Δευτέρα 3 Φεβρουαρίου 2025

Οδός Σπυρίδωνος Τρικούπη

 Όποτε περνάω από τη Σπυρίδωνος Τρικούπη, κάνοντας σλάλομ από το ένα πεζοδρόμιο στο άλλο, και αναγκαστικά περνώντας από το δρόμο εκεί που το «διατηρητέο» νεοκλασικό ερείπιο έχει στηριχτεί με σκαλωσιά που καταργεί το πεζοδρόμιο, ονειρεύομαι τον ίδιο τον Σπυρίδωνα Τρικούπη, τον πολιτικό της Επανάστασης, να βγαίνει από τον τάφο του και να εμφανίζεται ως πελώριο φάντασμα στο δρόμο που φέρει το όνομα του, να στέκεται στη μέση και να βροντοφωνάζει ότι δεν έκανε την Επανάσταση για να γίνει τέτοιος δρόμος, ότι οι άνθρωποι που αναγκάζονται να κυκλοφορούν έτσι στην πόλη που παριστάνει την πρωτεύουσα του κράτους που έχτισε, αναπτύσσουν χαρακτήρα παθητικό και υποτακτικό, ότι δεν θα ησυχάσει η ψυχή του αν δεν βρουν οι δήμαρχοι τρόπο να κάνουν τα πεζοδρόμια της πόλης άξια των πολιτών. Τέτοια πράγματα.

Μ’ αυτά και μ’ εκείνα, και μέχρι να διατυπώσω τις φράσεις που ακούω στο μυαλό μου, άντε, έφτασα στην πλατεία και κόβω Θεμιστοκλέους, όπου ο επώνυμος στρατηγός δεν μιλάει γιατί έχει φύγει οδοιπόρος για τα Σούσα.



Πέμπτη 16 Ιανουαρίου 2025

Η πρόεδρος που μας έκανε περήφανες

 Παρακολουθώντας το αποχαιρετιστήριο βίντεο της Κατερίνας Σακελλαροπούλου δεν μπορώ να μη θυμηθώ κάτι που λέγαμε πριν δεκαετίες για τις γυναίκες που θέλουν να αναδειχθούν σε θέσεις παραδοσιακά αντρικές: θα πρέπει να είναι πολύ καλύτερες από τους καλύτερους άντρες για να τις παραδεχτούν, κι όταν συμβεί κάτι τέτοιο  θα έχουν να αντιμετωπίσουν κάθε είδους συγκατάβαση, λες και είναι χειρότερες από τους χειρότερους.

Έτσι ήταν η πρόεδρος μας κι έτσι και χειρότερα αντιμετωπίστηκε. Σε κάθε της δημόσια στιγμή άκουγες τα πιο απίθανα σχόλια, για την εμφάνιση της, τα ρούχα της, το ύψος της, το χτένισμα της, κι όλα τυλιγμένα σε οικειότητα που ποτέ δεν είχε εκφραστεί για κανέναν από τους προηγούμενους προέδρους, όλους άντρες. Υπήρχε  σεβασμός για τη θέση του προέδρου Δημοκρατίας, στο κάτω- κάτω είναι θέση συμβολική, είναι το πολίτευμα μας, και δεν το αποκτήσαμε εύκολα. Πάνω από ενάμιση αιώνα παιδευόμασταν με πίσω- μπρος βασιλείες, δικτατορίες, εκθρονίσεις, κι άντε πάλι απ΄την αρχή, μέχρι να σταθεροποιηθούμε.

Σε κάποιους δεν άρεσε που η πρόεδρος δεν παρενέβη να σταματήσει το νόμο για τον γάμο ομοφυλοφίλων, λες και ήταν αρχιεπίσκοπος, σε άλλους που φωτογραφήθηκε μπροστά στον φράχτη του Έβρου. Ο φράχτης στον Έβρο κι εμένα δεν μου αρέσει, και έχω πολλές ιδέες να προτείνω για την υποδοχή των μεταναστών αλλά δεν είμαι πρόεδρος της Δημοκρατίας, οπότε προσπαθώ να καταλάβω γιατί είχε συμβολικό βάρος η στήριξη μιας επιλογής του κράτους πάνω στα σύνορα του, έστω κι αν εγώ διαφωνώ. Σε κάθε της άλλη εμφάνιση πάντως που έτυχε να δω, είτε όταν επιθεωρούσε φρουρές, τόσο αλλιώτικο σώμα μπροστά στους ένστολους, είτε όταν δεχόταν προσφυγάκια στο προεδρικό Μέγαρο, είτε όταν επισκεπτόταν χωριά και πόλεις και ιδρύματα, κάθε της λόγος ήταν πλούσιος σε πληροφορίες, σε σημασίες, σε ουσία, και είχε βάρος συμβολικό, ακριβώς όπως πρέπει. Γιατί ήταν σημαντικό να μνημονεύσει κάποιον σπουδαίο καλλιτέχνη που πέθανε, γιατί ήταν σημαντικό να εμψυχώσει τους φαντάρους, τους υπαλλήλους διαφόρων ιδρυμάτων, τους κατοίκους μακρινών νησιών, γιατί ήταν σημαντικό να δεξιωθεί την αριστούχο μικρή Αρμένισσα, γιατί ήταν σημαντικό να ανοίξει τον κήπο του μεγάρου. Κάθε της φράση ήταν πλούτος και συμπάθεια. Μάθαμε και καταλάβαμε, και αγκαλιάσαμε μαζί της όψεις και θεσμούς και αξίες της Ελλάδας, καταστάλαξαν μέσα μας οι σημασίες τους. Είχε βρει τον τρόπο να ζυγίζει και να αποδίδει στα πράγματα που απαρτίζουν την πολιτική και κοινωνική μας ζωή το σωστό τους βάρος. Μας έκανε να το συναισθανθούμε. Κανένας πριν από αυτήν δεν το είχε κατορθώσει αυτό, δεν το είχε καν επιχειρήσει, όσο συμπαθής, όσο σημαντικός και σωστός κι αν υπήρξε στη θητεία του.

Δεν ήταν πολιτικός να ξέρει να γίνεται ευχάριστη, ήταν δικαστής, ήταν αυστηρή, ήξερε τους θεσμούς και τη σημασία τους και μια δεύτερη θητεία θα ήταν ιδανική για να τους μάθουμε κι εμείς οι πολίτες συνεχίζοντας να παρακολουθούμε κάθε της κίνηση. Το όνομα της δεν μπαίνει όμως καν στη λίστα των υποψηφίων και αισθάνομαι σα να κλείνει μια πόρτα πολιτικής συνειδητοποίησης για τον απλό πολίτη, όπως είμαι εγώ, και πολλοί ακόμα με τους οποίους συνομιλώ αυτές τις μέρες.

Η θέση του προέδρου της Δημοκρατίας είναι στην Ελλάδα κυρίως συμβολική. Συχνά η Δημοκρατία συμβολίζεται στην τέχνη από γυναίκα, όπως κι η ελευθερία. Σκέπτομαι ας πούμε την Ελευθερία του Ντελακρουά που οδηγεί το λαό, ψηλή, σαρκώδη, επιβλητική, ή το μπούστο της Μαριάννας της Δημοκρατίας με το φρυγικό σκούφο, που κάθε τόσο τα χαρακτηριστικά της άλλαζαν για να γίνει ακόμα πιο όμορφη. Καμία σχέση με την Κατερίνα Σακελλαροπούλου, μια αληθινή γυναίκα, που όπως όλες μας πάλεψε στη ζωή της με τα χαρακτηριστικά που της έδωσε η φύση και με τα στερεότυπα που μας περίμεναν στη γωνία άμα τη εμφανίσει της εφηβείας μας, και κατάφερε να ανέβει τα σκαλοπάτια της καριέρας της ως γυναίκα, με δουλειά και σοβαρότητα. Όταν την έβλεπα στις φωτογραφίες των επισήμων και ανεπισήμων δράσεων της μου φαινόταν πιο δυνατό σύμβολο από τη Μαριάννα, την ελευθερία του Ντελακρουά κι όλες τις ωραίες προσωποποιήσεις του θεσμού. Γιατί η Δημοκρατία είναι έτσι, παλεύει με αυτά που έχει και αντιμετωπίζει συνεχώς τα στερεότυπα. Με έκανε περήφανη η κυρία Κατερίνα Σακελλαροπούλου. Λυπάμαι πολύ που θα χάσω τη συγκίνηση και τη μαθητεία.


Παρασκευή 10 Ιανουαρίου 2025

Αντίο κύριε Κώστα

 Πρώτη φορά στη ζωή μου κλαίω για θάνατο πολιτικού. Μα μήπως κλαίω για κάτι άλλο, εκείνη την ελπίδα που είχαμε με το Σημίτη πρωθυπουργό ότι θα γινόταν εκσυγχρονισμός, θα γινόμασταν σοβαρή χώρα, μπήκαμε και στο ευρώ, μας περίμεναν τα καλύτερα, τη σιγουριά εκείνη την αφελή, που χάθηκε; 

Μα από την πρώτη στιγμή, από τις πρώτες μέρες που είχε εκλεγεί είχαν αρχίσει τα όργανα, τα Ιμια πρώτα και καλύτερα, θυμάμαι να οδηγώ και να ακούω ότι ευχαριστούσε τους Αμερικάνους για την παρέμβαση τους και να σκέφτομαι τι έχει να ακούσει τώρα γι αυτή την ειλικρινή πρόταση από όλους τους νταήδες που κυκλοφορούσαν στην πολιτική.. 

Ήταν ακριβώς το αντίθετο από τους πολιτικούς που λατρεύονται καλλιεργώντας την εικόνα τους, που αναπτύσσουν τη «σχέση αγάπης με το λαό» εκείνος σεβόταν τους πολίτες και ήθελε να σεβόμαστε τον εαυτό μας. Δεν έμοιαζε καθόλου με τον Παπανδρέου, κι όμως κατέφερε να εκλεγεί δυο φορές πρωθυπουργός, που σημαίνει ότι υπάρχουν πολλοί άνθρωποι που μπορούσαν να τον εκτιμήσουν. 

Ήμουν κι εγώ από αυτούς που αμέσως μόλις εξελέγη στο ΠΑΣΟΚ άρχισα να το ψηφίζω ,ήμασταν πολλοί εξ αριστερών που το κάναμε.  Ξέρω πως ήμασταν πολλοί που χαρήκαμε τότε, και στραφήκαμε τότε, και ελπίσαμε πολλά, και συμπαρασταθήκαμε με όποιον τρόπο μπορούσαμε, που εκτιμήσαμε κάθε στιγμή της μεγάλης προσπάθειας που έκανε, ενάντια και σε στελέχη του κόμματος του ακόμα. 

Ναι, για όλα αυτά και την κατηφόρα που πήραμε ύστερα, τα θυμάμαι και δεν μπορώ να σταματήσω να κλαίω, αλλά και για τον ίδιο τον κύριο Κώστα, λες και είχαμε γίνει φίλοι. Τον αγάπησα πολύ. Αυτή την ήσυχη, σοβαρή παρουσία που αξιωθήκαμε. 

Κάποτε είχαμε ανακαλύψει με τον Δημήτρη ότι ο πατέρας του, μάλλον ο παππούς του, ήταν από τη Δράκεια, το χωριό της γιαγιάς μου στο Πήλιο. Ήμασταν και πατριωτάκια λοιπόν.



Δευτέρα 23 Δεκεμβρίου 2024

Περί φεσιού

 Το φέσι είναι κακό πράγμα, ανθυγιεινό και ψυχοπλακωτικό. Αφότου απηλάγημεν ως έθνος εκ του οθωμανικού φεσίου, είναι κρίμα κι άδικο να φεσωνόμαστε ως άτομα εκ του καλλιτεχνικού φεσίου, τη στιγμή μάλιστα που προσερχόμεθα σε ιδρύματα συχνά κρατικά και μεγάλα με τις καλύτερες των προθέσεων. Μια βραδιά εορταστική μπορεί να γίνει εφιαλτική, όταν καθισμένοι σε πολυθρόνες ο ένας δίπλα στον άλλο, στο σκοτάδι, ακίνητοι, αμίλητοι, γεμάτοι προσδοκία, υφιστάμεθα καταιγισμό παπαρολογίας και κενών, προκλητικά κενών νοήματος φράσεων, χωρίς να μπορούμε να αντιδράσουμε. 

Είμαστε κοινό ευγενικό, τρυφερό, υπομονετικό, ανθεκτικότατο. Μόνο μια γυναίκα είδα να φεύγει διακριτικά, και μάλιστα κάμποση ώρα εξηγούσε στην ταξιθέτρια την περίπτωση της με σκυφτό ένοχα το κεφάλι. Θα μπορούσα κι εγώ, σκέφτηκα, να πιάσω το στήθος μου, να βγάλω μια φωνή, να κυλιστώ στο πάτωμα, να διακόψω το μαρτύριο και ταυτοχρόνως να εξασκήσω την αγαπημένη τέχνη του ηθοποιού, στην οποία γνωρίζω ότι έχω τάλαντον, έστω και άνευ εξαργυρώσεως; Μήπως πρέπει να το αποφασίσω για την επόμενη φορά που σε σκηνή μεγαλειώδη, φιλόδοξη, ακριβή, θα επαναληφθεί η διαδικασία του φεσώματος με την ίδια πεισματώδη και ανενδοίαστη επιμονή ;

Αλλά βέβαια είμαι κορίτσι με τρόπους, κι απλώς θα ζω με την απορία: εκείνο το μικρό παιδί που κάποτε φώναξε ότι ο βασιλιάς είναι γυμνός, γιατί δεν ξαναφάνηκε σε μεγαλειώδεις παραστάσεις, σε μοντέρνα μεγαλόστομα κακόγουστα έργα, σε τελετές αποθέωσης της αρλούμπας, σε κακοφτιαγμένες σαλάτες ιδεών, εκείνο το αθώο παιδί, γιατί μας εγκατέλειψε για πάντα;

Πέμπτη 19 Δεκεμβρίου 2024

Μπούμερ ή κάτι άλλο;

Μπούμερ ή κάτι άλλο;

 

Πάνε χρόνια που με πρωτοείπαν μπούμερ, τα παιδιά μου φυσικά, ποιος άλλος; Είναι ένας ευγενικός τρόπος να πεις σε κάποιον ότι οι απόψεις του είναι ξεπερασμένες, ο κόσμος έχει αλλάξει, ότι έχει μείνει πίσω, ότι είναι ντεμοντέ, ότι έχει γεράσει. Όταν οι νέοι δεν νοιάζονται να είναι ευγενικοί, ειδικά αν οδηγούν αυτοκίνητο ή σπρώχνουν στο λεωφορείο κλπ, δεν σε λένε μπούμερ, σε λένε πολύ χειρότερα πράγματα, λέξεις και εκφράσεις που περιέχουν το συνθετικό γερ- για τα γηρατειά. Το «μπούμερ», ως ξένη λέξη που είναι, πληγώνει λιγότερο, οπότε τη χρησιμοποιούν οι πιο ευγενικοί άνθρωποι. Μάλιστα τόσο λίγο πληγώνει που μόλις την άκουσα είχα την ψυχραιμία να ερευνήσω τη σημασία της.

Αχ αυτά τα αγγλικά με τις μονοσύλλαβες λεξούλες τους που μπορούν να δημιουργήσουν τα πάντα! Πώς να αντισταθεί κανείς στη γοητεία τους και στην κυριαρχία τους; Δεν αντιστεκόμαστε. Τα αρπάζουμε και τα καταναλώνουμε ωμά, δεν προλαβαίνουμε να τα μαγειρέψουμε λιγάκι. Θα άξιζε η προσπάθεια. Τι θα πει μπούμερ, ρώτησα λοιπόν ανύποπτη τους νεαρούς βλαστούς μου.

Μπούμερ είναι οι άνθρωποι της ηλικίας σου, μου εξήγησαν βιαστικά, κι έπρεπε μόνη μου να ψάξω τα υπόλοιπα. Μπούμερ είναι οι άνθρωποι που γεννήθηκαν  στη δεκαετία του 50 και του 60 στις ΗΠΑ, και η λέξη βγαίνει από το baby boom, διότι την εποχή εκείνη κάτι συνέβη που ενέπνευσε τους Αμερικανούς να κάνουν πολλά παιδιά. Η αισιοδοξία της εποχής, λένε μερικοί, όχι, κόπηκε το ρεύμα στις μεγάλες πόλεις, λένε άλλοι, και μέσα στο σκοτάδι τι να κάνουν οι άνθρωποι; Έκαναν έρωτα. Πάντως το αποτέλεσμα ήταν εκείνο το μπουμ. Πολλά μωρά εκεί πέρα μακριά, στο δυτικό ημισφαίριο, στα χρόνια εκείνα.

Όμως αυτά συνέβησαν εκεί. Εδώ δεν είχαμε baby boom την εποχή εκείνη. Στις δεκαετίες του 50 και του 60, από όσο ξέρω, οι γυναίκες στην Ελλάδα άρχισαν να κάνουν λιγότερα παιδιά, όχι περισσότερα, κι ας μην υπήρχε καθόλου ρεύμα σε πολλά μέρη. Στην τάξη μου οι συμμαθητές μας είχαν από ένα αδέρφι, μόνο δυο θυμάμαι από τους τριάντα που είχαν δυο αδέρφια. Οι περισσότερες οικογένειες είχαν δυο παιδιά, τα τρία ήταν εξαίρεση. Δεν μπορείς να μας πεις μπούμερ εμάς. Δεν είμαστε παιδιά του baby boom. Είμαστε ακριβώς το αντίθετο. Θα μπορούσες να μας πεις ξεμπούμερ.

Το ξέρω ότι δεν θα περάσει η ιδέα μου, είπαμε το αγγλικό είναι ακαταμάχητο, αλλά θα ήθελα πραγματικά να καταλάβω κάποτε αυτή την τάση που μας γέννησε και μας καθόρισε, αυτή την απόφαση που πήραν οι γονείς μας και την εφάρμοσαν, χωρίς να την ονομάσουν, χωρίς να τη δηλώσουν, χωρίς να τους το ζητήσει κανείς. Οι γονείς τους έκαναν πολλά παιδιά. Η οικογένεια του πατέρα μου ήταν  έξι παιδιά, της μαμάς μου επίσης. Ήταν ένας μέτριος αριθμός παιδιών. Υπήρχαν και οικογένειες με εφτά, οκτώ, ή δέκα.  Από τα έξι  παιδιά της οικογένειας του πατέρα μου  έκαναν δικά τους παιδιά οι τρεις, τρία η μεγαλύτερη αδερφή που παντρεύτηκε πρώτη, κι από δυο άλλοι δυο. Από την άλλη πλευρά, της μητέρας,  έκαναν παιδιά οι τέσσερις από τους έξι, τρία η μια αδερφή, δυο η δεύτερη, κι οι άλλοι δυο από ένα. Σε όλες τις οικογένειες που ξέρω συνέβη το ίδιο, παιδιά μεγάλων οικογενειών περιορίστηκαν να αποκτήσουν από ένα ή δυο, κατ’ εξαίρεση τρία, στη φάση εκείνη. Δεν υπήρξε πολιτική απόφαση, κάθε άλλο, το ελληνικό κράτος πάντα ήθελε περισσότερα παιδιά, δεν υπήρξε ντιρεκτίβα ούτε νόμος, όπως στην Κίνα με την πολιτική του ενός παιδιού, κι όμως οι γονείς μας έκαναν αυτό ακριβώς που επέβαλαν οι Κινέζοι ηγέτες στο λαό τους, λίγα παιδιά για να ανέβει το επίπεδο ζωής. Το έκαναν σιωπηλά, αλλά μαζικά. Και το αποτέλεσμα ήταν αυτό ακριβώς που ήταν και στην Κίνα. Το επίπεδο ζωής ανέβηκε. Κι όπως και στην Κίνα θα μπορούσαμε κι εμείς να αναρωτηθούμε, τι έγινε πρώτο, λιγότερα παιδιά, ή άνοδος του επιπέδου; Γιατί βλέπουμε παντού όπου το επίπεδο ζωής ανεβαίνει να γεννιούνται λιγότερα παιδιά, αλλά το αντίστροφο πώς γίνεται; Ανέβηκε τόσο πολύ το επίπεδο σε μας στη δεκαετία του 50, ή συνειδητά οι οικογένειες αποφάσισαν να το ανεβάσουν, η καθεμία για λογαριασμό της -κατά κάποιον τρόπο- κάνοντας λίγα παιδιά; Θα ήθελα να το καταλάβω αυτό, δεν ξέρω αν έχουν γίνει έρευνες, αλλά θα άξιζε τον κόπο.

Σκέφτομαι τους γονείς μας, ιδίως τις μητέρες μας. Πολλές εργάζονταν, δεν ήταν όμως οι περισσότερες. Υπήρχαν τότε πολλές γυναίκες που δεν εργάζονταν, κι αναρωτιέμαι πώς να ήταν γι αυτές η απόφαση να μην αποκτήσουν πολλά παιδιά. Δεν ένιωθαν ότι θυσιάζουν ένα είδος αίγλης, ακόμα κι εξουσίας που σου δίνουν τα πολλά παιδιά, όταν αποφάσισαν να σταματήσουν στα δυο; Ήταν τα χρόνια της μεγάλης αστυφιλίας, αλλά ακόμα ο περισσότερος κόσμος ζούσε στην επαρχία. Ήταν τόσο ισχυρό το κίνητρο της αστικής ζωής, της καλύτερης ζωής, της καθαρής, άνετης και κάπως απρόσωπης αστικής ζωής (ανακουφιστικά απρόσωπης)  που ενέπνευσε τις γυναίκες να κάνουν λίγα παιδιά, έστω κι αν δεν ζούσαν καθόλου αστικά; Το έζησαν σαν χειραφέτηση αυτό οι γυναίκες άραγε, σαν κάτι που τους χάριζε περισσότερη ελευθερία, ή ήταν καθαρά απόφαση σχετική με τις οικονομικές προσδοκίες; Αλλά μήπως και μόνο η δυνατότητα να επεμβαίνεις στον οικογενειακό προγραμματισμό, ή μάλλον να τον δημιουργείς πριν ακόμα ακούσεις τη λέξη, δεν είναι χειραφέτηση; Και πώς το πέτυχαν αυτό οι μητέρες μας; Πρακτικά τι έκαναν; Τι είδους αντισύλληψη; Δεν μας έλεγαν ποτέ, δεν συζητούσαν τέτοια μαζί μας. Αυτή η ακρίβεια στον αριθμό των δυο παιδιών επαναλαμβανόμενη σε δεκάδες χιλιάδες οικογένειες ανά την επικράτεια, τι προϋπέθετε, τι προγραμματισμό είχε;

Δεν ξέρουμε καλά τους γονείς μας, δεν γνωρίσαμε καλά τη γενιά που μας έκανε αυτό που είμαστε. Συχνά νοσταλγούμε ρομαντικές εικόνες που δεν υπήρξαν ποτέ, χωριά και μεγάλες οικογένειες.  Οι άνθρωποι πάντα αγωνίζονταν να καλυτερέψουν τη ζωή τους. Όταν ήμασταν παιδιά ζηλεύαμε τις διηγήσεις από τα παιδικά  χρόνια της μαμάς και του μπαμπά μας, τα παιχνίδια με τ’ αδέρφια τους, τις πλούσιες και περίπλοκες σχέσεις. Είχαμε ένα σωρό θείους και θείες, πολυτέλεια που δεν θα μπορούσαμε να χαρίσουμε στα δικά μας παιδιά. Ένας- δυο θείοι συνολικά, το πολύ, για την επόμενη γενιά. Καμία σχέση με την προηγούμενη. Τα πάντα άλλαξαν στην Ελλάδα με αυτό το δεδομένο.

Θα μπορούσε να πει κανείς ότι η απόφαση να βελτιώσουν τη ζωή τους με κάθε τρόπο, που πήραν οι Έλληνες στη δεκαετία του 50 και του 60, είχε μοιραίες συνέπειες για πολλά πράγματα. Οι ωραίες και γραφικές μικρές πόλεις ασχήμυναν επειδή παντού έπρεπε να χτιστούν πολυκατοικίες, χωρίς καν τόσο μεγάλη ανάγκη στέγασης όπως υπήρχε στην Αθήνα, η οποία έχει να δικαιολογείται για την ασχήμια της. Οι συνήθειες άλλαξαν, οι παραδόσεις ξεχάστηκαν, συνταγές, γιορτές, φορεσιές, επίπονοι τρόποι καλλιέργειας, τέχνες και δεξιότητες, αρετές και ταλέντα. Με μεγάλη βιασύνη πετάχτηκαν πλούτη μαζί με τις δυσκολίες που είχε η ζωή στο παρελθόν, σα να μην υπήρχε χρόνος για ξεκαθάρισμα, να κρατηθούν κάποια πράγματα, να συντηρηθούν έστω κι αν χρειαζόταν λίγη παραπάνω προσπάθεια. Όχι, οι γονείς μας ήθελαν να αφήσουν πίσω το παρελθόν που είχε φτώχεια, που είχε εμφύλιο, που είχε τραύματα πολύ μεγάλα για να τα αντικρίσουν. Κι αν η Ελλάδα έχει αλλάξει τόσο πολύ οφείλεται σε αυτούς, στην απόφαση τους να μην αφήσουν καμία ευκαιρία να πάει χαμένη, έστω κι αν θα έχαναν κάποια στοιχεία πολιτισμού που τώρα πια τα εγγόνια τους τα αναζητούν και οργανώνουν πανηγύρια, μαθαίνουν υφαντική, αναζητούν τραγούδια και αφηγήσεις, συνταγές και συνήθειες, αναβιώνουν έθιμα, φωτογραφίζουν όσα όμορφα σπίτια δεν γκρεμίστηκαν. Είναι μερικοί μάλιστα που πιστεύουν ότι πια μπορούν να αφεθούν και στο θέμα του αριθμού των παιδιών πιο ελεύθεροι, να κάνουν παραπάνω από δυο, αν κι αυτό είναι πιο δύσκολο από κάθε αναβίωση κι αναπαλαίωση κι ανακάλυψη. Όμως το ποτάμι δεν γυρίζει πίσω, αφού πια το επίπεδο ζωής έχει ανέβει και τα δυο παιδιά ανά οικογένεια είναι ιδανικός  πλέον στόχος. Το να κάνεις παιδιά γενικά είναι πια απόφαση ζωής, που κάποτε δεν χρειαζόταν να πάρεις, τώρα όμως για τις νέες γυναίκες κυρίως, και για τους νέους άντρες βέβαια, είναι επιλογή, με όλες τις δυσκολίες που έχει κάθε επιλογή. Με τις δυσκολίες που έχει η ελευθερία.

Η οποία ελευθερία, για να ξαναγυρίσουμε στην ετικέτα του μπούμερ, έχει να κάνει με την επιλογή των γονιών και των παππούδων μας. Την αντίθετη από το μπουμ. Λιγότερα παιδιά αντί για περισσότερα. Όχι έκρηξη δηλαδή αλλά το αντίθετο. Αν στις ΗΠΑ το έφερε η τύχη να γεννηθούν πολλά παιδιά στις δεκαετίες του 50 και του 60, στην Ελλάδα υπήρξε στις οικογένειες συνειδητή απόφαση να γεννηθούν λιγότερα.

Κανονικά θα έπρεπε να βρούμε άλλη λέξη, αλλά είπαμε, το μπούμερ είναι μάλλον ευγενικός τρόπος να υποβαθμίσεις την άποψη του ηλικιωμένου, κι ίσως η ανακρίβεια της λέξης να την ακυρώνει, αν τελικά το σκεφτεί κανείς.

 


Τετάρτη 6 Νοεμβρίου 2024

Από το μαργαριτάρι στο γυαλί

Μου γυάλισε στη βιτρίνα ενός σχετικά μικρού βιβλιοπωλείου το εξώφυλλο του τελευταίου βιβλίου της Τρέισι Σεβαλιέ, The glassworker, κι όταν λέω ‘μου γυάλισε’ το εννοώ σχεδόν κυριολεκτικά, γιατί το φόντο της φωτογραφίας παριστάνει γυαλί, μάλιστα ένα είδος γυαλιού που ήταν πολύ της μόδας πριν δεκαετίες, όταν ο πατέρας μου αγόρασε το καινούργιο μας σπίτι. Σχέδιο για τα παράθυρα της κουζίνας, με κύκλους που εμποδίζουν τη θέα, όχι όμως και το φως να περνάει. Πανάκριβο τότε το στυλ αυτό, και τώρα μάρτυρας της παλαιότητας της διαμερίσματος. Δεν ήταν όμως αυτή η ανάμνηση που με έκανε να αγοράσω το βιβλίο της Σεβαλιέ. Έχω διαβάσει μερικά ακόμα δικά της, μετά τη μεγάλη επιτυχία του Κοριτσιού με το μαργαριτάρι, και απήλαυσα τις περιγραφές της τεχνών που έχουν σχεδόν εξαφανιστεί πια και στις οποίες επιδίδονταν συνήθως γυναίκες. Στο «Η κυρία και ο μονόκερως» που έχει μεταφραστεί και ελληνικά, η υφάντρα της ταπισερί είναι τυφλή και καταλαβαίνει τα χρώματα από τις ανεπαίσθητες για τους άλλους διαφορές στην αφή των νημάτων. Νομίζω είναι το πιο εντυπωσιακό από τα ευρήματα της, η τυφλή γυναίκα που υφαίνει χρώματα. Μεγάλη και η τέχνη της γραφής που σε κάνει να πιστεύεις την πιο απίθανη ιστορία μόνο και μόνο για να σε προσελκύσει στις σελίδες της, να σε κάνει να διαβάσεις το έργο ολόκληρο. Δεν είναι εύκολη υπόθεση στην εποχή των βιαστικών αναγνωστών μέσα στην υπόλοιπη βιασύνη που μας δέρνει.

Εννοείται ότι ξαναπήγα στο μουσείο Κλυνύ με το που ταξίδεψα στο Παρίσι, να ξαναδώ  τις υπέροχες ταπισερί με τη μυστηριώδη κυρία με τον μονόκερω, τριγυρισμένη κι από άλλα ζώα και φυτά, η οποία «δεν μας έχει αποκαλύψει όλα τα μυστικά της ακόμα» όπως διαβεβαιώνει το φυλλαδιάκι που μοιράζει ο φύλακας της αίθουσας. Έτσι ο κάθε επισκέπτης μπορεί να ερμηνεύει όπως θέλει τις εικόνες της, μέχρι και μια τυφλή υφάντρα να διαλέγει τα χρώματα της.

Αλλά δεν χρειάζονται τόσο εντυπωσιακά ευρήματα για να είναι γοητευτική η ιστορία. Στο βιβλίο της  «A single thread» η περιγραφή των γυναικών που κεντούν  σου φέρνει σχεδόν φαγούρα στα δάχτυλα από την επιθυμία κάτι να κεντήσεις κι εσύ, κάτι να δημιουργήσεις. Προσωπικά το έχω ξαναπεράσει σε νεαρή ηλικία, τότε που είχαμε την αναίδεια να νομίζουμε ότι μπορούμε όλα να τα κάνουμε. Αυτό τουλάχιστον το μπόρεσα, μια κυρία στη Σκύρο, ένα μακρινό καλοκαίρι, μου έδειξε την αληθινή σκυριανή βελονιά, αυτή που πάει πίσω- μπρος στο ύφασμα και είναι σχεδόν διπλής όψεως,  όχι την εύκολη που βλέπεις στα έτοιμα κεντήματα των καταστημάτων σουβενίρ. Κέντησα μια γυναίκα σχηματοποιημένη, με τα χέρια απλωμένα να περιτριγυρίζονται από πουλιά και ιπτάμενα λουλούδια, παλιό σκυριανό σχέδιο. Υπήρχε στον πυρήνα της ιδέας κάτι από την «Κυρία με το μονόκερω» τώρα που το σκέφτομαι, αλλά ως τεχνοτροπία καμία σχέση. Εκείνο που δεν κατάφερα ήταν να προφυλάξω το έργο μου από τη φθορά, γιατί μη θέλοντας να το κορνιζώσω, ακυρώνοντας το κέντημα από την μη χρήση του, το έκανα μαξιλάρι και βέβαια φαγώθηκαν οι λεπτεπίλεπτες κλωστές του. Πώς να χαίρεσαι καθημερινά ένα έργο τέχνης;

Το μοντέρνο ντύσιμο έχει  καταργήσει τέτοια ερωτήματα. Απλά και ανθεκτικά ρούχα σε μίνιμαλ σχέδια μας προβληματίζουν πλέον με την αφθαρσία τους παρά με οτιδήποτε άλλο. Δύσκολο να ενσωματώσεις κάτι φτιαγμένο στο χέρι με κάποιου είδους τέχνη στη γκαρνταρόμπα σου, ακόμα κι αν υποθέσουμε ότι κατορθώνεις να το ολοκληρώσεις.

Μήπως θα ήταν πιο εύκολο να φτιάξεις ένα πάπλωμα; Στο επόμενο βιβλίο της Σεβαλιέ που διάβασα, “The last runaway”, το οποίο εκτυλίσσεται λίγα χρόνια πριν τον Αμερικανικό Εμφύλιο, κι ενώ επιτρέπεται στις Βόρειες Πολιτείες να καταδιώκεις φυγάδες από τις Νότιες  Πολιτείες,  η ηρωίδα έχει ταλέντο στο ράψιμο και επιδίδεται κυρίως στην κατασκευή παπλωμάτων. Συμβαίνουν εν τω μεταξύ φοβερά πράγματα στην πλοκή του μυθιστορήματος, αλλά τα μαγικά δάχτυλα της ράφτρας, η οποία μπλέκεται με τον λεγόμενο «Υπόγειο σιδηρόδρομο» δηλαδή το δίκτυο βοήθειας στους φυγάδες, με στοιχειώνουν ως αναγνώστρια, τόσο που χρειάζεται να δω ένα αληθινό τέτοιο πάπλωμα σε μουσείο για να καταλάβω ότι είναι αδύνατον να το φτιάξω έτσι, έστω και για κουκλόσπιτο. Θα μπορούσα όμως να ψάξω για κάποια ομάδα που διδάσκεται από εκπαιδευμένες τεχνίτριες τη διαδικασία και την ακολουθεί ως γκρουπ θέραπι δια πάσαν νόσο, της νοσταλγίας χαμένων γυναικείων τεχνών συμπεριλαμβανομένης; Κάπου πήρε το μάτι μου κάτι τέτοιο. Όταν τελειώνει το πάπλωμα, ποιος από το γκρουπ το παίρνει άραγε;

Εκείνο που σίγουρα δεν θα μπορέσω να μάθω είναι οι γυάλινες χάντρες που κατασκευάζει η ηρωίδα του τελευταίου της βιβλίου, αυτό το με το γυαλί στο εξώφυλλο, η οποία ζει στο Μουράνο. Είχα τέτοιον ενθουσιασμό για τον τρόπο με τον οποίο η συγγραφέας δικαιώνει τις ταπεινές καλλιτέχνιδες του παρελθόντος ώστε το αγόρασα και το διάβασα πριν καν γίνει η επίσημη παρουσίαση του στο Λονδίνο. Με οδήγησε να εκτιμήσω εκ των υστέρων την εκδρομή που είχαμε κάνει πριν πολλά χρόνια στο Μουράνο, όταν είχαμε επισκεφτεί τη Βενετία με τα παιδιά μας και υποχωρήσαμε στη σαγήνη που τους ασκούσαν τα γυάλινα μπιμπελό. Προσπαθούσαμε να τα σνομπάρουμε μετά, δεν είχαν καλλιτεχνική αξία, αλλά τελικά χαίρομαι που ακόμα υπάρχει το γυάλινο αλογάκι και ο κύκνος που είχαν διαλέξει, τα πιο εύκολα σχέδια να φτιάχνεις με γυαλί, όπως έμαθα διαβάζοντας το βιβλίο της Σεβαλιέ.

Η ηρωίδα της και σε αυτό το βιβλίο καταπιέζεται από την οικογένεια και τις συνθήκες, και βρίσκει διέξοδο σε μια δουλειά που μόνο γυναίκες την έκαναν επειδή οι άντρες υαλοποιοί δεν καταδέχονταν, να φτιάχνει χάντρες με μικρή φλόγα σε μικρό τραπέζι, ενώ οι άντρες δουλεύουν σε  φούρνο με πολύ υψηλή θερμοκρασία φτιάχνοντας τα πάντα. Είναι πάλι η εικόνα αυτή, η δυνατότητα της ταπεινής τέχνης που δινόταν σε γυναίκες στη διάρκεια των αιώνων, σαν διέξοδος δημιουργική, οικονομική, και συχνά κοινωνική. Να κεντάς, να ράβεις, να υφαίνεις, να φτιάχνεις μόνη σου χάντρες σε μια γωνία, να δημιουργείς, να χαίρεσαι, να επιβιώνεις, έστω και αν η διάκριση και η αναγνώριση αργούν, ή δεν έρχονται ποτέ.

Τέχνες γυναικείες, τέχνες επινοημένες από τον εγκλεισμό και τον καταναγκασμό, τέχνες ωστόσο. Όσο κι αν θεωρούνται δευτεροκλασάτες, όσο κι αν υπήρξαν κακοπληρωμένες, τελικά απελευθερώνουν όχι μόνο με τη χαρά που δίνουν στη δημιουργό αλλά και με την αναγνώριση που με κάποιο τρόπο βρίσκει το δρόμο της. Δεν ανατρέπουν την τάξη των πραγμάτων,  με τους νόμους και τις ανισότητες, της δίνουν όμως μικρές σκουντιές και την οδηγούν στο σημείο όπου όλα αλλάζουν.

Στο μαγαζάκι του μουσείο Φυσικής Ιστορίας του Λονδίνου βρίσκω κουκλάκια που παριστάνουν την Μαίρη Άννινγκ, ερασιτέχνιδα συλλέκτρια απολιθωμένων οστών στις ακρογιαλιές του Ντόρσετ, η οποία πρόλαβε να απολαύσει τιμές για τις ανακαλύψεις και τις παρατηρήσεις της, αν και την υποδέχτηκαν με μεγάλη προκατάληψη στην αρχή. Η Σεβαλιέ την έχει κάνει ηρωίδα του βιβλίου της «Remarkable creatures». Η δική της τέχνη ήταν κυρίως να παρατηρεί και να καταγράφει. Περπατώντας με τις μακριές της φούστες δίπλα στο κύμα, η Μαίρη Άννινγκ βρήκε κομματιασμένους  πτερόσαυρο,  ιχθυόσαυρο και πλεισιόσαυρο. Θα ήταν κάτι σαν εργόχειρο αυτό το παζλ, να  σχηματίσει ολόκληρους αυτούς τους δεινοσαύρους.

Οι συγγραφείς που ασχολούνται με το παρελθόν μοιάζουν λίγο σ’ αυτή την παλαιοντολόγο. Συλλέγουν παράξενα απολιθώματα εκεί που σκάει το κύμα και μπερδεύεται το νερό με την άμμο, πηγαινοέρχονται κομμάτια ξεχασμένων αιώνων και χρειάζεται φαντασία να ζωντανέψει κανείς εικόνες που κάποτε υπήρξαν. Μεγάλα οστά σε οδηγούν σε σκελετούς δεινοσαύρων, και υλικά ραψίματος ή κεντήματος, κομμάτια παλιών παπλωμάτων, λεπτοδουλεμένες χάντρες, στα χέρια και τις ζωές των γυναικών που τα κράτησαν κι έραψαν, κέντησαν, ύφαναν τη ζωή και τη χειραφέτηση τους.

Τέχνες γυναικείες, τέχνες πλέον χαμένες. Δεν χρησιμοποιούμε πια χειροποίητα παπλώματα, δεν σκεπάζουμε τα έπιπλα με σεμεδάκια, κοροϊδεύουμε τις γιαγιάδες μας που το κάνουν. Τα χειροποίητα αντικείμενα που κυκλοφορούν, και πουλιούνται, αν και είναι πανάκριβα, δεν ζουν τις εργάτριες τους. Συνήθως είναι εξωτικά, φερμένα από μέρη όπου ακόμα οι αμοιβές των γυναικών είναι πολύ χαμηλές. Ένα πουλόβερ πλεγμένο στο χέρι, ας πούμε, θα ήταν πανάκριβο αν πληρωνόταν με κανονικά μεροκάματα. Δεν ξέρω πώς θα μπορούσαμε, χωρίς εγκλεισμούς πλέον και καταναγκασμούς, να ξαναβρούμε την επαφή με τα ταλέντα της κλωστής και της βελόνας. Βρίσκω πολλές διαφημίσεις για ομάδες δημιουργικής γραφής, αλλά φαίνεται ότι η δημιουργική ραπτική είναι πολύ πιο διακριτική. Θα πήγαινα ευχαρίστως μια φορά την εβδομάδα για πλέξιμο, ράψιμο, σχεδίαση ρούχων, έστω κι αν λεγόταν γκρουπ θέραπι. Πάντα υπάρχει κάτι να θεραπεύουμε εντός μας με τα ίδια μας τα χέρια.


Δευτέρα 14 Οκτωβρίου 2024

Πόσο δύσκολο να γίνει το προσωπικό, πολιτικό.

Τη νύχτα που έφτασε ο Καραμανλής στο Ελληνικό να αναλάβει τα ηνία της χώρας που είχε βρεθεί στο χείλος του γκρεμού, πενήντα χρόνια πριν, δεν είχα πάει στο αεροδρόμιο για την υποδοχή. Πήγα την επόμενη νύχτα, ή ίσως ήταν δυο μέρες μετά, να υποδεχτώ τον Μίκη Θεοδωράκη. Στήθηκα στο πλήθος που στριμωχνόταν προς τη σκάλα του αεροπλάνου, όπου  ένας αστυνομικός προσπαθούσε να επιβάλει την τάξη. Κάποια στιγμή άπλωσε τα χέρια για να μας απωθήσει προς τα πίσω,  κι έπιασε το μπράτσο μιας γυναίκας,  η οποία του κατέβασε βίαια το χέρι και του είπε με φωνή πολύ σταθερή:

-Μην με αγγίζεις. Δεν έχεις κανένα δικαίωμα να απλώνεις το χέρι σου επάνω μου! Μην ακουμπάς  το σώμα μου!

Ο αστυνομικός σα να το σκέφτηκε υπό το φως των αλλαγών που συνέβαιναν, σιωπηλά φρόντισε να απομακρυνθεί, καταπίνοντας κόκκινος το θυμό του. Εγώ είχα μείνει να την κοιτάζω με θαυμασμό. Δεν θα τολμούσα να μιλήσω έτσι σε αστυνομικό. Ώστε αυτό ήταν λοιπόν, η χούντα είχε πέσει στ’ αλήθεια. Ανέτελε η εποχή των δικαιωμάτων μας, που δεν τα ξέραμε καλά -καλά ποια θα μπορούσαν να είναι. Πιο πολύ από κάθε στιγμή το ένιωσα στα λόγια εκείνης της γυναίκας. Όλα θα άλλαζαν. Θα μαθαίναμε να αισθανόμαστε και να φερόμαστε σαν πολίτες. Τι δικαιούμασταν και τι μπορούσαμε, (ή μήπως οφείλαμε;) να διεκδικούμε. Θα μπορούσαμε να βγούμε  από τη μοναξιά των διάβασμάτων, από το φόβο των αποκαλύψεων της αληθινής μας σκέψης, κι επιτέλους με ελευθερία να προχωρήσουμε, άφοβα.

Μέχρι τότε η πολιτική συζήτηση ήταν υπόθεση στενής παρέας, και η φεμινιστική  ακόμα πιο στενής και μυστικής. Μας είχε βρει το λεγόμενο ‘δεύτερο κύμα’ του φεμινισμού στις πιο ανελεύθερες συνθήκες. Αδιανόητο στις αρχές της δεκαετίας του 70, όταν ακόμα εναντίον της χούντας δεν γίνονταν παρά κάποιες συμβολικές εκρήξεις βομβών από αντιστασιακές οργανώσεις μετρημένες στα δάχτυλα του ενός χεριού, να μιλάς για δικαιώματα των γυναικών. Ωστόσο φεμινιστικά βιβλία μεταφράζονταν ή  κυκλοφορούσαν  στα ξενόγλωσσα βιβλιοπωλεία του κέντρου. Δεν θεωρούνταν απειλή στο καθεστώς οι ανησυχίες ευαίσθητων αμερικανίδων και γαλλίδων για τη γυναικεία κατάσταση, μάλλον κάτι πολύ μακρινό και εξωτικό που δεν αφορούσε τις ‘υγιώς σκεπτόμενες ελληνίδες’. Ζούσαμε εξάλλου σε  παράξενη συνθήκη τις εκτρώσεις, ένα από τα πιο μαρτυρικά γυναικεία ζητήματα: ναι μεν οι εκτρώσεις απαγορεύονταν από το νόμο, γίνονταν ωστόσο κανονικά στα μαιευτήρια με όλες τις προδιαγραφές, κυρίως δοκιμαζόταν η αξιοπρέπεια σου. Καμία σχέση με την εφαρμογή της απαγόρευσης στη Γαλλία ή την Ιταλία. Όμορφη και παράξενη πατρίδα…

Είχαμε διαβάσει ρηξικέλευθα φεμινιστικά βιβλία την εποχή που ακόμα και σε παρέες πολύ αριστερών, πολύ προοδευτικών, πολύ τολμηρών σε ιδέες φοιτητών η λέξη φεμινισμός προκαλούσε ειρωνικά σχόλια. Μα πώς μπορούσαμε να ασχολούμαστε με τέτοια ζητήματα; Ο σοσιαλισμός θα τα έλυνε αυτομάτως, δεν ήταν αυτονόητο; Ας αναλύαμε λοιπόν ξανά και ξανά τη διαδικασία έλευσης του σοσιαλισμού σε ατέρμονες συνεδριάσεις που άρχισαν από την πρώτη μέρα της ευλογημένης εκείνης πανεπιστημιακής χρονιάς, τον Σεπτέμβριο του 74. Χαρμανιασμένες για πολιτικές συζητήσεις μετά τα εφτά χρόνια υποχρεωτικής σιωπής, περάσαμε τους πρώτες μήνες στα αμφιθέατρα να παρακολουθούμε ατελείωτες ιδεολογικές συγκρούσεις επί του καυτού αυτού θέματος, οι οποίες απαλύνονταν μόνο μπροστά σε προτάσεις που θα έκαναν πιο εύκολη τη φοίτηση στα Πανεπιστήμια, όπως μεταφορές μαθημάτων και τέτοια. Ακούραστοι ρήτορες εναλλάσσονταν στο βήμα ξεδιπλώνοντας τις ικανότητες τους αντοχής στην κούραση και στην επανάληψη δογμάτων, κι ανάμεσα τους μερικές γυναίκες, ελάχιστες, γύρω στις τρεις, για να μην πω μόνο δυο και πέσω έξω, ακόμα πιο δυναμικές κι επίμονες. Αντέξαμε μέχρι τις διακοπές των Χριστουγέννων, ύστερα μας κέρδισε ο καπιταλισμός και οι καταναλωτικές του συνήθειες. Μα πόσο ουσιαστικά προοδευτικός μπορούσε να είναι ο πολιτικός λόγος που δεν περιλάμβανε στην πρώτη γραμμή θέματα ισότητας ανδρών και γυναικών, όχι μόνο τυπικά, εντάξει, κανείς δεν θα είχε αντίρρηση, αλλά επί της ουσίας;

Γυναικεία θέματα δεν θίχτηκαν καθόλου όλους εκείνους τους μήνες. Στο κλίμα της νέας πολιτικής άνθισης, το προσωπικό αντί να γίνεται πολιτικό φαινόταν να πρέπει να είναι πιο προσωπικό από ποτέ. Έπρεπε να είσαι δυναμική, επιθετική, χαλκέντερη, να έχεις θάρρος και αντοχή, για να μπορέσεις να μιλήσεις στις συνελεύσεις, να αποκτήσεις έστω μικρή πολιτική υπόσταση. Όπως έπρεπε ως τότε να τα βγάζεις πέρα μόνη σου με όλες τις αντιξοότητες της ζωής και του έρωτα, από τα πειράγματα στο δρόμο (δεν υπήρχε η έννοια της σεξουαλικής παρενόχλησης) έως τις διευθετήσεις των ερωτικών σου σχέσεων και τις  ανεπιθύμητες εγκυμοσύνες. Δεν φαινόταν στον ορίζοντα η δυνατότητα να μπορέσουν κάποτε να μας ενώσουν όλα αυτά τα άχαρα θέματα, να βγούμε από τα βιβλία και τη στενή μας παρέα, να ανταλλάξουμε απόψεις δια ζώσης με γυναίκες που είχαν τους ίδιους προβληματισμούς, να κάνουμε το προσωπικό πολιτικό τέλος πάντων.

Την ίδια χρονιά κυκλοφόρησε το βιβλίο της Αννί Λεκλέρ Parole de femme. Το διάβασα στα γαλλικά πριν μεταφραστεί, ήμασταν τότε σε ευθεία σύνδεση με τις γαλλικές ιδέες, ό,τι πιο τολμηρό μπορούσε να διατυπωθεί στον κόσμο από εκεί θα ερχόταν. Συγκλονίστηκα. Δεν χρειαζόταν να είμαστε ακριβώς σαν τους άντρες, έλεγε πολύ απλά, οι παραδοσιακά γυναικείες ασχολίες και ειδικεύσεις ήταν εξίσου σημαντικές. Τι ανακούφιση και ευτυχία μου χάρισε η δυνατότητα να στραφώ με μεγαλύτερη ειλικρίνεια απέναντι στον εαυτό μου! Μα πού θα τα συζητούσαμε όλα αυτά, πώς θα πείθαμε όσους διαρκώς τα αμφισβητούσαν;

Γυναικείες ομάδες άρχισαν ωστόσο σιγά σιγά να διαμορφώνονται. Ο Σύνδεσμος για τα Δικαιώματα της Γυναίκας, ο παλιός, κλασικός φεμινιστικός φορέας που είχε αγωνιστεί για την ψήφο των γυναικών και την κατάργηση νόμων που επέβαλαν διακρίσεις,  αναβίωσε και γεννήθηκαν νέοι, κυρίως κομματικοί, μερικοί ξεκάθαρα αρνητικοί απέναντι στο φεμινισμό πρώτου και δεύτερου κύματος. Η Κίνηση Δημοκρατικών Γυναικών ήταν η πιο ανοιχτή σε σύγχρονους προβληματισμούς, και είχε την πιο ταιριαστή έδρα στα Εξάρχεια, ένα παλιό σπίτι, μεγάλο, με κήπο και δυο φοίνικες στην πρόσοψη, ιδανικό για μαζώξεις και συζητήσεις. Στη φωτεινή κουζίνα του συνάντησα μια μέρα τις φίλες μου, καθήσαμε με καφέδες στην ξύλινη τραπεζαρία και ονειρεύτηκα καθημερινές τέτοιες συναντήσεις. Δεν κράτησε όμως πολύ η λειτουργία εκείνου του σπιτιού, έπρεπε οπωσδήποτε να ακολουθήσει τη μοίρα του, τη γνωστή μοίρα των ωραίων κτιρίων της Αθήνας.

Ωστόσο ήρθε μια μέρα που βρεθήκαμε πλήθος να διαδηλώνουμε με πλακάτ έξω από το Χίλτον όπου γίνονταν τα καλλιστεία. Χάρηκα απίστευτα το πλήθος, αλλά δεν ένιωθα τελείως ειλικρινής με το αίτημα. Τα καλλιστεία μου άρεσαν κάποτε, η αναμέτρηση για την ομορφιά, πέρα από τη σάχλα βέβαια. Μα έτσι ριζωμένες ήταν οι αντιφάσεις μέσα μας. Οι φωνές μας ακούγονταν ψιλές, όχι αρκετά μαχητικές για διαδήλωση.Πώς να διατυπώσεις ξεκάθαρα συνθήματα, να συντάξεις απαιτήσεις;  Δεν θα γινόταν με διαδηλώσεις και έξυπνα συνθήματα αυτή η αλλαγή.

 Υπήρχαν οι νόμοι που έπρεπε να αλλάξουν, αυτό τουλάχιστον ήταν πολύ ξεκάθαρο. Ήμασταν ευρωπαϊκή χώρα πλέον. Το Σύνταγμα του 75 υποσχόταν ευθυγράμμιση των νόμων με την αρχή της ισότητας ανδρών και γυναικών, αλλά οι λεπτομέρειες, ας τις πούμε έτσι, έπρεπε να ρυθμιστούν σταδιακά. Η έκτρωση αποποινικοποιήθηκε το 1976, επιτρεπόταν να γίνεται για ιατρικούς λόγους μέχρι την 12η εβδομάδα. Δεν ήταν αρκετό,  ήταν η αρχή. Έπρεπε να καμφθούν αντιστάσεις. Αλλά ήταν ακαταμάχητη η ορμή για ελευθερίες, φυσούσε δυνατά ο αέρας της προόδου.

Η κυβέρνηση του ΠαΣοΚ ήταν που  άλλαξε το Οικογενειακό δίκαιο το 1982, καθιέρωσε τον πολιτικό γάμο, αποποινικοποίησε τη μοιχεία. Καταργήθηκε η προίκα και η έννοια του εξώγαμου παιδιού, η προστασία των παιδιών αναδείχτηκε ως πρωταρχική αξία. Μικρότερες και πιο άγνωστες αλλαγές χρειάστηκε να γίνουν σε πολλές διατάξεις που καθιέρωναν τη γυναίκα πολίτη δεύτερης κατηγορίας. Σε μερικά πράγματα αποκτήσαμε νόμους πιο προοδευτικούς από πολλές ευρωπαϊκές χώρες, ας πούμε το επώνυμο της γυναίκας να μην αλλάζει με το γάμο παρά μόνο αν το ζητήσει η ίδια, επί τούτου. Φαινόταν πολύ εξωτικό στην αρχή, αλλά να που στο μεταξύ μια χαρά το συνηθίσαμε, έστω κι αν μπερδεύει λίγο τη σχέση με τα παιδιά, το να έχουν δηλαδή οι γυναίκες εντελώς διαφορετικό επίθετο από τα παιδιά τους, αν δεν έχει δηλώσει το ζευγάρι στο γάμο ότι θέλουν να πάρουν τα παιδιά και τα δυο επίθετα. Δεν έχουμε παρά να το κάνουμε κι αυτό σταδιακά, αν και κάπως ο αέρας της προόδου έχει πέσει και οι συντηρητικές πλευρές της κοινωνίας επιστρέφουν δυναμικά με διάφορους τρόπους τις τελευταίες δεκαετίες.

Τότε ένα μικρό βήμα υποχώρησης σε συντηρητικές απόψεις είχε γίνει στο θέμα του γάμου.  Ο πολιτικός γάμος  δεν θα ήταν ο μόνος έγκυρος, ο θρησκευτικός θα παρέμενε ισοδύναμος. Μικρή και σεμνή εμφάνιση του κύρους της εκκλησίας, ευγενική υπενθύμιση θα λέγαμε, σε σχέση με τη σκληρή μεταγενέστερη στάση της.

 Τόσες αλλαγές  σε νόμους που αφορούσαν τη ζωή μας μαζεμένες δεν είχαν ξαναγίνει. Αλλά στις νεαρές ηλικίες όπου είχαν ήδη σκάσει τα δυο πρώτα κύματα του φεμινισμού, όπως ήμασταν τότε, φαίνονταν αυτονόητες. Οι γυναικείες ομάδες και εκδόσεις πύκνωναν, οι αναλύσεις βάθαιναν, έμενε το πολιτικό, αυτές οι νομικές κατακτήσεις, να γίνει προσωπικό, να αλλάξει τα κλισέ για τις γυναίκες παντού, από τους χώρους εργασίας και τις οικογένειες, ως τις εικόνες που οι ίδιες κατασκευάζουμε για τον εαυτό μας.

Ακόμα το παλεύουμε. Πολιτικά, εμείς εδώ  συζητάμε για τη σωστή κατάληξη του θηλυκού της λέξης βουλευτής, αλλά ταυτόχρονα βλέπουμε τις γυναίκες σε θεοκρατικά καθεστώτα να μην επιτρέπεται να ζήσουν έξω από την πόρτα του σπιτιού τους.  Μπορεί η απελευθέρωση των γυναικών να είναι κάτι σαν τοπικό  επεισόδιο στην ανθρώπινη ιστορία;  Ή μήπως  η πατριαρχία δύσκολα και με βίαιους υστερικούς σπασμούς αργοπεθαίνει;


Παρασκευή 30 Αυγούστου 2024

Tην ομορφιά έτσι πολύ ατένισα

 Oταν πέθανε ο Αλαίν Ντελόν και γέμισε φωτογραφίες το διαδίκτυο, προσπαθούσα να θυμηθώ σε ποιους ρόλους τον είχα δει. Είχα δει σίγουρα την «Έκλειψη», τον «Κύριο Κλάιν» και τον «Γατόπαρδο», τον «Ρόκο και τ’ αδέλφια του», την «Πισίνα» και κάμποσα άλλα, αλλά δεν μου έρχονταν οι ρόλοι του στο μυαλό. Αδύνατον να θυμηθώ αν στον «Γατόπαρδο» με το μουστακάκι κάνει κάποιον ευαίσθητο αριστοκράτη, ή κυνικό προικοθήρα, κι ας είχα ξαναδεί την ταινία σχετικά πρόσφατα. Σίγουρα παίζει τον εγκληματία με το αγγελικό πρόσωπο σε ένα σωρό ταινίες, αλλά μέσα στο μυαλό μου αυτός ο συνδυασμός δεν έγραψε. Γι’ αυτό και δεν τις καταλάβαινα, έβγαινα από το σινεμά κάπως απογοητευμένη πάντα, με το παράπονο ότι η κάμερα δεν είχε δείξει αρκετά το πρόσωπό του, έχοντας ξεχάσει την υπόθεση κι όλα τα υπόλοιπα. Μα γιατί οι κάμερες μένουν τόσο πολύ στα γυναικεία πρόσωπα κι όχι στα αντρικά; Είχα φτιάξει ολόκληρη θεωρία επ’ αυτού, η οποία, κατά την ταπεινή μου γνώμη, ποτέ δεν διαψεύστηκε. Ποτέ η κάμερα δεν έμεινε όσο έπρεπε, για το δικό μου γούστο, στο πρόσωπο του Αλαίν Ντελόν.

Τελικά, ο μόνος ρόλος όπου θυμάμαι στ’ αλήθεια τον Αλαίν Ντελόν είναι όταν κάνει τον Ιούλιο Καίσαρα στον «Αστερίξ». Έχει μεγάλη πλάκα βέβαια, κι επιτέλους, έχοντας γεράσει, γράφεται στο μυαλό μου όχι σαν Ντελόν αλλά σαν Καίσαρας. Όσο ήταν νέος ήμουν τόσο θαμπωμένη από το πρόσωπο του, που δεν έβλεπα τον ρόλο. Καθώς, δε, έπαιζε πολύ συχνά τον αδίστακτο εγκληματία, πάθαινα ένα είδος βραχυκυκλώματος παρακολουθώντας την ταινία κι έχανα σίγουρα την ουσία της. Δηλαδή ούτε το πρόσωπο του Ντελόν χόρταινα (μα δείξε λίγο παραπάνω το τρουά καρ, μην απομακρύνεσαι τόσο γρήγορα, παρακαλούσα νοερά την κάμερα) ούτε το έργο καταλάβαινα, αφού δυσκολευόμουν να ταυτίσω τον αδίστακτο χαρακτήρα του ρόλου με το πρόσωπο που θαύμαζα. Πεταμένα λεφτά το εισιτήριο!

Του έδιναν συνήθως ρόλους σκληρών αντρών. Υπερβολικά συχνά έπαιζε τον ωραίο και ψυχρό εγκληματία. Οι σκηνοθέτες θα σκέφτονταν ότι μπορεί να ήταν βαρετή η ιστορία αν ένα πρόσωπο με τόσο λεπτά χαρακτηριστικά ανήκε σε κάποιον καλό άνθρωπο. Αν ενσάρκωνε την αντίφαση της ομορφιάς και της κακίας θα γινόταν πιο ενδιαφέρων. Ή, πολύ απλά, φοβόντουσαν ότι ομορφιά και καλοσύνη μαζί δεν θα δημιουργούσαν αρρενωπούς χαρακτήρες. Δεν είχαν φανταστεί ότι θα υπήρχαν θεατές τόσο απλοϊκοί σαν του λόγου μου, που προτιμούσαμε οι καλοί να είναι ωραίοι και οι κακοί να είναι άσχημοι, ή, ακόμα καλύτερα, να μη βλέπουμε καθόλου τους κακούς.

Στα αστυνομικά ήταν ο κακός που ξεγελούσε με την ομορφιά του, στα αισθηματικά ήταν απλώς ένας άντρας ωραίος. Δεν έπαιζε ρόλους όπως ο Τέρενς Σταμπ, για παράδειγμα, που η ομορφιά του έμπαινε στην ιστορία και τα τίναζε όλα στον αέρα. Γιατί έτσι έχουν τα πράγματα, η ομορφιά αναστατώνει. Αλλά για τον Αλαίν Ντελόν δεν είχαν βρεθεί τέτοιοι ρόλοι, όπως στο «Θεώρημα» για τον Τέρενς Σταμπ ή στο «Πορτραίτο του Ντόριαν Γκρέι» για τον Χέλμουτ Μπέργκερ. Ωραίοι κι αυτοί, όμως εκείνος ήταν πολύ ωραιότερος και το πρόσωπό του δεν είχε τη δική τους σκληρότητα. Ήταν, κατά τη γνώμη μου, η επιτομή του κάλλους που μπορεί να βρεθεί σε άνθρωπο. Με δυο λόγια, αισθανόμουν ότι οι ταινίες τον πρόδιδαν, κατά κάποιο τρόπο.

Η μόνη λύση λοιπόν, για μένα προσωπικά, ήταν οι φωτογραφίες. Μάζευα μερικές όσο ήμουν μαθήτρια, στη συνέχεια βέβαια κιτρίνισαν και τσαλακώθηκαν, κάποια στιγμή χάθηκαν. Θα ήθελα πολύ να τις καρφιτσώσω στον τοίχο αλλά δεν τολμούσα, οι γονείς μας ήταν πολύ αυστηροί, δεν φαντάζονταν ότι μας απασχολούσε οτιδήποτε πέρα από τα μαθήματά μας, ότι κοιτούσαμε ποτέ, με τόση στοχοπροσήλωση μάλιστα, ανθρώπους από το γένος των αντρών έστω και σε φωτογραφίες, οπότε παρέμεναν κρυμμένες ανάμεσα στα σχολικά βιβλία. Έστω κι έτσι, μπορούσαν να με στηρίζουν στις δύσκολες στιγμές της εφηβείας, όταν νιώθεις τη ματαιότητα να σε τριγυρίζει. Δεν είναι ότι ελπίζεις κάπου να συναντήσεις και να κατακτήσεις αυτόν τον άνθρωπο, είναι ότι υπάρχει, αναπνέει και κυκλοφορεί κάπου στον κόσμο. Αυτή η βεβαιότητα κάπως σε ανυψώνει αισθητικά και πολιτιστικά. Σε κάνει μέτοχο πολύτιμης αλήθειας.

Τώρα που πέθανε ο Ντελόν, διάβασα ένα σωρό ιστορίες από τη ζωή του που δεν είχε τύχει να δω νωρίτερα, εξάλλου ήταν τόσο γέρος, που δεν ενδιέφερε πια κανέναν. Αλλά ξανάρθαν στην επικαιρότητα οι φωτογραφίες της νιότης του και συζητήθηκαν τα πάντα, τα παιδικά του χρόνια, οι πολιτικές του απόψεις και φιλίες, οι γάμοι, τα διαζύγια, τα παιδιά και τα σκυλιά του. Καλά θα ήταν να μάθαινα ότι υπήρξε υπόδειγμα πατέρα, συζύγου, φιλόζωου, φιλάνθρωπου, κεντροαριστερού κ.λπ., αλλά δεν μας έκανε τη χάρη εμάς, των παλιών του γκρούπις. Λες και ήθελε σώνει και καλά να ενσαρκώσει και στη ζωή ρόλους αμφιλεγόμενους, σαν αυτούς που τον έβαζαν να παίζει στο σινεμά.

Μα είναι ακριβείς οι δημοσιογραφικές περιγραφές ή παρεισφρύει κάποιο είδος ζήλειας ανεξέλεγκτο, που κάνει τους δημοσιογράφους και το κοινό τους να αντιστέκονται στη γοητεία, να την απωθούν με κάθε τρόπο; Πέρα από την οθόνη, έφερε η ομορφιά εύκολη ζωή στον κάτοχό της ή κατέληγε να φοβίζει τους ανθρώπους στην υπερβολή της; Κι αν το να είναι κάποιος εξαιρετικά ωραίος, αυτό που φανταζόμαστε οι κοινοί θνητοί ότι συνιστά προνόμιο, τον υπονομεύει από την παιδική ηλικία, δημιουργώντας γύρω του μια νησίδα ευκολίας που τον εμποδίζει να χτίσει χαρακτήρα; Τι επηρεάζει περισσότερο έναν όμορφο άνθρωπο, η αδυναμία όσων τον θαυμάζουν ή η έχθρα όσων των ζηλεύουν; Κι αν η αδυναμία των θαυμαστών τον οδηγεί τελικά να γίνει αναίσθητος, να μπορεί να φέρεται όπως ο περίφημος Ρίπλεϊ; Και μάλιστα σε συνδυασμό με τη ζήλεια των άλλων, που κι αυτή τον ωθεί να σκληραίνει, χτίζοντας γερές άμυνες γύρω του; Τότε, είναι σοφή η επιλογή των ιστοριών με ωραίους πρωταγωνιστές που αναστατώνουν και καταστρέφουν, εξαπατούν και εκμεταλλεύονται, δεν ενδιαφέρονται παρά μόνο για τον εαυτό τους, είναι μοιραία νάρκισσοι και αναίσθητοι. Μακριά από την ομορφιά, μην την αφήνετε να σας ζαλίσει, στέλνουν το μήνυμα. Ή χαρείτε τη συνειδητά για μικρή διάρκεια, όσο κρατά μια ταινία, και βγείτε από το σινεμά θεραπευμένοι! Είναι επιφάνεια η ομορφιά, μην ψάχνετε σ’ αυτήν τις μεγάλες αλήθειες! Το βάθος μπορεί να βρεθεί στην ασχήμια περισσότερο, μην παρασέρνεστε!

Αλλά και πάλι, δεν έχασα τίποτε όταν, ας πούμε, στο Δημοτικό περνούσα τις ώρες μου χαζεύοντας ατελείωτα τον όμορφο συμμαθητή μας. Είχαμε ένα αγόρι που διέθετε κι εκείνο λεπτά χαρακτηριστικά, θυμάμαι ακόμα στο προφίλ τις μακριές, συγκινητικές στην τελειότητα της καμπύλης τους βλεφαρίδες, που θα τις ζήλευαν πολλά κορίτσια. Προφίλ ή τρουά καρ έχω την εικόνα του, καθισμένοι στα θρανία είχαμε εκείνη την πολυτέλεια, να κοιτάμε διαρκώς κάποιον. Ήταν λίγο ριψοκίνδυνη, γιατί σε παρατηρούσαν οι άλλοι, μπορεί κι ο ίδιος να το αντιλαμβανόταν, και ίσως σε έπιαναν μετά στην καζούρα, αλλά ο συγκεκριμένος συγκέντρωνε όλα τα κοριτσίστικα βλέμματα οπότε χανόσουν στο πλήθος. Ανφάς δεν τολμούσα πολύ να τον κοιτάξω, ήταν ακόμα πιο δύσκολο, κοκκίνιζα υπερβολικά, τα μάτια μου είχαν την τάση να ανοιγοκλείνουν τρελά. Έμοιαζε λίγο στον Αλαίν Ντελόν αλλά όχι στους ρόλους του. Δεν ήταν πονηρός, δεν ήταν κακομαθημένος, ούτε έγινε ποτέ σκληρό αντράκι, όσο παρακολούθησα τη ζωή του. Ο ανταγωνισμός των κοριτσιών ήταν σκληρός βέβαια, κι εκείνος μάλλον προτιμούσε την πιο δυναμική της τάξης, πράγμα που μας πονούσε τις υπόλοιπες, αλλά τελικά κάτι κερδίσαμε κι εμείς γνωρίζοντας, νωρίς-νωρίς, από κοντά, την ομορφιά και τα πάθη της.

Και τώρα, αποχαιρετώντας τον Αλαίν Ντελόν στην οθόνη του λάπτοπ μου, με θαμπώνουν ξανά οι εικόνες του προσώπου του. Δεν άλλαξαν πολύ τα γούστα μου, ή τελικά αυτά τα χαρακτηριστικά είναι τέλεια, το λένε πολλοί. Χαζεύω τις φωτογραφίες στη σειρά, τη μια μετά την άλλη, με την ευκολία που προσφέρει το διαδίκτυο, και παρά την πατίνα του χρόνου και τις ξεπερασμένες πόζες που έχουν μερικές, η φρεσκάδα του προσώπου, η αθωότητά του, πάλι με ξαφνιάζει, όπως στην εφηβεία. Ίσως να βρήκαν το αληθινό βάθος της ομορφιάς τα σενάρια με ληστές κι απατεώνες, ίσως να το βρήκαν τα άλλα, με εγωιστές εραστές, ίσως να μην το βρήκε κανένα. Ήταν ένας άνθρωπος κομματιασμένος, διάβασα κάπου, που προσπαθούσε να δέσει τα κομμάτια του. Μα αυτό δεν είναι κάθε ηθοποιός; Δεν είναι το δοχείο που γεμίζει από τους ρόλους του, κάποιος που δεν θα καταλάβουμε ποτέ οι άλλοι κατά βάθος;

Ίσως να μην υπάρχει βάθος, να μην είναι η ομορφιά παρά κάτι σαν δοκιμασία της όρασης, ένα είδος άσκησης για ανέβασμα επιπέδου, μια σεμνή πολυτέλεια που οφείλουμε να απολαμβάνουμε σιωπηλά, όχι όπως ο Καβάφης ας πούμε, που παινεύεται «την ομορφιά τόσο πολύ ατένισα, που πλήρης είναι αυτής η όρασις μου». Πλήρης όχι, δεν μπορεί ποτέ να είναι. Πάντα θα υπάρχει κάποιο κενό.

Παρασκευή 23 Αυγούστου 2024

Ιπτάμενες γιαγιάδες

 

Σηκώνω το εγγόνι μου αγκαλιά να πάμε στην αλλαξιέρα και καθώς το μικρό του βάρος πλημμυρίζει το σώμα μου, προφέρω ασυναίσθητα τις χαϊδευτικές φράσεις που έλεγε η μάνα μου όταν σήκωνε αγκαλιά τα παιδιά μου, έτσι όπως τις άκουγα την ώρα που έφευγα από το σπίτι έτοιμη, ντυμένη για δουλειά, και ήθελα να σταθώ να της κάνω παρατήρηση να μη λέει χαζομάρες, αλλά έδινα τόπο στην οργή κι έκλεινα πίσω μου την πόρτα. Τώρα τις λέω και γεμίζει το στόμα μου, μου φαίνονται σοφές, αστείες και γεμάτες νόημα, ενώ δεν είναι παρά ασήμαντες και παλιοκαιρίσιες σαχλαμάρες. Κάτι vintage λέξεις. Ε, όχι, δεν θα τις γράψω κιόλας. Ντροπή. Εξάλλου δεν τις θυμάμαι καν, μου έρχονται από μόνες τους την κατάλληλη στιγμή – ή μάλλον την ακατάλληλη. Μου αρέσουν ξαφνικά τόσο πολύ, σαν να διασκεδάζω με τον παλιό αυστηρό εαυτό μου, τις λέω και τις ξαναλέω, ειδικά όταν λείπουν οι γονείς του μωρού, να μη θεωρήσουν ότι ακούει αμφίβολου γούστου καλαμπούρια το παιδί. Γελάω μόνη μου, και τον κοιτάζω συνωμοτικά, θα γελάσεις κι εσύ; Γελάει. Μεταφέρω κάτι παλιό στην ακοή και τη μνήμη του, κάτι που σίγουρα δεν θα θυμάται όταν μεγαλώσει, και απλώς αντηχεί παράξενα, κάπως ξεκούδουνα στο σπιτάκι των παιδιών στο Λονδίνο. Σαν να μη μιλάω εγώ ξαφνικά, σαν να μιλάει η μητέρα μου, με τη δική της εκφορά του λόγου, ακόμα και την ανεπαίσθητη προφορά της που τη θυμόταν κι εκείνη μόνο όταν ανέτρεχε σε αστεία που είχε ακούσει από τον πατέρα της, τον χιουμορίστα παππού μου.

Δεν είχα φανταστεί ποτέ αυτό που μου συμβαίνει. Όταν μεγάλωναν τα παιδιά μου ήμουν σίγουρη ότι δεν θα βρισκόμουν ποτέ στη θέση της μαμάς μου, η οποία κάθε πρωί στις 9 μου τηλεφωνούσε για να συσκεφθούμε πάνω στο μενού της ημέρας. Εγώ ακόμα έπινα καφέ και η ιδέα του μεσημεριανού αναστάτωνε το πεπτικό μου σύστημα. Δεν ήμουν το παιδί των φρονίμων που θα μαγείρευε πριν πεινάσει. Ήθελα να ζω ελεύθερη από τέτοιες έγνοιες, να πηγαίνω μια βόλτα για street food όταν πεινούσα. Κι όμως, τώρα έχω διάθεση να ρωτήσω τα παιδιά μου, και μάλιστα ακριβώς την ίδια ώρα, γύρω στις 9 το πρωί, τι θα ήθελαν να ετοιμάσω για γεύμα. Κρατιέμαι μόνο επειδή θυμάμαι πόσο με εκνεύριζε κάποτε.

Αλλάζουν οι άνθρωποι, αλλά με τρόπο που επιλέγουν, έτσι νόμιζα. Σκέφτονται, ζυγίζουν, αποφασίζουν. Δεν μπαίνουν σε στερεότυπους ρόλους με τα μάτια κλειστά, αναπαράγοντας φράσεις, λέξεις και χειρονομίες σαν αυτόματα. Και συνταγές, οι οποίες μάλιστα δεν είναι καν καταγραμμένες κάπου, εφαρμόζονται σαν να τις ήξερα εκ γενετής. Φτιάχνω τα παραδοσιακά αλλά ελαφρά πιάτα που έφτιαχνε η μαμά μου, χωρίς να τα διαφημίζει ιδιαίτερα όπως έκανε ο πατέρας. «Έλα, μωρέ, σιγά το πράμα», έλεγε όταν την επαινούσαμε για τις δημιουργίες της. «Σιγά το πράμα» λέω κι εγώ με ειλικρίνεια, γιατί υπάρχει ακόμα μεγάλη απόσταση από εκείνους τους μουσακάδες και τις σπανακόπιτες που εμφανίζονταν κατά καιρούς χωρίς εισαγωγές και πολλά ταρατατζούμ, και μας άφηναν όλους άφωνους να ψάχνουμε να βρούμε κατάλληλους τρόπους να εκφράσουμε τον ενθουσιασμό και την ευγνωμοσύνη μας. Δεν πιστεύω ότι θα φτάσω ώς εκεί, αλλά και πάλι, πού ξέρεις; Ποιος το περίμενε να συναντήσω τη μητέρα μου στη γιαγιαδοσύνη, εγώ, που ως μητέρα ήθελα κάθε στιγμή να είμαι διαφορετική από εκείνη;

Είναι παράξενο, γιατί έκανα παιδιά σχεδόν από πείσμα απέναντι στους γονείς μου, για να τα μεγαλώσω αλλιώτικα απ’ ό,τι είχαν εκείνοι μεγαλώσει εμάς. Στα παιδικά τους χρόνια προσπαθούσα κάθε στιγμή να εφαρμόσω αυτή την απόφαση. Με είχαν κλεισμένη στο σπίτι εμένα μικρή; Κάθε μέρα έτρεχα εγώ τα παιδιά στο πάρκο. Φοβόντουσαν τις τσουλήθρες, το παιχνίδι, το δρόμο, το χώμα; Ελεύθερα τα άφηνα εγώ να σκαρφαλώνουν, κι ας είχα αγωνία μην πέσουν, την έκρυβα μέσα μου, την κατάπινα και τους χαμογελούσα. Δεν θα σας κρατάω εγώ φυλακισμένα όπως με κρατούσαν οι δικοί μου γονείς, δεν θα φοβάμαι να σας αφήσω να ζήσετε. Θα καλλιεργήσω την ανεξαρτησία σας, όχι τις ενοχές απέναντί μου. Να γίνουν τα παιδιά ανεξάρτητα, να είμαι ανεξάρτητη κι εγώ, να μην κρεμαστώ επάνω τους, να μην τα εκβιάζω συναισθηματικά, να τα σέβομαι, να με σέβονται.

– Όταν θα κάνω παιδιά και θα γίνεις γιαγιά… είχε αρχίσει να μου λέει μια μέρα ο μεγάλος μου, και τον είχα διακόψει:

– Όταν θα κάνεις παιδιά, δεν θα είμαι γιαγιά σαν τη δική σου, αυτό είναι το μόνο βέβαιο.

Λάθος, μικρέ μου, λάθος. Πιστεύω ότι υπήρξα πολύ διαφορετική ως μητέρα από τη δική μου, αλλά ως γιαγιά τη συνάντησα χωρίς ραντεβού στο δρόμο. Ελπίζω να μη θυμάσαι αυτό που σου είχα πει και να γελάς μαζί μου. Γελάω μόνο εγώ μαζί μου, γελάω κάτω από τα μουστάκια μου και κάτω από τη φωνή της γιαγιάς σου που ακούγεται τώρα πάνω από την κούνια του εγγονού μου, με το δικό μου στόμα, να διηγείται μια αστεία ιστορία του παππού με θεσσαλική προφορά αλλοιωμένη από δύο γενιές αθηναϊκής ζωής. Διότι έχει κι αυτός εμφανιστεί τώρα, ο μόνος παππούς που γνώρισα, και που έμενε μακριά μας, ακριβοθώρητος και πολυαγαπημένος. Ερχόταν κάθε τόσο στην Αθήνα και έμενε στο σπίτι μας, στον καναπέ του σαλονιού. Ηταν μέρες μεγάλης χαράς όταν μπορούσα να τρέξω το πρωί να τον ξυπνήσω και να τον βοηθήσω να φορέσει τις τιράντες του για να πάμε βόλτα στο πάρκο. Θυμάμαι ότι συνήθιζε μια παράξενη συναλλαγή μαζί μου κάθε φορά που συναντιόμασταν τα χρόνια εκείνα, που έκανες περισσότερες ώρες να ταξιδέψεις από την Αθήνα στο Αγρίνιο, όπου έμενε, απ’ όσο κάνεις τώρα να πας από την Αθήνα στο Λονδίνο. Πήγαινα λοιπόν να τον βρω κρατώντας ένα μικρό νόμισμα, ας πούμε μια δεκάρα, και ρωτούσα: «Παππού, να σου δώσω μια δεκάρα, να μου δώσεις μια δραχμή;». Ή πενηνταράκι, ή τάλιρο, ή οτιδήποτε είχα, και πάντα έβαζα το μυαλό μου να δουλέψει να ζητήσει κάτι μεγαλύτερο, έκανα υπολογισμούς, κι εκείνος συμφωνούσε και μου έδινε αυτό που ζητούσα παίρνοντας αυτά που προσέφερα. Ήξερα ότι αυτό δεν ήταν σωστό, κανένας άλλος δεν θα μπορούσε ποτέ να δεχτεί κάτι τέτοιο, φοβόμουν λίγο κάθε φορά, και όταν έλεγε το ναι και άρχιζε να ψάχνεται για να βρει κέρματα, χοροπηδούσα από τη χαρά μου. Μπορούσα να αγοράσω το παγωτό που ήθελα ή το εικονογραφημένο περιοδικό, αλλά κυρίως ανάσαινα βαθιά γιατί υπήρχε στη ζωή μου έστω και για μικρές περιόδους αυτός ο άνθρωπος που μετρούσε αλλιώς τα λεφτά επειδή με αγαπούσε χωρίς μέτρο.

Ντύνω το μωρό και βγαίνουμε για βόλτα στο πάρκο. Κάθε πρωί κάπου στη γειτονιά υπάρχει πρόγραμμα για παιδάκια μικρότερα του ενός έτους, το προσφέρουν οι δήμοι δωρεάν και είναι μάλλον το μόνο δωρεάν πράγμα που υπάρχει για την ηλικία αυτή. Δευτέρα στη βιβλιοθήκη του πάρκου, Τρίτη στη βιβλιοθήκη της γειτονιάς, Τετάρτη στην κεντρική βιβλιοθήκη της συνοικίας, και ούτω καθεξής. Από βιβλιοθήκες, άλλο τίποτε. Στην πανάκριβη αυτή πόλη τα πάρκα και οι βιβλιοθήκες είναι η μεγάλη πολυτέλεια, ανοιχτά για όλο τον κόσμο. Το πρόγραμμα για βρέφη είναι παιδικά τραγούδια με παντομίμα που συμμετέχουν γονείς και παιδιά καθισμένοι σε κύκλο. Όλα τα χρώματα και τα σχέδια της ανθρώπινης φυλής ανακατεύονται σε αυτούς τους κύκλους, αλλά τα τραγούδια είναι πάνω-κάτω τα ίδια. Κοντεύω να τα μάθω απέξω. Εκτός από μένα, υπάρχει μια Γιαπωνέζα γιαγιά, αλλά κανένας παππούς, μπαμπάδες ένας προς εφτά μαμάδες.

Επιστρέφουμε και καθώς κοιμάται μαγειρεύω και σκέφτομαι πόσο θα ήθελα να είμαι σαν τις γιαγιάδες των διαφημίσεων, που ανοίγουν την πόρτα στα μεγάλα σπίτια τους και υποδέχονται τα εγγόνια τους κάθε Κυριακή με όλη την οικογένεια, δεν ταξιδεύουν χιλιόμετρα για να τα δουν σε ξένες πόλεις. Αλλά έτσι είμαστε τώρα. Οι φίλες μου όλες έχουν παιδιά στην Ευρώπη και στις ΗΠΑ και κάθονται μήνες στο σπίτι τους όταν τα εγγόνια τους είναι μικρά. Τώρα χρειαζόμαστε ταλέντα προσαρμογής, τώρα εξασκούμαστε στην ανεκτικότητα, βγάζουμε νέες ρίζες στα γεράματα, αερόριζες, σαν εκείνους τους κάκτους στα αθηναϊκά μας ευρύχωρα διαμερίσματα που βουίζουν πλέον άδεια. Ανοιχτές και ευέλικτες οι νέες γιαγιάδες, που δεν είμαστε νέες στην πραγματικότητα γιατί ανήκουμε στις γενιές που άργησαν να κάνουν παιδιά, τα δε παιδιά μας άργησαν ακόμα περισσότερο να κάνουν δικά τους παιδιά.

Η γλωσσολόγος φίλη μου υποστηρίζει ότι το εγγόνι μου θα γίνει τρίγλωσσο, με τρεις μητρικές γλώσσες, της μαμάς, του μπαμπά και του τόπου. Λέει ότι αυτό συμβαίνει έτσι, η επιστήμη το βεβαιώνει. Εγώ έχω τις αμφιβολίες μου. Προς το παρόν το εγγονάκι μου μιλάει μόνο τη γλώσσα των βρεφών, την ακατανόητη, που τόσες γενιές ανθρώπινης σοφίας δεν κατάφεραν να αποκρυπτογραφήσουν. Μπορεί να είναι κοντά στα θεσσαλικά του παππού μου αυτή η γλώσσα, γι’ αυτό μου έρχονται στο στόμα ανεξέλεγκτα. Η επιστήμη δεν έχει αποφανθεί, ίσως περνάμε μαζί ένα στάδιο που το μεν βρέφος διανύει τις χιλιετίες της ανθρώπινης εξέλιξης μέσα σε λίγους μήνες για να γίνει ανθρωπάκι, η δε γιαγιά βυθίζεται κι αυτή μαζί του σε όσους αιώνες μπορεί, όσο φτάνει για να το πιάσει από το χέρι και να το βοηθήσει ν’ ανέβει. Και φαίνεται ότι στη διαδρομή αυτή δεν υπάρχει φόβος πια για εξάρτηση, συναισθηματικούς εκβιασμούς, έλλειψη σεβασμού. Η ίδια η ηλικία μας μάς εξασφάλισε ανοσία από κάτι τέτοια.


Παρασκευή 29 Μαρτίου 2024

 ΙΔΡΥΜΑ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΑΣΦΑΛΙΣΕΩΝ ΙΚΑ 

ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΣ ΣΙΔΗΡΟΔΡΟΜΩΝ ΕΛΛΑΔΟΣ ΟΣΕ

ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΣ ΤΗΛΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΩΝ ΕΛΛΑΔΟΣ ΟΤΕ 

ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ

Μεγάλα και βαρύγδουπα και κρατικά τα κτίρια, σαν τους οργανισμούς τους μεγάλους, τους βαρύγδουπους, τους κρατικούς. Καταργήθηκαν, μετακόμισαν, έκαναν τα κουμάντα τους, διαμοιράσαν τα ιμάτια και παράτησαν τα κτίρια τους μέσα στο κέντρο της πόλης να σαπίζουν και να βρωμάνε εκλύοντας μπόχα και αθλιότητα. Μέχρι να μας πέσουν στα κεφάλια κάνουμε πως δεν τα βλέπουμε και τα προσπερνάμε όπως όπως. Μας απασχολεί βεβαίως η αισθητική, πχ τι θα φοράνε οι ιέρειες και τέτοια υψηλά, αυτά που μας τριγυρίζουν φτύνοντας μας για την αντοχή που επιδεικνύουμε είναι πέραν κριτικής, είναι πέρα από τις λέξεις. 

Στη Μαρνη δεν αντέχω να πλησιάσω το κτίριο μαστόδοντο του ΟΣΕ που εκπέμπει κατρουλιλα σε ακτίνα χιλιομέτρου. Πειραιώς και Πατησίων για σήμερα. Δρόμοι κεντρικοί που υποτίθεται ότι εξευγενίζονται. Οποτε το κράτος πολεμα τον εξευγενισμό με τη δικη του βαρβαρότητα.

Σάββατο 9 Μαρτίου 2024

 Ti λύσσα σας έπιασε που το τραγούδι για τη Γιουροβίζιον θυμίζει Ινδία, δεν καταλαβαίνω. Τι κακό έχει η Ινδία δηλαδή; Όταν ήθελε ο Μεγαλέξανδρος να την κατακτήσει, σας άρεσε όμως. Τότε, αν ήσασταν στο στρατό του, δεν θα θέλατε να γυρίσετε back home, στις καλές σας Περσίδες και τη Βαβυλώνα με τα στρωμένα χαλιά, θα ήσασταν από αυτούς που θα φώναζαν, Μπροστά αφεντικό, κι άλλο, κι άλλο, κι άλλο! 

Κι όταν ο Καζαντζίδης τα έκλεβε τα ινδικά αυτούσια και χωρίς κοπυράιτ, πάλι σας άρεζε. Και κλαίγατε με την καημένη καρδιά, πώς βαστά και δεν ραΐζει. Και πολύ σωστά. Αν δεν είναι η Ελλάδα πύλη της Ινδίας στην Ευρώπη, τότε ποιος είναι; 

Στον ψεύτη ντουνιά τόση απονιά που αντικρίζω, αναρωτιέμαι πώς δεν ραΐζω. Εδώ με την Ινδή μου φίλη, σας κοιτάμε απορημένες, αλλά και αποφασισμένες να μη ραΐσουμε.


Οδός Σπυρίδωνος Τρικούπη

  Όποτε περνάω από τη Σπυρίδωνος Τρικούπη, κάνοντας σλάλομ από το ένα πεζοδρόμιο στο άλλο, και αναγκαστικά περνώντας από το δρόμο εκεί που τ...