Μερικοί καλοί μου γείτονες φοβούνται μήπως εξευγενιστεί η
Κυψέλη. Η λέξη αυτή, εξευγενισμός, είναι μετάφραση του gentrification, και μεταφέρει φόβους και
καταστάσεις που δεν μπορούν να συμβούν εδώ. Η καημένη η Κυψέλη υπήρξε κάποτε ευγενής,
ως προσδοκία και ιδέα, επί της ουσίας
δεν το πρόλαβε. Εθεωρείτο καλή γειτονιά στη δεκαετία του 60, και τόσο πολύ είχε
εξαπλωθεί εκείνη η ευγενική φήμη που έτρεχαν όλοι να αποκτήσουν διαμέρισμα και
να εξασφαλίσουν μια θέση στην ευγένεια, στη ζωή και τις ανέσεις της πόλης, σε
σχετικά προσιτές τιμές και με ευκολίες πληρωμής. Το βάθος όμως της πολεοδομικής
της κατάστασης δεν ήταν τόσο ευγενικό, μικρά τα οικόπεδα, στενά τα πεζοδρόμια
κι οι δρόμοι, πλατείες δεν είχαν σχεδιάσει οι πρώτοι πωλητές, τι να τις κάνουν;
και σε λίγο καιρό τα διαμερίσματα των πολυκατοικιών που χτίστηκαν αποδείχτηκαν
ασφυκτικά. Οπότε οι πιο ευγενείς σηκώθηκαν κι έφυγαν για μέρη πιο ευάερα, ευήλια,
κι ευγενικά, διότι ουκ εν τω πολλώ το ευ, όπως ξέρουμε από αρχαιοτάτων χρόνων.
Κι αυτό ενώ συνεχιζόταν η παραγωγή μικρών διαμερισμάτων με το ίδιο πολεοδομικό,
που κι όταν άλλαζε ήταν προς το χειρότερο για τις δεδομένες συνθήκες.
Κι όμως, να που όταν κανείς δεν το περίμενε, η μοναδική
μικρή πλατεία της Κυψέλης, η πλατεία Αγίου Γεωργίου, έγινε της μόδας χάρις σε
μια πεζοδρόμηση και μικρούλα ανάπλαση, και χάθηκαν γρήγορα τα χιλιάδες
ενοικιαστήρια και πωλητήρια από τις εξώπορτες των πολυκατοικιών. Στους τοίχους
άρχισαν τα αντι-εξευγενιστικά συνθήματα, και στις συζητήσεις άρχισε να
κυκλοφορεί ο φόβος μην τυχόν εξευγενιστούμε στον ύπνο μας και ξυπνήσουμε
εξευγενισμένοι. Κι οι δρόμοι έπηξαν ξανά, δεν βρίσκεις να παρκάρεις, σχεδόν όπως
πριν την κρίση, τα νοίκια άρχισαν να ακριβαίνουν. Οι δρόμοι παραμένουν τη νύχτα
σκοτεινοί και τη μέρα κάμποσο βρωμεροί, αν και όχι όσο πριν την κρίση. Στα
πεζοδρόμια δυσκολεύεται να περάσει κάθε είδους καρότσι και η πλακόστρωση τους
είναι μάλλον πλακοξέστρωση. Τα μικρά
ασφυκτικά διαμερίσματα παραμένουν μικρά κι ασφυκτικά, δεν έχουν αποθήκες, δεν
έχουν μπαλκόνια, δεν έχουν μέρος να απλώσεις τα ρούχα σου, ή να φυλάξεις το
ποδήλατό σου. Αλλά ίσως αρκεί μια ιδέα, μια φήμη, κι ένας φόβος μαζί για να
νιώσει κανείς ότι ο εξευγενισμός παραμονεύει. Ας κλείσουμε τα μάτια, ας
κατέβουμε να περπατήσουμε στο δρόμο ελπίζοντας ότι οι οδηγοί θα μας προσέχουν
περισσότερο από τους εργολάβους του δημοσίου, κι ας απολαύσουμε την
ψευδαίσθηση.