Γύρω- γύρω την πηγαίνω τη Σταδίου και την Κοραή, δεν αντέχω ακόμα να τα’
αντικρίσω. Είναι μερικά χρονάκια πια που η απειλή για καταστροφή φωνάζει από τους
τοίχους, αλλά δεν θέλαμε να την ακούσουμε. Οι άνθρωποι δεν περπατάνε, δεν κοιτάνε
γύρω τους, δεν διαβάζουν τα γκράφιτι στους τοίχους. Ή κι αν το κάνουν είναι ανίσχυροι.
Τι να κάνουν δηλαδή, να φτιάχνουν ανθρώπινες ασπίδες στις διαδηλώσεις της ΓΣΕΕ
ΑΔΕΔΥ;
Είναι καιρός που έχει γίνει δύσκολη η βόλτα στην Αθήνα. Ειδικά η Σταδίου είναι
σκοτεινή δεκαετίες τώρα, ο δρόμος που θα πήγαινε στο Στάδιο. Η Πανεπιστημίου είναι
φωτεινή αλλά έρημη. Τα μεγάλα πεζοδρόμια της δεν ξέρει τι να τα κάνει. Δεν έχει
καφενεία πια, δεν έχει ούτε παγκάκια, ο κόσμος κρυώνει, δε σηκώνει το κεφάλι
στον ανοιχτό ορίζοντα. Περνάω μπροστά από την Τράπεζα της Ελλάδος χωρίς συγκίνηση
και καμάρι, όπως ένιωθα παλιά για τη δουλειά της μαμάς μου. Η μαμά μου ανήκε
στο επιβλητικό αυτό κτίριο που συμβολίζει την ελληνική οικονομική ύπαρξη.
Στη Σταδίου ήταν το γραφείο του μπαμπά μου. Σταδίου- Πανεπιστημίου είναι ο
τόπος μου, είναι η πατρίδα μου. Ο πατέρας μου με πήγαινε βόλτα στην Αθήνα, να
μου τη δείξει. Δεν ήταν ένα μέρος για να παίξεις βέβαια, δεν είχε πολύ καιρό για χάζεμα. Πιο πολύ ήταν μια υπόσχεση για το μέλλον, η πόλη όπου θα ζούσα. Σταθήκαμε πολλές φορές μπροστά στη Βιβλιοθήκη, το Πανεπιστήμιο,
την Ακαδημία, να με ρωτήσει τι είναι αυτά τα κτίρια. Πήγα κι εγώ τα παιδιά μου
αργότερα, κι έκανα την ίδια δουλειά, τα ρωτούσα μέχρι να μάθουν τι ήταν το καθένα.
Το πρώτο γραφείο του μπαμπά μου ήταν στο μέγαρο της Λαίδης Λω. Είχε τεράστιους
διαδρόμους, πάτωμα από αγυάλιστο ξύλο, και
τα πιο ψηλά ταβάνια που είχα δει στη ζωή μου. Από το παράθυρο του γραφείου του
φαινόταν ένα άλλο κτίριο με μωσαϊκά στην πρόσοψη. Υπήρχε μια εικόνα του Οιδίποδα
με τη σφίγγα, εκείνη η κλασσική που ο Οιδίποδας ακουμπά χαλαρά στο γόνατο του.
Γκρεμίστηκαν όλα. Ο πατέρας μου μετακόμισε το γραφείο του σε ένα τεράστιο
κτίριο, πάλι στη Σταδίου, απ’ αυτά που είχαν δικηγορικά γραφεία στη σειρά. Ήθελα
να μου έχει δείξει κι άλλα μέρη πριν γκρεμιστούν. Αλλά ίσως καλύτερα που δεν
μου τα έδειξε, καλύτερα να μη μου είχε δείξει τίποτε, να μη με νοιάζει τώρα που καίγεται
η Αθήνα.
Ήταν για κείνους η πρωτεύουσα, η Αθήνα ήταν ο πόθος τους. Να έρθουν εδώ, να
χαθούν στο πλήθος, να ελευθερωθούν. Εδώ βρίσκονταν τα Πανεπιστήμια που ονειρευόταν
η μαμά μου. Εδώ ήταν το κέντρο, οι δυνατότητες, οι δουλειές, η τύχη τους. Έρχονταν
στην Αθήνα με κάθε τρόπο.
Προλάβαμε να φάμε γλυκό στο Ρωσικόν, κάτω προς Ομόνοια, να δώσουμε ραντεβού στο Πικαντίλυ, στο Σύνταγμα σε ένα καφενείο που το λέγαμε "Οι πορτοκαλιές καρέκλες". Τόσο μικρή πόλη, κι ας έχει εκατομμύρια κατοίκους.
Προλάβαμε να φάμε γλυκό στο Ρωσικόν, κάτω προς Ομόνοια, να δώσουμε ραντεβού στο Πικαντίλυ, στο Σύνταγμα σε ένα καφενείο που το λέγαμε "Οι πορτοκαλιές καρέκλες". Τόσο μικρή πόλη, κι ας έχει εκατομμύρια κατοίκους.
Χρόνια τώρα ερημώνει το κέντρο. Τα καφενεία κλείσανε, τα μαγαζιά αραίωσαν,
ο κόσμος δεν έρχεται βόλτα στους δρόμους αυτούς. Προτιμά τα στενά, Μοναστηράκι,
Ψυρρή, λες και δεν μας αξίζουν ανοιχτοί ορίζοντες. Καμιά φορά νιώθω σα να ήταν η Αθήνα ένα όραμα που δεν έγινε πραγματικότητα
ποτέ. Μου καρφώνεται ο στίχος του
Ερωτόκριτου καθώς κατεβαίνω την ασυνάρτητη πια Σταδίου:
Τάξω πως δεν σε γνώρισα μητ’ είδα σε ποτέ μου
Μα ένα κερί αφτούμενο εκράτουν κι έσβησέ μου
2 σχόλια:
Ονειρευόμασταν την Αθήνα. Αλλά δεν έχουμε δύναμη να την προστατέψουμε.
Θαυμάσιο
Δημοσίευση σχολίου