Λέω να τις πετάξω πια αυτές τις παλιές εφημερίδες, πενήντα χρόνια τις φύλαξα. Τις είχα μαζί σε όλες τις μετακομίσεις, τις είχα συλλέξει όταν δολοφονήθηκε ο Ρόμπερτ Κέννεντυ, τον Ιούνιο του 1968, τις είχα διαβάσει ξανά και ξανά μέσα στην αχόρταγη θλίψη εκείνης της εποχής.
Μια βδομάδα κλαίγαμε με τις φίλες μου για τον Κέννεντυ. Ήταν οι τελευταίες μέρες των μαθημάτων, πλησίαζαν οι εξετάσεις, κι εμείς ασχολούμασταν μόνο να τρέφουμε την απελπισία μας. Κόβαμε φωτογραφίες, αποκόμματα, τα δίναμε η μια στην άλλη. Κι αν τα δάκρυα στέγνωναν, αρκούσε ν' ακούσουμε το τραγούδι "Αυτούς που βλέπεις πάλι θα τους ξαναδείς" που είχαμε αποφασίσει να του αφιερώσουμε, για να ξαναρχίσουμε να κλαίμε.
Γιατί τόσο πένθος για κάποιον που θα γινόταν απλώς "πλανητάρχης" όπως ονόμασε αργότερα η Δαμανάκη τους προέδρους των ΗΠΑ; Δεν ήταν τόσο απλό το ζήτημα όμως. Ο Ρόμπερτ Κέννεντυ ήταν σα να βγαίνει από τα φοιτητικά κινήματα και τις ρηξικέλευθες ιδέες τους. Ήταν νέος ήταν ωραίος, ήταν δημοκρατικός, ήταν προοδευτικός, είχε υπογράψει κατά των ρατσιστικών νόμων, είχε συνεργαστεί με τον Μάρτιν Λούθερ Κινγκ, αμφισβητούσε τον πόλεμο στο Βιετνάμ, κι επιπλέον, σε μια μικρή παράγραφο του προεκλογικού του προγράμματος, που το είχαμε κι αυτό προμηθευτεί σε ελληνική μετάφραση, θυμάμαι ακόμα το βιβλιαράκι, είχε δηλώσει ότι είναι εναντίον της ελληνικής χούντας. Κι εμείς δεν θέλαμε πολύ, το είχαμε δέσει κόμπο, θα εκλεγόταν και θα έπεφτε η χούντα! Είχε κρατήσει ένα χρόνο και δυο μήνες, ήταν ήδη πολύ! Στο Παρίσι ανάσαιναν ακόμα τον Μάη, κι εμείς είχαμε χούντα.
Κι έτσι ξαφνικά να τον δολοφονούν; Να απομένουν οι δημοκρατικοί με κάποιον Χάμφρι, πώς να συνέλθουμε, πώς να το χωνέψουμε;
Ξοδέψαμε το λιγοστό μας χαρτζιλίκι σε περιοδικά κι εφημερίδες, να βλέπουμε φωτογραφίες από τη ζωή του, να μάθουμε τα πάντα, να λατρέψουμε το πρόσωπο του κι οτιδήποτε τον αφορούσε, ακόμα και τη μεγάλη πλούσια οικογένεια του, τα αδέρφια του, τα πολλά του παιδιά, τη γυναίκα του, τον πατέρα του, όλο του το σόι. Στείλαμε στην εφημερίδα ΕΣΤΙΑ τα αποκόμματα των δικών της δημοσιευμάτων, όπου τον έβριζε επί μήνες "με την ελπίδα κάποιας τύψης" είχαμε γράψει. Κι όλο αναζητούσαμε συμπενθούντες, κι ανακαλύπταμε τριγυρίζοντας στην Αθήνα κάτι βιτρίνες με φωτογραφίες του. Θυμάμαι ένα μαγαζί στην Κυψέλης που είχε στολιστεί με μαύρες κουρτίνες και στη μέση ολόκληρο εικονοστάσιο με αποκόμματα, και το προτραίτο του σε κορνίζα, εννοείται ότι έγινε το αγαπημένο μας.
Όσο ψύχραιμα κι αν κοιτάζω σήμερα αυτά τα αποκόμματα που δεν κιτρίνισαν και πάρα πολύ, γιατί τα είχα καλά φυλαγμένα κι ήλιος δεν τα κοιτούσε, όσο κι αν χαμογελάω με τον μελό 15χρονο εαυτό μου, δεν μπορεί παρά να παραδέχομαι ότι άλλο τέτοιο πρόσωπο δεν πέρασε από τη διεθνή πολιτική ζωή για πολύ καιρό. Στις εκλογές εκείνες βγήκε ο Νίξον, με αντιπρόεδρο τον Άγκνιου, ελληνικής καταγωγής και φίλο των χουνταίων. Η χούντα είχε ακόμα καιρό μπροστά της. Κι ο αντιαμερικανισμός άρχισε να ρίχνει ρίζες στα πολιτικά μας συναισθήματα.
Μια βδομάδα κλαίγαμε με τις φίλες μου για τον Κέννεντυ. Ήταν οι τελευταίες μέρες των μαθημάτων, πλησίαζαν οι εξετάσεις, κι εμείς ασχολούμασταν μόνο να τρέφουμε την απελπισία μας. Κόβαμε φωτογραφίες, αποκόμματα, τα δίναμε η μια στην άλλη. Κι αν τα δάκρυα στέγνωναν, αρκούσε ν' ακούσουμε το τραγούδι "Αυτούς που βλέπεις πάλι θα τους ξαναδείς" που είχαμε αποφασίσει να του αφιερώσουμε, για να ξαναρχίσουμε να κλαίμε.
Γιατί τόσο πένθος για κάποιον που θα γινόταν απλώς "πλανητάρχης" όπως ονόμασε αργότερα η Δαμανάκη τους προέδρους των ΗΠΑ; Δεν ήταν τόσο απλό το ζήτημα όμως. Ο Ρόμπερτ Κέννεντυ ήταν σα να βγαίνει από τα φοιτητικά κινήματα και τις ρηξικέλευθες ιδέες τους. Ήταν νέος ήταν ωραίος, ήταν δημοκρατικός, ήταν προοδευτικός, είχε υπογράψει κατά των ρατσιστικών νόμων, είχε συνεργαστεί με τον Μάρτιν Λούθερ Κινγκ, αμφισβητούσε τον πόλεμο στο Βιετνάμ, κι επιπλέον, σε μια μικρή παράγραφο του προεκλογικού του προγράμματος, που το είχαμε κι αυτό προμηθευτεί σε ελληνική μετάφραση, θυμάμαι ακόμα το βιβλιαράκι, είχε δηλώσει ότι είναι εναντίον της ελληνικής χούντας. Κι εμείς δεν θέλαμε πολύ, το είχαμε δέσει κόμπο, θα εκλεγόταν και θα έπεφτε η χούντα! Είχε κρατήσει ένα χρόνο και δυο μήνες, ήταν ήδη πολύ! Στο Παρίσι ανάσαιναν ακόμα τον Μάη, κι εμείς είχαμε χούντα.
Κι έτσι ξαφνικά να τον δολοφονούν; Να απομένουν οι δημοκρατικοί με κάποιον Χάμφρι, πώς να συνέλθουμε, πώς να το χωνέψουμε;
Ξοδέψαμε το λιγοστό μας χαρτζιλίκι σε περιοδικά κι εφημερίδες, να βλέπουμε φωτογραφίες από τη ζωή του, να μάθουμε τα πάντα, να λατρέψουμε το πρόσωπο του κι οτιδήποτε τον αφορούσε, ακόμα και τη μεγάλη πλούσια οικογένεια του, τα αδέρφια του, τα πολλά του παιδιά, τη γυναίκα του, τον πατέρα του, όλο του το σόι. Στείλαμε στην εφημερίδα ΕΣΤΙΑ τα αποκόμματα των δικών της δημοσιευμάτων, όπου τον έβριζε επί μήνες "με την ελπίδα κάποιας τύψης" είχαμε γράψει. Κι όλο αναζητούσαμε συμπενθούντες, κι ανακαλύπταμε τριγυρίζοντας στην Αθήνα κάτι βιτρίνες με φωτογραφίες του. Θυμάμαι ένα μαγαζί στην Κυψέλης που είχε στολιστεί με μαύρες κουρτίνες και στη μέση ολόκληρο εικονοστάσιο με αποκόμματα, και το προτραίτο του σε κορνίζα, εννοείται ότι έγινε το αγαπημένο μας.
Όσο ψύχραιμα κι αν κοιτάζω σήμερα αυτά τα αποκόμματα που δεν κιτρίνισαν και πάρα πολύ, γιατί τα είχα καλά φυλαγμένα κι ήλιος δεν τα κοιτούσε, όσο κι αν χαμογελάω με τον μελό 15χρονο εαυτό μου, δεν μπορεί παρά να παραδέχομαι ότι άλλο τέτοιο πρόσωπο δεν πέρασε από τη διεθνή πολιτική ζωή για πολύ καιρό. Στις εκλογές εκείνες βγήκε ο Νίξον, με αντιπρόεδρο τον Άγκνιου, ελληνικής καταγωγής και φίλο των χουνταίων. Η χούντα είχε ακόμα καιρό μπροστά της. Κι ο αντιαμερικανισμός άρχισε να ρίχνει ρίζες στα πολιτικά μας συναισθήματα.