Η κουφόβραση είχε αχρηστέψει όση αντοχή διαθέταμε οι πεζοί μέσα στο αργόσυρτο μεσημέρι. Πήγα το σκύλο βόλτα στο πάρκο, για κάθε βήμα έδινα μάχη με την ατμόσφαιρα. Το πράσινο του πάρκου ύποπτο απάτης.
Ανέβηκα στην πλατεία Πρωτομαγιάς, σκέφτηκα να επιστρέψω σπίτι από το δρομάκι που στρώσανε με μαλακό υλικό στην ανακαίνιση. Υπάρχει αυτό το πράγμα, δεν ξέρω πόσο υπερτιμήθηκε, αλλά μέσα στον ασυνάρτητο χώρο πάνω από τη Μουστοξύδη, είναι σα να περπατάς σε χαλί ή γρασίδι. Είχε γεμίσει κάτω μούρα, δεν μπορούσες να πατήσεις. Μερικά είχαν μόλις πέσει, γυάλιζαν ακόμα.
Μπροστά μου δυο κοπέλες μαντιλοφορούσες είχαν κατεβάσει ένα κλαρί και το τίναζαν με μανία. Απομακρύνθηκα γρήγορα, μη μπω στον πειρασμό να κάνω παρατήρηση.
Πιο κάτω είχε περισσότερα μούρα, μεγαλύτερη σκιά. Σηκώνω το κεφάλι μήπως μπορώ να πιάσω κανένα, απλώνω χέρια, τίποτε. Είναι ψηλά τα άτιμα. Ανεβαίνω σε ένα πεζούλι, θυμάμαι παιδικές παρέες που κάποτε ασχολούμασταν με πάθος να κόβουμε μούρα. Πότε ήταν αυτό; Εγώ ήμουνα που σκαρφάλωνα σε κλαριά; Νόμιζα ότι είμαι μόνη μου, άρπαξα ένα κλαρί. Αλλά πλησίαζαν οι μαντιλοφορούσες, μιλώντας με κάποιους που απαντούσαν μέσα απ’ τις φυλλωσιές. Κάνω έτσι, δυο αγόρια έκοβαν μούρα σκαρφαλωμένα στα δέντρα. Μοιάζανε γύφτοι, ενώ τα κορίτσια τα πέρασα για μουσουλμάνες μετανάστριες, πιο καλοβαλμένα.
-Α ωραία σκαρφάλωσες εσύ εκεί, πώς τα κατάφερες, λέω. Είχα εκτεθεί πλέον. Και πλησιάζω τον κορμό των σκαρφαλωμένων. Δώσε μου κι εμένα ένα, αποφασίζω να ομολογήσω τη λαχτάρα μου.
-Εντάξει, λέει το αγόρι. Τα κορίτσια γελάγανε, κάτι λέγανε στη γλώσσα τους.
Ανεβάζω το ένα πόδι στη διχάλα του κορμού, απλώνω την παλάμη. Σα ζητιάνα την απλώνω, κι αν είναι γύφτοι λέω, για σκέψου, τώρα ζητιανεύω εγώ από τους γύφτους.
Το αγόρι επάνω έκοβε, έκοβε.
-Μόνο ένα θέλω, του λέω, η αξιοπρεπής. Τι να πω, ότι ήθελα να καβαλικέψω το κλαρί, να τα ρημάξουμε παρέα; Ότι τέτοια κάναμε κι εμείς όταν ήμασταν παιδιά, και δεν μπορώ να θυμηθώ πού και πώς ήταν γεμάτη μουριές η γειτονιά μας, αλλά ήταν;
-Εντάξει, εντάξει, ξαναλέει, με αυτό το λιανό, το ξενικό ξι, το προδοτικό, του ξένου. Και συνεχίζει να κόβει, μου γεμίζει την απλωμένη χούφτα με μούρα, την ξεχειλίζει.
-Α, λέω ευχαριστώ πολύ, δεν ήταν ανάγκη τόσα πολλά! Κατεβάζω το πόδι γελάνε όλοι, τρώω ένα, λέω, πωπω τι ωραία που είναι, τη γλύκα τους να έχετε παιδιά, γυρίζω και φεύγω.
Προχώρησα, τα έφαγα ένα- ένα πριν φτάσουμε στη γωνία του μικρού δρόμου. Τόσο γλυκά, με αυτή τη μοναδική λεπτή γεύση, το άρωμα τους καθώς λειώνουν πριν προλάβεις να δαγκώσεις, η ελάχιστη αντίσταση του κοτσανιού στα δόντια. Κι αμέσως σε τσιμπάει στην ψυχή η ανάμνηση της παιδικής γνωριμίας μαζί τους, με ηδονή και πόνο.
Η παλάμες μου έγιναν μωβ, τα δάχτυλα κολλούσαν, θα βάφτηκε και το στόμα μωβ. Γύρισα σπίτι πασαλειμμένη σα γυφτάκι.