώ να διαβάζω και να ακούω ό,τι θέλω, να ντύνομαι όπως θέλω, να πηγαίνω σε μικτό σχολείο, να ξέρω ανθρώπους από την Αφρική και την Ασία. Να ταξιδεύω, να πηγαίνω Εράσμους, να μαθαίνω ξένες γλώσσες, να ψάχνομαι, να γνωρίζω παρέες από το Ίντερνετ, να μη φοβάμαι μήπως πέσω σε χαφιέδες που θα με προδώσουν και θα με καλέσει ο ασφαλίτης να με χτυπήσει και να με βιάσει. Να μην ασχολούμαι όπως τότε με την πολιτική, από απελπισία. Απελπισία είχαμε, όχι ελπίδα, γιατί δεν τα λες όλα κύριε Δαφέρμο;
Αλλά ίσως εσύ να έλπιζες περισσότερο, δεν ξέρω. Ήσουν στέλεχος, στην Επιτροπή κατάληψης, μπορεί να ένοιωθες πολλές ελπίδες. Κι εγώ κείνη τη μέρα είχα ελπίδες, αλλά την επόμενη, για θυμήσου; Δεν είχες ενοχές ποτέ; Δεν σκέφτηκες ποτέ τους επόμενους μήνες ότι είχαμε κάνει λάθος με το Πολυτεχνείο; Εγώ το σκεφτόμουνα συνέχεια…
Βέβαια εσείς στην Αθήνα ήσασταν αλλιώς. Πιο ηρωικοί και περήφανοι. Εγώ θα μπορούσα να είμαι εδώ, Τετάρτη έφυγα για μια ηλίθια άσκηση στο Ποινικό, και μου είπε ο Ντένης καθώς έμπαινα στα ΚΤΕΛ, μην πας, έλα στο Πολυτεχνείο, έγινε κατάληψη. Ε, καλά άσε να φύγω τώρα, θα γυρίσω το Σάββατο...
Έμεινα στη Θεσσαλονίκη και κάναμε κι εμείς κατάληψη το πρωί της Παρασκευής στο Πολυτεχνείο. Λέγαμε να πάμε στην Οδοντιατρική που ήταν κεντρικά, τελικά προτιμήθηκε η μίμηση. Είχε από τότε την επικοινωνιακή του σημασία και το μύθο του, το Πολυτεχνείο. 
Μείναμε μέχρι τα χαράματα του Σαββάτου. Η μεγαλύτερη ευτυχία ήταν η ώρα της πορείας ως εκεί, της τρεχάλας. Αυτή η ζηλευτή έξαρση,εντάξει, υπήρξε για καποιες ώρες. Αυτό είναι που θέλουν όλοι να ξαναζήσουν. Και το παιχνίδι με το φόβο τους αρέσει άραγε; Δεν έχουν τίποτε καλύτερο στη ζωή τους; Ύστερα περιφερόμουν στις αίθουσες και τις συνελεύσεις και ομολογώ ότι συχνά δεν καταλάβαινα την υπερβολικά επαναστατική γλώσσα, και δεν συμφωνούσα με το σπάσιμο των καρεκλών. Κυκλοφορούσαν όλοι με ένα κομμάτι ξύλο, από πόδια τραπεζιών. Εσύ γιατί δεν έχεις, με ρώτησαν. Εγώ δεν μπορώ να παίξω ξύλο, είχα πει. Και με στεναχωρούσε αυτή η καταστροφή. Είναι κάτι που το σκέφτομαι συχνά. Δεν κατάφερα να πείσω κανέναν εκείνη τη νύχτα ότι δεν χρειαζόταν να σπάμε τις καρέκλες. Το προσπάθησα, αλλά μάταια.
Ωστόσο έκαναν κάτι πολύ σωστό, η επιτροπή που είχαμε εκλέξει. Όταν έμαθαν τι είχε γίνει στο Πολυτεχνείο της Αθήνας, αποφάσισαν να παραδοθούμε. Εν ολίγοις. Αυτό. Να μη χυθεί αίμα. Δεν γίναμε ήρωες. Ας είναι καλά τα παιδιά. Το λέω και το ξαναλέω, αν και έτσι όπως συνταχθήκαμε να βγούμε ήταν πολύ ταπεινωτικό. Στριμωγμένοι, στη σειρά, κι έλεγα μέσα μου, ηττηθήκαμε, ας έχω τουλάχιστον ψηλά το κεφάλι. 
Μπροστά είχε ένα τανκς με αναμμένους προβολείς, στρατιώτες με το όπλο προτεταμένο, και μόλις βγαίναμε μας σκόρπιζαν αστυνομικοί με σπρωξιές. Το κεφάλι ψηλά εσύ, έλεγα μέσα μου, και βγήκα κρατώντας αγκαζέ σφιχτά την Κατερίνα και προχωρούσαμε σαν αυτόματα. Κι όπως προχωρούσαμε αποφεύγαμε όσο μπορούσαμε τους αστυνομικούς που ήταν σκόρπιοι σε όλο το δρόμο, κι ένας είχε πιάσει ένα παιδί, που έφτασε σε μας, γαντζώθηκε πάνω μου, και μαζί γαντζωμένος πάνω του ο μπάτσος το κρατούσε και πήγαμε λίγα λεπτά έτσι, τραβώντας ο ένας τον άλλον, αλλά δεν άπλωσα το χέρι να βοηθήσω, να σπρώξω το μπάτσο, να κρατήσω το αγόρι κοντά μου, που εκλιπαρούσε με μια κλαψιάρικη φωνή, καθόλου ηρωικό κι αυτό, συνέχισα να προχωράω σα μηχανή με κύριο στόχο να ξεφύγω. 
Αυτή ήταν η ηρωική έξοδος… Αλλά εγώ τουλάχιστον το ήξερα, και δεν είχα οπλιστεί με κανένα ξύλο. Είμαι δειλή, ήθελα να ζήσω, και μάλιστα αρτιμελής, κι ας είχαμε ιδιαιτέρως και αστόχαστα κινδυνεύσει επί ώρες. Κατουριόμασταν από το φόβο μας, και ουρλιάζαμε όταν μας χτυπούσαν, και τρέχαμε να γλιτώσουμε. Δεν θα σας άρεσε, πιστέψτε με. Σε κάνει να νιώθεις πολύ άσχημα, ο φόβος σε αποβλακώνει, σου φτωχαίνει τη ζωή, σου μαραίνει τα νιάτα. Δεν θέλω να χρειάζεται ηρωισμό τίποτα. Θέλω να ζω ασφαλής σε ελεύθερη χώρα, όπως τώρα. Σύμφωνα με τους νόμους. Οι νόμοι είναι για να προστατεύουν κυρίως ανθρώπους σαν εμένα, αδύναμους, δειλούς, αγύμναστους, που δεν θέλουν να παίζουν ξύλο, παιδιά, γριές και γέρους. Θέλουμε νόμους, σύνταγμα, δημοκρατία, ισότητα, τέτοια πράγματα για να συνεννοηθούμε. Όχι επαναστάσεις, όχι πολυτεχνεία. Όχι άλλα πολυτεχνεία. Δεν υπάρχει λόγος για τόση απελπισία.
Τα γράφω αυτά όλα μετά από τόσα χρόνια, γιατί διαρκώς καταλαβαίνω ότι έχει γίνει παρεξήγηση. Ακούστε πάλι τη φωνή του σταθμού. Ακούστε την αγωνία των εκφωνητών. Δεν ήθελαν να πεθάνουν και να γίνουν ήρωες. Δεν ζούσαμε σε εποχές μαύρες, δεν θέλαμε να θυσιαστούμε. Θέλαμε να ζήσουμε, να χαρούμε τα νιάτα μας, τις ευρωπαϊκές κατακτήσεις. Να ζούμε όπως εσείς οι νέοι τώρα. Να βρίσκουμε τον εαυτό μας, όχι να ασχολούμαστε με τους καραβανάδες και να μας βασανίζουν. Τρελαίνομαι όταν ακούω νέους να μου λένε πως είχαμε το προνόμιο της εξέγερσης: Που είχαμε κάθε μέρα να κάνουμε με τα κατακάθια της κοινωνίας, και τα κατακάθια της δικής μας ψυχής, το φόβο μας. φρίκη, και πλήξη, και απόγνωση, και αδιέξοδα! Τώρα έχετε το προνόμιο της εξέγερσης. Πρέπει να είναι οπωσδήποτε με καδρόνια; Τώρα μπορείτε να κάνετε τόσα πράγματα για να αλλάξετε τον κόσμο. Υπάρχουν εθελοντικές οργανώσεις, γιατροί χωρίς σύνορα, ομάδες για τους μετανάστες, δενδροφυτεύσεις, πράγματα που δεν τα φανταζόμασταν. Ελάτε στην ομάδα μας, να κάνουμε μαθήματα ελληνικών στους μετανάστες. Μάθετε το ελληνικό αλφάβητο σε έναν αφρικανό που δεν πήγε σχολείο ποτέ του, και θα δείτε ότι θα αλλάξει ο κόσμος. Πηγαίνετε στην Ουρουγουάη με τους Ινδιάνους, στο Γκάζι με τα τσιγκανάκια, στη Σιέρα Λεόνε με τα παιδιά πολεμιστές, στον Κολωνό με το Κυριακάτικο σχολείο, ελάτε σε μας, στην Αγορά της Κυψέλης, ο κόσμος σας περιμένει να τον αλλάξετε. Και το μυαλό σας μπορεί να δουλέψει ελεύθερα. Να ακούει ελεύθερα, να διατυπώνει ελεύθερα, να ζει τη συγκλονιστική εμπειρία της ελεύθερης σκέψης. Είναι πιο συνταρακτικό από κάθε άλλη συγκίνηση, δεν αναπληρώνεται με τίποτα. 
Αυτό το προνόμιο έχουμε τώρα. Εκτός κι αν επιτρέψουμε στους τραμπούκους να μας το αφαιρέσουν.

Δημοσιεύτηκε στο ΒΗΜΑ το Σάββατο 28 Νοεμβρίου 2009 στο σύνδεσμο 
http://www.tovima.gr/default.asp?pid=2&artid=301853&ct=6&dt=28/11/2009

Τρίτη 9 Φεβρουαρίου 2010

Βαλένθιααα

Στην Κεντρική Αγορά της Βαλένθιας γυρίστηκε ένα χάπενινγκ με όπερα και ανέβηκε στο Γιουτιούμπ, όπου κάνει θραύση. 

Ξαφνικά τα μεγάφωνα παίζουν μουσική από την Τραβιάτα του Βέρντι και πωλητές με ποδιά αφήνουν το μαγαζί, βγαίνουν στη μέση και τραγουδούν. 

Εντάξει, προφανώς ήταν τραγουδιστές της όπερας που είχαν ντυθεί πωλητές, αλλά ήταν τόσο όμορφο να εμφανίζονται ξαφνικά με τις ποδιές και να αρχίζουν τα τραγούδι, τόσο εξαιρετικό και ανέλπιστο, που ο φακός κατέγραψε μερικούς αγοραστές- ακροατές να δακρύζουν από συγκίνηση. Τραγούδησαν τη σκηνή από το πάρτι, εκείνη της αρχής που έχει και βαλσάκι, και χόρεψαν στη μέση της Κεντρικής Αγοράς στη Βαλένθια, κρατώντας ποτηράκια σαμπάνιας που προσφέρθηκε από τα μαγαζιά. Στο τέλος οι τραγουδιστές ύψωσαν ένα πανό, «Είδες πόσο πολύ σου αρέσει η όπερα;» έγραφε. 

Διαφήμισαν και την Όπερα και την Αγορά και χάρισαν σε όσους έτυχαν εκεί τη στιγμή εκείνη μια μικρή ανακάλυψη: πόσες δυνατότητες απόλαυσης και χαράς κρύβουν οι άνθρωποι, ανεκμετάλλευτες. Και τώρα βέβαια αρχίζει κανείς να ονειρεύεται παρόμοια πράγματα στην Αθήνα. Αλλά πρέπει να υπολογίσουμε ότι το σκηνικό είναι δύσκολο. 

Το καλοκαίρι μια ομάδα παιδιών τραγούδησε ολόκληρη την Κάρμεν στον δρόμο, στην πλατεία Καπνικαρέας για την ακρίβεια, κι ήταν εξαιρετικά. Ας μη ζητάμε παραπάνω. Για να φτάσει να γίνει η Αγορά σκηνικό όπερας πρέπει να αλλάξουν πολλά. Πρώτα χρειάζεται γενική καθαριότητα, ύστερα βάψιμο, καλό σφουγγάρισμα και στέγνωμα του πατώματος, να μην τσακιστούν γλιστρώντας κοινό και τραγουδιστές, γιατί μπορεί να ξεχαστούν με την όπερα, να μην είναι συγκεντρωμένοι όπως όταν ψωνίζουν τα κρεατικά τους. Αν γίνουν όλα αυτά θα μπορεί να παιχτεί μετά και η Αΐντα, γιατί τέτοιο έργο στη Βαρβάκειο θα είναι εφάμιλλο με τη διώρυγα του Σουέζ. 

https://www.tanea.gr/2010/02/09/opinions/analwsima-balenthiaaaa/

Πόσο δύσκολο να γίνει το προσωπικό, πολιτικό.

Τη νύχτα που έφτασε ο Καραμανλής στο Ελληνικό να αναλάβει τα ηνία της χώρας που είχε βρεθεί στο χείλος του γκρεμού, πενήντα χρόνια πριν, δεν...