Ανεβαίνω τη Μπενάκη με σκυμμένο το
κεφάλι να κόβει τ’ αγιάζι. Πάω από το πεζοδρόμιο, προσπαθώ στη γωνία να βρω
τόπο ανάμεσα σε μοτοσικλέτες και λοιπά εμπόδια, να περάσω απέναντι, αντικρίζω
ένα παλιό σπιτάκι, μικρούτσικο, ερειπωμένο, να το έχουν βάψει και σενιάρει, να
περιμένει να εμφανιστεί ενδεδυμένο με σεμνό πέπλο. Πριν προλάβω να χαρώ,
κοιτάζω παραπάνω, ανεβαίνουν πίσω από την ειδυλλιακή πρόσοψη οι όροφοι από
μπετόν και ξεπερνάνε ελαφρώς σε ύψος τις παραδίπλα πολυκατοικίες. Μια φλούδα
είναι το σπιτάκι, η αξιοποίηση του οικοπέδου από πίσω εξαντλήθηκε κανονικά.
Πόσο κανονικά; Πόσο μπορείς να χτίσεις σε τόσο στενό δρόμο; Ένα λοξό σοκκάκι
είναι, δε χωράνε ούτε δυο μηχανές να διασταυρωθούν. Πολύ, με βεβαιώνει η ώχρα
πρόσοψη, που μοιάζει να σηκώνει στα αδύνατα κολωνάκια της πρώην ταράτσας της το
βάρος ολόκληρου του κόσμου.
Δε χόρτασε ορόφους η Αθήνα, δε γνώρισε
εμπόδια, διατηρητέα και άλλα παρεμφερή. Η κρίση δε σταμάτησε την
εφευρετικότητα Ελπίζουν οι άνθρωποι, σου λέει κρίση είναι, τι θα κάνει;
Θα περάσει. Κι όταν περάσει πάλι θα έρθει ο φτωχός ή και ο ολίγον πλούσιος να
στριμώξει το βλέμμα του σε πέντε μέτρα απόσταση από τον απέναντι τοίχο, να
στριμώξει τη μοτοσικλέτα του στο ελάχιστο κενό που έχει απομείνει για να
περνάει απέναντι, να στριμώξει και τον πισινό του πλαγίως για να χωρέσει στη
γωνία, Μπενάκη και Γραβιάς, της ηρωικής. Δεν θα τ’ αλλάξει η κρίση τα γούστα
του στριμώγματος, εδώ σας έχω.
Οκτώ όροφοι λοιπόν στο οικόπεδο που
ήταν για ένα σπιτάκι με κηπάκι, χωρίς πεζοδρόμιο βεβαίως, χωρίς πάρκινγκ και
χωρίς ανάσα. Όταν είχαμε ανάπτυξη χτίζαμε μέχρι εκεί που έφτανε το σχέδιο του
οικοπέδου και λίγο παραπάνω. Τώρα που δεν έχουμε ανάπτυξη χτίζουμε μέχρι κει
που φτάνει το σχέδιο του οικοπέδου και λίγο παραπάνω. Δεν θα μας κάνει η κρίση
να θέλουμε καλύτερη ζωή. Δεν θα αμφισβητήσουμε τα πρότυπα μας.
Φωτογραφίζω το ενδιαφέρον οικοδομικό
φαινόμενο, την ανακαινισμένη προσοψούλα του νέου πολυόροφου και συνεχίζω
ποδαράτο. Στο σπίτι ανοίγω το ραδιόφωνο. «Η Αθήνα θα ερημώσει», λέει κάποιος ειδικός. Τι ήταν αυτός, δεν
άκουσα, κοινωνιολόγος, πολεοδόμος; Κάτι τέτοιο. «Η Αθήνα θα ερημώσει και θα
ρημάξει» συνεχίζει.
Μάλιστα. Είναι καλεσμένος στο
σταθμό του Δήμου Αθηναίων. Πάνω που κάθισα να φάω, δεν μου αρέσει ν’ ακούω
προφητείες καταστροφής. Σηκώνομαι και το κλείνω. Προλαβαίνω ν’ ακούσω ότι αυτό
θα συμβεί επειδή ο κόσμος θα γυρίσει στις επαρχίες του. Αναρωτιέμαι πού να
μένει αυτός, στην Αθήνα, ή κάπου βόρεια; Ή κάπου νότια; Αν μένει στην Αθήνα θα
ξέρει ότι η Αθήνα θα είχε ερημώσει προ πολλού αν δεν έρχονταν νέοι φτωχοί να
την κατοικήσουν. Κανένας άνθρωπος που θέλει καλύτερη ζωή δεν κάθεται σε πόλη
τόσο στριμωγμένη αν μπορεί να φύγει. Η Αθήνα θα ερημώσει ούτως ή άλλως αν οι
καινούργιοι της κάτοικοι βρουν κάπου καλύτερα να πάνε, όπως βρήκαν οι παλιοί.
Αλλά τώρα που σκουραίνουν τα πράγματα μπορεί ν’ αργήσουν.
Θα έχουν την Αθήνα στο μυαλό τους
βεβαίως όλοι, είτε φύγουν είτε όχι Πάντα. Η Αθήνα είναι ιδέα, είναι μύθος,
είναι δόξα. Μια ιδέα σα σκισμένο κάλυμμα, τραβηγμένο απ' όλες τις μπάντες, σαν
αυτή τη φλούδα της πρόσοψης από το παλιό σπιτάκι που μάταια προσπαθεί να
σκεπάσει το πολυόροφο πίσω της.
2 σχόλια:
Eιναι κάπως τρομακτικό, όντως...
Αυτό θα πει αξιοποίηση
Δημοσίευση σχολίου