Θυμάμαι αμυδρά αυτό το δρόμο της μικρής επαρχιακής πόλης. Οχι πολύ μικρής πια, αν κρίνεις απο τον κόσμο που κυκλοφορεί στον πεζόδρομο. Είχε λάσπες παλιά, και με τη βροχή, τέτοια βροχή σαν αυτή σήμερα, τα παπούτσια μας είχαν γίνει χάλια. Τώρα έχει ωραία πλακόστρωση, ίσα που νοτίζοντα οι σόλες, κι όλα τα μαγαζιά είναι φωτισμένα, οι καφετέριες γεμάτες, ξεχειλίζουν μέχρι έξω τα αναπαυτικά τους καθίσματα. Θα ξεχνούσα την κρίση αν δεν άκουγα τις βαριές συζητήσεις ανήσυχων ανθρώπων, την ανησυχία τους για το μέλλον. Έχουν καταπληκτικά μενού στις ταβέρνες, μεζέδες για εξερεύνηση, αλλά τίποτε δεν κάνει να μας βγάζει απο το στόχο, που είναι η αποτίμηση των κακών προοπτικών της χώρας και η απόδοση ευθυνών. Σ' ένα ανακαινισμένο μαγαζί κοιτάζω τις φωτογραφίες του αγροτικού παρελθόντος, γυναίκες με μαντίλια στα χωράφια, άντρες με τραγιάσκες στο χωριό, κορίτσια στην βρύση με τις στάμνες για νερό, αγόρια ξυπόλητα, κακοντυμένα, κουρεμένα γουλί να χαμογελούν. Δυο γενιές πίσω, ή και μόνο μία, ή ακόμα και οι ίδιοι άνθρωποι που πριν πενήντα χρόνια πήγαιναν με τα πόδια στο σχολείο περνώντας απο πλημμυρισμένα ρυάκια ξυπόλητοι, και για το Γυμνάσιο έμεναν σε νοικιασμένα καμαράκια δυο- δυο, τώρα έρχονται με τό τζιπ τους απο την πρωτεύουσα στο εξοχικό, και συναντιούνται επίσης στην ωραία κεντρική καφετέρια για τις ίδιες συζητήσεις. Σα να μιλάνε απο το στόμα τους οι παπούδες κι οι γιαγιάδες τους οι ταλαιπωρημένοι, ή τα παιδιά που υπήρξαν, όλοι αυτοί που δεν προλάβαιναν μάλλον να παραπονεθούν για τη μοίρα τους αφού έπρεπε να την παλεύουν νυχθημερόν, κι έδωσαν τη σκυτάλη στους απογόνους τους, που και χρόνο έχουν, και διάθεση, και πλούσια ποιητική γλώσσα, γεμάτη μεταφορές και παρομοιώσεις.
Μεγάλος ο μόχθος κι ο πόνος των προγόνων και μας στοιχειώνει ακόμα. Δεν μπορεί να είναι μόνο δική μας τόση δυστυχία, έχουμε να εκφράσουμε περασμένα πάθη, των προγόνων τα βάσανα. Όλοι αυτοί οι βλοσυροί άνθρωποι πάνω από τα τραπέζια τα φορτωμένα με τα αγαθά της γης μαγειρεμένα και σερβιρισμένα έτοιμα, και σε προσιτές τιμές, με τις σόμπες να μην τους αφήνουν να κρυώνουν ούτε στη καρδιά του Γενάρη, τα πουπουλένια μπουφάν να μην τους βαραίνουν τους ώμους καθώς περπατούν, σηκώνουν ωστόσο το βάρος του παρελθόντος, δεν μπορεί μόνο η κρίση να είναι τόσο ασήκωτη.
Τι θα έλεγαν οι πρόγονοι αν μπορούσαν να μας ακούσουν μέσα απ' αυτές τις φωτογραφίες; Αν μας έβλεπαν από καμιά μεριά τόσο καλοζωισμένους αλλά βουτηγμένους στην πίκρα και στο παράπονο, το φόβο και τη δυστυχία; Δεν θα στέκονταν λίγο να μας καμαρώσουν πρώτα, τους τόσο περιποιημένους, καλοντυμένους, ποδεμένους και άνετους απογόνους τους, πιο ψηλούς, πιο καθαρούς, με τη ζωή πιο έυκολη, δεν θα χαμογελούσαν περήφανα για το κατόρθωμά τους; Θα μας μακάριζαν, κι ύστερα μάλλον θα μας μάλωναν για την τόση γκρίνια. Μπορεί και λίγο να τους ντρεπόμασταν; Μπα, θα τους σνομπάραμε μάλλον έτσι φτωχούληδες που θα εμφανίζονταν, δεν θα τολμούσαν καν να μας απευθύνουν το λόγο.