Τη νύχτα που έφτασε ο Καραμανλής στο Ελληνικό να αναλάβει τα ηνία της χώρας που είχε βρεθεί στο χείλος του γκρεμού, πενήντα χρόνια πριν, δεν είχα πάει στο αεροδρόμιο για την υποδοχή. Πήγα την επόμενη νύχτα, ή ίσως ήταν δυο μέρες μετά, να υποδεχτώ τον Μίκη Θεοδωράκη. Στήθηκα στο πλήθος που στριμωχνόταν προς τη σκάλα του αεροπλάνου, όπου ένας αστυνομικός προσπαθούσε να επιβάλει την τάξη. Κάποια στιγμή άπλωσε τα χέρια για να μας απωθήσει προς τα πίσω, κι έπιασε το μπράτσο μιας γυναίκας, η οποία του κατέβασε βίαια το χέρι και του είπε με φωνή πολύ σταθερή:
-Μην με αγγίζεις. Δεν έχεις κανένα δικαίωμα να απλώνεις το χέρι σου επάνω μου! Μην ακουμπάς το σώμα μου!
Ο αστυνομικός σα να το σκέφτηκε υπό το φως των αλλαγών που συνέβαιναν, σιωπηλά φρόντισε να απομακρυνθεί, καταπίνοντας κόκκινος το θυμό του. Εγώ είχα μείνει να την κοιτάζω με θαυμασμό. Δεν θα τολμούσα να μιλήσω έτσι σε αστυνομικό. Ώστε αυτό ήταν λοιπόν, η χούντα είχε πέσει στ’ αλήθεια. Ανέτελε η εποχή των δικαιωμάτων μας, που δεν τα ξέραμε καλά -καλά ποια θα μπορούσαν να είναι. Πιο πολύ από κάθε στιγμή το ένιωσα στα λόγια εκείνης της γυναίκας. Όλα θα άλλαζαν. Θα μαθαίναμε να αισθανόμαστε και να φερόμαστε σαν πολίτες. Τι δικαιούμασταν και τι μπορούσαμε, (ή μήπως οφείλαμε;) να διεκδικούμε. Θα μπορούσαμε να βγούμε από τη μοναξιά των διάβασμάτων, από το φόβο των αποκαλύψεων της αληθινής μας σκέψης, κι επιτέλους με ελευθερία να προχωρήσουμε, άφοβα.
Μέχρι τότε η πολιτική συζήτηση ήταν υπόθεση στενής παρέας, και η φεμινιστική ακόμα πιο στενής και μυστικής. Μας είχε βρει το λεγόμενο ‘δεύτερο κύμα’ του φεμινισμού στις πιο ανελεύθερες συνθήκες. Αδιανόητο στις αρχές της δεκαετίας του 70, όταν ακόμα εναντίον της χούντας δεν γίνονταν παρά κάποιες συμβολικές εκρήξεις βομβών από αντιστασιακές οργανώσεις μετρημένες στα δάχτυλα του ενός χεριού, να μιλάς για δικαιώματα των γυναικών. Ωστόσο φεμινιστικά βιβλία μεταφράζονταν ή κυκλοφορούσαν στα ξενόγλωσσα βιβλιοπωλεία του κέντρου. Δεν θεωρούνταν απειλή στο καθεστώς οι ανησυχίες ευαίσθητων αμερικανίδων και γαλλίδων για τη γυναικεία κατάσταση, μάλλον κάτι πολύ μακρινό και εξωτικό που δεν αφορούσε τις ‘υγιώς σκεπτόμενες ελληνίδες’. Ζούσαμε εξάλλου σε παράξενη συνθήκη τις εκτρώσεις, ένα από τα πιο μαρτυρικά γυναικεία ζητήματα: ναι μεν οι εκτρώσεις απαγορεύονταν από το νόμο, γίνονταν ωστόσο κανονικά στα μαιευτήρια με όλες τις προδιαγραφές, κυρίως δοκιμαζόταν η αξιοπρέπεια σου. Καμία σχέση με την εφαρμογή της απαγόρευσης στη Γαλλία ή την Ιταλία. Όμορφη και παράξενη πατρίδα…
Είχαμε διαβάσει ρηξικέλευθα φεμινιστικά βιβλία την εποχή που ακόμα και σε παρέες πολύ αριστερών, πολύ προοδευτικών, πολύ τολμηρών σε ιδέες φοιτητών η λέξη φεμινισμός προκαλούσε ειρωνικά σχόλια. Μα πώς μπορούσαμε να ασχολούμαστε με τέτοια ζητήματα; Ο σοσιαλισμός θα τα έλυνε αυτομάτως, δεν ήταν αυτονόητο; Ας αναλύαμε λοιπόν ξανά και ξανά τη διαδικασία έλευσης του σοσιαλισμού σε ατέρμονες συνεδριάσεις που άρχισαν από την πρώτη μέρα της ευλογημένης εκείνης πανεπιστημιακής χρονιάς, τον Σεπτέμβριο του 74. Χαρμανιασμένες για πολιτικές συζητήσεις μετά τα εφτά χρόνια υποχρεωτικής σιωπής, περάσαμε τους πρώτες μήνες στα αμφιθέατρα να παρακολουθούμε ατελείωτες ιδεολογικές συγκρούσεις επί του καυτού αυτού θέματος, οι οποίες απαλύνονταν μόνο μπροστά σε προτάσεις που θα έκαναν πιο εύκολη τη φοίτηση στα Πανεπιστήμια, όπως μεταφορές μαθημάτων και τέτοια. Ακούραστοι ρήτορες εναλλάσσονταν στο βήμα ξεδιπλώνοντας τις ικανότητες τους αντοχής στην κούραση και στην επανάληψη δογμάτων, κι ανάμεσα τους μερικές γυναίκες, ελάχιστες, γύρω στις τρεις, για να μην πω μόνο δυο και πέσω έξω, ακόμα πιο δυναμικές κι επίμονες. Αντέξαμε μέχρι τις διακοπές των Χριστουγέννων, ύστερα μας κέρδισε ο καπιταλισμός και οι καταναλωτικές του συνήθειες. Μα πόσο ουσιαστικά προοδευτικός μπορούσε να είναι ο πολιτικός λόγος που δεν περιλάμβανε στην πρώτη γραμμή θέματα ισότητας ανδρών και γυναικών, όχι μόνο τυπικά, εντάξει, κανείς δεν θα είχε αντίρρηση, αλλά επί της ουσίας;
Γυναικεία θέματα δεν θίχτηκαν καθόλου όλους εκείνους τους μήνες. Στο κλίμα της νέας πολιτικής άνθισης, το προσωπικό αντί να γίνεται πολιτικό φαινόταν να πρέπει να είναι πιο προσωπικό από ποτέ. Έπρεπε να είσαι δυναμική, επιθετική, χαλκέντερη, να έχεις θάρρος και αντοχή, για να μπορέσεις να μιλήσεις στις συνελεύσεις, να αποκτήσεις έστω μικρή πολιτική υπόσταση. Όπως έπρεπε ως τότε να τα βγάζεις πέρα μόνη σου με όλες τις αντιξοότητες της ζωής και του έρωτα, από τα πειράγματα στο δρόμο (δεν υπήρχε η έννοια της σεξουαλικής παρενόχλησης) έως τις διευθετήσεις των ερωτικών σου σχέσεων και τις ανεπιθύμητες εγκυμοσύνες. Δεν φαινόταν στον ορίζοντα η δυνατότητα να μπορέσουν κάποτε να μας ενώσουν όλα αυτά τα άχαρα θέματα, να βγούμε από τα βιβλία και τη στενή μας παρέα, να ανταλλάξουμε απόψεις δια ζώσης με γυναίκες που είχαν τους ίδιους προβληματισμούς, να κάνουμε το προσωπικό πολιτικό τέλος πάντων.
Την ίδια χρονιά κυκλοφόρησε το βιβλίο της Αννί Λεκλέρ Parole de femme. Το διάβασα στα γαλλικά πριν μεταφραστεί, ήμασταν τότε σε ευθεία σύνδεση με τις γαλλικές ιδέες, ό,τι πιο τολμηρό μπορούσε να διατυπωθεί στον κόσμο από εκεί θα ερχόταν. Συγκλονίστηκα. Δεν χρειαζόταν να είμαστε ακριβώς σαν τους άντρες, έλεγε πολύ απλά, οι παραδοσιακά γυναικείες ασχολίες και ειδικεύσεις ήταν εξίσου σημαντικές. Τι ανακούφιση και ευτυχία μου χάρισε η δυνατότητα να στραφώ με μεγαλύτερη ειλικρίνεια απέναντι στον εαυτό μου! Μα πού θα τα συζητούσαμε όλα αυτά, πώς θα πείθαμε όσους διαρκώς τα αμφισβητούσαν;
Γυναικείες ομάδες άρχισαν ωστόσο σιγά σιγά να διαμορφώνονται. Ο Σύνδεσμος για τα Δικαιώματα της Γυναίκας, ο παλιός, κλασικός φεμινιστικός φορέας που είχε αγωνιστεί για την ψήφο των γυναικών και την κατάργηση νόμων που επέβαλαν διακρίσεις, αναβίωσε και γεννήθηκαν νέοι, κυρίως κομματικοί, μερικοί ξεκάθαρα αρνητικοί απέναντι στο φεμινισμό πρώτου και δεύτερου κύματος. Η Κίνηση Δημοκρατικών Γυναικών ήταν η πιο ανοιχτή σε σύγχρονους προβληματισμούς, και είχε την πιο ταιριαστή έδρα στα Εξάρχεια, ένα παλιό σπίτι, μεγάλο, με κήπο και δυο φοίνικες στην πρόσοψη, ιδανικό για μαζώξεις και συζητήσεις. Στη φωτεινή κουζίνα του συνάντησα μια μέρα τις φίλες μου, καθήσαμε με καφέδες στην ξύλινη τραπεζαρία και ονειρεύτηκα καθημερινές τέτοιες συναντήσεις. Δεν κράτησε όμως πολύ η λειτουργία εκείνου του σπιτιού, έπρεπε οπωσδήποτε να ακολουθήσει τη μοίρα του, τη γνωστή μοίρα των ωραίων κτιρίων της Αθήνας.
Ωστόσο ήρθε μια μέρα που βρεθήκαμε πλήθος να διαδηλώνουμε με πλακάτ έξω από το Χίλτον όπου γίνονταν τα καλλιστεία. Χάρηκα απίστευτα το πλήθος, αλλά δεν ένιωθα τελείως ειλικρινής με το αίτημα. Τα καλλιστεία μου άρεσαν κάποτε, η αναμέτρηση για την ομορφιά, πέρα από τη σάχλα βέβαια. Μα έτσι ριζωμένες ήταν οι αντιφάσεις μέσα μας. Οι φωνές μας ακούγονταν ψιλές, όχι αρκετά μαχητικές για διαδήλωση.Πώς να διατυπώσεις ξεκάθαρα συνθήματα, να συντάξεις απαιτήσεις; Δεν θα γινόταν με διαδηλώσεις και έξυπνα συνθήματα αυτή η αλλαγή.
Υπήρχαν οι νόμοι που έπρεπε να αλλάξουν, αυτό τουλάχιστον ήταν πολύ ξεκάθαρο. Ήμασταν ευρωπαϊκή χώρα πλέον. Το Σύνταγμα του 75 υποσχόταν ευθυγράμμιση των νόμων με την αρχή της ισότητας ανδρών και γυναικών, αλλά οι λεπτομέρειες, ας τις πούμε έτσι, έπρεπε να ρυθμιστούν σταδιακά. Η έκτρωση αποποινικοποιήθηκε το 1976, επιτρεπόταν να γίνεται για ιατρικούς λόγους μέχρι την 12η εβδομάδα. Δεν ήταν αρκετό, ήταν η αρχή. Έπρεπε να καμφθούν αντιστάσεις. Αλλά ήταν ακαταμάχητη η ορμή για ελευθερίες, φυσούσε δυνατά ο αέρας της προόδου.
Η κυβέρνηση του ΠαΣοΚ ήταν που άλλαξε το Οικογενειακό δίκαιο το 1982, καθιέρωσε τον πολιτικό γάμο, αποποινικοποίησε τη μοιχεία. Καταργήθηκε η προίκα και η έννοια του εξώγαμου παιδιού, η προστασία των παιδιών αναδείχτηκε ως πρωταρχική αξία. Μικρότερες και πιο άγνωστες αλλαγές χρειάστηκε να γίνουν σε πολλές διατάξεις που καθιέρωναν τη γυναίκα πολίτη δεύτερης κατηγορίας. Σε μερικά πράγματα αποκτήσαμε νόμους πιο προοδευτικούς από πολλές ευρωπαϊκές χώρες, ας πούμε το επώνυμο της γυναίκας να μην αλλάζει με το γάμο παρά μόνο αν το ζητήσει η ίδια, επί τούτου. Φαινόταν πολύ εξωτικό στην αρχή, αλλά να που στο μεταξύ μια χαρά το συνηθίσαμε, έστω κι αν μπερδεύει λίγο τη σχέση με τα παιδιά, το να έχουν δηλαδή οι γυναίκες εντελώς διαφορετικό επίθετο από τα παιδιά τους, αν δεν έχει δηλώσει το ζευγάρι στο γάμο ότι θέλουν να πάρουν τα παιδιά και τα δυο επίθετα. Δεν έχουμε παρά να το κάνουμε κι αυτό σταδιακά, αν και κάπως ο αέρας της προόδου έχει πέσει και οι συντηρητικές πλευρές της κοινωνίας επιστρέφουν δυναμικά με διάφορους τρόπους τις τελευταίες δεκαετίες.
Τότε ένα μικρό βήμα υποχώρησης σε συντηρητικές απόψεις είχε γίνει στο θέμα του γάμου. Ο πολιτικός γάμος δεν θα ήταν ο μόνος έγκυρος, ο θρησκευτικός θα παρέμενε ισοδύναμος. Μικρή και σεμνή εμφάνιση του κύρους της εκκλησίας, ευγενική υπενθύμιση θα λέγαμε, σε σχέση με τη σκληρή μεταγενέστερη στάση της.
Τόσες αλλαγές σε νόμους που αφορούσαν τη ζωή μας μαζεμένες δεν είχαν ξαναγίνει. Αλλά στις νεαρές ηλικίες όπου είχαν ήδη σκάσει τα δυο πρώτα κύματα του φεμινισμού, όπως ήμασταν τότε, φαίνονταν αυτονόητες. Οι γυναικείες ομάδες και εκδόσεις πύκνωναν, οι αναλύσεις βάθαιναν, έμενε το πολιτικό, αυτές οι νομικές κατακτήσεις, να γίνει προσωπικό, να αλλάξει τα κλισέ για τις γυναίκες παντού, από τους χώρους εργασίας και τις οικογένειες, ως τις εικόνες που οι ίδιες κατασκευάζουμε για τον εαυτό μας.
Ακόμα το παλεύουμε. Πολιτικά, εμείς εδώ συζητάμε για τη σωστή κατάληξη του θηλυκού της λέξης βουλευτής, αλλά ταυτόχρονα βλέπουμε τις γυναίκες σε θεοκρατικά καθεστώτα να μην επιτρέπεται να ζήσουν έξω από την πόρτα του σπιτιού τους. Μπορεί η απελευθέρωση των γυναικών να είναι κάτι σαν τοπικό επεισόδιο στην ανθρώπινη ιστορία; Ή μήπως η πατριαρχία δύσκολα και με βίαιους υστερικούς σπασμούς αργοπεθαίνει;