Παρασκευή 20 Σεπτεμβρίου 2019

Πόσο αντέχουν οι σύγχρονοι τοίχοι



Πριν μερικά χρόνια είχαμε δει ένα πολύ εντυπωσιακό ρεπορτάζ: οι παλιοί κάτοικοι της Αμμοχώστου πήγαν επίσκεψη στα σπίτια τους. Άνοιγε το συρματόπλεγμα που έχει ζώσει την πόλη όπως το αγκαθωπό δάσος του παραμυθιού τον στοιχειωμένο πύργο της βασιλοπούλας, και φαινόταν μια πόλη άδεια, με τους δρόμους και τις προσόψεις των κτιρίων, παγωμένη στο χρόνο, σαν σύγχρονη Πομπήια, μια πόλη που έμεινε πίσω σχεδόν ολόκληρη κι ανέγγιχτη- τα ακίνητά της τουλάχιστον- για σαράντα χρόνια. 
Έμοιαζε με σύγχρονο παραμύθι, υπήρχε βέβαια η ελπίδα πίσω απ’ όλη αυτή την τελετή, ότι κάτι θα άλλαζε, κάτι θα γινόταν για να ζωντανέψει η πόλη ξανά, να ξαναβρούν τα σπίτια τους οι άνθρωποι που τα εγκατέλειψαν βίαια τότε, στην εισβολή του 1974. Φαινόταν ότι θα μπορούσε να βρεθεί ο τρόπος, γίνονταν κάποιες κινήσεις καλής θέλησης από την τουρκοκυπριακή πλευρά, και είχαμε σκεφτεί ότι η ιστορία που ξεκίνησε τόσο άγρια επί ελληνικής χούντας θα ξεπερνιόταν επιτέλους, θα βρισκόταν η λύση, είχε ρίξει και ο ΟΗΕ τα ταλέντα του στην προσπάθεια, άδικα αν κρίνουμε εκ του αποτελέσματος, και στον αιώνα μας θα βλέπαμε αυτά που είχαν γίνει στο παρελθόν να διορθώνονται. Θα ήταν κάτι πρωτοφανές, ή όχι και τόσο, δεν ξέρω, δεν έχω στραγγίσει την παγκόσμια Ιστορία, κάτι τόσο σύγχρονο πάντως, κάτι διαφορετικό, όχι επαναλήψεις μεγαλύτερων βαρβαροτήτων με χαμένες πατρίδες.
Πέρασε  ο καιρός και οι τελετές έμειναν τελετές. Η πόλη παραμένει παγωμένη, σα να χτίζει στους σαθρούς της πια τοίχους όλη την παγωμάρα του ΟΗΕ μπροστά στα περιπλεγμένα ζητήματα. Περιπλεγμένα γιατί πάντα συνάπτονται με τους εγωισμούς των ηγετών, τους φόβους των πολιτικών, την προκατάληψη που συνοδεύει την έννοια των συμβιβασμών.
 Φαντάζεται κανείς τα άδεια σπίτια να τρίζουν από τον αέρα τις νύχτες, τέτοιες μέρες, τέτοιον αέρα, τις εικόνες της ακμής τους στα μυαλά των ανθρώπων που την πρόλαβαν ζωντανή, που την παρακολουθούν τόσο καιρό μαρμαρωμένη, την ψυχολογία τους που θα άξιζε κάποτε να ερευνηθεί, να αναδειχθεί, κάπως να γίνει κατανοητή. Πράγματα που γίνονται όταν οι καταστροφές έχουν συντελεστεί πια και δεν μένει παρά η σοφία των ερευνών πάνω στα ερείπια. 
 Ας μην αποφασίσουμε ότι αυτό μόνο, τέτοιες έρευνες, τέτοιες καλλιτεχνικές απεικονίσεις, είναι που μπορεί να περιμένει κανείς από τις πολιτικές εξελίξεις. Περιμένουμε ακόμα.
 Το να επιστρέψουν κάποτε οι άνθρωποι στα σπίτια τους, να το δούμε αυτό, να το ζήσουν εκείνοι, να το ζήσει ο κόσμος, θα είναι πιο σημαντικό για όλες τις πλευρές, θα έχει περισσότερο ενδιαφέρον.

Παρασκευή 6 Σεπτεμβρίου 2019

Το εξοχικό ως κάψουλα του χρόνου



Στο εξοχικό είμαστε παιδιά όσο οι γονείς μας ζουν. Μας υποδέχονται εκεί όπως μας υποδέχονταν στο σπίτι που μεγαλώσαμε, μας φροντίζουν με την ίδια επιμονή, ίσως και λίγο παραπάνω τώρα, έχουν περισσότερο χρόνο. Τους πηγαίνουμε ψώνια από την πόλη όπως κάποτε τους πηγαίναμε τους ελέγχους του σχολείου, περιμένουμε επιδοκιμασία όπως τότε, κι είναι δύσκολοι, όπως ήταν τότε.
Στο εξοχικό ζούμε σε κάψουλα του χρόνου, μένουμε στο παιδικό δωμάτιο. Όταν φέρνουμε μαζί μας τα παιδιά, τα εγγόνια τους, τότε η κάψουλα του χρόνου μετατίθεται στην εποχή που ζούσε μαζί η ευρύτερη οικογένεια, σε κάποιο χωριό κάποτε, σε κάποιο μέγαρο με παράσπιτα. Χαλαρώνουμε σα να μη χρειάστηκε ποτέ ν’ ανοίξουμε τα φτερά μας, να βρούμε δουλειά που θα συντηρούσε δικό μας διαμέρισμα, να αποδείξουμε ότι κάτι αξίζουμε τέλος πάντων, να ικανοποιήσουμε τα στάνταρ για το μισθό, για το σύντροφο, για τους φίλους, για τα παιδιά. Χαλαρώνουμε σα να ήταν πάντα στοργικοί γονείς χωρίς απαιτήσεις, μπορούμε να απλώνουμε τα πόδια στην απέναντι καρέκλα σα να είμαστε φίλοι, σα να ήμασταν λέει πάντα φίλοι. Αποδεκτές οι ανάγκες για σπορ και βόλτες και ξεκούραση και εξόδους, επιτέλους, όλα αυτά που υπήρξαν κάποτε τόσο δύσκολα. Μέχρι και να κουτσομπολέψουμε χωρίς άγχος, κρατά, λέει, γερά η βασική συμμαχία, η οικογένεια, δεν αμφισβητείται η προσωπικότητα, οι βασικές επιλογές. Πάνε αυτά, ξεπεράστηκαν, κι εν πάση περιπτώσει είναι γλυκός ο αέρας, είναι δροσερή η θάλασσα, είναι σωστά αλατισμένο το ψαράκι, κι όλα καλά κι αγαπημένα. Τρεις γενιές, ενίοτε τέσσερεις, χωρίς εντάσεις, χωρίς ανταγωνισμούς, σα να πέρασε η ζωή ολόκληρη βαρκούλα απαλή στο κυματάκι.
Κάποια στιγμή φεύγουν οι γονείς και μένει το σπίτι πολύ παράξενο στα μάτια των παιδιών που είναι ήδη γονείς κι αυτοί, που είναι ήδη παππούδες. Πόσα πράγματα έχουν συσσωρευτεί, αρχίζοντας από τα πρώτα έπιπλα, τις παλιατσαρίες που ήρθαν εδώ από το διαμέρισμα αντί για άλλα έπιπλα όταν δεν υπήρχε το ΙΚΕΑ και τα άλλα φτηνά καταστήματα. Ντιβάνια μεταλλικά, αν είναι δυνατόν, με σωμιέδες. Δεν υπάρχει μουσείο να τα δώσουμε; Γουδί και γαβάνι για την παρασκευή σαλτσών και γλυκών, με αναμνήσεις πίσω στη δεκαετία του 60, πριν εφευρεθούν τα μίξερ. Τα πρώτα τάπερ που τα πουλούσαν σε πάρτι, τόσο συνταρακτική καινοτομία, σε σχήματα απολύτως άβολα, που ήρθαν εδώ μήπως και βρουν προορισμό, γιατί εδώ θα γίνονταν πράγματα πρωτάκουστα, όπως πρωτάκουστο ήταν το ιδιόκτητο σπίτι κοντά στη θάλασσα για τις διακοπές. Μετά τα δωμάτια με τσιμεντένιο πάτωμα και άβαφες πόρτες όπου κοιμόμασταν κι οι τέσσερεις μαζί, τις βρυσούλες που κρέμονταν στο δέντρο με όσο νερό χωρούσε μισός ντενεκές, ξαφνικά ένα σπίτι αληθινό, μετά τις στρωματσάδες και το ξέπλυμα με λάστιχο, ξαφνικά ένα διαμέρισμα με κανονικό νιπτήρα και μπανιέρα, και κουζίνα, και τζάκι, και όλα τα κομφόρ.
Δεν είχε γεμίσει βίλες η ελληνική ύπαιθρος ακόμα και τα νησιά, τα δε παραθεριστικά συγκροτήματα ήταν καινούργια ιδέα. Ίσως ήμασταν η πρώτη γενιά που έζησε την εξοχή σαν περιβάλλον ανάπαυσης και απόλαυσης, όχι μόχθου, τόσο μαζικά, αλλά έβαλε και μια πιατοθήκη στον τοίχο να θυμάται την ωραία πλευρά των στερήσεων. Ύστερα, όλα έπρεπε να επινοηθούν, η άνετη ζωή, οι διακοπές, η ρουτίνα του μπάνιου στη θάλασσα ως τρόπος ζωής. Κι επινοήθηκε η επιστροφή στα παλιά, η διευρυμένη οικογένεια χωρίς τους εξαναγκασμούς και τις εντάσεις της, σαν ντεκόρ πια γενναιοδωρίας και κατανόησης.
Πρώτο καλοκαίρι χωρίς τη μαμά μου, μαζεύω πράγματα στο σπίτι που μας περίμενε και που πάντα πηγαίναμε να τη βρούμε, να συναντηθούμε, νιώθω το βλέμμα της πάνω μου, περιμένω ακόμα την έγκριση της.
Αγαπούσαμε κι οι δυο τη θάλασσα, με έμαθε να κολυμπώ από νήπιο, κι ως τον προηγούμενο Αύγουστο την ξαναβρίσκαμε μαζί.  Ωραία περάσαμε μανούλα. Κι αν καταφέρω να πετάξω παλιά πράγματα από το εξοχικό, τη θάλασσα θα την βρίσκω πάντα καινούργια.

Τετάρτη 4 Σεπτεμβρίου 2019

Mυστικά για τα παιδιά



              Όπως κάθε χρόνο έτσι και φέτος γέμισαν ειρωνεία τα κοινωνικά δίκτυα για τα παιδιά που πέρασαν με χαμηλούς βαθμούς στα Πανεπιστήμια. Ειρωνεία κι ένα ψέμα, ότι περνούν με «κάτω από τη βάση», ενώ όλα έχουν Απολυτήριο, αλλιώς δεν θα περνούσαν. Είναι τόσο απλό, αλλά οι απελπισμένοι με το επίπεδο βαθμολογίας δεν θέλουν να το ξέρουν, κι έχω βαρεθεί τόσα χρόνια να το γράφω και να το ξαναγράφω. Άλλο θέλω να πω σήμερα, έστω κι αν δεν ξέρω αν θα βρεθεί ενδιαφερόμενος να το διαβάσει.
Θα ήθελα να πω στα παιδιά που μπήκαν, έστω κι όχι ακριβώς στη σχολή που ήθελαν, έστω και με βαθμούς που κάνει τους γνωστούς τους να σηκώνουν το φρύδι, αυτό που λέω κατ’ ιδίαν σε όσα παιδιά γνωρίζω, όλων των ηλικιών, για το παρόν τους και για το μέλλον τους. Πρώτον, μπράβο τους και δεύτερον, να μην ξεχνούν ότι είναι πολύ τυχερά.
Είναι πολύ τυχερά διότι δεν μπαίνουν απλώς σε μια σχολή, αλλά σε ένα σύστημα το οποίο τους ανοίγει ορίζοντες που δεν φαντάζονται. Ίσως αυτό δεν είναι τόσο φανερό στην Ελλάδα όπου τα τμήματα είναι κλεισμένα αεροστεγώς, όμως ας μην περιμένουν την εκπαιδευτική επανάσταση, ας τα πάρουν έτσι όπως είναι. Υπάρχει το αντικείμενο που τα περιμένει, υπάρχουν τα κτίρια, η υποδομή, έστω μουτζουρωμένη και βανδαλισμένη, ας μην ασχοληθούν με τη γκρίνια. Καλό θα ήταν να έβρισκαν τελειόφοιτους στην είσοδο να τους ξεναγήσουν, όπως γίνεται σε μερικά ευρωπαϊκά Πανεπιστήμια, αλλά αφού δεν θα βρουν, ας ψάξουν μόνοι τους ανθρώπους που θα απαντήσουν στις ερωτήσεις τους, όχι απαραίτητα από τα κομματικά τραπεζάκια. Αλλά ακόμα κι αυτά, αν υπάρχουν ακόμα, γιατί όχι;
Σημασία έχει ότι κέρδισαν τον κόσμο της διδασκαλίας, πιο πλατύ, πιο ανοιχτό, πιο προνομιακό από ποτέ, και μαζί το χρόνο της και τους ανθρώπους της. Στη σχολή θα βρουν τους δασκάλους, αν θελήσουν να τους δεχτούν για δασκάλους, τους αυριανούς συναδέλφους ή συνεργάτες, τους φίλους και τους εχθρούς. Κι αν δεν είναι αυτή που διάλεξαν, ας δουν τι μπορούν να πάρουν και πού να οδηγηθούν, γιατί δεν είναι μόνο η πόρτα των Πανεπιστημίων της Ελλάδας που τους άνοιξε με το Απολυτήριο τους, αλλά όλου του κόσμου. Κι αν πήραν χαμηλό βαθμό σε κάποιο μάθημα κι οι σοφοί σχολιαστές τους κάνουν να ντρέπονται, δεν έχει καμία σημασία.

 ΙΔΡΥΜΑ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΑΣΦΑΛΙΣΕΩΝ ΙΚΑ  ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΣ ΣΙΔΗΡΟΔΡΟΜΩΝ ΕΛΛΑΔΟΣ ΟΣΕ ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΣ ΤΗΛΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΩΝ ΕΛΛΑΔΟΣ ΟΤΕ  ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ Μεγάλα κ...