Τρίτη 21 Μαΐου 2019

Γυρίστε στην αφετηρία

Νοσταλγώ την εποχή που μας προβλημάτιζε η πολλή πρόοδος. Τότε που θέταμε ερωτήματα όπως «μήπως η πρόοδος δεν είναι πάντα καλό πράγμα;». Μήπως δεν αφορά όλον τον κόσμο, μήπως η πρόοδος δεν είναι προοδευτική; Μήπως δεν μπορεί να είναι ευθύγραμμη, μήπως δεν γίνεται να προοδεύουμε συνέχεια; Μήπως είναι κάτι κακό εν τέλει;
Μερικά απ’ αυτά απαντήθηκαν, μην παραπονιόμαστε. Ευθύγραμμη δεν είναι, σίγουρα πράγματα. Κι ας νιώθουμε ότι πέσαμε μικροί στο καζάνι με την πρόοδο, εμείς του πενήντα οι αισιόδοξοι. Εχει κάτι πισωγυρίσματα που κουτρουβαλάς στα πόδια του βουνού που ανέβηκες και δεν ξέρεις ποιο καρούμπαλο να πρωτοθεραπεύσεις. Και σίγουρα θεωρείται κάτι κακό από πολλούς σοβαρούς και στιβαρούς κατόχους εξουσίας, όπως στην Αλαμπάμα τα σεβαστά μέλη της Γερουσίας, που ψήφισαν απαγόρευση των αμβλώσεων, σχεδόν χωρίς καμιά εξαίρεση, και ποινές τρομερές για τους γιατρούς που θα τολμήσουν να παρακούσουν.
Σταθείτε, δεν είναι δυνατόν, και για περιπτώσεις βιασμού; Δεν το πιστεύουμε εμείς οι κακομαθημένοι της προόδου. Κάπως αλλιώς είχαμε φοβηθεί ότι θα προχωρά η πρόοδος, ότι θα ζαλιζόμασταν από την ταχύτητά της. Μάλιστα, απαγορεύεται και σε περιπτώσεις βιασμού. Και σε περιπτώσεις αιμομιξίας. Μόνο αν κινδυνεύει η ζωή της γυναίκας επιτρέπεται. Αλλες 28 Πολιτείες της Αμερικής έχουν ήδη υιοθετήσει νόμους που περιορίζουν το δικαίωμα στην έκτρωση, η μόδα εξαπλώνεται σαν λεκές στον χάρτη των ΗΠΑ.
Φαίνεται πως οι φόβοι μας περί προόδου ήταν λάθος. Αλλιώς είχαμε φανταστεί την εξέλιξη κι αλλιώς μας έρχεται. Σαν να έχουν πάθει οι ΗΠΑ φοβία από τις γρήγορες, τις ωραίες αλλαγές, και μαζεύονται οι κοινωνίες στο καβούκι τους. Πίσω ολοταχώς. Οχι, δεν θέλουμε ελευθερίες, δεν θέλουμε δικαιώματα, δεν θέλουμε καν εμβόλια. Μήπως και τα αντιβιοτικά να τα ξεχάσουμε. Να γεννιόμαστε τυχαία, να πεθαίνουμε σωρηδόν. Τι ωραία που ήταν πριν από δύο αιώνες, πόσο αθώα. Εκτρώσεις γίνονταν βέβαια, αλλά με κίνδυνο ζωής των γυναικών. Είχε σασπένς και γούστο. Να χάσουμε όλοι μαζί στο «Φιδάκι», να ρίξουμε το ζάρι που λέει «Γυρίστε στην αφετηρία».
Το 1971, στη Γαλλία, 343 διάσημες γυναίκες είχαν υπογράψει ότι έχουν κάνει άμβλωση, προκαλώντας τον νόμο, που τότε το απαγόρευε, και φέρνοντας την αλλαγή του, σταδιακά, σε όλη την Ευρώπη. Πέρασε σχεδόν μισός αιώνας κι η πρόοδος που πήγαινε όλο δυτικά, σαν κάπου να σκάλωσε και να αναπηδά, λέτε να γυρίζει προς τα πίσω;

Νάπολη



Μια γυναίκα έπλενε την κατσαρόλα της στο νεροχύτη. Φαινόταν από το παράθυρο της, ένα από τα πολλά που έβλεπαν στην εσωτερική αυλή του κτιρίου όπου βρισκόταν το ξενοδοχείο μας. Δεν μπορούσαμε να φανταστούμε ότι το ξενοδοχείο που είχαμε κλείσει από το Ίντερνετ θα ήταν σε έναν από τους ορόφους ενός μεγάλου κτιρίου, ότι θα παίρναμε το ασανσέρ περνώντας από την κοινόχρηστη πόρτα όλων αυτών των διαμερισμάτων, το καθένα σε διαφορετικό στάδιο φθοράς των εξωτερικών τοίχων. Πολλά δεν μπορούσαμε να φανταστούμε ξεκινώντας για τη Νάπολη, κι ας έχουμε διαβάσει ολόκληρη την τριλογία της Φερράντε, πέρα από τα έργα στο σινεμά με τη Σοφία Λόρεν και λοιπούς, που παιδιόθεν βλέπαμε.
Νύχτωνε καθώς φτάναμε στο ξενοδοχείο, κατακουρασμένες μετά την πρώτη τουριστική μέρα, και την κοιτούσα αφηρημένη τη γυναίκα να πλένει την κατσαρόλα της, να τη γυρίζει προσεχτικά γύρω γύρω και να τη σαπουνίζει μέσα έξω. Πέρασαν κάμποσα λεπτά που περιμέναμε το ασανσέρ, κι εκείνη ακόμα στριφογύριζε την κατσαρόλα, σχεδόν τη χάιδευε, και σκέφτηκα ότι ποτέ στη ζωή μου δεν έχω πλύνει έτσι κατσαρόλα, ούτε τηγάνι, ούτε καν μπρίκι που είναι μικρό και εύκολο. Πάντα βαριέμαι αυτή τη διαδικασία, γρήγορα στριφογυρίζω το σφουγγάρι χωρίς να τη σηκώσω, την ξεπλένω βιαστικά κι αυτό ήταν. Συχνά βρίσκω μια εσωτερική γραμμή όταν ξαναβγάζω να μαγειρέψω, αλλά δεν δίνω σημασία. Να κάτι που δεν θα συμβαίνει σ’ αυτή τη γυναίκα, με τέτοιο τρίψιμο και επιμονή, θα ξαναβρίσκει τα σκεύη της κάθε φορά σαν καινούργια. Έρχεται το ασανσέρ κι ακόμα αυτή με την κατσαρόλα να τη χορεύει κάτω από το τρεχούμενο νερό, θα είχα πλύνει δέκα πράγματα ακόμα στο χρόνο αυτό. Και φεύγουν οι δυο πρώτες με το ασανσέρ, γιατί δεν χωράει πάνω από δυο, και καθώς περιμένω να γυρίσει κάτω, ακόμα εκείνη ασχολείται με την κατσαρόλα της. Η κουζίνα της είναι ανακαινισμένη, σχετικά με το παμπάλαιο κτίριο δηλαδή, όχι τίποτε περίλαμπρο. Και το ξενοδοχείο μας είναι ανακαινισμένο, μια κάψουλα σύγχρονης ζωής μέσα στο παμπάλαιο κτίριο, το οποίο δεν είναι κι από τα χειρότερα που είδαμε στο ιστορικό κέντρο. Βασικά γι αυτό το διαλέξαμε, επειδή ήταν στο ιστορικό κέντρο, αλλά αν ξέραμε τι τρελοκομείο είναι το ιστορικό κέντρο, ίσως να ψάχναμε κάτι άλλο. Κάτι σε πιο φαρδείς δρόμους, πιο ήσυχους, πιο συνηθισμένους τέλος πάντων.
Πέρασαν ακόμα δυο λεπτά, κι η γυναίκα στο νεροχύτη ξεπλένει την κατσαρόλα, μεγάλη, οικογενειακή και βάλε. Ίσως πρέπει να αρχίσω κι εγώ να συγκεντρώνομαι σε τέτοιες βαρετές δουλειές περισσότερο, να μην τις ξεπετάω νευρικά, ίσως σου χαρίζει ηρεμία μια τέτοια προσήλωση, πράγμα απαραίτητο στο περιβάλλον αυτό, γιατί πώς αλλιώς επιβιώνεις; Δεν επιβιώνεις, τρελαίνεσαι αν αφήσεις να σε παρασύρουν οι ρυθμοί της καθημερινότητας στο ιστορικό κέντρο της Νάπολης, με τα γκαρσόνια, τους μαγείρους κι όλους τους εργαζόμενους να πηγαινοέρχονται πυρετωδώς στα στενά διακινώντας την πραμάτεια τους, ποτήρια, μπουκάλια, πιάτα, στοίβες σεντόνια, φαγητό σε συσκευασία ντελίβερι, κούτες με μινιατούρες κόκκινης πιπεριάς, το σήμα κατατεθέν της Νάπολης που ξεχειλίζει από τα καλαθάκια τουριστικών ειδών, καφάσια με φρούτα, ή απλώς ντοσιέ με σχέδια για την τεχνική Σχολή που είναι απέναντι, ίσως κάτι σαν Πολυτεχνείο.

Όλοι αυτοί έχουν συνηθίσει το στρίμωγμα, τη συνύπαρξη, τα παλιά κτίρια, τους οδηγούς μοτοσικλέτας που σε στέλνουν να κολλήσεις στον τοίχο, και αυτοκινήτου, που σε στέλνουν στο κούφωμα της πλησιέστερης πόρτας. Ίσως δεν υπάρχει άλλη σωτηρία για τους κατοίκους αυτών των παράξενων μεγάρων που πιθανότατα ονομάζονται Παλάτσα, από το να συγκεντρώνονται στη μικρή τους εργασία κάθε φορά, στο μικρό τους διαμέρισμα που μέσα στο παμπάλαιο πέτρινο κτίριο είναι ανακαινισμένο και καθαρό. Έξω τα σκουπίδια είναι παντού, συσσωρεύονται όπου υπάρχει χώρος, σε μια τέταρτη διάσταση μεταξύ τοίχων και λίθων του δρόμου, αρχαίοι λίθοι, αρχαιότεροι κι από τα κτίρια, αλλά μέσα, στην ανακαινισμένη σου φωλίτσα μπορείς να καθαρίζεις όσο θέλεις και να ζεις σε χωριστό σύμπαν όσο αντέχει η μέση σου.
Πώς αντέχουν οι άνθρωποι στο ιστορικό κέντρο, αναρωτιόμουν μέχρι τη μέρα που πήγαμε στις ισπανικές συνοικίες, κι έκτοτε αναρωτιέμαι πώς αντέχουν εκεί οι άνθρωποι. Εκεί οι δρόμοι είναι πιο στενοί και πιο βρώμικοι τα σκουπίδια περισσότερα, τα κτίρια είναι πιο μαύρα, τα κλιμακοστάσια των κτιρίων σκοτεινά, με γδαρμένους τοίχους. Καταφέρνουν να ανακαινίζουν τα διαμερίσματα τους μέσα σ’ αυτό το τρομερό περιβάλλον; Οι άνθρωποι που βλέπουμε στο δρόμο είναι σε πολύ καλύτερη κατάσταση από τα κτίρια, κι έχουν ένα σωρό μικρά αυτοκίνητα, στριμωγμένα βέβαια, παρκαρισμένα ξυστά στους κατάμαυρους παλιούς πέτρινους τοίχους των στενών, αλλά πάντως σένια. Και μέσα στο μισάωρο που περάσαμε στα δρομάκια εκείνα, τουλάχιστον δέκα μηχανάκια με οδηγούς πιτσιρίκια πέρασαν με ιλιγγιώδη ταχύτητα, όσο ιλιγγιώδη γίνεται σε τέτοιες συνθήκες. Είναι έθιμο της περιοχής κι αυτό, ποιος ξέρει από πότε και γιατί.

Πώς μπορεί να ανακαινιστεί ένα τέτοιο κτίριο; Ανήκει σε κάποιον, υπάρχει υποχρέωση να το βάψει ο ιδιοκτήτης; Βάφεται η παμπάλαιη αυτή πέτρα; Νιώθουν εγκλωβισμένοι οι άνθρωποι που ζουν εδώ, ή ανήκουν σε κοινότητες που τους καλύπτουν συναισθηματικά με τέτοιο τρόπο ώστε να μην περισσεύει χώρος για θλίψη, ή και για ελπίδα; Μια κουστωδία που κουβαλούσε ένα απ’ αυτά τα θρησκευτικά φορεία με εικόνα της Παναγίας και του μικρού Ιησού πέρασε από τα στενά, άντρες έπαιζαν μουσική, γυναίκες κρατούσαν λάβαρα, παιδιά χόρευαν, όλοι με άσπρες και κόκκινες στολές, φαίνεται είναι τα χρώματα της Νάπολης. Έκαναν ένα είδος χάπενιγκ για τη Γιορτή της Μητέρας, σήκωσαν το φορείο και το έφεραν γύρα, έπαιξαν χάλκινα και τύμπανα, χόρεψαν, τραγούδησαν, έφτασαν σε διονυσιασμό με τα τύμπανα, όλα στο στενό. Σταθήκαμε και κοιτούσαμε. Γιατί δεν πήγαιναν λίγα σκαλιά πιο κάτω, στο φαρδύ δρόμο, να τους δουν κι οι τουρίστες που λαχταράνε για τέτοια; Τι είδους σύνορα υπάρχουν στην παράξενη αυτή πόλη; Κι εμείς που δεν καταλαβαίνουμε από σύνορα, παρά αλωνίζουμε όπου μπορούμε, σε μέρη φτωχά και πλούσια, κεντρικά κι απόκεντρα, τι σκέψεις προκαλούμε; Η κυρία που χαζεύω στην κουζίνα, το ξέρει ότι την κοιτούν; Έχει συνηθίσει να γίνεται θέαμα από τους τουρίστες;
Από τουρίστες άλλο τίποτε στη Νάπολη. Στα δρομάκια εδώ γύρω ξενυχτάνε μέχρι πρωίας και ξεχύνονται νέα πλήθη από νωρίς το μεσημέρι εις εξεύρεση πίτσας. Εδώ εφευρέθηκε ο τουρισμός, στις πράσινες πλαγιές που κατεβαίνουν απότομα στη θάλασσα, εδώ συνέρρευσαν οι καλλιτέχνες από τα βόρεια για το φως, τ’ αρχαία, τη Μεσόγειο. Στο Κάπρι, στην ακτή Αμάλφι, στο Παυσίλυπο, βρήκαν την υγειά τους χλωμοί αριστοκράτες εδώ και τρεις αιώνες. Τώρα πλακώνουν αδιακρίτως τουρίστες από παντού, Κινέζοι διψασμένοι για τα ευρωπαϊκά αγαθά, Αμερικάνοι παραδοσιακά, πολλοί Γάλλοι, κι οι λίγοι Έλληνες που συναντάμε ρίζες και στη Δύση, καθότι η Ανατολή δεν μας χωρά. Η ματιά του ξένου περνάει κάθε στιγμή πάνω από την παράξενη αυτή πόλη, αλλά δεν μπορεί να είναι αυτή να την καθηλώνει στο παρελθόν. Κάτι άλλο συμβαίνει, που εμείς δεν το ξέρουμε. Εμείς πετάξαμε χαρούμενα από πάνω μας τις παλιές πόλεις, στεγάστηκε ο καθένας σε καθαρά καινούργια διαμερίσματα με το μπαλκονάκι ή τη βεραντούλα. Φτιάξαμε άσχημες πόλεις, αλλά δημοκρατικές και μοιρασμένες. Η Νάπολη παρέμεινε ωραία, με τους λόφους της γύρω από τη θάλασσα γεμάτους τα πολύχρωμα παλιά της κτίρια, με τα ελληνικά της, τα ισπανικά της, όλα τα ωραία της αναγνωρίσιμα, αλλά ασφυκτιά. Εμείς, τέτοια καταναγκαστική διαβίωση σε επιβλητικά ερείπια δεν την έχουμε ζήσει.
 Να ζήσεις ή να ξεφύγεις από τη Νάπολη. Αυτό είναι το θέμα της Φερράντε, και πρέπει να είναι και το κρυφό θέμα στις καρδιές των Ναπολιτάνων.



Σάββατο 18 Μαΐου 2019

Καμμένο κόκκινο

Ισως αυτό το κόκκινο χρώμα, μας είπε η ξεναγός στην Πομπήια, να μην το είχαν δει ποτέ οι αρχαίοι κάτοικοι. Ίσως ποτέ δεν χρησιμοποίησαν τέτοιο κόκκινο στις τοιχογραφίες τους. Μπορεί να ήταν κάποιο κίτρινο, ή απαλό πορτοκαλί, αλλά οι θερμοκρασίες που αναπτύχθηκαν κάτω από τη στάχτη που σκέπασε την πόλη να το μετέτρεψε σε κόκκινο.
Κι αν είναι έτσι όλη η αντίληψη που έχουμε εμείς για τις τοιχογραφίες της Πομπήιας να είναι λάθος και να είχαν στην πραγματικότητα τελείως διαφορετικά χρώματα
Όταν βλέπεις τις τοιχογραφίες μέσα στα σπίτια της μαρμαρωμένης πόλης σκέφτεσαι ότι πράγματι δεν έχει λογική να βάζαν τόσο κόκκινο. Θα έπρεπε να χρησιμοποιούν ανοιχτά χρώματα, για να φωτιζεται κάπως το σπίτι μέσα. Στο δωμάτιο μιας βίλας οι τοίχοι είναι διακοσμημένοι με μαύρο. Αυτό σίγουρα θα ήταν κάποιο άλλο χρώμα, το ηφαίστειο το μαύρισε. Ίσως γκρίζο ανοιχτό. Ποιος να ξέρει;
Μέσα από τα καμένα και ξεθωριασμένα χρώματα όμως οι φιγούρες μας κοιτούν ολοζώντανες, σαν να ζωγραφίστηκαν πριν μια βδομάδα, πριν μια γενιά, όχι πριν είκοσι αιώνες. Φιλάρεσκα σηκώνουν τα μπράτσα γυναίκες κι άντρες, γέρνουν μισόγυμνοι σε πολυθρόνες και ανάκλιντρα, ο ένας στην αγκαλιά του άλλου. Αναγνωρίζουμε μύθους, ο Δούρειος ίππος μπαίνει στην Τροία με πολύ σπρώξιμο και τα παιδιά χορεύουν με γιρλάντες γύρω γύρω. Ο Θησέας, ολόγυμνος, έχει μόλις νικήσει το Μινώταυρο και οι νέοι του φιλούν τα χέρια. Η Ιφιγένεια σοβαρή πλησιάζει στο βωμό της θυσίας, αλλά να ένα ελαφάκι που έρχεται από τον αέρα να τη σώσει. Η Αριάδνη σκουπίζει τα δάκρυά της καθώς βλέπει το καράβι του Θησέα να ξεμακραίνει εγκαταλείποντας την, και οι Έρωτες την παραστέκουν. Δεν ξέρει ότι θα βρει καλύτερον και μάλιστα Θεό. Παιδάκια παίζουν, πυγμαίοι αρπάζουν κροκόδειλους, χταπόδια ποζάρουν με ψάρια, η Ευρώπη ανεβαίνει στον ταύρο της. Παράξενα παραμύθια και απίθανοι μύθοι ξετυλίγονται σε εικόνες, κι οι άνθρωποι είναι στις εικόνες όπως τους ξέρουμε, μόνο με άλλα ρούχα, συναναστρέφονται δαίμονες, θηρία, θεούς, τέρατα, και τους συμβαίνουν πράγματα απίστευτα και χαίρονται στιγμές καθημερινότητας, κι είναι όμορφοι και συγκινητικοί, απίστευτα κοντινοί και ταυτόχρονα απίστευτα χαμένοι με τον κόσμο τους ολόκληρο.

Παρασκευή 17 Μαΐου 2019

Το περιττό και το αναγκαίο

Ενας λόγος που μου αρέσουν τα ταξίδια, ένα παράπλευρο κέρδος, είναι που σε αναγκάζουν να βολευτείς για λίγες μέρες με όσα πράγματα χωράει ένα μικρό βαλιτσάκι, η αποσκευή καμπίνας η λεγόμενη. Καμιά φορά αποδεικνύεται ότι ακόμα κι εκεί μέσα βάζεις πράγματα παραπάνω από όσα χρειάζεσαι και τα κουβαλάς χωρίς λόγο πάνω από τους αιθέρες σ' άλλη γη, σ' άλλα μέρη.
Γενικά, μέχρι να εφευρεθούν τα ξενοδοχεία που θα σε προμηθεύουν με ρούχα μαζί με οδοντόβουρτσες, έχεις την ευκαιρία να ανακαλύψεις τις χαρές της λιτότητας και της ελευθερίας, δύο σε ένα, ετοιμάζοντας τα λίγα ρούχα που θέλει ένα ταξίδι και ανακαλύπτοντας στη διάρκειά του ότι φτάνουν και περισσεύουν, ενώ νόμιζες ότι θα σου έλειπαν.
Κι αν έχω ζηλέψει κάτι από τη ζωή των νοικοκυριών σε ξένα μέρη, είναι οι συνήθειες να ξεφορτώνονται τα πράγματά τους και να ξαλαφρώνουν το σπίτι τους με απλές διαδικασίες, ξεπούλημα στην αυλή το λένε ή κάπως έτσι. Θα ευγνωμονούσα τον πρωτοπόρο μιας τέτοιας πρακτικής και στα δικά μας κατάφορτα μέρη, αν και φοβάμαι πως θα τον βρίσκαμε πολύ εκσυγχρονιστή και δεν θα μακροημέρευε. Ακόμα νομίζω βασανιζόμαστε από τις μνήμες της στέρησης και δεν έχουμε ωριμάσει τόσο ώστε να κατανοήσουμε την ανάγκη επιλογής κι απαλλαγής.
Με βλέπω μια χαρά με πάγκο στη Λαϊκή της περιοχής, να ξεφορτώνομαι τα ρούχα και λοιπά αντικείμενα που κατέχουν το ζωτικό μου χώρο και με εμποδίζουν να τεντωθώ. Ας θεωρηθεί προληπτική αγωγή κατά του γήρατος, αν δεν τεντωθούμε θα συρρικνωθούμε. Είναι δίκιο και πρέπει να γίνει πράξη. Να δημιουργηθούν θεσμοί, συνήθειες, χώροι και τρόποι να απαλλασσόμαστε από το περιττό με τρόπο κόσμιο και χρήσιμο, να ανακυκλώνουμε τα αντικείμενα που εξεπλήρωσαν την αποστολή τους κοντά μας και απεγνωσμένα ζητούν να ξαναγίνουν λειτουργικά κάπου αλλού. Ποτέ δεν είχαμε οι άνθρωποι τόσα πράγματα γύρω μας, ποτέ δεν μπορούσαμε να ικανοποιούμε τόσο εύκολα τις αγοραστικές επιθυμίες, πληρώνουμε όμως ακριβά την απληστία και τη χαρά της κατανάλωσης.
Ευτυχώς, κάποια κουτιά του Δήμου εμφανίστηκαν στις γειτονιές για μεταχειρισμένα ρούχα, και στο περιθώριο της συλλεκτικής ζωής μας κάποιοι ιδιοκτήτες τρίκυκλων μαζεύουν τα ατάκτως ερριμμένα αντικείμενα από τους δρόμους. Η τσαπατσουλιά των σκουπιδιών οφείλεται εν μέρει στην υποτίμηση της διαδικασίας επιλογής, δεν μας αρέσει να ξεφορτωνόμαστε, το κάνουμε βιαστικά και θυμωμένα. Μόνο στα ταξίδια το ζούμε όλο αυτό με τη χαρά που του αξίζει.

Τετάρτη 8 Μαΐου 2019

Δικαίωμα στη μαυρίλα

Προβλήματα του Πρώτου Κόσμου: Κριτική στο σχεδόν υποχρεωτικό χαμόγελο και τη σχεδόν υποχρεωτική καλή διάθεση. Οχι, δεν είμαστε συνεχώς καλά και δεν είναι σωστό να μας αναγκάζουν να φαινόμαστε και να υποκρινόμαστε ότι δεν τρέχει τίποτα όταν είμαστε στις μαύρες μας. Θέλουμε να το δείχνουμε, να γκρινιάζουμε ελεύθερα κάθε στιγμή και κάθε ώρα, παντού και πάντα. Γιατί βγάλαμε από τη ζωή μας την κακή διάθεση; Γιατί την καταπιέζουμε και την περιθωριοποιούμε;
Τέτοια πικραμένα διαβάζω σε σάιτ και περιοδικά και σκέφτομαι πως πάλι μας πετυχαίνει η αμφισβήτηση πραγμάτων που δεν ζήσαμε, ακριβώς τη στιγμή που σκεφτόμασταν ίσως ως κοινωνία να αρχίσουμε να τα υιοθετούμε δειλά και διστακτικά. Πώς έγινε με το κίνημα της πολιτικής ορθότητας;
Πριν καλοκαταλάβουμε περί τίνος επρόκειτο, άρχισαν οι επικρίσεις και εκεί διέπρεψε η ελληνική κουλτούρα, που για λίγα δευτερόλεπτα είχε φοβηθεί μήπως αναγκαστεί από κάποια περιρρέουσα ατμόσφαιρα να καταπιεστεί η γνήσια ελληνική λεβεντιά κι αντρίλα. Κι αφού απεφεύχθη αυτός ο κίνδυνος μετά συνεχών θριάμβων, ετοιμάζεται η αντεπίθεση και σε κάποια τάση καταπολέμησης της κατάθλιψης και της τσαντίλας που είχε αρχίσει να παρατηρείται.
Η αλήθεια είναι ότι η γλύκα της γκρίνιας είναι ακαταμάχητη και δεν θα ήταν σωστό να επιτρέψουμε σε διάφορους ξενέρωτους κουτόφραγκους να μας τη βγάλουν εκτός μόδας. Είμαστε επισήμως και με στατιστικές οι πιο δυστυχείς Ευρωπαίοι, γιατί λοιπόν να μην το δείχνουμε νυχθημερόν, κατεβάζοντας τα μούτρα στο γραφείο, στο γκισέ, στο μαγαζί, στο τιμόνι, στις ουρές, στις εξόδους, στις εισόδους, στο σπίτι, στη δουλειά, στο χολ και στην κρεβατοκάμαρα;
Αυτές τις μόδες με τις γελαστές πωλήτριες, ας πούμε, δεν τις θέλουμε, είναι ξενόφερτες, απόδειξη πως δεν προλάβαμε να γίνουμε τα γκαρσόνια της Ευρώπης, μας πήραν τις δουλειές και τις κάνουν με τον δικό τους γελαστό τρόπο. Οχι, κύριε. Θα τιμωρηθούν με τη χειρότερη ποινή, θα ανακηρυχθούν ντεμοντέ. Ακυρη η προσπάθεια, μπορούμε να παραμείνουμε στη μίρλα και το παράπονο που, αν μη τι άλλο, προστατεύει από το κακό μάτι των φθονερών που μας επιβουλεύονται.


Εχουμε βάσανα, η καλή διάθεση δεν μας περισσεύει. Κι όσοι νόμισαν τα τελευταία χρόνια ότι αξίζει τον κόπο να καταπολεμήσουν τα προβλήματα αφήνοντάς τα στην μπάντα για όσο κρατά μια επαφή, να μετανιώσουν και να συρθούν στα γόνατα. Και να αλλάξουν αμέσως βιολί, γιατί ίσως έχουν μείνει πίσω στην έκφραση της μαυρίλας.

Πόσο δύσκολο να γίνει το προσωπικό, πολιτικό.

Τη νύχτα που έφτασε ο Καραμανλής στο Ελληνικό να αναλάβει τα ηνία της χώρας που είχε βρεθεί στο χείλος του γκρεμού, πενήντα χρόνια πριν, δεν...