Κι εγώ μέσα στους αχινούς
Στις γούβες, στ΄αρμυρίκια
Σαν τους παλιούς θαλασσινούς
Ρωτούσα τα τζιτζίκια:
«κι εσείς τζιτζίκια μου άγγελοι
Γεια σας κι η ώρα η καλή
Ο βασιλιάς ο ήλιος ζει;»
Κι όλ’ αποκρίνονταν μαζί
Ζει και ζει και ζει και ζει και ζει
Ο βασιλιάς ο ήλιος ζει
Τα παιδιά έμαθαν αυτό το τραγουδάκι πριν δούνε αχινό και
πολύ πριν μάθουν να ξεχωρίζουν τ’ αρμυρίκια. Το έμαθαν πριν εμείς καταλάβουμε
ότι το είχαν μάθει. Δεν είχαμε φανταστεί ότι είναι παιδικό. Το έμαθαν επειδή τους
άρεσε πολύ. Όπως και το άλλο:
Σκίζει η πλώρη τα νερά, κι αντηχούνε τα βουνά
Ντούκου -ντούκου μηχανάκι, ντούκου το παλιό μεράκι
Στο αναγνωστικό του Δημοτικού ο γιος μου κοίταξε το γόνατο
του την ημέρα που διάβασαν το «παιδί με το γρατζουνισμένο γόνατο». Είχε κι
εκείνος μια γρατζουνιά.
-Για μένα το λέει! Είπε θριαμβευτικά.
Δεν είχε βέβαια κουρεμένο κεφάλι, είχε όμως όνειρο ακούρευτο.
Αλλά τα κορίτσια ήταν στο έργο του τα πιο προνομιούχα. Τα κορίτσια, η πόα της ουτοπίας.
Ξεκίνησα να γράφω στη ζωή μου για να του απαντήσω. Οι στίχοι του ήταν πρόκληση. Τα κορίτσια
μπορούσαν να βγουν από τη ζωγραφιά, να αρθρώσουν το δικό τους λόγο. Τα κορίτσια
μπορούσαν να μιλήσουν σε πεζό, σε σάτιρα, σε ποίηση, να καταθέσουν τη δική τους
οπτική του κόσμου.
Την επομένη της κηδείας του Ελύτη, ξεχώρισα στη φωτογραφία του
πλήθους την παλιά μου φίλη, με τα μαλλιά ελεύθερα, όπως πριν είκοσι χρόνια, πόα
πάντα και ουτοπία ακόμα.
Μας προσέφερε αυτή την υπέροχη συζυγία των λέξεων όταν
ήμασταν κορίτσια και μάλλον δεν μπορέσαμε ποτέ να μεγαλώσουμε.
«Να προσφερθούν δωρεάν τα έργα του στη νεολαία» πρότεινε ο
δήμαρχος Ηρακελίου και συνειδητοποίησα ότι έχω μεγαλώσει. Δεν είμαι νεολαία
πια. Κρίμα. Όταν πήγαινα στο Γυμνάσιο είχα αντιγράψει τα ποιητικά του βιβλία σε
δικά μου τετράδια, τα είχα λοιπόν κι εγώ δωρεάν, κατά κάποιον τρόπο, σε μια
εποχή που δεν σκέφτονταν καθόλου να μας τα χαρίσουν.
Πολύ πιθανόν να έχω περισσότερο καιρό αντιγράφοντας το
σύμπαν που δημιούργησε, χωρίς να το συνειδητοποιώ.
Είναι παράξενο όταν πεθαίνει ένας ποιητής που έχουμε
συνηθίσει να ζούμε μαζί του σαν μέρη του κόσμου του, πληθυσμός των δημιουργιών
του και ξαφνικά συνειδητοποιούμε ότι ήταν άνθρωπος κι αυτός, συγκάτοικος
διαμερισμάτων πολυκατοικίας, περιπατητής της Αθήνας, με σώμα και ηλικία, με
ανάγκες και αναπνοή τα οποία είχαν αρχή και τώρα έχουν τέλος.
Το παιδί με το γρατζουνισμένο γόνατο κοίταξε κατάπληκτο τα
μπαλκόνια της πολυκατοικίας που έδειχνε συνέχεια η τηλεόραση, του σπιτιού του
στη Σκουφά.
-Μα ήταν φτωχός; Είπε.
Διότι πίστευε μέχρι τότε ότι όλα τα πλοία και τα τζιτζίκια
και οι αχινοί του κόσμου ήταν δικά του, άρα θα φαινόταν φτωχικό το κάθε
ανάκτορο.
Γι αυτό και δεν χρειαζόταν το ανάκτορο.
-Τώρα που πέθανε τον θυμήθηκαν όλοι, είπε με πίκρα ο
διευθυντής του πολυκαταστήματος που με είδε με τις εφημερίδες αγκαλιά, γεμάτες
πρωτοσέλιδες φωτογραφίες.
Μα δεν μπορείς όλη την ώρα να θυμάσαι το πατρικό σου σπίτι. Πρέπει
να βγαίνεις έξω, να βρίσκεις τους δικούς σου δρόμους. Το γράφει αυτό στον ίδιο
το θεμέλιο λίθο. Και στην πραγματικότητα δεν το ξεχνάς ποτέ.
Κάποια ξένη εφημερίδα έγραψε ότι η ποίηση έχει ακόμα μεγάλη
απήχηση στη χώρα μας, αλλά να που εμάς δεν μας φτάνει. Έχουμε ακόμα πολλά
ανεξερεύνητα κείμενα, αινίγματα, προφητείες. Πόσα τραγούδια δεν γράφτηκαν
ακόμα. Ο κόσμος του Ελύτη, ο κόσμος της ποίησης, είναι ανοιχτός και περιμένει. Δεν
χρειάζεται διαβατήριο, πλουσιοπάροχα φιλοξενείται ο επισκέπτης.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου