Μια γυναίκα έπλενε την
κατσαρόλα της στο νεροχύτη. Φαινόταν από το παράθυρο της, ένα από τα πολλά που
έβλεπαν στην εσωτερική αυλή του κτιρίου όπου βρισκόταν το ξενοδοχείο μας. Δεν
μπορούσαμε να φανταστούμε ότι το ξενοδοχείο που είχαμε κλείσει από το Ίντερνετ
θα ήταν σε έναν από τους ορόφους ενός μεγάλου κτιρίου, ότι θα παίρναμε το
ασανσέρ περνώντας από την κοινόχρηστη πόρτα όλων αυτών των διαμερισμάτων, το
καθένα σε διαφορετικό στάδιο φθοράς των εξωτερικών τοίχων. Πολλά δεν μπορούσαμε
να φανταστούμε ξεκινώντας για τη Νάπολη, κι ας έχουμε διαβάσει ολόκληρη την
τριλογία της Φερράντε, πέρα από τα έργα στο σινεμά με τη Σοφία Λόρεν και
λοιπούς, που παιδιόθεν βλέπαμε.
Νύχτωνε καθώς φτάναμε στο
ξενοδοχείο, κατακουρασμένες μετά την πρώτη τουριστική μέρα, και την κοιτούσα
αφηρημένη τη γυναίκα να πλένει την κατσαρόλα της, να τη γυρίζει προσεχτικά γύρω
γύρω και να τη σαπουνίζει μέσα έξω. Πέρασαν κάμποσα λεπτά που περιμέναμε το
ασανσέρ, κι εκείνη ακόμα στριφογύριζε την κατσαρόλα, σχεδόν τη χάιδευε, και
σκέφτηκα ότι ποτέ στη ζωή μου δεν έχω πλύνει έτσι κατσαρόλα, ούτε τηγάνι, ούτε
καν μπρίκι που είναι μικρό και εύκολο. Πάντα βαριέμαι αυτή τη διαδικασία,
γρήγορα στριφογυρίζω το σφουγγάρι χωρίς να τη σηκώσω, την ξεπλένω βιαστικά κι
αυτό ήταν. Συχνά βρίσκω μια εσωτερική γραμμή όταν ξαναβγάζω να μαγειρέψω, αλλά
δεν δίνω σημασία. Να κάτι που δεν θα συμβαίνει σ’ αυτή τη γυναίκα, με τέτοιο
τρίψιμο και επιμονή, θα ξαναβρίσκει τα σκεύη της κάθε φορά σαν καινούργια.
Έρχεται το ασανσέρ κι ακόμα αυτή με την κατσαρόλα να τη χορεύει κάτω από το
τρεχούμενο νερό, θα είχα πλύνει δέκα πράγματα ακόμα στο χρόνο αυτό. Και φεύγουν
οι δυο πρώτες με το ασανσέρ, γιατί δεν χωράει πάνω από δυο, και καθώς περιμένω
να γυρίσει κάτω, ακόμα εκείνη ασχολείται με την κατσαρόλα της. Η κουζίνα της
είναι ανακαινισμένη, σχετικά με το παμπάλαιο κτίριο δηλαδή, όχι τίποτε
περίλαμπρο. Και το ξενοδοχείο μας είναι ανακαινισμένο, μια κάψουλα σύγχρονης
ζωής μέσα στο παμπάλαιο κτίριο, το οποίο δεν είναι κι από τα χειρότερα που
είδαμε στο ιστορικό κέντρο. Βασικά γι αυτό το διαλέξαμε, επειδή ήταν στο
ιστορικό κέντρο, αλλά αν ξέραμε τι τρελοκομείο είναι το ιστορικό κέντρο, ίσως
να ψάχναμε κάτι άλλο. Κάτι σε πιο φαρδείς δρόμους, πιο ήσυχους, πιο
συνηθισμένους τέλος πάντων.
Πέρασαν ακόμα δυο λεπτά, κι η
γυναίκα στο νεροχύτη ξεπλένει την κατσαρόλα, μεγάλη, οικογενειακή και βάλε.
Ίσως πρέπει να αρχίσω κι εγώ να συγκεντρώνομαι σε τέτοιες βαρετές δουλειές
περισσότερο, να μην τις ξεπετάω νευρικά, ίσως σου χαρίζει ηρεμία μια τέτοια
προσήλωση, πράγμα απαραίτητο στο περιβάλλον αυτό, γιατί πώς αλλιώς επιβιώνεις;
Δεν επιβιώνεις, τρελαίνεσαι αν αφήσεις να σε παρασύρουν οι ρυθμοί της
καθημερινότητας στο ιστορικό κέντρο της Νάπολης, με τα γκαρσόνια, τους
μαγείρους κι όλους τους εργαζόμενους να πηγαινοέρχονται πυρετωδώς στα στενά
διακινώντας την πραμάτεια τους, ποτήρια, μπουκάλια, πιάτα, στοίβες σεντόνια,
φαγητό σε συσκευασία ντελίβερι, κούτες με μινιατούρες κόκκινης πιπεριάς, το
σήμα κατατεθέν της Νάπολης που ξεχειλίζει από τα καλαθάκια τουριστικών ειδών,
καφάσια με φρούτα, ή απλώς ντοσιέ με σχέδια για την τεχνική Σχολή που είναι
απέναντι, ίσως κάτι σαν Πολυτεχνείο.
Όλοι αυτοί έχουν συνηθίσει το
στρίμωγμα, τη συνύπαρξη, τα παλιά κτίρια, τους οδηγούς μοτοσικλέτας που σε
στέλνουν να κολλήσεις στον τοίχο, και αυτοκινήτου, που σε στέλνουν στο κούφωμα
της πλησιέστερης πόρτας. Ίσως δεν υπάρχει άλλη σωτηρία για τους κατοίκους αυτών
των παράξενων μεγάρων που πιθανότατα ονομάζονται Παλάτσα, από το να
συγκεντρώνονται στη μικρή τους εργασία κάθε φορά, στο μικρό τους διαμέρισμα που
μέσα στο παμπάλαιο πέτρινο κτίριο είναι ανακαινισμένο και καθαρό. Έξω τα
σκουπίδια είναι παντού, συσσωρεύονται όπου υπάρχει χώρος, σε μια τέταρτη
διάσταση μεταξύ τοίχων και λίθων του δρόμου, αρχαίοι λίθοι, αρχαιότεροι κι από
τα κτίρια, αλλά μέσα, στην ανακαινισμένη σου φωλίτσα μπορείς να καθαρίζεις όσο
θέλεις και να ζεις σε χωριστό σύμπαν όσο αντέχει η μέση σου.
Πώς αντέχουν οι άνθρωποι στο
ιστορικό κέντρο, αναρωτιόμουν μέχρι τη μέρα που πήγαμε στις ισπανικές
συνοικίες, κι έκτοτε αναρωτιέμαι πώς αντέχουν εκεί οι άνθρωποι. Εκεί οι δρόμοι
είναι πιο στενοί και πιο βρώμικοι τα σκουπίδια περισσότερα, τα κτίρια είναι πιο
μαύρα, τα κλιμακοστάσια των κτιρίων σκοτεινά, με γδαρμένους τοίχους.
Καταφέρνουν να ανακαινίζουν τα διαμερίσματα τους μέσα σ’ αυτό το τρομερό
περιβάλλον; Οι άνθρωποι που βλέπουμε στο δρόμο είναι σε πολύ καλύτερη κατάσταση
από τα κτίρια, κι έχουν ένα σωρό μικρά αυτοκίνητα, στριμωγμένα βέβαια,
παρκαρισμένα ξυστά στους κατάμαυρους παλιούς πέτρινους τοίχους των στενών, αλλά
πάντως σένια. Και μέσα στο μισάωρο που περάσαμε στα δρομάκια εκείνα,
τουλάχιστον δέκα μηχανάκια με οδηγούς πιτσιρίκια πέρασαν με ιλιγγιώδη ταχύτητα,
όσο ιλιγγιώδη γίνεται σε τέτοιες συνθήκες. Είναι έθιμο της περιοχής κι αυτό,
ποιος ξέρει από πότε και γιατί.
Πώς μπορεί να ανακαινιστεί ένα
τέτοιο κτίριο; Ανήκει σε κάποιον, υπάρχει υποχρέωση να το βάψει ο ιδιοκτήτης;
Βάφεται η παμπάλαιη αυτή πέτρα; Νιώθουν εγκλωβισμένοι οι άνθρωποι που ζουν εδώ,
ή ανήκουν σε κοινότητες που τους καλύπτουν συναισθηματικά με τέτοιο τρόπο ώστε
να μην περισσεύει χώρος για θλίψη, ή και για ελπίδα; Μια κουστωδία που
κουβαλούσε ένα απ’ αυτά τα θρησκευτικά φορεία με εικόνα της Παναγίας και του
μικρού Ιησού πέρασε από τα στενά, άντρες έπαιζαν μουσική, γυναίκες κρατούσαν
λάβαρα, παιδιά χόρευαν, όλοι με άσπρες και κόκκινες στολές, φαίνεται είναι τα
χρώματα της Νάπολης. Έκαναν ένα είδος χάπενιγκ για τη Γιορτή της Μητέρας,
σήκωσαν το φορείο και το έφεραν γύρα, έπαιξαν χάλκινα και τύμπανα, χόρεψαν,
τραγούδησαν, έφτασαν σε διονυσιασμό με τα τύμπανα, όλα στο στενό. Σταθήκαμε και
κοιτούσαμε. Γιατί δεν πήγαιναν λίγα σκαλιά πιο κάτω, στο φαρδύ δρόμο, να τους
δουν κι οι τουρίστες που λαχταράνε για τέτοια; Τι είδους σύνορα υπάρχουν στην
παράξενη αυτή πόλη; Κι εμείς που δεν καταλαβαίνουμε από σύνορα, παρά αλωνίζουμε
όπου μπορούμε, σε μέρη φτωχά και πλούσια, κεντρικά κι απόκεντρα, τι σκέψεις
προκαλούμε; Η κυρία που χαζεύω στην κουζίνα, το ξέρει ότι την κοιτούν; Έχει
συνηθίσει να γίνεται θέαμα από τους τουρίστες;
Από τουρίστες άλλο τίποτε στη
Νάπολη. Στα δρομάκια εδώ γύρω ξενυχτάνε μέχρι πρωίας και ξεχύνονται νέα πλήθη
από νωρίς το μεσημέρι εις εξεύρεση πίτσας. Εδώ εφευρέθηκε ο τουρισμός, στις
πράσινες πλαγιές που κατεβαίνουν απότομα στη θάλασσα, εδώ συνέρρευσαν οι
καλλιτέχνες από τα βόρεια για το φως, τ’ αρχαία, τη Μεσόγειο. Στο Κάπρι, στην
ακτή Αμάλφι, στο Παυσίλυπο, βρήκαν την υγειά τους χλωμοί αριστοκράτες εδώ και
τρεις αιώνες. Τώρα πλακώνουν αδιακρίτως τουρίστες από παντού, Κινέζοι
διψασμένοι για τα ευρωπαϊκά αγαθά, Αμερικάνοι παραδοσιακά, πολλοί Γάλλοι, κι οι
λίγοι Έλληνες που συναντάμε ρίζες και στη Δύση, καθότι η Ανατολή δεν μας χωρά.
Η ματιά του ξένου περνάει κάθε στιγμή πάνω από την παράξενη αυτή πόλη, αλλά δεν
μπορεί να είναι αυτή να την καθηλώνει στο παρελθόν. Κάτι άλλο συμβαίνει, που
εμείς δεν το ξέρουμε. Εμείς πετάξαμε χαρούμενα από πάνω μας τις παλιές πόλεις,
στεγάστηκε ο καθένας σε καθαρά καινούργια διαμερίσματα με το μπαλκονάκι ή τη
βεραντούλα. Φτιάξαμε άσχημες πόλεις, αλλά δημοκρατικές και μοιρασμένες. Η
Νάπολη παρέμεινε ωραία, με τους λόφους της γύρω από τη θάλασσα γεμάτους τα
πολύχρωμα παλιά της κτίρια, με τα ελληνικά της, τα ισπανικά της, όλα τα ωραία
της αναγνωρίσιμα, αλλά ασφυκτιά. Εμείς, τέτοια καταναγκαστική διαβίωση σε
επιβλητικά ερείπια δεν την έχουμε ζήσει.
Να ζήσεις ή να ξεφύγεις από τη Νάπολη. Αυτό είναι το θέμα της
Φερράντε, και πρέπει να είναι και το κρυφό θέμα στις καρδιές των Ναπολιτάνων.