Σάββατο 29 Σεπτεμβρίου 2018

Εφημερίδες του 68

Λέω να τις πετάξω πια αυτές τις παλιές εφημερίδες, πενήντα χρόνια τις φύλαξα. Τις είχα μαζί σε όλες τις μετακομίσεις, τις είχα συλλέξει όταν δολοφονήθηκε ο Ρόμπερτ Κέννεντυ, τον Ιούνιο του 1968, τις είχα διαβάσει ξανά και ξανά μέσα στην αχόρταγη θλίψη εκείνης της εποχής.
Μια βδομάδα κλαίγαμε με τις φίλες μου για τον Κέννεντυ. Ήταν οι τελευταίες μέρες των μαθημάτων, πλησίαζαν οι εξετάσεις, κι εμείς ασχολούμασταν μόνο να τρέφουμε την απελπισία μας. Κόβαμε φωτογραφίες, αποκόμματα, τα δίναμε η μια στην άλλη. Κι αν τα δάκρυα στέγνωναν, αρκούσε ν' ακούσουμε το τραγούδι "Αυτούς που βλέπεις πάλι θα τους ξαναδείς" που είχαμε αποφασίσει να του αφιερώσουμε, για να ξαναρχίσουμε να κλαίμε.
Γιατί τόσο πένθος για κάποιον που θα γινόταν απλώς "πλανητάρχης" όπως ονόμασε αργότερα η Δαμανάκη τους προέδρους των ΗΠΑ;  Δεν ήταν τόσο απλό το ζήτημα όμως.  Ο Ρόμπερτ Κέννεντυ ήταν σα να βγαίνει από τα φοιτητικά κινήματα και τις ρηξικέλευθες ιδέες τους. Ήταν νέος ήταν ωραίος, ήταν δημοκρατικός, ήταν προοδευτικός, είχε υπογράψει κατά των ρατσιστικών νόμων, είχε συνεργαστεί με τον Μάρτιν Λούθερ Κινγκ, αμφισβητούσε τον πόλεμο στο Βιετνάμ, κι επιπλέον, σε μια μικρή παράγραφο του προεκλογικού του προγράμματος, που το είχαμε κι αυτό προμηθευτεί σε ελληνική μετάφραση, θυμάμαι ακόμα το βιβλιαράκι, είχε δηλώσει ότι είναι εναντίον της ελληνικής χούντας. Κι εμείς δεν θέλαμε πολύ, το είχαμε δέσει κόμπο, θα εκλεγόταν και θα έπεφτε η χούντα! Είχε κρατήσει ένα χρόνο και δυο μήνες, ήταν ήδη πολύ! Στο Παρίσι ανάσαιναν ακόμα τον Μάη, κι εμείς είχαμε χούντα.
Κι έτσι ξαφνικά να τον δολοφονούν; Να απομένουν οι δημοκρατικοί με κάποιον Χάμφρι, πώς να συνέλθουμε, πώς να το χωνέψουμε;
Ξοδέψαμε το λιγοστό μας χαρτζιλίκι σε περιοδικά κι εφημερίδες, να βλέπουμε φωτογραφίες από τη ζωή του, να μάθουμε τα πάντα, να λατρέψουμε το πρόσωπο του κι οτιδήποτε τον αφορούσε, ακόμα και τη μεγάλη πλούσια οικογένεια του, τα αδέρφια του, τα πολλά του παιδιά, τη γυναίκα του, τον πατέρα του, όλο του το σόι. Στείλαμε στην εφημερίδα ΕΣΤΙΑ τα αποκόμματα των δικών της δημοσιευμάτων, όπου τον έβριζε επί μήνες "με την ελπίδα κάποιας τύψης" είχαμε γράψει. Κι όλο αναζητούσαμε συμπενθούντες, κι  ανακαλύπταμε τριγυρίζοντας στην Αθήνα κάτι βιτρίνες με φωτογραφίες του. Θυμάμαι ένα μαγαζί στην Κυψέλης που είχε στολιστεί με μαύρες κουρτίνες και στη μέση ολόκληρο εικονοστάσιο με αποκόμματα, και το προτραίτο του σε κορνίζα,  εννοείται ότι έγινε το αγαπημένο μας.
Όσο ψύχραιμα κι αν κοιτάζω σήμερα αυτά τα αποκόμματα που δεν κιτρίνισαν και πάρα πολύ, γιατί τα είχα καλά φυλαγμένα κι ήλιος δεν τα κοιτούσε, όσο κι αν χαμογελάω με τον μελό 15χρονο εαυτό μου, δεν μπορεί παρά να παραδέχομαι ότι άλλο τέτοιο πρόσωπο δεν πέρασε από τη διεθνή πολιτική ζωή για πολύ καιρό. Στις εκλογές εκείνες βγήκε ο Νίξον, με αντιπρόεδρο τον Άγκνιου, ελληνικής καταγωγής και φίλο των χουνταίων. Η χούντα είχε ακόμα καιρό μπροστά της. Κι ο αντιαμερικανισμός άρχισε να ρίχνει ρίζες στα πολιτικά μας συναισθήματα.





Πέμπτη 27 Σεπτεμβρίου 2018

Τι έχει μέσα τ' Ανάπλι;


 

Εδώ δολοφονήθηκε ο κυβερνήτης Ιωάννης Καποδίστριας
στις 27 Σεπτεμβρίου του 1831 
Πηγαίναμε στο Ναύπλιο ένα καλοκαίρι με το μικρό μου γιο. Είχαμε περάσει λίγες μέρες στη Μονεμβασία, κι ήθελα να πάμε λίγες ακόμα στην Ερμιόνη με διανυκτέρευση στο Ναύπλιο. Ήταν μεγάλο ταξίδι, ο δρόμος όλο στροφές, κι ο μικρός είχε κουραστεί, δεν μπορούσε να καθήσει ήσυχα, χοροπηδούσε στο καρεκλάκι του και διαρκώς ρωτούσε:
-Φτάσαμε μαμά;
-Λίγο ακόμα θέλουμε…
-Πού πάμε μαμά;
-Στο Ανάπλι, έλεγα εγώ, για να το προφέρει πιο εύκολα από Ναύπλιο.
-Ααα στο Ανάπλι;
-Ναι, στο Ανάπλι!
-Και τι έχει μέσα το Ανάπλι;
-Το Ανάπλι είναι πόλη. Έχει σπίτια, έχει δρόμους, έχει πλατείες, σχολεία, καφενεία, ανθρώπους, εκκλησίες, αυτοκίνητα…
-Έχει και μπουλντόζες;
-Ε, όλο και θα ‘χει καμιά μπουλντόζα.
-Τραίνο έχει;
-Όχι, τραίνο δεν έχει.
-Έχει παγωτά;
-Και παγωτά και φαγητά, και ψωμιά, και κεφτέδες, και πατάτες τηγανητές…
-Θα φάμε παγωτά;
-Θα φάμε.
-Ααα. Πού πάμε;
-Στ’ Ανάπλι.
-Τι έχει μέσα τ’ Ανάπλι;
Κι άντε φτου κι απ’ την αρχή. Καμιά τριανταριά φορές θα είπα τι έχει μέσα τ’ Ανάπλι, πλουτίζοντας ολοένα την περιγραφή με όλα τα πράγματα που έχει μέσα μια πόλη. Σα να ήταν τ’ Ανάπλι μια οποιαδήποτε πόλη.
Δεν είπα: τ’ Ανάπλι είναι η πρώτη πρωτεύουσα της Ελλάδας. Έχει μέσα την εκκλησία που πήγαινε ο πρώτος κυβερνήτης το πρωί που τον σκότωσαν. Έχει τον τοίχο με τις τρύπες από τις σφαίρες που του έριξαν, και μια πλάκα εντοιχισμένη να θυμίζει το φόνο. Έχει ένα τζαμί που έγινε η πρώτη ελληνική Βουλή, έχει ένα μεγάλο βενετσιάνικο κτίριο με το βενετσιάνικο λιοντάρι επάνω του, που τώρα είναι αρχαιολογικό μουσείο. Έχει το σπίτι της Μαντώς Μαυρογένους και μερικών ακόμα στρατηγών κι έχει και δυο- τρεις δημόσιες κρήνες με επιγραφές σε παλιά οθωμανική γραφή. Έχει κι ένα κάστρο στην κορυφή, κι άλλο ένα σ’ ένα νησάκι που φαίνεται από το λιμάνι. Το Ανάπλι έχει μέσα πολλή ιστορία, κι ένα σωρό παλιά σπίτια που κατάφεραν να σωθούν και να ανακαινιστούν, θα μπορούσα να προσθέσω τώρα. Κι ωραίες καφετέριες στην παραλία.
Αυτά δεν τα έλεγα. Φαίνεται πάντως ότι του άρεσαν όσα έλεγα, αφού με έβαλε να τα λέω μέχρι να μαλλιάσει το στόμα μου, μέχρι να φτάσουμε στ’ Ανάπλι.
Μοιραία θυμάμαι τη φρασούλα του όποτε πάω στο Ναύπλιο. Τι έχει μέσα τ’ Ανάπλι, ξαναλέω χαμογελώντας.
Εχει τον τοίχο του Αγίου Σπυρίδωνα με τις τρύπες από τις σφαίρες που έριξαν οι δυο Μαυρομιχάληδες στον Καποδίστρια. Να περνάμε και να σκεφτόμαστε πάντα το ερώτημα που δεν μπορεί να απαντηθεί: πώς θα ήταν η Ελλάδα αν δεν τον είχαν σκοτώσει; Πώς θα είχε εξελιχθεί ως χώρα;
Μόνο που τώρα μεγαλώσαμε και ξέρουμε πια. Δεν υπάρχει αυτό το αν. Τον Καποδίστρια τον σκότωσαν. Ήταν πολύ επικίνδυνη η δουλειά που είχε αναλάβει, να στήσει κράτος στον τόπο των οπλαρχηγών, να τους τιθασεύσει με νόμους και θεσμούς. Ακόμα πληρώνουμε.
Δεν είπα τίποτε απ' αυτά στο μικρό μου γιο. Τα παιδιά δεν χρειάζονται τόσο μικρά την ιστορία. Τα παιδιά δικαιούνται πόλεις κανονικές, όπου μπορούν να κυκλοφορούν και να χαίρονται, να νιώθουν ασφαλή και προστατευμένα.

Τετάρτη 26 Σεπτεμβρίου 2018

Τελευταία μπάνια


Περιμένοντας το κύμα κακοκαιρίας, το φθινόπωρο αυτοπροσώπως μάλλον, η θάλασσα νωχελικά στραφταλίζει στον ήλιο, οι προνομιούχοι παραθεριστές φλυαρούν κολυμπώντας με τα καπελάκια τους κι αγέρας παίρνει τη φωνή και τηνε πάει στα πέριξ.
Είναι τόσο όμορφο το πρωινό, κι όπως πρέπει να το γεύεται κανείς, όμως οι λουόμενοι δεν είναι ευχαριστημένοι. Ανησυχούν πολύ, κι όχι για τα ψάρια της περιοχής που λιγοστεύουν, πράγμα που θα ήταν λογικό και θα είχε σχέση με την κατάσταση στην οποία βρίσκονται, αλλά για τα πάθη και τα λάθη του ελληνικού κράτους και της ελληνικής κοινωνίας.
Ξεκινούν από τις προσωπικές τους στερήσεις, αναφέρονται στις περικοπές των συντάξεων, στον ΕΝΦΙΑ που θα πληρώσουν, στο αδιέξοδο της νέας γενιάς στην οποία δεν ανήκουν, στην απελπισία που απ’ άκρη σ’ άκρη σφίγγει τις καρδιές των συμπολιτών. Οικτίρουν την κατάντια των καθημερινών ανθρωπίνων σχέσεων, την αδυναμία ανταπόκρισης σε όλες τις ανάγκες τους, και προλέγουν τα χειρότερα για το μέλλον της ανθρωπότητας γενικώς και της χώρας γενικότερα.
Αυτό είναι το βάσανο του φθινοπωρινού μπάνιου. Τα έκαναν πια τα σωστά μπάνια, όλα όσα πρέπει να κάνει κάποιος για να μην κρυολογεί εύκολα τον χειμώνα, και τώρα σέρνεται πια το καλοκαίρι, ισορροπεί ο Σεπτέμβρης ανάμεσα στη ραστώνη και στην ανάγκη για οργάνωση κάποιου πράγματος, κάποιας δραστηριότητας που θα τους εντάξει στην πόλη ξανά, αλλά φαίνεται ότι διστάζουν, το σκέφτονται, ίσως δεν ανήκουν πια στις ηλικίες που σηκώνει η πόλη αυτή, ίσως φοβούνται να κυκλοφορήσουν στους δρόμους και στα πεζοδρόμιά της, να μπουν στα λεωφορεία της, όπου όλο και πιο νευρικά φρενάρουν οι οδηγοί ενώ αυτοί γερνάνε, κι έτσι κάθονται στο εξοχικό, δίπλα στη θάλασσα και κάνουν κι άλλα κι άλλα μπάνια, έχοντας προ πολλού ξεπεράσει τον αριθμό.
Προνομιούχοι που τους κούρασε το προνόμιο, φοβούνται μην τους ματιάσεις, και δώσ’ του γκρινιάζουν και παραπονιούνται και προβλέπουν τα χειρότερα. Κι αφού κουνήσουν το κεφάλι οικτίροντας το σύμπαν πολλές φορές, προσεχτικά να μη βραχούν και τα μαλλιά, βγαίνουν στάζοντας και γυαλίζοντας να ξεκουραστούν στην αμμουδιά, να συνεχίσουν τη συζήτηση σε ήπιους τόνους για το τι θα μαγειρέψουν σήμερα, πιστεύοντας ότι ο κίνδυνος αποσοβήθηκε γι' άλλη μια φορά, μπορούν κανονικά να συνεχίσουν.

Σάββατο 22 Σεπτεμβρίου 2018

Ανόητες εξουσίες, ανόητα κινήματα




Μελαγχόλησα βολτάροντας στην Έκθεση βιβλίου προχτές, καθώς θυμήθηκα πως κάποτε γινότανε στο πάρκο μας, στο Πεδίο του Άρεως αυτή η έκθεση. Νομίζω τότε ήταν καλύτερη, πιο ζωντανή. Τι ωραία φάση,  να περνάμε κάθε βράδυ το πάρκο χωρίς δισταγμό, να βλέπουμε και βιβλία! Λίγο αργότερα ερχόταν η έκθεση φυτών! Άλλες χαρές εκεί, άλλες δροσερές βραδιές με κόσμο.
Γιατί αποσύρθηκαν όλα αυτά τα ωραία, και ψάχνουν τώρα τρόπους να κάνουν λειτουργικό το Πεδίο του Άρεως; Διότι, κάποια ωραία μέρα τότε, εμφανίστηκαν κάτι τύποι με τρικάκια, αγανακτισμένοι περίοικοι υποτίθεται, με τη λαμπρή ιδέα πως έπρεπε να φύγουν από το Πεδίο τους Άρεως τα πάντα, από τα καφενεία μέχρι τις εκθέσεις, διότι μολύνουν τη φύση!
Προσοχή, η ιδέα δεν ήταν καινούργια. Την είχε η Μελίνα πρώτη νομίζω, ή ο Τρίτσης, σε εποχές πιο αφελείς. Είχαν πρώτοι ξηλώσει τα θέατρα από το πάρκο, για να δοθεί ο χώρος στη φύση, δυο θέατρα τα οποία γέμιζαν κόσμο τα βράδια. Σκεφτείτε, κόσμο να μπαινοβγαίνει τη νύχτα, καθημερινά. Ακολούθησαν υπουργοί ΠΕΧΩΔΕ (στο οποίο ανήκε το πάρκο) αδιάφοροι, που θεώρησαν πολυτελείς τις θέσεις φυλάκων, ή τις κράτησαν κατ’ όνομα, όπως τη θέση καθαρίστριας της Νοτοπούλου. Σταδιακά οι φύλακες εξαφανίστηκαν, κι αραίωσαν οι επισκέπτες, διότι τι να πας να κάνεις σε ένα άδειο πάρκο; Καταργήθηκε σιγά σιγά κι η μεγάλη παιδική χαρά, χαλούσαν τα παιχνίδια και πού να τα φτιάχνεις και να τα προσέχεις; Κάποια στιγμή, όταν είχε προχωρήσει η εγκατάλειψη και τα παράπονα, μπήκε περίφραξη και έκλεισε και τις πόρτες! Φύση θέλετε, πάρτε την αμόλυντη! Μόνο από το άγαλμα του Κωνσταντίνου και της Αθηνάς μπορούσες να μπεις.
Οι ανοησίες της εξουσίας τρέφουν ανόητα κινήματα. Και την πληρώνει η καθημερινότητά μας. Για να ανοίξουν οι πόρτες χρειάστηκε να φωνάξουμε μαζί με ακτιβιστές ακραίους, που έπιασαν να ξηλώσουν όλη την περίφραξη τη μέρα εκείνη της διαμαρτυρίας, όχι μόνο των εισόδων. Θεωρώ την ευθύνη των κυβερνώντων μεγαλύτερη. Δεν μπορεί να επικρατήσει η κοινή λογική όταν δεν λαμβάνεται υπόψη από τους ηγέτες.
Ύστερα ήρθε η ανάπλαση. Κεϋνσιανή μέθοδος μοιράσματος χρημάτων που μπορεί και να χαλάσει υποδομές. Θυμάμαι τη Γεννηματά ως υπερνομάρχη να ανακοινώνει ότι είχε στείλει ομάδα ειδικών (συμπαθέστατοι νεαροί ήταν, δεν λέω) σε ξένες πρωτεύουσες να δούνε πώς είναι τα πάρκα. Αυτό που είχαμε εδώ, που ήθελε απλώς συντήρηση, δεν αρκούσε, κι ας είχε κτίρια και κατασκευές μεσοπολέμου με τη βούλα. Αφού πέρασε κι αυτή η φάση, αποφασίστηκε η ανάπλαση από το γραφείο Τομπάζη, που κράτησε το πάρκο κλειστό για μια τριετία, διότι οι φονταμενταλιστές πάλι την εμπόδιζαν, αφού δεν άφηνε τέλεια τη φύση, ας πούμε είχε τσιμεντένιους αγωγούς και μαρμαράκια στους δρόμους. Πάλι ανάμεσα σε δυο πυρά εμείς, κι έπρεπε να διαλέξουμε, δεν μπορούσαμε να κάνουμε κριτική στην ανάπλαση που είχε καταστρέψει το ωραίο σιντριβάνι με τα βράχια π.χ. για να κάνει ένα μοντέρνο. Έπρεπε να την υπερασπιστούμε, να ανοίξει επιτέλους το πάρκο.
Τη συνέχεια λίγο πολύ την ξέρετε, τη σταδιακή εγκατάλειψη ξανά, γιατί εύκολο είναι να μοιράζεις λεφτά για ένα μεγάλο έργο, αλλά δυσκολότερο να το συντηρήσεις. Από πρόπερσι το πάρκο έγινε σταδιακά, ειδικά στην πλευρά προς Μαυροματαίων, στέκι των σκληρότερων ναρκωτικών της πόλης, και τώρα, μετά από εβδομαδιαίες διαμαρτυρίες που οργάνωνε καινούργια επιτροπή κατοίκων, καθαρίστηκε ξανά, η διακίνηση ναρκωτικών κατέβηκε προς την πλατεία Βικτωρίας, και το πάρκο παραδόθηκε… πού ακριβώς; Στη φύση; Ο κόσμος σίγουρα θ’ αργήσει να ξαναρχίσει να κυκλοφορεί.  Οργανώθηκαν συναυλίες με ελεύθερη είσοδο να το ζωντανέψουν, αλλά εκείνα τα περίπτερα ακόμα είναι κλειστά, ακόμα μας σκιάζει η φοβέρα των φονταμενταλιστών, να μην πιούμε καφέ στο πάρκο, να μην αγοράζουμε παιχνιδάκια στα παιδιά, κλπ κλπ.
Πώς να μη μελαγχολώ στο Ζάππειο;






Ξεπουλήματα

 Οχι, όχι, να μην ξεπουληθούν οι αρχαιολογικοί χώροι! Πρέπει να παραμείνουν στη διάθεση των φυλάκων που τους χειρίζονται τέλεια κι έχουν και τα τυχερά τους, προφανώς, αλλιώς γιατί αρνούνται να χρησιμοποιήσουν τα μηχανήματα ηλεκτρονικών εισιτηρίων. Καλά τα λέει ο Μίκης. Είναι η εθνική μας κυριαρχία! Η κάθε ομάδα να κάνει ό,τι θέλει στο ξέφραγο αμπέλι που λέγεται ελληνικό κράτος

Τρίτη 18 Σεπτεμβρίου 2018

Θυμάσαι να φυσάει;

Θυμάμαι μια καλαμένια καλύβα στην ακρογιαλιά, ένα ολόκληρο καλοκαίρι. Θυμάσαι;
Εντάξει, θυμάμαι. Απορώ πώς τη βγάζαμε τότε, δεν είχαμε ούτε μπάνιο, ούτε ντους, ούτε σαλόνι, κρεβατοκάμαρες, χολ, τίποτε τέτοιο. Κι ο αέρας πώς δεν την έπαιρνε, μου λες;
Ηταν ωραία. Το καλύτερο καλοκαίρι μας. Τι απέγινε άραγε; Θα έχει διαλυθεί προ καιρού. Ολα τα υλικά ήταν ανακυκλώσιμα στη φύση, δεν υπήρχε ίχνος πλαστικού, βρόμα καθόλου. Πόσο μας άρεσε! Δεν καταλαβαίνω πώς γεμίσαμε το καλοκαίρι με φροντίδες για το σπίτι, να πρέπει να το ενισχύουμε συνέχεια, να τρέχουμε σε μαστόρους, να βάφουμε, να καρφώνουμε, να καθαρίζουμε…
Μεσολάβησαν τα παιδιά βέβαια, άλλαξαν όλα, αποκτήσαμε ανάγκες. Ασε που άλλαξε και το κλίμα, δεν φυσούσε τότε τόσο πολύ, μπορούσες να μένεις έξω μέρες ολόκληρες… Τώρα οι θερμές μάζες είναι πιο θερμές προφανώς και μετακινούνται πιο βίαια…
- Σίγουρα; Μήπως απλώς γεράσαμε; Πάντα θα φυσούσε.
- Θυμάσαι να φυσάει; Εγώ καθόλου. Ηταν όλα τέλεια, ήρεμα. Απλά. Τώρα δεν μπορείς να σταθείς ένα δευτερόλεπτο!
- Δεν μπορεί να μη φυσούσε. Υπήρχαν καραβάκια με πανί στον κόλπο. Χωρίς αέρα πώς θα ταξίδευαν;
- Μήπως ήταν μούφα τα πανιά; Μήπως είχαν μηχανές στο βάθος;
- Λες να ήταν πάντα μούφα τα πανιά; Οι άνθρωποι κινούνταν με ιστιοφόρα επί αιώνες. Με ιστιοφόρα γύρισαν τον πλανήτη. Με ιστιοφόρα ανακάλυψε ο Κολόμβος την Αμερική. Ολες οι μεγάλες εξερευνήσεις έγιναν με πανιά. Αρα πάντα φυσούσε.
- Εγώ δεν θυμάμαι να φυσάει εκείνο το καλοκαίρι με την καλύβα. Αργότερα άρχισε. Καθώς χτίζαμε σιγά σιγά το εξοχικό μας εμείς, δυνάμωνε ο αέρας. Στην αρχή θέλαμε ένα δωμάτιο για να μη μας πάρει ο αέρας το κρεβάτι, ύστερα δεν έπρεπε να μας πάρει ούτε το κομοδίνο, κι ούτω καθεξής.
- Την κουζίνα, τον καναπέ, τα μαξιλάρια, τις τέντες.
- Κυρίως τις τέντες, δεν θα γινόταν ιστιοφόρο το σπίτι μας.
- Αρα ο αέρας δυνάμωνε, λόγω κλιματικής αλλαγής!
- Μάλλον λόγω κλιμακτηριακής αλλαγής!
- Εγώ δεν γερνάω. Είμαι όσο νιώθω. Το κλίμα αλλάζει! Πρέπει να ενισχύσουμε τα αντιανεμικά πετάσματα!

Πέμπτη 13 Σεπτεμβρίου 2018

Τι ωραία χρώματα!

Επιτέλους τέλειωσε αυτό το κέντημα που είχα αγοράσει τρία χρόνια πριν, με την ιδέα ότι της μαμάς θα της άρεσε να κεντάει. Δεν της άρεσε. Είχε τελειώσει με το ζόρι ένα άλλο, πολύ πιο απλό, κι αμέσως έσπευσα εγώ να της πάρω καινούργιο δυσκολότερο. Να τη σκέφτομαι ήρεμη να κεντάει με τις ώρες, να χαίρεται τη δημιουργία, κι εγώ να παρακολουθώ την πρόοδο της, κάπως ετσι το είχα φανταστεί.  Να γίνω κάτι σα μαμά της εγώ, κι εκείνη η κόρη μου. Αλλά τα πράγματα δεν γίνονται όπως τα φανταζόμαστε.
Προσπάθησα κάμποσες φορές να της δείξω τι να κάνει με αυτές τις μικρούτσικες λοξές βελονιές, στο τέλος τα βρόντηξε και μου είπε να το ξεχάσω. Έμεινε δυο χρόνια το κέντημα στο εξοχικό, περίεργο που δεν έφαγε τα μαλλιά ο σκώρος, τελικά κάποια στιγμή το ξαναβρήκα μπροστά μου. Είχαν προχωρήσει τα γερατιά της μαμάς ραγδαία. Το πήγα στο σπίτι της κι άρχισα να το κεντάω εγώ. Αφού ένιωσε ασφαλής ότι δεν θα την έβαζα να το κεντήσει η ίδια, άρχισε να το χαζεύει. Περνούσαμε έτσι μερικές ώρες κάθε απόγευμα, εγώ να κεντάω, εκείνη να μου παίζει πιάνο για να έχω μουσική υπόκρουση, ύστερα να μου διαβάζει για να ακούω ιστορίες, κι ενδιαμέσως να θαυμάζει το κέντημα και τα χρώματα του. "Μα τι ωραία χρώματα είν' αυτά παιδί μου! Μπράβο καταπληκτικά! Είσαι σπουδαία!" Ήταν πάντα η μαμά μου κι εγώ το κοριτσάκι της, κι αντί να αντιστρέψουμε τους ρόλους, τους παίζαμε όπως θα έπρεπε να τους είχαμε παίξει τότε που ήμουν μικρή κι εκείνη δούλευε και δεν προλάβαινε ποτέ να με μάθει κέντημα, ή να μου παίζει πιάνο, ή να μου διαβάσει ολόκληρα βιβλία.
Πόσες εργατοώρες έχει αυτό το κέντημα; Άμέτρητες. Διαβάσαμε δυο φορές μια ωραία Βίβλο εικονογραφημένη, τέσσερεις την Ελληνική Μυθολογία, μία τους Πέντε Έλληνες Σοφούς, άλλη μία τον Μέγα Αλέξανδρο του Καζαντζάκη, όλα σε παιδικές εκδόσεις. Άκουσα σε καθημερινή βάση ολόκληρο το άλμπουμ "Είκοσι κλασικά κομμάτια για πιάνο". Ασκήθηκα στην υπομονή και τη συμφιλίωση με τη φθορά, χωρίς να πετύχω το στόχο μου βέβαια, που είναι να είμαι πάντα ήρεμη και ψύχραιμη. Δύσκολο, αφού είμαι ακόμα το παιδί, κι εκείνη η μητέρα.
Τώρα το μαξιλαράκι τέλειωσε, το γήρας προχωράει, και σκέφτομαι ότι μάλλον πρέπει να προμηθευτώ ένα καινούργιο για φέτος. Και στη βιβλιοθήκη μου να βρω κάτι που δεν έχουμε ακόμα διαβάσει. Βέβαια με τη Βίβλο είχαμε τη χαρά να μπορεί να θυμάται κάθε τόσο αποσπάσματα: Από το "Είπεν ο Θεός γεννηθήτω φώς- και εγένετο φως" μέχρι το Πάτερ ημών ολόκληρο, περνώντας από τους παίδες εν καμίνω και το Αρον τον κράβατον σου και περιπάτει, κι ένα σωρό ακόμα. Αλλά πραγματικά δεν την αντέχω τρίτη φορά, νομίζω κι εκείνη, αν και της θυμίζει κάτι κάθε τόσο, την έχει μπουχτίσει. Μάλλον θα στραφώ στην ωραία παιδική έκδοση "Μύθοι απ' όλον τον κόσμο".

Τρίτη 11 Σεπτεμβρίου 2018

Καλή χρονιά για ξένα και δικά

Αραγε θα πάνε στο σχολείο τα πιτσιρίκια απέναντι, που περνάνε τη μισή μέρα ανεβασμένα στο παράθυρο του ισογείου, κι όποτε βγαίνω από το σπίτι φοβάμαι πως θα πέσουν; Πέρασαν μήνες που έχουν έρθει από κάποια βασανισμένη επαρχία του κόσμου, κατά τα φαινόμενα, έμαθαν να ισορροπούν στο περβάζι και να διασκεδάζουν χαζεύοντας τους περαστικούς.
Θα ανοίξουν οι ορίζοντές τους στο τσιμεντένιο προαύλιο του γωνιακού Δημοτικού και μπορεί, καθώς είναι προπονημένα στην ακινησία, να διαπρέψουν στο σχολείο. Να μάθουν να γράφουν και να διαβάζουν, να μάθουν να ζουν στον τόπο μας.
Ποιος ξέρει; Λέμε λέμε διάφορα περί σχολείου, αλλά δεν έχουμε ιδέα τι κάνει μια δασκάλα μόνη στην τάξη μπροστά στα είκοσι παιδάκια που αντικρίζει πρώτη φορά κάθε 11η Σεπτεμβρίου. Πώς τα βγάζει πέρα με τα άτακτα, με τα ξένα, με αυτά που οι μανάδες τους δεν ξέρουν ελληνικά, με τα πονηρά, με τα αεικίνητα, με αυτά που τα ίδια δεν ξέρουν ελληνικά και δυσκολεύονται.
Τις αληθινές λύσεις δεν τις έχουμε δει να εφαρμόζονται, δεν τις φανταζόμαστε καν. Κι όταν διαβάζω τα όσα περισπούδαστα γράφονται για το σχολειό και τα Πανεπιστήμια, συχνά έχω την εντύπωση ότι οι αρθρογράφοι αναφέρονται σε κάποια άλλη χώρα, ή σε κάποια άλλη εποχή, του παρελθόντος ή του μέλλοντος, δεν έχω καταλάβει ακόμα.
Είναι το σχολείο πράγματι πολύ φτωχό, μάλλον τσιγκούνικο, για τα παιδιά τα δικά μας που πάνε χορτάτα από εικόνες, χρώματα, παιχνίδια, ιστορίες, αν υποθέσουμε δηλαδή πως συμβαίνει κάτι τέτοιο. Αλλά για όσα δεν είναι πολύ χορτάτα γενικώς, μπορεί να γίνει σανίδα σωτηρίας από τη μιζέρια που τους εξασφαλίζει η οικογένειά τους.
Μπορεί η πόρτα του να γίνει πύλη ελευθερίας, να ανοίξει στο ξεκίνημα του ταξιδιού της αληθινής ζωής, αυτής που σου προσφέρει κάποια παραπάνω δυνατότητα από τις καθορισμένες. Παρακολουθώ ήδη μερικά που είχαν έρθει σιωπηλά, χαμένα, φοβισμένα, δεν ήξεραν λέξη, έκλαιγαν και κρύβονταν, και τώρα μιλάνε άνετα, έχουν φίλους, ξεχωρίζουν κιόλας οι προσωπικότητές τους.
Κάποτε, όταν ηρεμήσει το περιφερόμενο μίσος γύρω μας που αρνείται να αντιληφθεί τι συμβαίνει, θα μιλήσουμε περισσότερο για τους δασκάλους και τη δουλειά τους, θα βρούμε τρόπο να τους ευχαριστήσουμε, να αναγνωρίσουμε τη σιωπηλή τους προσφορά.

Πέμπτη 6 Σεπτεμβρίου 2018

Θέατρο με τη Μαργαρίτα

Με τη Μαργαρίτα πολλά χρόνια μετά το "Φριχτό παραμύθι"
Ας πούμε ότι είμαστε μαζί ακόμα. Μαζί δεν είχαμε ξεκινήσει ως τελειόφοιτες φοιτήτριες να γράφουμε θεατρικό έργο για το ΦΟΘΚ; Βασικά, τον είχαμε μόνοι μας επανιδρύσει τον ΦΟΘΚ, ιδέα του Μητσομπούνη ήταν, εκείνος ήξερε, ήταν μέλος προδικτατορικά. Ας φτιάξουμε μια αφίσα, είπε. Την έφτιαξε μόνος του, αρχιτέκτονας γαρ, και σκηνογράφος στο Θεατρικό Εργαστήρι τότε πλέον, εξέλιξη του πρώτου ΦΟΘΚ. Τη θυμάμαι σαν και τώρα, στο χοντρό ριζόχαρτο, την τύπωσε καμιά δεκαριά φορές και αποφάσισε ότι πρέπει να την κολλήσουμε γύρω από το Πανεπιστήμιο.
Εμένα μου φαίνονταν αδιανόητα όλ' αυτά. Μπορούσαμε δηλαδή έτσι στα καλά καθούμενα εμείς οι τέσσερεις να γράψουμε μια αφίσα και να την κολλήσουμε όπου μας άρεσε; Βγαίναμε από χούντα, σας θυμίζω. Και βέβαια, είπε ο Μητσομπούνης που ήξερε. Όποιος θέλει να συμμετέχει στην ιδρυτική συνεδρίαση του Φοιτητικού Ομίλου Θεάτρου και Κινηματογράφου, να έρθει τάδε μέρα τάδε ώρα στην τάδε αίθουσα της Φιλοσοφικής. Και μας έδιναν αίθουσα στη Φιλοσοφική; Βεβαιότατα! Ήμασταν η "Πρωτοβουλία για την επανίδρυση του ΦΟΘΚ"
Βγήκαμε νύχτα με σελοτέιπ και κολλήσαμε τις αφίσες, και νάσου την ορισμένη ώρα κάμποσοι φοιτητές στην αίθουσα, να επανιδρύουμε τον ΦΟΘΚ. Μέχρι τα Χριστούγεννα συζητούσαμε τι έργο θα ανεβάζαμε. Εγώ ήθελα τη 12η νύχτα του Σαίξπηρ. Με τη μία Σαίξπηρ, τρομάρα μου. Δεν συμφωνούσαμε. Κάποια στιγμή μας επισκέφτηκε ο Γιώργος Σκούρτης, άκουσε τις διάφορες απόψεις κι απεφάνθη ότι δεν έπρεπε να πάρουμε έτοιμο έργο αλλά να γράψουμε ένα δικό μας! Πανζουρλισμός έγινε και η πρόταση πέρασε σχεδόν παμψηφεί.
Δεν μου άρεσε καθόλου η ιδέα αυτή, ανυπομονούσα να παίξω, δεν ήθελα να γράψω. Αλλά πεισμώσαμε. Καλά, έτσι είσαστε; Ας γράψουμε έργο λοιπόν! Κι αρχίσαμε οι δυο μας να τριγυρίζουμε στα βιβλιοπωλεία και να κλέβουμε στίχους, έμμετρο θα το κάναμε το έργο μας. Θα έδειχνε την επόμενη μέρα μετά την επανάσταση, κάποια φλου, μακρινή επανάσταση, με αντάρτες και αντάρτισσες, που έμπαιναν νικητές στην πόλη. Και μόλις έμπαιναν νικητές, η πρώτη τους δουλειά να στείλουν τις γυναίκες πίσω στα σπίτια τους, ή στα μπουρδέλα τους, διότι χρειάζονται κι αυτά! Μόνο μια νεαρή αντάρτισα το αμφισβητούσε όλο αυτό κι έμενε μόνη στη σκηνή να απορεί και να σχολιάζει.
Φεμινιστικό έργο ακραίων συμβολισμών, χα χα! Τίτλος, "Το φριχτό παραμύθι" από το ποίημα του Εγγονόπουλου "Μπολιβάρ". Η ελευθερία είναι το φριχτό παραμύθι. Ο προτελευταίος στίχος του έργου λέει: "...το φριχτό παραμύθι/ Λιμπερτά". Ναι, μας είχε απογοητεύσει η στάση των πολιτικών οργανώσεων απέναντι στις γυναίκες, περιμέναμε περισσότερο φεμινισμό, και σεβασμό. Δεν υπήρχε τίποτε από τα δυο, η αντρίλα ήταν η αξία.
Πόσο διασκεδάσαμε παρωδώντας στίχους για το έργο μας. Θυμάμαι έναν, τη στιγμή που μπαίνουν οι αντάρτες στην πόλη και πετάνε τους μπερέδες στον αέρα: "Αυτός είναι ο ιερός μπερές, ο στρογγυλός και μαύρος..." Κλέβαμε ασύστολα ποιητές σύγχρονους και παλιούς, μοντέρνους και κλασσικούς. Υπήρχε και πεζό, "Βάλε το σφυροδρέπανο στην πρίζα," θυμάμαι την ατάκα του θριαμβευτή αρχηγού.
Ήταν πολύ νωρίς για τόση πλάκα. Αρχή του 1975, πρώτη χρονιά χωρίς χούντα στο Πανεπιστήμιο, κι εμείς κοροϊδεύαμε τα ιερά και τα όσια. Αφού το έργο εγκρίθηκε ως το καλύτερο που είχε γραφτεί, κι αρχίσαμε να μοιράζουμε ρόλους, περιμέναμε μάλιστα και τον Σκούρτη να μας πει εντυπώσεις, εμφανίστηκε μια ομάδα Κνιτών στις πρόβες, ήταν πάντα ανοιχτές οι διαδικασίες μας, και ψήφισε να μην ανέβει η παράσταση. Έτσι έληξε άδοξα η θεατρική συνεργασία με τη Μαργαρίτα.
Κοίτα τώρα, τόσα χρόνια μετά, η Αθηνά αποφάσισε να ανεβάσει ένα κείμενο που είχες γράψει, ένα μικρό θεατρικό μονόλογο, να κάνει μια μικρή παράσταση στη μνήμη σου. Κι εγώ έγραψα άλλο ένα, έτσι θα είμαστε παρέα στη σκηνή, εσύ απούσα πια, εγώ εδώ προς το παρόν. Η Αθηνά δεν την ξέρει αυτή την ιστορία με το "Φριχτό παραμύθι". Και το καλοκαίρι που πήγα να δω τις κόρες σου και προσπαθούσα να τους πω ιστορίες, δεν τη θυμήθηκα. Τώρα μου ήρθε, που ξεκίνησαν οι πρόβες για τους μονολόγους μας. Ξαφνικά θυμήθηκα ότι έχουμε ξανακάνει μαζί θέατρο. Αχ Μαργαρίτα....


Τρίτη 4 Σεπτεμβρίου 2018

Regina rosas amat

Από τη δεκαετία του 1970, που τέλειωσα τις δευτεροβάθμιες σπουδές μου, δεν καταλαβαίναμε γιατί μαθαίναμε λατινικά. «Θα σας χρειαστούν στη Νομική», είπε κάποτε ο πατέρας μου, ακούγοντας τη διαρκή μου γκρίνια. Η καθηγήτριά μας δεν ασχολούνταν καν με επιχειρήματα, σήκωνε μοιρολατρικά τον σταυρό του αντιπαθητικού της μαθήματος, κάνοντας ότι δεν βλέπει την ειρωνεία και την απαξίωσή μας. Εισαγωγικές δίναμε Καίσαρα, ιστορίες με στρατόπεδα που στήνονταν στη μακρινή Γαλατία. Θα είχε ενδιαφέρον για μας που αργότερα στήναμε καλαμένιες καλύβες σε έρημες παραλίες, αλλά ούτε αυτό αφήσαμε ποτέ να μας συγκινήσει.
Μισούσαμε τα Λατινικά αποφασισμένα κι αμετάκλητα. Πιστεύαμε ότι διδασκόμαστε κάτι απολύτως ξεκομμένο, κι όμως, λίγα πράγματα από όσα μάθαμε στο σχολείο συνεχίσαμε να μαθαίνουμε όσο τα Λατινικά. Διότι βλέπετε, συνέχεια μαθαίνει κανείς λατινικά. Συνεχίζει όντως να τα μαθαίνει στη Νομική, κι είναι πολύ διαφορετικά από εκείνα του σχολείου. Τα μαθαίνει στην Ιατρική, τα μαθαίνει στη Βιολογία, τη Φυτολογία, τη Φαρμακευτική, τα μαθαίνει στη Φιλοσοφία, στις Φιλολογίες όλων των ξένων γλωσσών.
Τα μαθαίναμε στην Ιστορία, τα μαθαίνουμε διαβάζοντας Λογοτεχνία. Ακόμα και διαβάζοντας Αστερίξ ή αργότερα Χάρι Πότερ. Και συνεχίζουμε να τα μαθαίνουμε, διότι βρίσκονται τα άτιμα παντού, στις προσόψεις των ωραίων κτιρίων που επισκεπτόμαστε, στις επικεφαλίδες των σπουδαίων βιβλίων, στη μουσική που παίζουμε κι ακούμε, στις γλώσσες που αγαπάμε. Είναι στην πηγή της Ευρώπης, η γλώσσα που τη γέννησε.
Γιατί δεν μας το είχαν πει, αναρωτιέμαι συχνά προσπαθώντας να μεταφράσω επιγραφές σε μνημεία, ότι θα ζούσαμε μια ζωή μέσα στα Λατινικά, και μας άφηναν να νομίζουμε ότι χάνουμε τον καιρό μας; Τουλάχιστον είχα μάθει να κλίνω τα ουσιαστικά, πολύ χρήσιμο για να καταλάβεις τη σύνταξη μιας φράσης, αλλά όλο και ξεθωριάζουν οι χλομές μου γνώσεις, όλο και κυριαρχεί η άρνηση που είχαμε τότε πάνω στη μνήμη που προσπαθεί να ανακαλύψει όσα άθελά μου κράτησε.
Αραγε τι συνέβη τα επόμενα χρόνια στα σχολεία; Προσπάθησαν οι καθηγητές ποτέ να εξηγήσουν την αξία τους ή θα προσέκρουαν στον βασικό πυρήνα διδασκαλίας του σχολείου, ότι μόνο η Ελλάδα αξίζει, ότι η Ρώμη και το Βυζάντιο μέχρι να χρησιμοποιήσουν ελληνικά δεν ήταν παρά μια δυστυχής παρένθεση; Αμφιβάλλω. Μάλλον η αντίληψη αυτή ενισχύεται με τα χρόνια και τα σχολικά λατινικά θα πρέπει να περιφρονούνταν όλο και περισσότερο. Οπότε δεν τα κλαίω που καταργούνται. Απλώς σκέφτομαι, αντί για άλλη ξένη γλώσσα, τώρα που μου χρειάζεται για να γυμνάζω το μυαλό, να ξεκινήσω Λατινικά από την αρχή.

Πόσο δύσκολο να γίνει το προσωπικό, πολιτικό.

Τη νύχτα που έφτασε ο Καραμανλής στο Ελληνικό να αναλάβει τα ηνία της χώρας που είχε βρεθεί στο χείλος του γκρεμού, πενήντα χρόνια πριν, δεν...