Το λεωφορείο απο Πύργο ήταν μισογεμάτο. Είχα θέση μπροστά, πήρα βαθιά ανάσα. Δροσιά, άνεσις, ταχύτης, πλην όμως ο οδηγός άκουγε σκυλάδικα.
Μπορεί να είναι λάθος ορισμός. Να μην είναι σκυλάδικα, αλλά κάτι άλλο αυτά τα τραγούδια που δεν ήξερα, δεν αναγνώριζα τις φωνές, δεν μου θύμιζαν τίποτε, είχαν στίχους επιθετικούς και απελπισμένους, η δε μουσική τρυπούσε τ' αυτιά.
Δεν είχα σκοπό να κοιμηθώ, ούτε να διαβάσω, όμως πώς θα άντεχα τέσσερεις ώρες αυτό τον ήχο; Κοίταξα τους άλλους επιβάτες, όλοι απαθείς. Μια γυναίκα είχε μαζί της ακουστικά, αυτή θα ήταν η λύση. Αλλά δεν είχα. Τι να κάνω; Να πάω να παρακαλέσω τον οδηγό να το χαμηλώσει; Κι αν θύμωνε, όπως εκείνος ο οδηγός σε αστικό λεωφορείο πριν λίγες μέρες, που τον ρώτησα για μια στάση, κι επειδή ζήτησα διευκρινήσεις με διαολόστειλε;
Στην επόμενη στάση μια κοπέλα ανέβηκε και ήρθε δίπλα μου. Με ρώτησε αν ξέρω πόσες στάσεις θα κάναμε. Δεν ήξερα, της είπα, και τη ρώτησα κι εγώ αν την ενοχλεί η μουσική. Δεν μου απάντησε, σα να μην άκουσε καθόλου. Συμβαίνει συχνά, είναι νέος κώδικας νεοελληνικής ευγένειας, να ρωτάς κάτι και να μη σου απαντάνε καν. Αλλά πριν δευτερόλεπτα είχαμε ανταλλάξει δυο φράσεις κι ήταν κάπως παράξενο. Μήπως είναι άγραφος νόμος ο απόλυτος σεβασμός στη μουσική επιλογή του οδηγού στα ΚΤΕΛ και είχα εκτεθεί ως βλάσφημο στοιχείο; Λίγα λεπτά αργότερα μάζεψε την τσάντα της κι έφυγε για τα πίσω καθίσματα. Πωπώ, αρχίζει η απομόνωση, σκέφτηκα!
Ρίχνω μια ματιά προς τα πίσω, είχε άδειες θέσεις. Σηκώνομαι με τη σκέψη ότι πίσω θ' ακούγεται η μουσική λιγότερο, πάω, κάθομαι, και να που τα μεγάφωνα πάνω απο το κεφάλι μου τη μεταφέρουν κανονικά, να μη στερηθεί κανείς την πανδαισία.
Κοντεύαμε στην Πάτρα όταν πέρασε εισπράκτορας. Ρωτάω πολύ ταπεινά και ευγενικά αν υπάρχει τεχνολογική πρόβλεψη (έτσι ακριβώς) να μην ακούγεται απο τα μεγάφωνα η μουσική. Βεβαίως, μου είπε, έπρεπε να το πείτε στον οδηγό!
Να το πω στον οδηγό; Έτσι εύκολο το έχεις; Νόμιζα πως με κοροϊδεύει μέχρι που πήγε μπροστά και πράγματι απομόνωσε τα μεγάφωνα. Την άκουγε μόνος του πια τη μουσική ο οδηγός. Δεν πίστευα στ' αυτιά μου. Τόσο απλό ήταν λοιπόν; Μα τόση ανασφάλεια έχω; Κοιτάζω τους άλλους γύρω, ευχαριστήθηκαν, δυσαρεστήθηκαν; Καμία αντίδραση. Συνεχίζουν να μένουν απαθείς. Αυτή η απάθεια είναι που με φίμωνε, αυτός ο παλιός κώδικας νεοελληνικής υποταγής σε κάτι που δεν σε αφορά, που δεν θα κρατήσει πολύ, γιατί να μπλέξεις; Κάνε το χαζό, βρες έναν τρόπο να μην ακούς, ένα τρυκ παροδικής κωφότητας. Κάπου αλλού είσαι αυτόνομος, κάνε υπομονή όσο κρατά η εξουσία του οδηγού, μη μιλάς. Μην ενοχλείτε τον οδηγό. Και μη συναγελάζεσαι με αυτούς που έχουν την τάση να εντοπίζουν προβλήματα. Διότι εμάς δεν μας νοιάζει. Σκασίλα μας. Εκεί που βρίσκουμε τόση φωνή και χαλάμε τον κόσμο για το δηλωμένο και ξεκάθαρο συμφέρον, εκεί καταπίνουμε τη γλώσσα μας για την ποιότητα της καθημερινής ζωής.
Αυτή την απάθεια, πόσες φορές την έχω ζηλέψει. Κι όμως έχω άδικο, κι είχαν όλοι άδικο οι απαθείς, διότι αρκούσε μια απλή διατύπωση για να εισακουστεί το αίτημα.