Κυριακή 6 Οκτωβρίου 1996

Ακρίτες του πολιτισμού

 Oι τσιγγάνοι δεν φεύγουν από τις χωματερές. Στα Άνω Λιόσια ζουν εκεί γύρω και περνούν ώρες σκαλίζοντας στη χωματερή, όπως σκαλίζει κάποιος τη σπηλιά των θησαυρών, ή έναν αρχαιολογικό χώρο απ’ όπου πολλοί επέρασαν και μήπως δεν επέρασαν πολλοί από τα σκουπίδια; Βρίσκουν εκεί πράγματα που ακόμα κάτι αξίζουν κι επιπλέον υλικά που υποτίθεται ανακυκλώνονται: χαρτί, γυαλί, ξύλο, αλουμίνιο. Καθημερινώς καθαρίζουν από τα σκουπίδια ό,τι μπορεί να χρησιμοποιηθεί, αλλά κανένας δεν τους απονέμει οικολογικά συγχαρητήρια, κανένας δεν μετράει τον όγκο της δουλειάς τους, κανένας δεν υπολογίζει πόσο πιο γρήγορα θα είχε μπουκώσει η χωματερή αν δεν υπήρχαν αυτοί να την ξαλαφρώνουν. Αντίθετα μάλιστα. Η παρουσία τους είναι ανεπιθύμητη επισήμως και οι εργαζόμενοι στα απορριμματοφόρα κατεβαίνουν σε απεργία για να τους διώξουν. Προστασία του χώρου της χωματερής ζητούν οι εργαζόμενοι, να μην πλησιάζουν οι τσιγγάνοι, να επιβλέπεται η απόρριψη από την αστυνομία.

Είναι η δεύτερη φορά που οι εργαζόμενοι στα απορριμματοφόρα ζητάνε έλεγχο της χωματερής. Απορεί κανείς. Τι τους νοιάζει αυτούς; Τι τους πειράζει να τριγυρίζουν στα σκουπίδια οι τσιγγάνοι; Δικά τους είναι, στο κάτω- κάτω της γραφής; Και γιατί να κάθονται να τσακώνονται μαζί τους μέχρι που έρχονται στα χέρια; Μήπως προσβάλλονται από τη διαπίστωση ότι αυτά που οι ίδιοι μεταχειρίστηκαν σαν σκουπίδια έρχονται κάποιοι άλλοι και τα ανακατεύουν μπερδεύοντας τις χρήσεις και τις έννοιες;

Είναι σοβαρός λόγος αυτός αλλά δεν είναι ο μόνος.

Πριν από ένα χρόνοι οι εργαζόμενοι στα απορριμματοφόρα ζήτησαν αστυνομική προστασία της χωματερής. Να φρουρούνται τα σκουπίδια, λες και είναι η σπηλιά του Αλή- μπαμπά, το μνημείο του Αγνώστου Θησαυρού, τέτοια πράγματα. όμως η αστυνομία που μάλλον δεν συμμερίζεται ακόμα το πνεύμα αυτό, δεν ανταποκρίθηκε στο μέγεθος της ανάγκης. Μέχρι και ιδιωτική αστυνομία τους σύστησε, λέει, να χρησιμοποιήσουν. Να φρουρούν σεκιουριτάδες τα υψηλά μας απορρίμματα, για φανταστείτε.

Αλλά δεν θα φρουρούν τα απορρίμματα μονάχα. Θα φρουρούν το υψηλόφρον πνεύμα του τρομερού μας πολιτισμού που πετάει τα καλύτερα του πράγματα χωρίς να ρίχνει μια ματιά οίκτου ή συμπάθειας, το ανέμελο φρόνημα μας θα φρουρούν, που ξαλαφρώνει με τόση άνεση από ό,τι το βαραίνει. Το μνημείο του μέλλοντος μας θα φρουρούν, και δεν θα κρατήσει και πολύ η μίσθωσή τους διότι χωρίς την πρωτόγονη ανακύκλωση των τσιγγάνων θα γεμίσει ταχύτατα η χωματερή και σύντομα θα πρέπει να τρέχουν στις εθνικές οδούς που θα κλείσουν οι κάτοικοι των περιοχών όπου θα σχεδιάζονται οι καινούργιες. Αγρια πράγματα θα γίνονται και βίαια, αλλά εμείς οι πολίτες θα μπορούμε να συνεχίσουμε να πετάμε ό,τι θέλουμε ατιμωρητί, αφού θα επαγρυπνούν ιδιωτικοί και δημόσιοι αστυνόμοι.

Ίσως η καθαρότητα των σκουπιδιών να μην είναι το μόνο κίνητρο της διαμαρτυρίας των εργαζομένων. Πρέπει και η καθαρότητα της συνείδησης τους, αφού φοβούνται καθώς ρίχνουν τα σκουπίδια μήπως σκοτώσουν κανέναν από τους ανθρώπους που ψάχνουν, πλακώνοντας τον. Τον Ιούλιο εξαφανίστηκε μια Τσιγγάνα από αυτές τις σκουπιδομαζώχτρες και ο καθένας μπορεί να φανταστεί έναν φριχτό τρόπο θανάτου. Οι άνθρωποι αυτοί, οι οδηγοί, δίνουν μάχη στα σύνορα του πολιτισμού μας για να μπορούμε εμείς να συνεχίσουμε να πετάμε σκουπίδια με την ίδια ακαταστασία και ο δήμαρχος μας να μαζεύει με ακόμα μεγαλύτερη. Είναι οι ακρίτες του πολιτισμού μας.

Τέλος πάντων, ο νέος υπουργός Δημόσιας Τάξης υποσχέθηκε περίφραξη και φύλαξη του χώρου και η απεργία ματαιώθηκε, αλλά θα του πρότεινα κάτι άλλο επειδή είναι άνθρωπος λογικός. Να παράσχει αστυνομική προστασία και στο άλλο στρατόπεδο, στους Τσιγγάνους δηλαδή. Να τους επιτρέψει  με επίβλεψη για τη σωματική τους ασφάλεια, την πρωτογενή εργασία που κάνουν στη χωματερή, διότι πολύ σύντομα θα τη στερηθούμε αν σταματήσει. Περιμένοντας να αφήσει ο δήμαρχος τις βιτρίνες και να ασχοληθεί με τα σκουπίδια, να βάλει παντού κάδους ανακύκλωσης, να εγκαταστήσει συστήματα διαχωρισμού στην πηγή, δεν φτάνει, όχι η χωματερή των Άνω Λιοσίων, αλλά ούτε δέκα τέτοιες να χωρέσουν την αποσύνθεση των περιττών μας πραγμάτων χωρίς την τσιγγανική παρέμβαση.

Παρασκευή 24 Μαΐου 1996

Πλανήτες ολοκαίνουργιοι

 

Κι εγώ μέσα στους αχινούς

Στις γούβες, στ΄αρμυρίκια

Σαν τους παλιούς θαλασσινούς

Ρωτούσα τα τζιτζίκια:

«κι εσείς τζιτζίκια μου άγγελοι

Γεια σας κι η ώρα η καλή

Ο βασιλιάς ο ήλιος ζει;»

Κι όλ’ αποκρίνονταν μαζί

Ζει και ζει και ζει και ζει και ζει

Ο βασιλιάς ο ήλιος ζει

Τα παιδιά έμαθαν αυτό το τραγουδάκι πριν δούνε αχινό και πολύ πριν μάθουν να ξεχωρίζουν τ’ αρμυρίκια. Το έμαθαν πριν εμείς καταλάβουμε ότι το είχαν μάθει. Δεν είχαμε φανταστεί ότι είναι παιδικό. Το έμαθαν επειδή τους άρεσε πολύ. Όπως και το άλλο:

Σκίζει η πλώρη τα νερά, κι αντηχούνε τα βουνά

Ντούκου -ντούκου μηχανάκι, ντούκου το παλιό μεράκι

Στο αναγνωστικό του Δημοτικού ο γιος μου κοίταξε το γόνατο του την ημέρα που διάβασαν το «παιδί με το γρατζουνισμένο γόνατο». Είχε κι εκείνος μια γρατζουνιά.

-Για μένα το λέει! Είπε θριαμβευτικά.

Δεν είχε βέβαια κουρεμένο κεφάλι, είχε όμως όνειρο ακούρευτο. Αλλά τα κορίτσια ήταν στο έργο του τα πιο προνομιούχα. Τα κορίτσια, η πόα της ουτοπίας. Ξεκίνησα να γράφω στη ζωή μου για να του  απαντήσω. Οι στίχοι του ήταν πρόκληση. Τα κορίτσια μπορούσαν να βγουν από τη ζωγραφιά, να αρθρώσουν το δικό τους λόγο. Τα κορίτσια μπορούσαν να μιλήσουν σε πεζό, σε σάτιρα, σε ποίηση, να καταθέσουν τη δική τους οπτική του κόσμου.

Την επομένη της κηδείας του Ελύτη, ξεχώρισα στη φωτογραφία του πλήθους την παλιά μου φίλη, με τα μαλλιά ελεύθερα, όπως πριν είκοσι χρόνια, πόα πάντα και ουτοπία ακόμα.

Μας προσέφερε αυτή την υπέροχη συζυγία των λέξεων όταν ήμασταν κορίτσια και μάλλον δεν μπορέσαμε ποτέ να μεγαλώσουμε.

«Να προσφερθούν δωρεάν τα έργα του στη νεολαία» πρότεινε ο δήμαρχος Ηρακελίου και συνειδητοποίησα ότι έχω μεγαλώσει. Δεν είμαι νεολαία πια. Κρίμα. Όταν πήγαινα στο Γυμνάσιο είχα αντιγράψει τα ποιητικά του βιβλία σε δικά μου τετράδια, τα είχα λοιπόν κι εγώ δωρεάν, κατά κάποιον τρόπο, σε μια εποχή που δεν σκέφτονταν καθόλου να μας τα χαρίσουν.

Πολύ πιθανόν να έχω περισσότερο καιρό αντιγράφοντας το σύμπαν που δημιούργησε, χωρίς να το συνειδητοποιώ.

Είναι παράξενο όταν πεθαίνει ένας ποιητής που έχουμε συνηθίσει να ζούμε μαζί του σαν μέρη του κόσμου του, πληθυσμός των δημιουργιών του και ξαφνικά συνειδητοποιούμε ότι ήταν άνθρωπος κι αυτός, συγκάτοικος διαμερισμάτων πολυκατοικίας, περιπατητής της Αθήνας, με σώμα και ηλικία, με ανάγκες και αναπνοή τα οποία είχαν αρχή και τώρα έχουν τέλος.

Το παιδί με το γρατζουνισμένο γόνατο κοίταξε κατάπληκτο τα μπαλκόνια της πολυκατοικίας που έδειχνε συνέχεια η τηλεόραση, του σπιτιού του στη Σκουφά.

-Μα ήταν φτωχός; Είπε.

Διότι πίστευε μέχρι τότε ότι όλα τα πλοία και τα τζιτζίκια και οι αχινοί του κόσμου ήταν δικά του, άρα θα φαινόταν φτωχικό το κάθε ανάκτορο.

Γι αυτό και δεν χρειαζόταν το ανάκτορο.

-Τώρα που πέθανε τον θυμήθηκαν όλοι, είπε με πίκρα ο διευθυντής του πολυκαταστήματος που με είδε με τις εφημερίδες αγκαλιά, γεμάτες πρωτοσέλιδες φωτογραφίες.

Μα δεν μπορείς όλη την ώρα να θυμάσαι το πατρικό σου σπίτι. Πρέπει να βγαίνεις έξω, να βρίσκεις τους δικούς σου δρόμους. Το γράφει αυτό στον ίδιο το θεμέλιο λίθο. Και στην πραγματικότητα δεν το ξεχνάς ποτέ.

Κάποια ξένη εφημερίδα έγραψε ότι η ποίηση έχει ακόμα μεγάλη απήχηση στη χώρα μας, αλλά να που εμάς δεν μας φτάνει. Έχουμε ακόμα πολλά ανεξερεύνητα κείμενα, αινίγματα, προφητείες. Πόσα τραγούδια δεν γράφτηκαν ακόμα. Ο κόσμος του Ελύτη, ο κόσμος της ποίησης, είναι ανοιχτός και περιμένει. Δεν χρειάζεται διαβατήριο, πλουσιοπάροχα φιλοξενείται ο επισκέπτης.

Πόσο δύσκολο να γίνει το προσωπικό, πολιτικό.

Τη νύχτα που έφτασε ο Καραμανλής στο Ελληνικό να αναλάβει τα ηνία της χώρας που είχε βρεθεί στο χείλος του γκρεμού, πενήντα χρόνια πριν, δεν...