Παρασκευή 26 Νοεμβρίου 2010

Παριζιάνικα όνειρα

Για χρόνια έβλεπα τακτικά στον ύπνο μου ότι βρίσκομαι στο Παρίσι αλλά κατά κάποιο καταθλιπτικό τρόπο δεν μπορoύσα να το διαπιστώσω. Έψαχνα με αγωνία τον πύργο του Άιφελ, προσπαθούσα κάνοντας μια βόλτα στο ποτάμι να τον δω απο μακριά, αλλά όλο χανόμουν σε μέρη που δεν ήξερα, με παράσερναν πράγματα ελληνικά, κάτι βουνά από χώματα, μετανάστες έλληνες, παράξενα όντα των ονείρων.
Ξυπνούσα με άγχος και πονεμένα μέλη. Να έκανα ένα ταξιδάκι, σκεφτόμουν, προσπαθώντας να μη δίνω πολύ σημασία, σα να μην είναι κάτι εξαιρετικό το Παρίσι, σα να ήταν εύκολα τα ταξίδια, να μη χαλάω την οικειότητα. Το ταξίδι δεν γινόταν, και σε λίγες μέρες έβλεπα ξανά το ίδιο όνειρο, ή κάτι παρόμοιο. Ότι ήθελα να κάνω μια βόλτα τουριστική στο Παρίσι βρε αδερφέ, αλλά τίποτε...
Μα τι έχω με το Παρίσι; Έμεινα εκεί δυο χρόνια βέβαια, αλλά άλλοι έχουν μείνει περισσότερο. Δικαιούμαι να νιώθω τόσο οικεία με δυο χρόνια παραμονή; Δικαιούμαι να το νοσταλγώ τόσο πολύ και να το ονειρεύομαι; Και τι νόημα έχει να νοσταλγεί κανείς κάτι τόσο κοινό, πασίγνωστο, κάτι που θεωρείται σπουδαίο από όλον τον κόσμο;
Τα όνειρά σου μην τα λες, γιατί η ερμηνεία, ειδικά για τον πύργο του Άιφελ, μπορεί να είναι απλώς ένα φαλικό σύμβολο, και να κατρακυλήσεις στη μεγαλύτερη κοινοτοπία. Το σκέφτομαι φωτογραφίζοντας τον νύχτα, κάνοντας ξύπνια τώρα την περίφημη βόλτα και προσπαθώντας να θεραπεύσω τους καημούς των ονείρων, έστω κι αν δεν τα βλέπω πια. Μοιάζει επίσης με κεφαλαίο Α. Γραφή, ή απλώς Άννα, το όνομά μου, απο σύμβολα σου βρίσκω όσα θες. Μοιάζει επίσης με γέφυρα, κάτι που ακουμπά στις όχθες και ανυψώνεται.
Πηγαίνω στο Σηκουάνα.  Κι αυτός με δυσκόλευε στα πράξενα εκείνα όνειρα. La Seine. Από το Sequana, το παλιό λατινικό του όνομα. Το κρατάμε, ας μην παραδεχόμαστε ότι κάτι κερδίσαμεαπο τους Ρωμαίους.
Περπατώ δίπλα, περνάω τις γέφυρες, πάρε τη δόση σου, λέω στον κατασκευαστή των εικόνων. Αλλά ξέρω ότι δεν ακούει, δεν χρειάζεται πια εικόνες τέτοιες το υποσυνείδητο, μαζεύει μόνο του όποιες εκείνο διαλέγει, δεν πα να του δίνεις τις καλύτερες που υπάρχουν εσύ.
Οπότε πρειορίζομαι στο συνειδητό. Περπατώ για να ξεπλύνω τα μάτια μου στις ομορφιές της πόλης, να έχει απόθεμα ο αμφιβληστροειδής. Φωτογραφίζω τους ανθρώπους όσο μπορώ, με φόντο τα μνημεία και τα κτίρια. Είμαι μόνη μου ξανά εδώ, όπως όταν ήμουνα φοιτήτρια. Φοιτούσα κυρίως στους δρόμους, εντρυφούσα. Τώρα κάνω επανάληψη της βασικής ύλης για την απαραίτητη δια΄βίου μάθηση.
 Μπαίνω σε παρκάκια. Κάνει κρύο, κάθομαι λίγο και φεύγω ξανά. Μπαίνω σε μαγαζιά. Μπαίνω επίσης σε μουσεία που δεν είχα δει, ας πούμε το Μουσείο Γκιμέ, Ανατολικής Τέχνης. Πιο πολλά μουσεία είδα όταν ήρθαμε με τα παιδιά μου εδώ, παρά όταν έμεινα για δυο χρόνια.
Έδειξα το Παρίσι στα παιδιά, όπως θεωρώ ότι εμένα μου το προσέφερε ο πατέρας μου απο μικρή ηλικία, κι ας το επισκεφτήκαμε μόνο όταν ήμουν 14 για τρεις μέρες. Αυτή είναι η περιουσία μου, οι πόλεις που προσπάθησα να τα μάθω να εξερευνούν, να ανακαλύπτουν, να αισθάνονται ότι τις δικαιούνται. Είναι μια καλή κληρονομιά πιστεύω, ένα περιουσιακό στοιχείο με επενδυτικές δυνατότητες.
Και τι ήταν τελικά εκείνο που αναζητούσα στα όνειρά μου; Το Παρίσι μου έλειπε ως Παρίσι απλώς, μια πόλη που σε κάνει να νιώθεις ελεύθερη και ωραία. Προσπαθείς να είσαι ωραία, γιατί εδώ όλες είναι ωραίες. Το επίπεδο εμφάνισης των γυναικών είναι πολύ ψηλότερο απο της Νέας Υόρκης και του Λονδίνου, μπορώ να πω τώρα που πήγα και στα δυο. Και ναι, νομίζω ότι ακόμα και στην Ιταλία οι γυναίκες δεν καταφέρνουν να είναι ωραιότερες.
Μπορεί να μην είναι πια της μόδας το Παρίσι, αλλά η εξέλιξη του είδους προς το πιο ωραίο, φινετσάτο και κομψό συνεχίζεται με επιμέλεια απο τις Παριζιάνες, έστω και ερήμην των βλεμάτων της υφηλίου. Καμία σχέση με τις κραυγαλέες και χαριτωμένα -κατά τη γνώμη μου- κακόγουστες Αγγλίδες, ή με τις εκ πεποιθήσεως άχαρες Αμερικάνες. Οι Παριζιάνες καλλιεργούν την εμφάνιση τους σαν επίμονες κηπουροί, και προσφέρουν τον καρπό των κόπων τους σε όσους μπαίνουν στον κόπο να σηκώσουν τα μάτια προς το μέρος τους.
Κι εγώ που στην Αθήνα είμαι κάπως εμφανίσιμη και θεωρούμαι φροντισμένη, εδώ, όπως και πριν τριάντα χρόνια, μοιάζω βλαχαδερό που ντύθηκε απο τα φιλανθρωπικά σωματεία. Δεν πειράζει κορίτσια, χαλάλι σας.
Ελευθερία ονειρευόμουνα η πολύτεκνη, η πελαγωμένη εργαζόμενη, η βουτηγμένη στις ενοχές που δεν τα προλάβαινα όλα, και δουλειά και μωρά, που άφησα την καριέρα μου να κάνει βουτιά, που με τα παιδιά παράβαινα τις αρχές μου κάθε μέρα. Κυλούσαν μέσα σε τρέλα οι μέρες και οι νύχτες, ένιωθα ότι με αποβλακώνει το τρέξιμο και η καθημερινότητα, έφριττα με την γαϊδουριά των δρόμων, στέναζα με την πίεση στις δουλειές, και τις νύχτες ονειρευόμουνα το Παρίσι, ελεύθερη κι ωραία, μάλλον κυνηγούσα το Παρίσι, την ελευθερία και την ομορφιά, τα νιάτα μου και την άγνοια που είχα τότε για το μέλλον. Κάτι τόσο απλό μάλλον θα ήταν.
Θα βλέπει κι αυτή στον ύπνο της το Παρίσι οσονούπω
Κάνει κρύο. Πέρασαν χρόνια απο την τελευταία φορά που είχαμε έρθει. Ήταν με τα παιδιά πάλι. Τα παιδιά ήταν ακόμα παιδιά, και είχαμε ανέβει με τα πόδια στον πύργο του Άιφελ. Καλή άσκηση για να σταματήσει τα όνειρα.
Τώρα τα παιδιά είναι μεγάλα πια, δεν ταξιδεύουμε παρέα, κι η βόλτα εδώ δεν εξοφλεί περασμένα όνειρα, όσο κι αν η πόλη αυτή δεν αλλάζει. Αλλάζουμε εμείς, μαθαίνουμε ότι ο χρόνος δεν ξεγελιέται, συμβιβαζόμαστε, αλλά εν μέρει. Κάθε ταξίδι γίνεται χρονομηχανή, κάθε εικόνα είναι παλιά που ξαναζεί, ίσως εκεί στις μυστηριώδεις συναντήσεις τους να κερδίζουμε ένα κύτταρο ζωής ακόμα, να παραγόμαστε σε μια παράλληλη διάσταση, να βάζουμε ένα μακρινό Γαλαξία να χορεύει.

Πέμπτη 11 Νοεμβρίου 2010

Κάστανα στην Ομόνοια

Οταν µε τον πατέρα µου έβγαινα βόλτα στην Αθήνα, η πόλη ήταν γεµάτη θαύµατα. Μου έδειχνε µαγαζιά και µνηµεία, ήξερε ιστορίες για διάφορες γωνιές, εκτιµούσε, παρουσίαζε, πλασάριζε την πόλη στα παιδικά µου µάτια. Πού υπήρχαν τα καλύτερα σουβλάκια, οι καλύτερες τυρόπιτες, τα παριζιάνικα αρώµατα, τα βιβλιοπωλεία και τα καφενεία. Με υποχρέωσε από νήπιο να ξεχωρίζω τη Βιβλιοθήκη, το Πανεπιστήµιο και την Ακαδηµία. Συνήθιζε να γυρίζει σπίτι από το γραφείο κουβαλώντας στο δίχτυ για τα ψώνια διάφορα θαυµάσια πράγµατα από τα κεντρικά µπακάλικα, που η µαµά µου τα κοίταζε όλα στην αρχή µε µισό µάτι.
 Εκείνη αντίθετα ήταν πάντα αγχωµένη στις εξόδους. ∆εν εµπιστευόταν τα πρόχειρα φαγητά έξω. Βιαζόταν πάντα, εργαζόµενη γυναίκα γαρ, να γυρίσουµε σπιτάκι µας, να ξεκουραστεί. ∆εν ζητούσε ποτέ να ξεχωρίσω την Ακαδηµία κ.λπ. ∆εν υπήρχε περίπτωση να προτείνει γεύµα µε τα καλύτερα σουβλάκια, τυρόπιτες, οτιδήποτε στον δρόµο. Hξερα ότι θα πηγαίναµε τρέχοντας στη δουλειά µας και τρέχοντας θα γυρίζαµε. ∆εν χαζεύαµε, δεν χασοµερούσαµε, κουβεντιάζαµε ξεκινώντας από αρνητικά σχόλια για τον θόρυβο και το καυσαέριο.
 Μια φορά µόνο, περνώντας απ’ την Οµόνοια, ίσως να την είχα ζαλίσει ζητώντας διάφορα, ξαφνικά ρώτησε: «Μήπως θέλεις κάστανα;». Είπα ναι. Ακόµα θυµάµαι την ευτυχία που µε πληµµύρισε γι’ αυτήν τη µικρή επανάσταση στις συνήθειές της. Την υποχώρηση στο φαγητό του δρόµου, εναντίον του οποίου έκανε συνήθως κηρύγµατα. Εφαγα τα νοστιµότερα κάστανα της ζωής µου. Εκείνη την ηµέρα η µαµά µου έσπασε ένα είδος αποχής, κατά κάποιον τρόπο. 
Αλλά βέβαια θέλει προσοχή. Αν υποχωρήσεις στα κάστανα µπορεί µετά να σου αρέσουν τα κουλούρια, ύστερα οι τυρόπιτες, τα σουβλάκια, να φτάσεις ώς τα ποπ κορν του σινεµά. Να φτάσεις ακόµα και να απολαµβάνεις τις βόλτες. Οπως συνέβη στη µαµά µου.

Δευτέρα 8 Νοεμβρίου 2010

Δυο βόλτες στην Αθήνα

Παραμονή των δημοτικών εκλογών κατάφερα να βρω παρέα για να πάω στην Κοτζιά, όπου οι Ατενίστας οργάνωσαν μια βραδυά φωτισμού της πόλης στο κέντρο της, εκεί που έχει γίνει το άβατο τα τελευταία χρόνια. Πήρα μαζί και τα κεράκια, τα κουβάλησε ο καλός μου φίλος και γείτονας, μια τσάντα με ρεσώ όπως έλεγαν οι οδηγίες. Τα ανάψαμε και μείναμε κάμποση ώρα εκεί, συναντήσαμε λίγους γνωστούς, καθίσαμε λίγο στο καφενείο δίπλα, γυρίσαμε με τα πόδια. Την αίσθηση ενός χώρου που σου δίνει τη δυνατότητα να απολαύσεις τη συντροφιά σου είχα να τη νιώσω απο το Παρίσι, μια φορά που περπατούσαμε δέκα άτομα μαζί σε ένα πεζοδρόμιο πιασμένα χέρι -χέρι.
Δεν αφήνω τις ελπίδες πια να εμφιλοχωρήσουν εύκολα στην ψυχή μου, αλλά όσο ζει κανείς ελπίζει, και απλώς ονειρεύτηκα ότι ένα ακόμα βράδυ θα μπορέσω να σταθώ έτσι σε μια πλατεία και να συναντώ γνωστούς και αγνώστους που επιθυμούν το ίδιο με μένα: δημόσιο χώρο ελεύθερο, ίσως και ωραίο. Συνήθως νιώθω ολομόναχη όταν περπατώ στην Αθήνα ανάμεσα σε βιαστικό κόσμο. Να που καμιά φορά αισθάνεται κανείς ότι συναντά ανθρώπους στην έρημο, που έχουν και νερό μαζί τους.
Την άλλη μέρα, αφού ψηφίσαμε, πήγαμε βόλτα στο πάρκο, δηλαδή στο Πεδίο του Άρεως.

Έχουν φτιάξει και την αλέα με τους ήρωες, ένα παρτέρι στη μέση και στο τοιχάκι του επάνω ξύλινα καθίσματα. Θεούλη μου, για μας τους περιφρονημένους Κυψελιώτες είναι αυτά; Να βάλουμε τους κώλους μας επάνω, ή θα τιναχτούν τα καδρόνια απο αγανάχτηση να μας τιμωρήσουν;

Τρίτη 2 Νοεμβρίου 2010

Μάθημα Οικοκυρικών

Κάποιος σχολιαστής ανέφερε απαξιωτικά το µάθηµα Οικοκυρικών στα γυµνάσια, κι αναρωτήθηκα αν υπάρχει ακόµα. Νοµίζω έχει καταργηθεί από δεκαετίες. Αλλά η αναφορά µού θύµισε της εποχής µου το µάθηµα Οικοκυρικών, που δεν ήταν προαιρετικό βέβαια τότε. Ηταν απλώς από τα µαθήµατα - χαβαλέ, που θεωρούσαµε ότι έπρεπε να συνοδεύουµε µε χοντρή καζούρα στις καθηγήτριες. Δεν µπήκε µια φορά η γυναίκα στην τάξη και να της κάνουµε τη ζωή εύκολη. Εκείνη ωστόσο συνέχιζε την παράδοσή της, δεν κατέθετε τα όπλα, όσο κι αν γελούσαµε και κοροϊδεύαµε.

 Κι έτσι, στο περιφρονηµένο αυτό µάθηµα εγώ τουλάχιστον έµαθα πράγµατα που δεν θα ήξερα µε άλλο τρόπο. Εµαθα, ας πούµε, πλέξιµο, αυτή τη µαγική διαδικασία που µου χάρισε ικανοποίηση πολλές φορές στα επόµενα χρόνια, βασικές αρχές της µαγειρικής που η µαµά µου δεν υπήρχε περίπτωση να µου δείξει, καθώς τότε δούλευε και γενικά αντιπαθούσε τις δουλειές στο σπίτι, έµαθα ράψιµο και πώς να βάζεις σωστά τα µαχαιροπίρουνα στο τραπέζι, πώς να συστήνεις τους ανθρώπους, πότε να σηκώνεσαι όταν σε χαιρετάνε, κι όλα αυτά σε µια χρονιά, µε µια ώρα διδασκαλία την εβδοµάδα.
Αντίθετα στη γυµναστική, που κάναµε έξι χρόνια και δυο ή τρεις φορές την εβδοµάδα, δεν έµαθα τίποτε γιατί οι γυµνάστριες δίδασκαν µόνο όσες µαθήτριες ήξεραν ήδη, πράγµα που συµβαίνει ακόµα και τώρα, σε περισσότερα µαθήµατα από όσα φαντάζεστε.
Αν τα γράφω αυτά δεν είναι για να υποστηρίξω ότι πρέπει να ξαναµπούν τα Οικοκυρικά στο γυµνάσιο.
Απλώς, όταν µε ρωτάνε πού έµαθα να πλέκω και λέω «στο σχολείο» δεν µε πιστεύει κανείς. Καταθέτω δηµόσια λοιπόν την ευγνωµοσύνη µου στην καθηγήτρια που ελπίζω ότι δεν βασάνισα πολύ. Δεν µου άρεσαν οι οµαδικές επιθετικότητες, αλλά κι ένα ευχαριστώ ποτέ δεν της είπα.

 https://www.tanea.gr/2010/11/02/opinions/analwsima-to-athi-a-oikokyrikwn/

Πόσο δύσκολο να γίνει το προσωπικό, πολιτικό.

Τη νύχτα που έφτασε ο Καραμανλής στο Ελληνικό να αναλάβει τα ηνία της χώρας που είχε βρεθεί στο χείλος του γκρεμού, πενήντα χρόνια πριν, δεν...