Ακούω συχνά τους Έλληνες να λένε: «Ωραίες οι Βρυξέλλες, καθαρή πόλη, περιποιημένη, αλλά βαρετή ρε παιδί μου, πεθαίνεις από πλήξη!» Έχει γίνει πια περίπου αυτονόητο ότι μόλις αναφέρεις τις Βρυξέλλες πρέπει αμέσως να πεις πόσο βαρετή πόλη είναι. Αν το παραλείψεις αμέσως σε βεβαιώνουν όλοι πως όποιος έζησε πολύ εκεί λόγω δουλειάς, λόγω Ευρωπαϊκής Ένωσης, έκοβε φλέβες από βαρεμάρα μέχρι να μπορέσει να γυρίσει στη γλυκιά πατρίδα.
Οι Βρυξέλλες βέβαια δεν έχουν το μονοπώλιο. Η Ελβετία είναι μια χώρα που ο σωστός Έλληνας οφείλει να σνομπάρει εκ βάθους καρδίας επειδή είναι εγγυημένα βαρετή. Το ξέρουν από χέρι και εξ απαλών ονύχων. Πεθαίνεις από πλήξη στα ωραία χιονισμένα βουνά, γίνεσαι γελάδα που βόσκει μακαρίως και δεν αντέχεις δεύτερη μέρα.
Η Γερμανία είναι λιγότερο πληκτική μόνο επειδή είναι πολύ κουραστική. Εκεί πρέπει να δουλεύεις, σου πίνουνε το αίμα, άρα δεν προλαβαίνεις να βαρεθείς. Η Γαλλία είναι κάπως ενδιάμεση κατάσταση, αλλά οι Γάλλοι είναι σνομπ. Ευτυχώς για κείνους, δεν φημίζονται πολύ για την καθαριότητα και την τάξη τους, τα οποίο είναι πολύ βαρετά πράγματα γενικά. Εν ολίγοις, όσο πιο ανεπτυγμένη είναι μια χώρα, όσο πιο ανεβασμένο επίπεδο ζωής έχει, τόσο πιο βαρετή τη φανταζόμαστε εμείς οι μαθημένοι να ζούμε στο σασπένς της καθημερινότητας.
Βέβαια η Αθήνα δεν θεωρείται βαρετή. Αφού κάθε πρωί δεν ξέρεις πόσοι θα σε βρίσουν επειδή περπατάς στο πεζοδρόμιο ενώ εκείνοι τρέχουν με το μηχανάκι τους, ή αν θα σε χτυπήσουν που περνάς το φανάρι επειδή άναψε το πράσινο για πεζούς, ή αν θα τσακωθείς με τον ταξιτζή, αν θα είναι ανοιχτό το κέντρο να περνάνε τα τρόλεϊ, αν θα φτάσεις στην ώρα σου, αν θα προλάβεις το λεωφορείο, αν θα τσακωθείς με την εφοριακό, με τον τραπεζιτικό, με τον υπάλληλο του ταχυδρομείου, αν θα σε ταπεινώσει η πωλήτρια που ζήτησες μια μπλούζα, αν θα σου πάρει τη θέση στην ουρά ο από πίσω, αν.. αν.. αν… Ένα σωρό πράγματα κρίνονται στο δευτερόλεπτο από την ικανότητά σου να σπρώχνεις, να φωνάζεις, να κινείσαι γρήγορα και αποτελεσματικά. Άρα η ζωή σου είναι γεμάτη ενδιαφέρον. Οι Αθηναίοι είναι πάντα στην τσίτα, έτοιμοι να πάθουν κρίση υστερίας με το παραμικρό, το οποίο όμως πάντα είναι το κερασάκι στη βεβαρημένη τούρτα ταλαιπωρίας της μέρας τους. Έχουν λυμένο το ζωνάρι για καυγά στις ουρές, στα ταξί, στα μαγαζιά, στο δρόμο, ζουν μέσα σε διαρκή ένταση, και προφανώς θεωρούν ότι αυτή είναι η ενδιαφέρουσα ζωή. Να ξεκινάς με το αυτοκίνητο από την Κυψέλη για την Κηφισιά για να κάνεις δυο ώρες να φτάσεις και να γυρίσεις πίσω μια μέρα κανονική, χωρίς πορείες. Τώρα θα μου πείτε ότι η κανονική μέρα είναι με πορείες εδώ και λίγα χρόνια. Πράγμα που συντελεί στην έντονη ζωή που δεν σε αφήνει προφανώς να πλήξεις.
Εντάξει, παραδέχονται οι Αθηναίοι, η μέρα είναι δύσκολη, αλλά η νύχτα της Αθήνας είναι ζωντανή, διότι η πόλη ποτέ δεν κοιμάται. Πράγματι, υπάρχουν άνθρωποι που αφού κατάφεραν να φτάσουν στο σπίτι τους μετά από καυγάδες αφενός και τρομερή αξιοποίηση της υπομονής τους αφετέρου, διότι και τα δυο χρειάζονται για να επιζήσεις σε αυτή την πόλη, έχουν το κουράγιο να ξαναντυθούν για τη νύχτα και να μπουν πάλι σε αυτοκίνητο για να βγουν έξω. Η ελπίδα ποτέ δεν πεθαίνει. Η ελπίδα ότι θα βρεθεί κάτι να σε ξεκουνήσει από την απελπιστική ρουτίνα της ζωής.
Και τι κάνουν οι άνθρωποι αυτοί, νέοι συνήθως και ορεξάτοι για να αντέχουν το ξενύχτι, στις περίφημες και πολυτραγουδισμένες νυχτερινές τους εξόδους; Χορεύουν μήπως και τραγουδούν; Πίνουν κυρίως, στριμώχνονται κυρίως, στοιβάζονται απελπιστικά σε μικρούς χώρους όπου κάνουν πάλι υπομονή για να μαζευτούν πολλοί και αφού πιουν κάμποσο ή χαπακωθούν ελαφρώς, να κουνήσουν λίγο το κορμάκι τους ανεπαισθήτως, κρυμμένοι στο πλήθος. Διότι οι τρομεροί και φοβεροί αυτοί γλεντζέδες στην πραγματικότητα ντρέπονται να χορέψουν. Όσο για να τραγουδήσουν δεν το συζητώ. Μόνο στα εξειδικευμένα καραόκε, και κυρίως για σαρκασμό και αυτοσαρκασμό. Ο σεμνότυφος επαρχιώτης ζει και βασιλεύει στην ψυχή των δήθεν ξέσαλων νέων.
Πολλές φορές όταν ταξίδευα παλιότερα στις «βαρετές» ευρωπαϊκές πόλεις προσπαθούσα ειλικρινά να βρω τα βαρετά στοιχεία που θα με βοηθούσαν να τις ζηλεύω λιγότερο. Στις Βρυξέλλες δεν τα κατάφερα, αλλά θα έφταιγε ίσως που στην πρώτη μου επίσκεψη ήμουν ερωτευμένη. Στη δεύτερη και στην τρίτη, χρόνια μετά, ερωτεύτηκα τις Βρυξέλλες. Δεν κατάλαβα ποτέ γιατί θεωρείται βαρετή αυτή η πόλη, αν και αρχίζω να καταλαβαίνω την ελληνική κριτική. Κάτι που ίσως χρειάζεται κόπο για να το καταλάβεις είναι καλύτερα να το κατηγορείς εξαρχής. Θα γλιτώσεις και τον κόπο και την πιθανή αποτυχία της αναμέτρησης, γιατί αναμέτρηση είναι πολύ πιθανό να υπάρχει. Πρέπει να μιλάς ξένη γλώσσα, πρέπει να μπορέσεις να σταθείς σε παρέες με ανθρώπους πιο μορφωμένους, γυναίκες πιο κομψές, άνδρες πιο καλλιεργημένους, κινδυνεύεις να νιώσεις σαν τη Ζαχαρούλα στην Αθήνα, οπότε καλύτερα να έχεις απαξιώσει τα πάντα από πριν.
Ας πάρουμε τη βαρετή Ελβετία. Τι είναι τόσο βαρετό; Η καθαριότητα, η τάξη, το υψηλό βιοτικό επίπεδο, ή μήπως το πολύπλοκο πολιτικό σύστημα; Γιατί αυτό που φαίνεται τόσο απλό, το να ζουν ειρηνικά εδώ και αιώνες άνθρωποι διαφορετικών εθνοτήτων δεν είναι καθόλου απλή υπόθεση. Στην Ελβετία υπάρχουν τέσσερις επίσημες γλώσσες, τα παιδιά μαθαίνουν υποχρεωτικά στο σχολείο τουλάχιστον άλλες δυο εκτός από τη μητρική τους και χρειάζονται ένα σωρό ρυθμίσεις για να προστατεύονται οι μικρότερες από τις μεγαλύτερες και οι μεγαλύτερες από τις μικρότερες. Στα μικρά μέρη ισχύει ακόμα η άμεση δημοκρατία σε λαϊκές συνελεύσεις για τοπικά ζητήματα. Αντίθετα με ό,τι πιστεύουμε, η Ελβετία έχει πολύ έντονη πολιτική ζωή. Το πολιτικό της σύστημα είναι μελετημένο σε ένα σωρό λεπτομέρειες και το μελετάνε διαρκώς. Η Ευρώπη ολόκληρη θα μπορούσε να χρησιμοποιήσει την ελβετική εμπειρία για να φτιάξει θεσμούς συνύπαρξης.
Είναι βαρετά αυτά; Δεν έχουν αρκετή βία, οπότε αν κάποιος χρειάζεται τη βία στην καθημερινότητά του για να μη βαριέται, ίσως να βαριέται στην Ευρώπη. Ειδικά στην Ελβετία. Μπορεί όμως να απολαμβάνει κανείς άλλα πράγματα. Αντί να τσακώνεται μπορεί να χορεύει. Μπορεί να βλέπει τους φίλους του, να τους συναντά με αφορμή κοινά ενδιαφέροντα και στόχους. Ας πούμε μια Κυριακή να μαζεύονται και να φυτεύουν τα παρτέρια της πλατείας τους. Ή να πλέκουν και να πουλάνε τα πλεκτά για φιλανθρωπικούς σκοπούς. Ή να μην τα πουλάνε. Ή να διαβάζουν ένα βιβλίο και να ανταλλάσσουν εντυπώσεις. Ή να ανεβαίνουν στα βουνά της περιοχής τους. Ή να οργανώνουν πάρτι. Πράγματα που γίνονται και στην Ελλάδα δηλαδή, αλλά περισσότερα, καλύτερα οργανωμένα, σε καλύτερους χώρους, πιο αποδεκτά, με μεγαλύτερη φαντασία, με περισσότερη ελευθερία και με λιγότερες πιθανότητες να προκαλέσουν σχόλια του τύπου: «Μα τι κάνουν αυτοί οι παλαβοί;»
Βέβαια επειδή η σύγκριση με τη ζωή τους είναι τραυματική, χρειαζόμαστε άμυνες για να μη μας πιάνει απελπισία όταν επισκεπτόμαστε ευρωπαϊκές πόλεις –και χωριά- Χρειαζόμαστε να πείθουμε τον εαυτό μας ότι αυτά που μας φαίνονται τόσο τέλεια δεν μπορεί παρά να είναι βαρετά, γιατί έχουν φτάσει σε τέτοιο βαθμό τελειότητας που δεν μπορούν να στοχεύουν παραπάνω. Αλλά αυτό είναι αντίστροφη προβολή του τι συμβαίνει σε μας. Εμείς οι έλληνες είμαστε που φτάσαμε σε έναν βαθμό βελτίωσης της ζωής μας πολύ γρήγορα και πολύ εύκολα και χωρίς μεγάλη προσπάθεια και φοβόμαστε να αναμετρηθούμε με τον αληθινό μας εαυτό, τις αληθινές μας ανάγκες. Φοβόμαστε να καλλιεργηθούμε, μην τυχόν και είναι κάτι κουραστικό. Τρέχουμε στην άγρια καθημερινότητά μας, ζούμε στην τσίτα και η αλήθεια είναι ότι κατά βάθος βαριόμαστε όλο και περισσότερο.