Παρασκευή 17 Ιουνίου 2011

Γύφτικα μούρα

Η κουφόβραση είχε αχρηστέψει όση αντοχή διαθέταμε οι πεζοί μέσα στο αργόσυρτο μεσημέρι. Πήγα το σκύλο βόλτα στο πάρκο, για κάθε βήμα έδινα μάχη με την ατμόσφαιρα. Το πράσινο του πάρκου ύποπτο απάτης.
Ανέβηκα στην πλατεία Πρωτομαγιάς, σκέφτηκα να επιστρέψω σπίτι από το δρομάκι που στρώσανε με  μαλακό υλικό στην ανακαίνιση. Υπάρχει αυτό το πράγμα, δεν ξέρω πόσο υπερτιμήθηκε, αλλά μέσα στον ασυνάρτητο χώρο πάνω από τη Μουστοξύδη, είναι σα να περπατάς σε χαλί ή γρασίδι. Είχε γεμίσει κάτω μούρα, δεν μπορούσες να πατήσεις. Μερικά είχαν μόλις πέσει, γυάλιζαν ακόμα.
 Μπροστά μου δυο κοπέλες μαντιλοφορούσες είχαν κατεβάσει ένα κλαρί και το τίναζαν με μανία. Απομακρύνθηκα γρήγορα, μη μπω στον πειρασμό να κάνω παρατήρηση.
Πιο κάτω είχε περισσότερα μούρα, μεγαλύτερη σκιά. Σηκώνω το κεφάλι μήπως μπορώ να πιάσω κανένα, απλώνω χέρια, τίποτε. Είναι ψηλά τα άτιμα. Ανεβαίνω σε ένα πεζούλι, θυμάμαι παιδικές παρέες που κάποτε ασχολούμασταν με πάθος να κόβουμε μούρα. Πότε ήταν αυτό; Εγώ ήμουνα που σκαρφάλωνα σε κλαριά; Νόμιζα ότι είμαι μόνη μου, άρπαξα ένα κλαρί. Αλλά πλησίαζαν οι μαντιλοφορούσες, μιλώντας με κάποιους που απαντούσαν μέσα απ’ τις φυλλωσιές. Κάνω έτσι, δυο αγόρια έκοβαν μούρα σκαρφαλωμένα στα δέντρα. Μοιάζανε γύφτοι, ενώ τα κορίτσια τα πέρασα για μουσουλμάνες μετανάστριες, πιο καλοβαλμένα.
-Α ωραία σκαρφάλωσες εσύ εκεί, πώς τα κατάφερες, λέω. Είχα εκτεθεί πλέον. Και πλησιάζω τον κορμό των σκαρφαλωμένων. Δώσε μου κι εμένα ένα, αποφασίζω να ομολογήσω τη λαχτάρα μου.
-Εντάξει, λέει το αγόρι. Τα κορίτσια γελάγανε, κάτι λέγανε στη γλώσσα τους.
Ανεβάζω το ένα πόδι στη διχάλα του κορμού, απλώνω την παλάμη. Σα ζητιάνα την απλώνω, κι αν είναι γύφτοι λέω, για σκέψου,  τώρα ζητιανεύω εγώ από τους γύφτους.
Το αγόρι επάνω έκοβε, έκοβε.
-Μόνο ένα θέλω, του λέω, η αξιοπρεπής. Τι να πω, ότι ήθελα να καβαλικέψω το κλαρί, να τα ρημάξουμε παρέα; Ότι τέτοια κάναμε κι εμείς όταν ήμασταν παιδιά, και δεν μπορώ να θυμηθώ πού και πώς ήταν γεμάτη μουριές η γειτονιά μας, αλλά ήταν;
-Εντάξει, εντάξει, ξαναλέει, με αυτό το λιανό, το ξενικό ξι, το προδοτικό, του ξένου.  Και συνεχίζει να κόβει, μου γεμίζει την απλωμένη χούφτα με μούρα, την ξεχειλίζει.
-Α, λέω ευχαριστώ πολύ, δεν ήταν ανάγκη τόσα πολλά! Κατεβάζω το πόδι γελάνε όλοι, τρώω ένα, λέω, πωπω τι ωραία που είναι, τη γλύκα τους να έχετε παιδιά, γυρίζω και φεύγω.
Προχώρησα, τα έφαγα ένα- ένα πριν φτάσουμε στη γωνία του μικρού δρόμου. Τόσο γλυκά, με αυτή τη μοναδική λεπτή γεύση, το άρωμα τους καθώς λειώνουν πριν προλάβεις να δαγκώσεις, η ελάχιστη αντίσταση του κοτσανιού στα δόντια. Κι αμέσως  σε τσιμπάει στην ψυχή η ανάμνηση της παιδικής γνωριμίας μαζί τους, με ηδονή και πόνο.
Η παλάμες μου έγιναν μωβ, τα δάχτυλα κολλούσαν, θα βάφτηκε και το στόμα μωβ. Γύρισα σπίτι πασαλειμμένη σα γυφτάκι.


(Από την ΕΦ, εφημερίδα του Φεστιβάλ Αθηνών)

Πέμπτη 16 Ιουνίου 2011

Η τελευταία τρεντιά: Ανατολή

Πλακάκια Ιζνί στο χαρέμι του Τοπκαπί
Μια αφίσα τις τελευταίες μέρες προπαγανδίζει την Ανατολή. Αριστερή, επαναστατική αφίσα. Εκεί ανήκουμε, αποκαλύπτει. Εκεί είναι όλα ωραία και γλυκά, σα μουσική σε χαρέμι, φαντάζονται διάφοροι και βιάζονται, να βγει η Ελλάδα από την Ευρώπη, για να ξαναβρεί τον εαυτό της.
Τι ακριβώς έχουν στο νου τους ως Ανατολή, μπορεί κανείς να το δει αφήνοντας τη φαντασία του ελεύθερη. Από το να νοσταλγούν τον ιμπεριαλισμό του Μεγαλέξαντρου, μέχρι να ονειρεύονται τήξη στη μεγάλη σλαβική ορθόδοξη μητέρα, ή συμμαχίες με τους μόνους γνήσιους αντιιμπεριαλιστές, τους επιγόνους του Μπιν Λάντεν, όλα παίζουν, είναι άκρως εκμαυλιστικά και μπερδεύονται γλυκά.
Είναι μεγάλη η Ανατολή, κι ο καθένας μπορεί να τη φαντάζεται όπως θέλει. Να βλέπει τον εαυτό του τσάρο, ή χαλίφη, ή προφήτη, ή φαραώ, ή στρατηλάτη, ή απλώς πράκτορα της KGB που γίνεται παντοδύναμος πρωθυπουργός, να ονειρεύεται χαρέμια με μουσελίνες και στράπλες, ή χαρέμια με στολές παραλλαγής, αντάρτικα σε ξερά βουνά με αποφασισμένους οπαδούς να κραδαίνουν Καλάσνικωφ. Ο καθένας μπορεί να αρνηθεί από τα κατάβαθα ως την επιφάνεια της ψυχής του εκείνη τη μοιραία φράση του Καραμανλή πατέρα, παρντόν θείου, «Ανήκωμεν εις την Δύσιν» που τόσο βίαια μας έμπασε στον κόσμο των πολύπλοκων κανόνων και των καταναγκασμών της Δημοκρατίας, ενώ είχαμε σχεδόν προσαρμοστεί στο στρατιωτικό νόμο και στη χούντα.
Κι αν ανήκουμε στη Δύση, να ανήκουμε ως Ανατολή. Να μας τρέφει διαρκώς η Δύση, επειδή είμαστε η κοιτίδα της Δύσης, κι έχει υποχρέωση. Να δίνει τα λεφτά, κι εμείς μετά θα τα μοιράζουμε, ανάλογα με τις ικανότητες του καθενός να πιέζει, να φωνάζει, να εκβιάζει. Ζητάμε πολλά;
Τέτοια Ανατολή νομίζω θέλουμε. Να είμαστε ένα είδος χρυσής Ανατολής στην αγκαλιά της Δύσης, ο υπερφυσικός ανατολίτης μπεμπές που δεν θα μεγαλώσει ποτέ. Αν δεν μας δέχεται όπως είμαστε θα καταστρέψουμε τα πάντα, αρχίζοντας από την πόλη μας και συνεχίζοντας με το κοινό τους νόμισμα. Που είναι ελληνική λέξη, ανήκει στα δικά μας γονίδια. Θα έπρεπε να μας πληρώνουν για πάντα πνευματικά δικαιώματα. Τι γερμανικές αποζημιώσεις και σαχλαμάρες, εκεί είναι το ψωμί.
Κι έτσι χρυσή ανατολή, θα μας τρώει η θλίψη, γιατί για πάντα θα έχουμε διχασμό προσωπικότητας.

Τρίτη 14 Ιουνίου 2011

Ερντογάν νικητής

Οθωμανικό μαντζούνι στην παραλία της Σμύρνης
Πριν πάω στην Τουρκία έλεγα ότι δεν μπορείς να ξέρεις αν ο Ερντογάν εγγυάται στ’ αλήθεια την ελευθερία των γυναικών. Την ισότητα που έχει καθιερώσει το κεμαλικό κράτος τέλος πάντων. Η μανία με τις μαντίλες με τρόμαζε, η ιδέα του ισλαμισμού που εξαπλώνεται αυθόρμητα επίσης.
Μετά τα δυο ταξίδια που έκανα στην Τουρκία κατάλαβα ότι δεν υπάρχει φόβος για τις ελευθερίες των γυναικών. Οι μαντίλες όντως έχουν μεγάλη διάδοση, αλλά είναι μια κατάφαση ταυτότητας για τις γυναίκες που τις επιλέγουν, και τήρηση μιας παράδοσης για τις άλλες, που τις συνήθιζαν πάντα. Κατάλαβα ακόμα ότι η δική μου αποστροφή στη θέα μιας μαντίλας είχε ρίζες σε προκαταλήψεις και στερεότυπα, τα οποία ανεπαίσθητα ξεπεράστηκαν τις μέρες που ήμουν εκεί. Το δυτικό μίσος για τον ισλαμισμό μπορεί να είναι καμιά φορά χειρότερο από το ανατολίτικο κόμπλεξ απέναντι στη Δύση, και να περιλαμβάνει όλους τους μουσουλμάνους συλλήβδην, αγνοώντας τις τεράστιες διαφορές που έχουν οι φανατικοί της Σαουδικής Αραβίας π.χ από τους μετριοπαθείς Τούρκους.
Φαίνεται ότι κάθε αίσθηση ισλαμιστικού κινδύνου ξεπεράστηκε και στην Τουρκία, μετά τις αραβικές εξεγέρσεις, και ο Ερντογάν σάρωσε στις εκλογές. Είναι ο ηγέτης που βοήθησε τη χώρα του να χειραφετηθεί πολιτικά κρατώντας ισορροπίες, λειαίνοντας τις αντιθέσεις που την καταδίκαζαν στο περιθώριο, επιτρέποντας να εκφραστούν οι καταπιεσμένες φωνές, να ακουστούν πράγματα που ήταν απαγορευμένα. Ειπώθηκαν αλήθειες για τις καταπιεσμένες μειονότητες, για τους Αρμένιους, τους Ρωμιούς, τους Κούρδους, και η Τουρκία δεν εξερράγη απ’ αυτές, όπως φοβόντουσαν επί χρόνια οι Κεμαλιστές. Έγιναν προτάσεις μείωσης εξοπλισμών προς την Ελλάδα (η Ελλάδα βεβαίως δεν είχε το σθένος να τις δεχτεί) και το κύρος της Τουρκίας δεν έπαθε τίποτε, μάλλον ενισχύθηκε κιόλας. Χώρια η οικονομική ανάπτυξη, η χειραφέτηση από το ΔΝΤ. Η Τουρκία δεν έχει πια ανάγκη την Ευρώπη. Σε λίγο η Ευρώπη θα την παρακαλάει να μπει κι εκείνη δεν θα θέλει, που λέει ο λόγος.
Αν είχαμε κι εμείς έναν τέτοιον ηγέτη σε δύσκολους καιρούς, τι καλά θα ήταν, ε; Αλλά εμείς σα να έχουμε εμβολιαστεί ενάντια στην πιθανότητα να αποκτήσουμε ένα τέτοιο νέο δυναμικό πρόσωπο. Στηριχτήκαμε στα ονόματα, στους γιους, τους εγγονούς, τους ανιψιούς και τις κόρες, προτιμώντας μια φαντασιακή συνέχεια κάποιας εξίσου φαντασιακής φεουδαρχίας από το ρίσκο των αγνώστων. Απέναντι στους επιγόνους αναδεικνύονται μόνο λαϊκιστές, οπότε οι επίγονοι είναι μια εγγύηση σοβαρότητας. Και σαν μέτριοι που είναι, μαζεύουν γύρω τους ακόμα μετριότερους για να μπορούν να τους ελέγχουν. Μόνο που δεν μπορούν να ελέγξουν την κατάσταση που διαμορφώθηκε, δεν έχουν στόχο άλλο πέρα από τη συντήρηση των φαντασιώσεων, αφού κι οι ίδιοι είναι φαντασίωση, και μόλις πάει κάποιος να αναδειχτεί, κάποιος που δεν είναι φτηνός και κραυγαλέος λαϊκιστής, πέφτουν όλοι να τον φάνε.
Άρα Ερντογάν δεν βλέπω στον ελληνικό ορίζοντα. Ας ατενίσουμε τον τούρκικο τουλάχιστον, μπας και καταλάβουμε τι συμβαίνει γύρω μας.

Παρασκευή 10 Ιουνίου 2011

Αντίο πεδιλάκια μου

Σαν πολύ μαλακά είναι αυτά σήμερα, σκέφτηκα καθώς περπατούσα στο δεξί πεζοδρόμιο της Πανεπιστημίου, κι ένιωθα τις  πατούσες μου να βουλιάζουν τόπους –τόπους μέσα στο πέδιλο.  Περνώντας ακριβώς μπροστά από την πύλη της Τράπεζας της Ελλάδος έσκυψα να δω τι γίνεται. Ωχ, η καουτσουκένια σόλα είχε ανοίξει κατά πλάτος σε κάμποσα σημεία. Βαθιές γραμμές τη χάραζαν, είχε γίνει σαν έδαφος που σκάει από σεισμό. Καθώς το τακούνι και η σόλα ήταν συμπαγείς, το ρήγμα σήμαινε οριστική καταστροφή. Περιέργως, το είχαν πάθει και οι δυο σόλες ταυτόχρονα.
Καημένα μου πεδιλάκια, έχετε γεια, θα πρέπει να τα πετάξω. Δεν φτιάχνονται με τίποτε έτσι όπως είναι. Θα πρέπει να γυρίσω σπίτι και να αλλάξω, δεν τη βγάζουν τη μέρα. Κρίμα, καινούργια παπούτσια…
Καινούργια, στάσου, δεν είναι ακριβώς. Πόσα χρόνια τα έχω; Πάνω απο εφτά σίγουρα. Είναι από τα πρώτα μοντέλα που είχαν βγει με διαφορετικό σχέδιο στο δεξί και το αριστερό. Πρώτη φορά τα είχα δει στην Άρτεμη αυτά τα παπούτσια. Για την ακρίβεια εκείνη εμφανίστηκε με κάτι μπότες, κάτι μαύρα χαμηλά μποτάκια με ένα κόκκινο σχέδιο δέντρου, το οποίο ξεκινούσε από το ένα μποτάκι και διακλαδιζόταν στο άλλο.
Τις έβλεπα καιρό εκείνες τις μπότες στα πόδια της Άρτεμης, τόσο χαρούμενες και παιδικές. Ταίριαζαν με τις στιγμές του ενθουσιασμού της, που δυστυχώς δεν κρατούσε πολύ. Ενθουσιαζόταν για διάφορα πράγματα με τόσο ανυπόκριτο, τόσο αυθόρμητο τρόπο, που νόμιζες ότι ήταν κάτι βαθύ και σταθερό, μια στάση ζωής θετική, μόνιμη. Δεν φανταζόσουν ότι θα της περνούσε τόσο γρήγορα, ότι θα ακολουθούσε κάθε φορά η απογοήτευση.  Αναπόφευκτα, συνεχώς και σταθερά. Κάθε φορά ξεχνιόμουν, παγιδευόμουν στον υπέροχο, στο γλυκόλαλο ενθουσιασμό της, που έβρισκε μοναδικούς τρόπους να τον εκφράζει μ' εκείνη τη γλυκιά φωνή, τη λάμψη στο λευκό σα ρύζι πρόσωπο της. Τον δεχόμουν ολόκληρο, όπως ήταν στην ακμή και στην άνθιση του, τον συμμεριζόμουν χωρίς επιφυλάξεις και παζάρια.
Τα πεδιλάκια μου τα είχα αγοράσει λίγο μετά την εκδήλωση του ενθουσιασμού της για τα παπούτσια με διαφορετικό σχέδιο. Εκείνη λοιπόν είχε τα μποτάκια της κι εγώ τα πεδιλάκια μου, ισπανικής κατασκευής τρελιάρικα παπούτσια. Τη θυμόμουν, τη θυμήθηκα όλες τις φορές που τα φόρεσα. Και τα έλειωσα από το περπάτημα στα αθηναϊκά πεζοδρόμια. Εκείνη τα παράτησε σχεδόν καινούργια τα δικά της, πριν χαλάσουν απο τη χρήση. Έστρεψε την πλάτη στον ματαιο τούτο κόσμο και τους  πειρασμούς του, αφήνοντας ορφανούς όλους τους μελλοντικούς ενθουσιασμούς της, ορφανά τόσα πράγματα  που αξίζει να επιθυμείς και να κερδίζεις,  να γεύεσαι και να απολαμβάνεις. Πάντα ήταν σα να φοβόταν να χαρεί κάτι ως το τέλος, σαν ο άλλος εαυτός της να μην την άφηνε να απολαύσει τίποτε. Σαν κάποιος να της απαγόρευε την απόλυτη κυριότητα των πραγμάτων και την οικειοποίηση των αισθημάτων. Εγκατέλειπε στη μέση τα πράγματα, τα βαριόταν γρήγορα, αναζητούσε άλλα,  για να τα βαρεθεί κι εκείνα με τη σειρά τους, αργά ή γρήγορα.
Μας άρεσε να τραγουδάμε μαζί. Ίσως εμένα μου άρεσε, κι εκείνη ενθουσιαζόταν με την ιδέα.  Όταν τραγουδούσαμε ήταν για ένα λεπτό ευτυχισμένη, ύστερα,  πριν τελειώσει η πρώτη στροφή, ήθελε άλλο τραγούδι. Ο κόσμος ολόκληρος την απογοήτευσε, σαν τραγούδι που περιμένεις κατι να σου πει αλλά δεν το αφήνεις να ολοκληρώσει.
Εγώ τα ξέκανα στο περπάτημα τα παπούτσια μου, ολοκλήρωσαν στα πόδια μου την αποστολή τους. Τώρα θα πάνε στα σκουπίδια μαζί με τη δυνατότητα τους να ανακαλούν την Άρτεμη όποτε τα φοράω. Την Άρτεμη που δεν θέλησε άλλο να φοράει λουλουδισμένα παπούτσια, να με συνοδεύει στα τραγούδια, να κολυμπά μαζί μου άλλο, να καλεί τους φίλους, να ανακαλύπτει πράγματα που την έκαναν στην αρχή να ελπίζει και μετά την απογοήτευαν.  Θα πρέπει να τη θυμάμαι χωρίς τη βοήθεια των παπουτσιών πια, χωρίς αυτό το σχέδιο κόκκινου λουλουδιού που ήταν τόσο ταιριαστό με τα δικά της γούστα.
Τι όμορφα που ήταν, με τα κόκκινα φύλλα τους. Χωρίς να ξεθωριάσουν διαλύθηκαν, σαν καινούργια κι αυτά, αλλά πια δεν φοριούνται. 
Οι αγορές παπουτσιών θα αραιώσουν. Θα αρχίσουν να είναι εξατομικευμένα,  κάθε ζευγάρι με την ιστορία του. Θα θυμίζουν παλιά καλή ελληνική λογοτεχνία. Αρβυλάκια και γόβες ας πούμε. Πεδιλάκια και μπότες. 
Στη γειτονιά μας ένα σωρό άνθρωποι ψάχνουν τα σκουπίδια. Θα βρουν τα πέδιλα αυτά κι ύστερα θα διαπιστώσουν ότι είναι σπασμένα, θα απογοητευτούν. Αλλά πού ξέρεις, μπορεί να καταφέρουν να τα κολλήσουν, τα πέδιλα μας (εμένα και της Άρτεμης έγιναν τώρα) να ζήσουν μια καινούργια ζωή, χωρίς να θυμίζουν τίποτε σε κανέναν.

Πέμπτη 9 Ιουνίου 2011

Φροντιστής σκηνής (για την εφημερίδα του Φεστιβάλ Αθηνών)

Aκόμα και στις αφετηρίες τίποτε δεν σε βοηθάει
να καταλάβεις πού πάει το κάθε λεωφορείο
Από την εποχή που το Φεστιβάλ Αθηνών δεν σημαίνει μόνο παραστάσεις στο Ηρώδειο, ο τίτλος του μοιάζει με υπόσχεση διάχυσης μιας σκηνοθεσίας, ή μάλλον μιας σκηνογραφίας, σε όλη την πόλη. Ακούγοντας «Φεστιβάλ Αθηνών» ονειρεύομαι την Αθήνα σα σκηνή,  μια κανονική πόλη δηλαδή, όπου μπορείς να χαζεύεις περπατώντας σε κάποιο πλατύ πεζοδρόμιο και να πέφτεις πάνω στον καλλιτέχνη που θα παίξει σκηνή από όπερα εκεί μπροστά, στη στάση λεωφορείων. Το αποτέλεσμα αυτής της ρομαντικής άποψης είναι να μην κλείνω εισιτήρια εγκαίρως για τις παραστάσεις του Φεστιβάλ, να επαφίεμαι απολύτως στην καλωσύνη των φίλων μου, που φροντίζουν τι θα δούμε, και με μεταφέρουν με ασφάλεια στα θέατρα και τους λοιπούς καλλιτεχνικούς χώρους.
Κάποτε μου είχε τύχει στ’ αλήθεια, ένας νεανικός θίασος είχε τραγουδήσει ολόκληρη την Κάρμεν στην πλατεία Καπνικαρέας, κι ενώ τυχαία περνούσα, στάθηκα όρθια και  παρακολούθησα τρεις ώρες. Από τότε η κατάσταση μου χειροτέρεψε, εξαρτώμαι πια εντελώς από τις επιλογές των φίλων.
Κι όμως κάθε πόλη κατά βάθος αυτό είναι, σκηνικό των συναντήσεων που προσδοκούμε, συλλογική ανάρτηση των καλύτερων προσόψεων που ελπίζουμε να γίνουν φόντο σε κάτι θαυμάσιο, τυχαίο. Βγαίνουμε στο δρόμο έτοιμοι για το καλύτερο, κι ο δρόμος οφείλει να μας εμπνέει. Λέμε τώρα. Στην Αθήνα το σκηνικό, μίζερο, φαγωμένο νοβοπάν, υπολείπεται.
Αλλά οι νέοι δεν το βάζουν κάτω. Κυκλοφορούν και προσδοκούν και καταναλώνουν την έμπνευση σαν τυρόπιτα, σα φρέσκο αεράκι. Θα αναλάμβανα ευχαρίστως χρέη φροντιστή σκηνής στο παραμελημένο σανίδι. Σαν μαμά λίγο θα νοικοκύρευα, όπως νοικοκυρεύουμε το σπίτι για τα παιδιά, και τα αφήνουμε λίγο ελεύθερα να το χαρούν. Άλλοι έχουν κάνει τα σκηνικά και τα κοστούμια, εγώ απλώς θα διόρθωνα μερικές λεπτομέρειες. Κατά προτίμηση, τις ταμπέλες στις στάσεις των λεωφορείων. Θα έξυνα τα αυτοκόλλητα πάνω στα ονόματα των στάσεων, και από υπερβάλλοντα ζήλο θα έβαζα ξανά καινούργιους και καθαρούς χάρτες σε κείνα τα πινακάκια που είχαν κάποτε οι στάσεις. Κάθε περαστικός θα μπορούσε να βλέπει πού πάει το λεωφορείο, τα ονόματα όχι μόνο των στάσεων, αλλά και των δρόμων, πράσινο χρώμα για τα πάρκα στους χάρτες, κι αμέσως θα άνοιγαν στο μυαλό του τεράστιες δυνατότητες διαφυγής, διαδρομής, επιλογής. Κάπου να πας, κάτι να δεις που έχεις ακούσει και δεν το ξέρεις, κάτι να γνωρίσεις, και κάτι, πάντα, να περιμένεις.
Πρακτικά αυτό σημαίνει ότι θα φρόντιζα τέτοια αντικείμενα κι εκεί που δίνονται οι παραστάσεις του Φεστιβάλ Αθηνών, στην Πειραιώς ας πούμε, που έχει ένα σωρό θέατρα, ώστε ακόμα κι αν δεν σε έχει γεμίσει το έργο και η παράσταση, ή τόσο σε έχει ξεχειλίσει που κοντεύεις να σκάσεις αν δεν εκφραστείς, να σε περιμένει στη στάση το πινακάκι με τα ονόματα, ο χάρτης, να σου δίνουν στίγμα της περιοχής, γεωγραφικό πλάτος και μήκος της μεγάλης σκηνής όπου ακόμα το θεσπέσιο έργο που σε αφορά δεν παίχτηκε, μένει μετέωρο, δεν μπορεί να αρχίσει χωρίς εσένα.

Τετάρτη 8 Ιουνίου 2011

Τζακαράδες ανθισμένες

Είναι δυνατόν αυτά τα δέντρα με τα θεσπέσια μοβ λουλούδια να τα λένε τζακαράδες;
Έτσι διατείνεται ο Δημήτρης Φύσσας και άλλοι ειδικοί που συμβουλεύτηκα. Θα περίμενε να ακούσει κανείς ένα όνομα ποιητικό, λυρικό, εύηχο...
Το έχω ξαναπάθει με τα λουλούδια πάντως. Στο Πήλιο βγαίνει τον Ιούνιο ένα πανέμορφο μπορντό αγριολούλουδο με ταξιανθίες. Ρώτησα τους ντόπιους πώς το λένε, δεν το λένε τίποτε μου είπαν. Αγόρασα βιβλία επι βιβλίων, το μόνο που βρήκα ήταν το όνομα Ανάλατος.
Μα είναι δυνατόν να βγάζεις ένα λουλούδι ανάλατο! Ανάλατος είσαι και φαίνεσαι!
Μέχρι να ανακαλύψω την επιστημονική ονομασία τους, που μπορεί να είναι καλύτερη, σηκώστε τα κεφάλια και ατενίστε αυτά τα λουλούδια που ήδη πλάνταξαν κι άρχισαν να πέφτουν και να στρώνουν το καινούργιο μαρμαράκι του πάρκου. Τι ψυχολογία μπορεί να έχει ένα φυτό για να επιλέγει τέτοιο χρώμα λουλούδια; Σε ποιους απευθύνεται με τόση διακριτικότητα;                                                                                                   

Ισπανικό τραγούδι για την Τζακαράντα ή χακαράντα. Ευχαριστώ Παναγιώτη Μ.

Τρίτη 7 Ιουνίου 2011

Όλη η εξουσία στους ευνούχους

Ευνουχισμός του θεού Ουρανού από
το γιο του τον Κρόνο, τότε που το
σεξ σήμαινε και εξουσία
Αυτός δεν πείραξε καμία καμαριέρα, τηλεφωνικό σεξ έκανε ο άνθρωπος, ό,τι πιο αγνό δηλαδή. Δεν άπλωσε χέρι. Δεν έβλεπε, δεν έπιανε, μόνο μιλούσε. Πόσο μάλλον, δεν βίασε. Κι όμως η πολιτική του καριέρα τινάζεται στον αέρα, αφότου το παραδέχτηκε, δεν βρίσκει πουθενά υποστηριχτές. Ένας ταλαντούχος νεοϋορκέζος πολιτικός, πολλά υποσχόμενος, ο κ. Βάινερ. Στενός συνεργάτης της Χίλαρυ Κλίντον.

Πάει, δεν απομένει παρά μία λύση για τους πολιτικούς. Να επιλέγονται από την τάξη των ευνούχων, η οποία δεν υπάρχει ακόμα, αλλά πρέπει να δημιουργηθεί. Μόλις αρχίσει να διακρίνεται κάποιο ταλέντο στην πολιτική, να μπορεί κανείς να πηγαίνει σε ειδικά ιατρεία και να ευνουχίζεται, κρατώντας σε μια γυάλα τα όργανά του για να τα επιδεικνύει στους ψηφοφόρους όποτε χρειάζεται. Όπως έκαναν στην Κίνα οι γονείς των αγοριών που προορίζονταν για υπηρεσία στην αυτοκρατορική αυλή. Και οι εξασφαλισμένοι από σκάνδαλα εκλεκτοί της εξουσίας, να φυλάνε αυτή τη γυάλα σε όλη τη ζωή τους. (Στην Κίνα, τη μέρα που καταλύθηκε η αυτοκρατορία, πήραν οι καημένοι τη γυάλα τους από το ράφι, και βγήκαν να αναζητήσουν την τύχη τους σε έναν καινούργιο κόσμο).
Σε αυτό τον καινούργιο κόσμο λοιπόν το σεξ σταδιακά απαγορεύεται στους άρρενες πολιτικούς. Οι γυναίκες ακόμα δεν έχουν προβλήματα, πρώτον είναι λίγες, δεύτερον φαίνεται ότι όλες οι ορμές τους επενδύονται στον αγώνα για την εξουσία. Οι άντρες όμως, ακόμα κι αν έχουν επιλέξει για να ξεδίνουν το πιο άυλο σύστημα (τηλεφωνικό σεξ, καταργεί και τα σάλια) είναι υποχρεωμένοι να τηρούν τόσο άμεμπτη διαγωγή, που δεν έχει νόημα πια. Η ιδέα πως η εξουσία συνδέεται με τις σεξουαλικές κατακτήσεις και τις εξασφαλίζει, είναι πια πιο ενοχλητική από την άσκηση της ίδιας της εξουσίας. Οι λαοί, ορισμένοι τουλάχιστον, αντέχουν να τους βάζεις παραπάνω ΦΠΑ, φτάνει να μην ξενογαμείς, και να σε βλέπουν κάθε τόσο με την κυρά σου στο σαλόνι, δίπλα στα παιδιά. Οπότε θα δείτε, θα έρθει μόνο του, ο ευνουχισμός είναι το μέλλον. Τώρα πια ένα από τα δύο μπορεί να ασκείται, ή εξουσία, ή σεξ. Διαλέγοντας θα ξεχωρίζουν οι ηγέτες.

Κυριακή 5 Ιουνίου 2011

Πολυεθνικό πικ νικ

Είχαμε κανονίσει να κάνουμε ένα πικ νικ στο πεδίο του Άρεως γι αυτή την Κυριακή, πριν πιάσουν οι ζέστες το είχαμε αποφασίσει, με όσους μαθητές ήθελαν απο το Ανοιχτό Σχολείο της Αγοράς της Κυψέλης. Τύπωσα τα λόγια κάμποσων τραγουδιών, κι είπα στους μαθητές ότι θα λέγαμε όλοι από ένα τραγούδι τουλάχιστον, χωρίς να το πολυπιστεύω. Ωστόσο ο Σεντάτ το πήρε σοβαρά, κι έφερε μαζί του ένα μπλοκάκι με τα λόγια τραγουδιών. Το πρώτο που είπε ήταν το "Πέντε χρόνια δικασμένος μέσα στο Γεντί- Κουλέ" στα ΄τούρκικα. Όταν το τέλειωσε είπαμε το ρεφρέν στα ελληνικά, γιατί το υπόλοιπο δεν το ξέραμε.
Τραγούδησαν όλοι απο κάτι,΄λιγότερο απ' όλους η Ντιάνα απο την Ουκρανία που είπε μόνο το ρεφρέν της Καλίνκας μαζί με την Αλεξάνδρα. Οι Ρουμάνες μας στην αρχή δεν ήθελαν, ύστερα πάλι δεν ήθελαν, τελικά όμως είπαν ένα τραγούδι, κι ύστερα άλλο ένα, κι ήταν πολύ ωραία, με ύφος πιο σλάβικο από ό,τι περίμενα, πιο βαλκανικό μάλλον. Κι ήταν και οι φωνές ωραίες, και σωστές.Ο Αλίου, ο μονος μαύρος που είχε έρθει στο πικνικ, δεν τραγούδησε. Απήγγειλε ένα ποίημα στη γλώσσα του, Μάλι, το οποίο είχε ρυθμό και επαναλήψεις και έμοιαζε με τραγούδι.
Τράβηξα μερικά βίντεο, αλλά με τη μηχανή που έχω ούτε η εικόνα είναι καθαρή, ούτε ο ήχος ακούγεται καλά. Σα σουβενίρ τα ανεβάζω μόνο, επειδή ήταν ένα είδος αυθόρμητου δρώμενου αυτά τα τραγούδια. Κάνοντας για λίγο ησυχία κι ακούγοντας τους ξενιτεμένους και ταλαιπωρημένους αυτούς ανθρώπους να τραγουδάνε με στίχους ακατανόητους για μας, τους αφήναμε να μιλήσουν για τη χώρα που μεγάλωσαν, να μας εμπιστευτούν σε μια κοινή γλώσσα, τη μουσική, τη μελωδία, την όποια μουσική και μελωδία, τον πόνο του αποχωρισμού και την προσδοκία της συνάντησης, την πίκρα της απογοήτευσης, τέλος τη δυνατότητα να μπαίνουν όλα αυτά σε νότες, να μπορούν να μας αγγίζουν, γιατί πάντα μιλάνε για πράγματα απλά, που τα αναγνωρίζεις εύκολα.


Αναρωτιέμαι αν οι περαστικοί απο το μέρος που είχαμε καθήσει, που δεν ήταν πολλοί, έκανε ζέστη μέσα στο μεσημέρι, αν αυτοί που πέρασαν και μας κοίταξαν, και λίγο μας άκουσαν, αν έκαναν αυτό το λίγο δρόμο που έχουμε το προνόμιο να κάνουμε εμείς με τους μαθητές μας. Βλέπεις αυτούς τους σκούρους, τους ξένους, και πόσο φαίνεται το ό,τι είναι ξένοι επάνω τους, έχουν στρώσει τα βλέμματα μας στα ρούχα τους μια μεβράνη απώθησης, πώς να το πώ.... αλλά αν μπορέσεις να ακούσεις λίγο το τραγούδι, αν τους δώσεις το δικαίωμα να σταθούν να στο πουν, αναγνωρίζεις την ανθρώπινη ιδιότητα εντός τους, σαν παλιό φίλο την αναγνωρίζεις, που σου ανοίγει την αγκαλιά του και κλαίει στη δική σου, επειδή τόσον καιρό σε έψαχνε και σε έχει πεθυμήσει.
Δεν μπορεί να βγει στο βίντεο αυτή η συγκίνηση που νοιώθαμε, αλλά δεν αντιστάθηκα στον πειρασμό να βιντεοσκοπήσω.

Παρασκευή 3 Ιουνίου 2011

Δεύτερη ξένη γλώσσα (υποχρεωτική)

Mελέτη, αλλά όχι δεύτερης ξένης γλώσσας (υποχρεωτικής)
Είχαμε επενδύσει πολλές ελπίδες στη δεύτερη ξένη γλώσσα που θα άρχιζε το παιδί στο Γυμνάσιο, και ήταν υποχρεωτική. Κυρίως στο «υποχρεωτική». Θέλει- δεν θέλει το παιδί, η γλώσσα εισέρχεται στο κεφάλι του δια της υποχρεώσεως.
Και το παιδί γενικά δεν ήθελε, πρέπει να πω. Απλώς έμαθε ότι η ξένη γλώσσα θα ήταν υποχρεωτική, δεν μπορούσε να κάνει τίποτε και το πήρε απόφαση.
Θαυμάσια. Και ποια θα ήταν η ευτυχής γλώσσα που θα επέλεγε; Κάναμε συζητήσεις επί συζητήσεων. Γαλλική, που είναι μια ωραία πύλη προς τις άλλες λατινογενείς; Όχι, δεν του άρεσε η προφορά τους, πολύ φλώρικη. Ισπανικά; Μπα, δεν του έλεγε τίποτε αυτό. Κάποιος φίλος τον πληροφόρησε ότι τα γερμανικά είναι εύκολα, άγνωστο πού του ήρθε η ιδέα, κι έτσι ο κύβος ερρίφθη.
Άρχισε λοιπόν γερμανικά στην Α΄ Γυμνασίου. Γρήγορα κατάλαβα ότι θα χρειαζόταν βοήθεια στη μελέτη. Βρήκαμε μια δασκάλα για ιδιαίτερα, δυο φορές την εβδομάδα. Επί τρία χρόνια αυτό. Τόσο καιρό είναι υποχρεωτική η δεύτερη ξένη γλώσσα. Στην Α΄ Λυκείου γίνεται προαιρετική. Και το παιδί έχει μεγαλώσει. Δεν μπορείς να το ψήσεις να επιλέξει τη δεύτερη ξένη γλώσσα, αν δεν θέλει. Και το δικό μου, είπαμε, δεν ήθελε. Και δεν είχε αλλάξει τίποτε, ούτε με το σχολείο, ούτε με ιδιαίτερα στο σπίτι, κι ας ήταν ευειδής και συμπαθέστατη η δασκάλα. Παράτησε τα γερμανικά. Πέρασαν λίγα χρόνια, σε ένα ταξίδι στη Γερμανία διαπίστωσα ότι δεν θυμόταν ούτε το καλημέρα
Να μην τα πολυλογώ, το ίδιο σκηνικό παίχτηκε και με τα άλλα δύο παιδιά μου, κι έκτοτε συλλέγω ιστορίες αποτυχίας της μεθόδου. Δεν ξέρω άνθρωπο να έμαθε πέντε λέξεις και να τις θυμάται από αυτά τα τρία χρόνια του Γυμνασίου. Είναι απλό, δεν μαθαίνεις μια δεύτερη ξένη γλώσσα σε τρία χρόνια. Το ξέρουν καλά οι γονείς που στέλνουν τα παιδιά σε φροντιστήριο από μικρά, τους παίρνουν εσωτερικές βοηθούς, κλπ. Πριν λίγο καιρό άκουσα ότι καταργείται αυτό το υποχρεωτικό μάθημα στα γυμνάσια και χάρηκα για λογαριασμό των μάταιων προσδοκιών που καλλιεργεί. Αλλά σήμερα διάβασα ότι δεν καταργείται τελικά. Θα αντέδρασαν οι πτυχιούχοι γερμανικής και γαλλικής φιλολογίας. Ε, ας παιδευτούν μερικοί ακόμα γονείς και παιδιά να δουν τη γλύκα. Φτάνει να μην τα βάλουν με τα παιδιά τους, και να μην το πάρουν κατάκαρδα, ότι είναι ανίκανα να μαθαίνουν.

Τετάρτη 1 Ιουνίου 2011

Τα στερνά ξεκάνουν τα πρώτα

Κοσμοπλημμύρα στην Πανεπιστημίου. Η κάμερα δείχνει τον κόσμο από ψηλά, το βιντεάκι μεταδίδει τη φωνή του Μίκη. «Τραγουδείστε μαζί μου, Ένα το χελιδόνι» Τραγουδάνε. Η βραχνάδα του μου θυμίζει μια άλλη συγκέντρωση κόσμου, πριν γράψει αυτό το τραγούδι (που ποτέ δεν συμπάθησα, με τους νεκρούς χιλιάδες κλπ). Ήμουνα πιτσιρίκα, με είχε πάρει ο πατέρας μου σε κάποια συγκέντρωση της ΕΔΑ, μιλούσε πάλι ο Μίκης και βεβαίως είχα εκστασιαστεί, και βεβαίως είχα κατασυγκινηθεί, έκλαιγα από πάθος. Αυτή η φωνή, αυτό το πλήθος, πόσο με αναστάτωνε, πόσο γεννούσε στην ψυχή μου ένα κύμα ορμητικών συναισθημάτων τόσο δυνατό που ένιωθα να σκάω. Ένιωθα να με πνίγει, πρώτη και καλύτερη η σιγουριά ότι μετείχα της αλήθειας, μιας αλήθειας που επιβεβαιώνεται από το πλήθος. Διαλυόμουν στη συλλογική ψυχή, και πίστευα ότι μπορούσε αυτή η συλλογική ψυχή να γίνει ένα συλλογικό σώμα που θα επέβαλε την επανάσταση του δικαίου, ακατανίκητη και αδιαμφισβήτητη. Ακολουθούσε τραγούδι και διαλυόμασταν ήσυχα, με τον πατέρα μου να χαμογελάει μυστηριωδώς, κι εμένα απογοητευμένη.
Ήμουν, είπαμε, πιτσιρίκα. Δεν μπορούσα να σκεφτώ λογικά. Δεν ήξερα από τι περιπέτειες είχε περάσει η Ελλάδα και η Αθήνα, αγνοούσα τον εμφύλιο, δεν μπορούσα να εκτιμήσω τη σχετική ομαλότητα που ζούσαμε εκείνα τα χρόνια, δεκαετία του ’60. Κι ο Θεοδωράκης ευτυχώς τότε ήταν υπό κάποιο έλεγχο, είχε το κόμμα, είχε τα νιάτα του, κάποια αυτοσυγκράτηση. Αυτά που τώρα δεν έχει.
Αυτό το μεθυστικό και ταυτόχρονα απελπιστικό συναίσθημα της ταύτισης με το πλήθος το ένιωσα βέβαια πολύ συχνά από τότε.
Έγινε η χούντα, η οποία ήταν τόσο ξεκάθαρος εχθρός που τα εμβατήρια του Μίκη μπορούσαν πράγματι να μας ενώσουν εναντίον της, άσχετο αν δεν μας ένωσαν, γιατί ο κόσμος κοιτούσε τις δουλειές του και φυλαγόταν. Εκ των υστέρων, στη μεταπολίτευση, ζήσαμε τον ξεσηκωμό εκ του ασφαλούς, σα μια διαρκή παράσταση, σε στάδια και πλατείες, με τον ίδιο στο ρόλο αρχιερέα. Ακριβώς όπως και χτες, όπου έπαιξε ξανά, προς μεγάλη του ευτυχία υποθέτω, το ρόλο αρχιερέα.
Είναι η δύναμη της μουσικής αυτή, ειδικά  της μουσικής, του Μίκη. Δεν είναι τυχαίο που οι θρησκείες χρησιμοποιούν όλες μουσικές, χορωδιακά άσματα. Δεν είναι τυχαίο που οι μεσσίες, τον καιρό που ανθούσαν μεσσίες, όταν ανάγγελλαν τον εαυτό τους, πάντα το έκαναν τραγουδώντας. Μπορεί να μη μας ξεσηκώνουν τα άσματα της εκκλησίας τώρα πια, είναι γραμμένα για άλλα γούστα, αλλά σε ένα εμβατήριο κανείς δεν αντιστέκεται, ειδικά όταν έχει επενδυθεί τις ιδέες περί αγνού λαού στον οποίο ανήκουμε, έχει επενδυθεί αναμνήσεις προηγούμενων τέτοιων λαϊκών ιεροτελεστιών.
Όμως δεν ζούμε σε καιρούς που ανθούν μεσσίες. Ζούμε σε καιρούς που οι πολίτες έχουν δικαιώματα, έχουμε δημοκρατία, με χίλια ελαττώματα βέβαια, που χρειάζονται συζητήσεις, αναλύσεις, ρεπορτάζ, διάβασμα, έρευνα, ενημέρωση, ζύμωση, τέτοια πράγματα. Βαρετά, κουραστικά, καμία σχέση με τα κύματα ενθουσιασμό που μπορούν να φέρουν τα τραγούδια στις πλατείες.
Αλλά ο Μίκης δε βαριέται αυτό το ρόλο. Οι πολιτικοί μπορεί να βαριούνται το δικό τους, δεν είναι τόσο καλλιτεχνικός, ούτε τους εξασφαλίζει ενθουσιώδη πλήθη, εκείνος όμως εκεί. Καθώς τον ακούω ξανά, συνειδητοποιώ ότι και τότε, που ήμουν παιδί, καλύτερα θα ήταν να μην τραγουδούσαμε, να καθόμασταν να κάναμε αναλύσεις και συζητήσεις, πώς θα αποφεύγαμε το πραξικόπημα.
Ευτυχώς, όλα μας τα χρόνια, παράλληλα με το Μίκη, παράλληλα με το Σαββόπουλο και όσους άλλους θέλησαν κατά καιρούς να πάρουν τη σκυτάλη, υπήρχε και ο Μάνος.
Ο Χατζιδάκις δεν έπαιξε ποτέ τον αρχιερέα. Δίπλα στα εμβατήρια εκείνος παρουσίαζε τα όμορφα τραγούδια του, θύμιζε τη χαρά της ζωής, την ομορφιά της καθημερινότητας, αυτή που θα θέλαμε να έχει η Αθήνα, η χαρά της γης και της αυγής. Έκανε ό,τι μπορούσε. Έγραψε τραγούδια για τον Ιλισσό, για τον Υμηττό, για τον Πειραιά, χωρίς κλάψες προσπάθησε να ντύσει το περιβάλλον μας με νότες, απλόχερα έδειξε πόσα καλά πράγματα είχαμε να απολαύσουμε, να φροντίσουμε, απλόχερα στέγασε νέους καλλιτέχνες στο Τρίτο Πρόγραμμα. Δεν μας ξεσήκωνε, μας σεβόταν σαν ίσους, δεν μας ιερουργούσε, μας έβαζε να σκεφτόμαστε, μας ξανάκανε ατομικότητες, μας ήθελε ευαίσθητους, ανοιχτούς, γενναιόδωρους, πλούσιους σε εκφραστικά μέσα. Κι η μουσική του τελικά πόσο πολύ ωραιότερη είναι, χωρίς τους νεκρούς χιλιάδες στους τροχούς και τα ρέστα…

Πόσο δύσκολο να γίνει το προσωπικό, πολιτικό.

Τη νύχτα που έφτασε ο Καραμανλής στο Ελληνικό να αναλάβει τα ηνία της χώρας που είχε βρεθεί στο χείλος του γκρεμού, πενήντα χρόνια πριν, δεν...