Χαζεύοντας στο
εντυπωσιακό εσωτερικό της Όπερας Γκαρνιέ, της παλιάς Όπερας δηλαδή, του
επιβλητικού αυτού κτιρίου που δεσπόζει στη δική του λεωφόρο, (Avenue de l’ Opera), στο Παρίσι, προσέχω ανάμεσα στις πλούσιες
τοιχογραφίες τέσσερις θυρεούς με ελληνικές επιγραφές: ΑΙΓΥΠΤΟΣ, ΕΛΛΑΣ, ΙΤΑΛΙΑ, ΓΑΛΛΙΑ.
Γύρω παριστάνονται σκηνές της Μυθολογίας σε ψηφιδωτό, η αίθουσα σε θαμπώνει με αφθονία εικόνων,
χρωμάτων, γλυπτών. Είναι η αρχιτεκτονική μπαρόκ, φορτωμένη όσο δεν παίρνει.
Πάντα οι Όπερες είναι μνημειακά κτίρια, όποιος θέλει να αφήσει εποχή φτιάχνει
μια Όπερα, συνήθως είναι βασιλιάς, αυτοκράτορας, ή απλά μια φιλόδοξη κυβέρνηση.
Αυτή εδώ φτιάχτηκε τον καιρό του Ναπολέοντα του Τρίτου. Έχει χρυσοποίκιλτο φουαγιέ, ένα θαύμα
ανακτορικής αισθητικής για τους θεατές της. Έχει γλυπτά, μωσαϊκά, τοιχογραφίες,
ξυλόγλυπτα, τεράστια σκηνή, απέραντα παρασκήνια. Έχει, και τι δεν έχει. Δεν θα
έφτανε το πλήρες λεξικό αρχιτεκτονικών όρων για να τα περιγράψει κανείς. Μέχρι
κι ένα φάντασμα έχει στην υπόγεια λίμνη της, γιατί πραγματικά κτίστηκε σε
έδαφος υγρό, έως και λιμνίσιο. Έτσι κι αλλιώς η γοητεία της σαν υγρασία
διεισδύει μέσα μας, το μελό μας κατακτά με όπλα τις ανυπέρβλητες συνθέσεις των
κλασσικών.
Μέσα σ’ όλα αποδίδει φόρο
τιμής στις εμπνέουσες χώρες, ή φτιάχνει μια συνέχεια ο αρχιτέκτονας όπως
αυτός την κατανοεί. ΑΙΓΥΠΤΟΣ, ΕΛΛΑΔΑ, ΙΤΑΛΙΑ, ΓΑΛΛΙΑ. Είναι το νήμα της τέχνης
που κρατά και πλέκει. Ξεκινά από τις εικόνες της αρχαίας Αιγύπτου, τις
μυστηριώδεις και γοητευτικές παραστάσεις σε ναούς και τάφους. Πάει βεβαίως μετά
στην κλασσική Ελλάδα, τις απαράμιλλες φόρμες που τιμά δεόντως σε κάθε διάδρομο
και γωνιά, προχωρά στην Ιταλία της Αναγέννησης που τα έκανε κτήμα όλ’ αυτά των
νέων εποχών και τα επινόησε ξανά, καταλήγει στη Γαλλία θριαμβευτικά που τα
υιοθέτησε και τα ανέπτυξε. Ωραία σειρά, αποκαλυπτική των ιδεών και των
συναισθημάτων του καλλιτέχνη, κι όχι μόνο. Αυτονόητη, πώς αλλιώς θα μπορούσε
κανείς να τη σχεδιάσει; Πού καλύτερα να ριζώσει, πού να βρει συνέχεια;
Η Ελλάδα είναι βεβαίως η
πηγή. Η μυθολογία είναι γεμάτη δράματα που προσφέρονται για όπερες, στο ταβάνι
υπάρχουν αρκετές προτάσεις. Το μπαρόκ κτίριο είναι γεμάτο κλασικά γλυπτά ή έστω
κλασικίζοντα, κολώνες, αετώματα, μετώπες, συμπληρώνουν τις νεώτερες
αρχιτεκτονικές επινοήσεις. Και το να βλέπεις ξαφνικά λέξεις στο ελληνικό
αλφάβητο, ως ελληνίδα κάτι σου κάνει. Σε μια φρίζα είναι γραμμένη όλη την
ιστορία της Όπερας, πάλι ελληνικά, αλλά κεφαλαία και κολλημένα, ακριβώς όπως
έγραφαν οι αρχαίοι δηλαδή. Η απατηλή αίσθηση της οικειότητας διαλύεται, αλλά
όχι τελείως. Μπορεί να μην το διαβάζω εύκολα σαν τίτλο εφημερίδας, αλλά πιο
καλά μπορώ να το διαβάσω από όλους τους άλλους που βρίσκονται εδώ μέσα, σκέφτομαι
και στραβολαιμιάζω για να το αποδείξω στον εαυτό μου. Έχω πέσει στην παγίδα της
ταύτισης που στήνει σε κάθε βήμα το Παρίσι, ίσως περισσότερο από κάθε άλλη
πόλη, καθώς θέλει να είναι αληθινή συνέχεια της αρχαίας Αθήνας, μια πόλη
φιλοσοφίας και δημοκρατίας γεμάτη τέχνες που επιβάλλεται στον περίγυρο χάρις
στο πνεύμα και το κάλλος της. Συνέχεια της φανταστικής Αθήνας που η Δύση αποφάσισε
να λατρέψει σμιλεύοντας τη δική της εικόνα κατ’ εικόνα και ομοίωση, και
παγιδεύοντας μας, τους φτωχούς νέους κατοίκους της μέσα σ’ αυτό τον μοιραίο
αντικατοπτρισμό.
Στην περίπτωση της
Ελλάδας το κλασσικό και το ρομαντικό δέθηκαν αρμονικά, ή έστω δυσαρμονικά, Η
κλασική Ελλάδα έμενε για αιώνες μια δύσκολη σε επισκέψεις χώρα, κι όταν
ξεκίνησε η ελληνική επανάσταση η ρομαντική εποχή έβαλε τη σφραγίδα της στο
κίνημα του Φιλελληνισμού. Το καινούργιο κράτος διάλεξε για πρωτεύουσα την πόλη
–μύθο του δυτικού πολιτισμού, χάρις στην επιμονή του ρομαντικότερου από τους
κλασικούς ή του κλασικότερου από τους ρομαντικούς, του Λουδοβίκου της Βαυαρίας,
πατέρα του Όθωνα. Θα μπορούσαν όλα να πάνε θαυμάσια στο καινούργιο αυτό
ευρωπαϊκό απόκτημα, αν δεν υπήρχαν αρκετές πολιτικές διαφωνίες ως προς το τι
ήταν πιο καθαρόαιμο ελληνικό. Το οποίο ελληνικό ξεκινούσε από την Ευρώπη,
αντικατοπτριζόταν στην Ελλάδα, κι εν συνεχεία, για όσους ενδιαφέρονταν να
συνεχίσουν τη σχέση τους μαζί της, επέστρεφε κάπως αλλοιωμένο, αλλά
αναγνωρίσιμο.
«Θα ήθελα να μου πείτε τι
σημαίνει για σας, έναν Αλβανό που γράφει ελληνικά, η λέξη ‘ελληνικότητα’»
ρώτησε τον Γκασμέντ Καπλάνι η φίλη μου Νικόλ Λε Μπρι, ελληνίστρια και
μεταφράστρια νεοελληνικής λογοτεχνίας, στην παρουσίαση του βιβλίου του που
γινόταν στο Ελληνικό Σπίτι λίγες μέρες αργότερα. Η ερώτηση έγινε στα γαλλικά, η
ελληνικότητα λέγεται grécité, δεν ήξερα ότι υπήρχε τέτοια
λέξη. Ο Καπλάνι μας πληροφόρησε ότι υπάρχει και «αλβανικότητα». Μόλις τέλειωσε
η εκδήλωση μια κυρία από το ακροατήριο πλησίασε τη Νικόλ και της είπε κάπως
επιθετικά:
-Μα δεν ξέρετε τι είναι η
Ρωμιοσύνη; βάζοντας ένα καινούργιο όρο στην κουβέντα, ή μάλλον παλιό και αρκετά
διαφορετικό. Η Ρωμιοσύνη θα ήταν το σύνολο των Ρωμηών, των Ρωμαίων, δηλαδή των χριστιανών, επί
Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, που ταυτίστηκε με τους Έλληνες στην Ελλάδα. Όμως για
μας οι Ρωμιοί, που ενίοτε αγαπούν Ρωμιές (και θεσσαλονικιές) είναι απλώς οι
Νεοέλληνες. Μόνο μια φορά άκουσα κάποιον Ρωμιό της Κωνσταντινούπολης να δηλώνει
ότι δεν είναι Ρωμαίος, θυμίζοντας την αρχική σημασία της λέξης, ότι είναι
Έλληνας. Κι αυτό βέβαια για εκείνον είχε τεράστια διαφορά.
Δεν συζητήσαμε με την
κυρία εκείνη τις διαφορές μεταξύ ελληνικότητας και Ρωμιοσύνης, τις οποίες δεν
αναγνώριζε καν, ταυτίζοντας τις λέξεις. Κι όμως το Παρίσι είναι ιδανικό μέρος
για να διακρίνεις τις δύο έννοιες, γιατί είναι μια πόλη που ξεκίνησε ρωμαϊκή
και στη συνέχεια, στη μεγαλύτερη ακμή της, επί βασιλιάδων στην αρχή κι επί
δημοκρατίας ακόμα περισσότερο, θέλησε να γίνει ελληνική, με την έννοια ότι
αναζήτησε τη βαθύτερη πηγή των παραστάσεων, των συμβολισμών και των έργων
τέχνης που ήδη κατείχε και χρησιμοποιούσε, στην Ελλάδα. Χωρίς να πάψει ποτέ
όμως να νοσταλγεί τη Ρωμαϊκή αυτοκρατορία, όπως κάθε ευρωπαίος αν καλοκοιτάξτε
την ιστορία της ηπείρου μας, απόδειξη ο Ναπολέοντας με τα ρωμαϊκά του σύμβολα
που ήρθε να διαδεχτεί τις ρωμαϊκές
φιλοδοξίες διαφόρων γερμανών, ισπανών, φράγκων και άλλων ηγεμόνων, ακόμα και
των Οθωμανών που θεωρούσαν εαυτούς διαδόχους των Ρωμαίων, πριν τον διαδεχτούν
κι αυτόν οι τελικοί δικτάτορες της Ιταλίας και της Γερμανίας κι αποφασίσουν πια
οι Ευρωπαίοι ότι θα ενωθούν με καινούργιο τρόπο, ισότιμα και εθελούσια σε κάτι
που θα είναι καλύτερο κι από τη Ρωμαϊκή αυτοκρατορία τον καιρό που ήταν όλοι
Ρωμαίοι πολίτες στην επικράτειά της. Αμήν.
Αυτή τη διάσταση, τη
ρωμαϊκή, είναι που έχουμε στερηθεί στην Ελλάδα σαν κομμάτι της ευρωπαϊκής
συνείδησης μας. Στο σχολείο μαθαίνουμε πως οι Ρωμαίοι δεν ήταν παρά ένας κρίκος
στην αλυσίδα των κατακτητών, οι οποίοι είχαν το καλό γούστο να γοητευτούν από
την ελληνική κουλτούρα. Πριν μερικές δεκαετίες, την εποχή που ήμουν μαθήτρια, η ιστορία της Ρώμης υπήρχε στα
βιβλία μας και στη διδακτέα ύλη. Από τότε όμως αναρωτιόμασταν, γιατί το κάνουμε
αυτό, γιατί να μαθαίνουμε ρωμαϊκή ιστορία; Σε τι χρησιμεύει, αυτή την ακαταμάχητη
ερώτηση θέταμε μεταξύ μας, την ευνουχιστική και βλακώδη για κάθε διαδικασία
μάθησης αυτή ερώτηση, την οποία λατρεύουν τα παιδιά. Όπως και για τα Λατινικά,
σε τι χρησίμευαν; Κανείς δεν έμπαινε στον κόπο να μας εξηγήσει, και το αίτημα
μας, η βλακώδης ερώτηση μας κατάφερε να επικρατήσει: η Ρωμαϊκή Ιστορία βγήκε
από τα βιβλία και την ύλη, τα δε Λατινικά έχασαν και την ελάχιστη γοητεία που
είχαν σαν μάθημα, έγιναν ένα σιχαμένο φάρμακο που πρέπει να καταπιείς για να
δώσεις Πανελλήνιες, θεραπεύοντας περισσότερο από ποτέ το ερώτημα: μα σε τι
χρησιμεύουν;
Αλήθεια, σε τι να
χρησιμεύουν τα λατινικά, αφού ξέρουμε ότι τα ελληνικά κείμενα είναι καλύτερα,
είναι παλιότερα, και τα έχουν σε μεγαλύτερη εκτίμηση οι πάντες; Αφού ξέρουμε
ότι οι Έλληνες ήταν πολύ πιο μπροστά απ’ όλους; Θυμάμαι το σοκ που είχαν
υποστεί, επειδή ως καλή μαθήτρια που υπήρξα είχα αφομοιώσει πλήρως το παραμύθι,
όταν είχα δει την έκθεση «Η Ευρώπη στον καιρό του Οδυσσέα» και συνειδητοποίησα
ότι οι υπόλοιποι ευρωπαίοι δεν έτρωγαν βαλανίδια τον καιρό που οι Έλληνες
επινοούσαν την τραγωδία, ότι βρίσκονταν στο ίδιο πάνω κάτω πολιτιστικό επίπεδο
παντού, από την Ιταλία μέχρι τη Σουηδία, διότι οι βασικές ανακαλύψεις
ταξίδευαν, κυκλοφορούσαν, μαθαίνονταν, και κανείς δεν μπορεί να πει με σιγουριά
ποιος τις έκανε πρώτος. Μαθαίνουμε πολλά στο σχολείο για το «ελληνικό θαύμα»,
κι ήταν βεβαίως θαύμα η φιλοσοφία, η τραγωδία, η δημοκρατία, η ιστορία, η
αρχιτεκτονική, αλλά δεν γεννήθηκε από το πουθενά, ούτε χάθηκε στο πουθενά. Η
κουβέντα του Σαρτζετάκη περί ανάδερφου έθνους είχε τόση επιτυχία επειδή το
εκπαιδευτικό σύστημα την προωθεί συστηματικά. Ίσως επειδή όσο περνάνε τα χρόνια
δυσκολεύεται το σχολείο να διδάξει πολλά πράγματα στα παιδιά, οπότε
περιορίζεται να τους βάλει στο κεφάλι πως ανήκουν σε ανώτερο και αδικημένο
έθνος. (Και τα δυο μαζί, αυτές οι ιδιότητες συνυπάρχουν συχνά στις εθνικές
ιστορίες)
Περπατώ λοιπόν στο
Παρίσι, κάνω δεξιά σε μια μεγάλη πόρτα στην οδό Μονζ, και μπαίνω στη Ρωμαϊκή
αρένα. Την ανακάλυψαν σχετικά πρόσφατα, και κατάφεραν να ελευθερώσουν το χώρο,
έτσι έχουν στην καρδιά της πόλης το ρωμαϊκό τους ερείπιο, ένα ήσυχο χώρο με
κήπο τριγύρω. Δεν έχει τουρίστες. Εκεί που άλλοτε οι μονομάχοι έπαιζαν τη ζωή
τους τώρα τα γειτονόπουλα παίζουν μπάλα σηκώνοντας σκόνη, κι υπάρχουν παγκάκια
όπου πολλοί φοιτητές έρχονται να διαβάσουν ή απλώς να στοχαστούν πάνω στο
γνωστό λατινικό ρητό Sic transit gloria mundi. Ένα από τα πολλά που αρέσουν στον κουτσό γερο-πειρατή του Αστερίξ, ο
οποίος στα νιάτα του θα είχε περάσει από τις ρωμαϊκές λεγεώνες.
Σε κανένα από τα εθνικά
κράτη της Ευρώπης δεν είναι δημοφιλείς οι Ρωμαίοι, απόδειξη ο Αστερίξ. Μπορεί
να εξαιρείται η Ιταλία, αλλά δεν είμαι σίγουρη. Στα μαθήματα της Ιστορίας όλων
των κρατών θα έχουν προσπαθήσει αυτό που ξέρουμε καλά για την Ελλάδα, να
κοιτάξουν το παρελθόν τους μέσα από τα εθνικά γυαλιά. Στη Γαλλία γίνεται πολλή
κριτική τώρα τελευταία σε αυτή την οπτική, η δε παραδοσιακή έκφραση Nos ancêtres les Gaulois, έχει
καταντήσει ειρωνική. Οι Γάλλοι στην προσπάθεια εθνικοποίησης, ας πούμε, της
ιστορίας τους, αποφάσισαν ότι οι δικοί τους πρόγονοι ήταν οι Γαλάτες, όχι οι
Ρωμαίοι, και για να απαλλαγούν από τη ρωμαϊκή επίδραση προτιμούσαν την αρχαία
Ελλάδα, ως γνήσια πηγή των επιστημών κλπ, υπερπηδώντας τη ρωμαϊκή περίοδο.
Αυτή η καθαρότητα, ας
την πούμε έτσι, που προσέφερε η εικόνα της αρχαίας Ελλάδας αντικατοπτρίζεται
και στη νέα. Όταν η Αθήνα έγινε πρωτεύουσα του ελληνικού κράτους, ως πεμπτουσία
του ελληνικού πνεύματος. απαλλάχτηκε στα γρήγορα από το ενδιάμεσο παρελθόν της.
Γκρεμίστηκαν όλα τα φράγκικα, οθωμανικά, και βυζαντινά κτίρια γύρω από την
Ακρόπολη. Ευτυχώς γλίτωσαν τα ρωμαϊκά, κυρίως επειδή ήταν δύσκολο να διακρίνεις
τις διαφορές από τα κλασικά ελληνικά. Και πάλι ευτυχώς, δεν υπήρχαν αρκετά
χρήματα για να απαλλοτριωθεί ολόκληρη η πόλη, κάποιο κομμάτι επέζησε, κάποια
μετρημένα σπίτια του προεπαναστατικού ρυθμού, και σιγά- σιγά τώρα τελευταία
γίνεται μια προσπάθεια να αναδειχτούν κι άλλα. Ζήσαμε δραματικά, με την αίσθηση
μιας πόλης που είχε ένα τεράστιο κενό πίσω της δυο χιλιάδων χρόνων, μέχρι να
ιδρυθεί ξανά ως ελληνική. Εν μέρει όλο αυτό το δράμα είναι μια πανευρωπαϊκή
τάση, ένας αντικατοπτρισμός των ευρωπαϊκών αναγκών στις οποίες συμμετέχουμε βεβαίως,
αλλά διαστρέφοντας τη δική μας τοπική
εικόνα, την εξέλιξη που η γνώση της θα μπορούσε πιθανότητα να μας χαρίσει λίγη
ψυχική ηρεμία