Δευτέρα 28 Ιουνίου 2010

Και η πίτα αφάγωτη

Μάλλον ένα διακριτικό ευχαριστώ για τη δωρεάν αγγελία θα έπρεπε να πει η κυβέρνηση στην «Guardian», αντί να διαμαρτύρεται και να ζητά να ανακαλέσει για την ιδέα της πώλησης νησιών. Το κράτος είναι χρεωμένο, τα νησιά είναι πολλά και όσοι τα αγοράσουν δεν μπορούν να τα πάρουν και να φύγουν. Κάτι σαν μίσθωση μπορούν να κάνουν, να φτιάξουν μια βίλα, ένα λιμανάκι, δεν μπορούν να ιδρύσουν ανεξάρτητο κράτος. Ενα σωρό βραχονησίδες ακατοίκητες έχουν τα μεγάλα νησιά δίπλα τους και η ανθρώπινη παρουσία κάτι μπορεί να τους προσφέρει, πέρα από το χρήμα της αγοράς. Γιατί τόση σπουδή πια να μπουν και τα νησιά στα ταμπού του πατριωτισμού, λες και έχουμε έλλειψη; Ολα ιερά και όσια είναι πλέον στη χώρα αυτή, από το θωρηκτό «Αβέρωφ» μέχρι τις βραχονησίδες, περνώντας κι από ένα σωρό μέρη. Ονόματα, χρονολογίες, σύμβολα, λέξεις, έμμονες ιδέες, αυταπάτες συλλογικές. Ολα είναι ταμπού και μην αγγίζετε, με εξαίρεση τα δάση που καίγονται κάθε χρόνο, την Πάρνηθα, το πολύτιμο βουνό της Αθήνας που δεν μπορεί να συνέλθει από την καταστροφή, τα αυθαίρετα που χτίζονται στα δάση, τα όμορφα κτίρια που γκρεμίζονται σε πόλεις και χωριά για να χτιστούν άσχημα, παράνομα, τα πεζοδρόμια που γεμίζουν σκουπίδια, τις παραλίες που καταπατούνται, τα ποτάμια που μολύνονται, τις λίμνες που ξεραίνονται, τα ζώα που χάνονται, τα φυτά που εξαφανίζονται, διάφορα τέτοια. Αλίμονο. Αυτά είναι δικά μας, η Ελλάδα ανήκει στους Ελληνες για να την κάνουν ό,τι θέλουν και να την καταστρέφουν μόνοι τους. Κι ακούγεται πιο λογικό να κόβονται μισθοί και συντάξεις, να καταργούνται σχολές, παρά να πουληθεί ένα νησί που δεν χρησιμοποιείται από κανέναν. Θα δώσουμε το αίμα μας, την ποιότητα ζωής μας, αλλά τα ταμπού μας τα κρατάμε. 

Σάββατο 5 Ιουνίου 2010

H Αθήνα είναι γερμανική. Αλλά όχι αρκετά.



(Δημοσιεύτηκε στο Athens Review of books, τεύχος 8 Ιουνιος 2010)

Πόσο να τα βάλουμε με τους Γερμανούς, ειδικά χρησιμοποιώντας τα στοιχεία εθνικής ταυτότητας; Ζούμε με τα χαρακτηριστικά που μας έδωσαν αυτοί, ακριβώς την εποχή που επιλέγαμε ποιοι θα είμαστε και τι πρόσωπο θα έχουμε. Το πρώτο πληθυντικό που χρησιμοποιώ είναι για εθνική χρήση. Η Αθήνα είναι γερμανική, είναι μια πόλη που οραματίστηκαν, σχεδίασαν και κατασκεύασαν Γερμανοί συχνά κόντρα στο, ας το πούμε, ντόπιο στοιχείο. Το παρελθόν της πόλης, που νοσταλγούμε, το παρόν της που δεχόμαστε ως κοινό από όλες τις γωνιές της Ελλάδας και του κόσμου, είναι λίγο- πολύ μια γερμανική, και γενικότερα ευρωπαϊκή κατασκευή που έχει αντισταθεί σε κάθε προσπάθεια να αντικατασταθεί από κάτι πιο ιθαγενές και αυτόχθονο. Ό,τι αγαπάμε κι ό,τι πιστεύουμε για μας, όποιο κομμάτι της πόλης μας προσφέρει ανοιχτό ορίζοντα και λίγη ομορφιά στην οποία αναγνωριζόμαστε, είναι ευρωπαϊκή κατασκευή. Και πρωτίστως γερμανική.


Aπλό νεοκλασσικό σπίτι Ύδρας και Σπετσών
Η Αθήνα έχει κακή σχέση με το παρελθόν της, παρά την προσήλωσή της σε αυτό. Ο τουρίστας μπορεί να έρθει εύκολα σε επαφή με τον πέμπτο αιώνα προ Χριστού, αν και οι περισσότεροι δεν εκμεταλλεύονται τις ευκαιρίες καθώς φεύγουν κυνηγημένοι από τη σύγχρονη μεγαλούπολη αφού δουν βιαστικά την Ακρόπολη. Και η σύγχρονη μεγαλούπολη δεν έχει αναφορές στον εαυτό της. Τα τελευταία 180 χρόνια ζωής της είναι πολύ πιο δύσκολο να την παρακολουθήσεις και να την καταλάβεις από ότι το χρυσό αιώνα του Περικλή, ακόμα κι αν σπαταλήσεις μέρες και χρόνια ή μια ολόκληρη ζωή. Λίγο πριν τους Ολυμπιακούς Αγώνες η αυτοεκτίμηση ανέδειξε αρκετά τα ωραία της κομμάτια, αλλά τώρα με την κρίση αρχίζει να την καλύπτει πάλι η λινάτσα της περιφρόνησης. Στην Πανεπιστημίου τα μαρμάρινα σκαλιά των παλιών ιστορικών κτιρίων έχουν κοπεί άγαρμπα στις άκρες από τους νεαρούς των συγκρούσεων με την Αστυνομία στα πλαίσια ενός εθίμου καταστροφής του δημόσιου χώρου που μέχρι τώρα σεβόταν τα μνημεία, και κανένας δεν φαίνεται να ενοχλείται. Από το κέντρο της πόλης λείπει η αγάπη, το χάδι του βλέμματος. Αυτοί που το αγαπούν κουράστηκαν, ή δεν είναι αρκετοί. Ίσως ποτέ δεν ήταν.



Μια διπλή ζωή

Ανοίγοντας το βιβλίο του Μπίρη, στην πρώτη κιόλας σελίδα του πρώτου κεφαλαίου με τίτλο Η ΠΟΛΙΣ ΕΡΕΙΠΙΟΝ, πέφτει το μάτι στην πρώτη παράγραφο, στην τελευταία φράση: ‘Οι δε εντόπιοι Τούρκοι, αναχωρούντες έχυνον πικρότατα δάκρυα…» Είναι ένα απόσπασμα από την Ιστορία των Αθηνών, του Διον. Σουρμελή, (εκδ Β 1853) και δίνει μια εικόνα της Αθήνας που δεν έχουμε συνηθίσει να φανταζόμαστε. Κάποιοι άνθρωποι ζούσαν εδώ και αναγκάστηκαν να φύγουν: είναι κάτι που ξεχνάμε όταν για παράδειγμα επαναλαμβάνουμε το κλισέ που θέλει την Αθήνα να είναι ένα ασήμαντο χωριό το 1830. Ένας χώρος δηλαδή έρημος, που μπορούσε να σχεδιαστεί από την αρχή με την αισθητική και τις απόψεις των κατοίκων ενός καινούργιου κράτους, μιας καινούργιας χώρας ουσιαστικά.
Τοπογραφικό σχέδιο της ΑΘήνας 1670, επιχρωματισμένη
χαλκογραφία. Αποδίδεται στους καπουτσίνους μοναχούς.
Μουσείο Μπενάκη.

Ωστόσο τα πράγματα ήταν πιο περίπλοκα. Η Αθήνα ήταν μια μικρή πόλη κι όχι χωριό, όπως συνήθως λέμε, αλλά υπήρχε σαν φαντασιακή αναφορά στην πνευματική και καλλιτεχνική ζωή των Ευρωπαίων από αιώνες ήδη. Ζούσε ένα είδος παράλληλης ζωής, διπλής ζωής. Ζούσε μια ζωή στην πραγματικότητα, στην ξερή Αττική με τις κακουχίες του επαναστατικού πολέμου που ακολούθησαν τους δύσκολους τελευταίους αιώνες της οθωμανικής περιόδου, και μία άλλη ζωή στα οράματα των διανοουμένων της Ευρώπης, στις αναζητήσεις των εικαστικών καλλιτεχνών, αρχιτεκτόνων και πολεοδόμων, στις αναφορές των ηγεμόνων, των φιλοσόφων, των ποιητών. Η Αθήνα ήταν ουσιαστικά στον πληθυντικό, αι Αθήναι. Δυο –τουλάχιστον- παράλληλες πόλεις και παράλληλες ζωές που δυσκολεύτηκαν πολύ να συγκατοικήσουν.

Στην πραγματική Αθήνα του 1830, οι Τούρκοι έκλαιγαν φεύγοντας, αφού είχαν πουλήσει τα κτήματα τους. Με το πρωτόκολλο του Λονδίνου οι δυο αντίπαλοι, η Οθωμανική αυτοκρατορία και η Ελλάδα, έδιναν αμνηστία στους εκατέρωθεν κατοίκους που είχαν πάρει μέρος σε εχθροπραξίες, και επιτρεπόταν για ένα χρόνο η μετανάστευση όσων ήθελαν σε αντίστοιχα μέρη. Μπορούσαν να πουλήσουν τα κτήματά τους και να φύγουν. Οι Τούρκοι της Αθήνας πουλούσαν πολύ φτηνά με δεδομένες τις συνθήκες. Η πόλη άλλαζε χέρια με τεράστια ταχύτητα και μεγάλη ευκολία. Ένα σωρό άνθρωποι από όλη την Ευρώπη και την Οθωμανική Αυτοκρατορία έρχονταν και αγόραζαν εκτάσεις. Ο στρατηγός Μακρυγιάννης ήταν ανάμεσα σε αυτούς που αγόρασαν κτήματα, ο ναύαρχος Μάλκολμ αγόρασε ένα χτήμα πολύ μακριά από την πόλη, τότε, το σημερινό Άσυλο Ανιάτων, πλούσιοι Χιώτες τραπεζίτες και έμποροι, ο Φαναριώτης ηγεμών της Μολδοβλαχίας Σούτσος, άνθρωποι που έβλεπαν την πόλη να έχει λαμπρό μέλλον εν ολίγοις, και ταυτόχρονα μεγάλες προοπτικές κέρδους.

Ανάμεσα στους αγοραστές ήταν οι αρχιτέκτονες Σταμάτης Κλεάνθης και Εδουάρδος Σάουμπερτ, σπουδαγμένοι και οι δυο στο Βερολίνο. Κι εδώ, με αυτούς τους δυο περισσότερο από όσο με κάθε άλλον επενδυτή και οραματιστή, γίνεται η πρώτη συνάντηση μεταξύ των δυο Αθηνών.

Η πορεία του Κλεάνθη είναι ιδανική για να φέρει σε επαφή τον οραματισμό με την πράξη. Γεννημένος στο Βελβεντό της Κοζάνης είχε μεταναστεύσει πολύ νέος στο ανθηρό Βουκουρέστι. Ανήκε σε εκείνη τη λαμπρή και ενθουσιώδη νεολαία που στρατεύτηκε στον Ιερό Λόχο του Υψηλάντη και αποδεκατίστηκε στο Δραγατσάνι. Εκεί είχε πιαστεί κι εκείνος αιχμάλωτος, αλλά κατάφερε να δραπετεύσει και να πάει στη Βιέννη. Ύστερα σπούδασε αρχιτεκτονική πρώτα στη Λειψία και μετά στο Βερολίνο. Εκεί του έδωσαν το επίθετο Κλεάνθης, Σταματίου τον έλεγαν κανονικά. Τον ονόμασαν Κλεάνθη προς τιμή του αρχαίου φιλοσόφου- και προς ταύτιση βέβαια μαζί του, πράγμα που δείχνει πώς έβλεπε το ευρωπαϊκό περιβάλλον έναν Έλληνα της εποχής που αγωνιζόταν σε όλους τους τομείς, και πώς έβλεπε και ο ίδιος τον εαυτό του: απευθείας απόγονο των αρχαίων.

Στην αρχιτεκτονική ο Σταμάτης Κλεάνθης είχε δάσκαλο το μεγαλύτερο όνομα του νεοκλασικού ρεύματος, τον Χανς Ντίτριχ Σίνκελ. Το κίνημα της νεοκλασικής αρχιτεκτονικής είχε απλωθεί στην Ευρώπη σαν αντίδραση στο ροκοκό και το μπαρόκ, σαν μια ανάγκη για λιτότητα στις φόρμες των κτιρίων, και νέα επιστροφή στις πηγές, εκεί που είχε στραφεί και η αναγέννηση. Πίσω, στους Ρωμαίους. Ακόμα καλύτερα, στους Έλληνες. Στο γερμανικό χώρο το κίνημα είχε βρει τους πιο ενθουσιώδεις οπαδούς. Κι όχι τυχαία. Η ευγενική απλότητα και το ήρεμο μεγαλείο του πνεύματος της κλασικής εποχής, όπως το έβλεπε ο νεοκλασικισμός και ήθελε να το αναπαράγει, ήταν ιδανικά για να εκφράσουν την αντίθεση των νέων εθνικών πολιτικών ιδεωδών της εποχής εκείνης με το κατεστημένο των αυτοκρατοριών ή των πολλών μικρών κρατιδίων που δεν ήταν ακόμα εθνικά κράτη. Ακόμα και των αυτοκρατοριών που ένοιωθαν την ανάγκη για ανανέωση. Και το περίεργο είναι ότι αυτή η φάση που έμελλε να είναι θυελλώδης για την Ευρώπη, όπου τα έθνη έπρεπε να βρουν τα χαρακτηριστικά τους και να συσπειρωθούν σε κράτη, εκφράστηκε αρχιτεκτονικά ενιαία, δηλαδή με το αρχαίο ελληνικό ιδεώδες, το νεοκλασικισμό. Στις ΗΠΑ χτίστηκε νεοκλασικό το κτίριο του Καπιτωλίου. Νεοκλασική χτίστηκε η Πετρούπολη, το Βερολίνο, το Μόναχο, νεοκλασική και η Αθήνα.

Προπάντων η Αθήνα.

Παναγιώτη Ζωγράφου, η πολιορκία της Αθήνας
του 1827, κατά την περιγραφή του στρατηγού
Μακρυγιάννη

Ο Κλεάνθης με το φίλο του τον Σάουμπερτ είχαν έρθει από το 1828 στην Ελλάδα και εργάζονταν με τον Καποδίστρια. Είχαν τίτλο «Αρχιτέκτονες της Κυβέρνησης» Σχεδίαζαν δημόσια κτίρια, επέβλεπαν και ταυτόχρονα δίδασκαν, «όσους νέους του ορφανοτροφείου Αιγίνης είχαν την κλίση». Όταν ο Καποδίστριας δολοφονήθηκε, εγκατέλειψαν το δημόσιο και εγκαταστάθηκαν πρώτα στο Ναύπλιο και μετά στην Αθήνα. Κι εκεί στην Αθήνα αγόρασαν από έναν από εκείνους τους Τούρκους που «έκλαιαν φεύγοντες» ένα κτήμα στο Ριζόκαστρο με ένα σπίτι μισογκρεμισμένο επάνω, το οποίο επισκεύασαν και το επέκτειναν, το γνωστό μας Πρώτο Πανεπιστήμιο.

Το όραμα και το χώμα

Με τι μοιάζει η πόλη την εποχή εκείνη, που οι δυο ζωές της αρχίζουν να συγκλίνουν; Είναι γκρεμισμένη η μισή από την πολιορκία του Κιουταχή και από όλα τα χρόνια του επαναστατικού πολέμου. Στην Ακρόπολη υπάρχει ακόμα τουρκική φρουρά, κι ας φεύγει ο άμαχος πληθυσμός. Σε πολλά σημεία δεν μπορείς να περάσεις το δρόμο από τα σωριασμένα οικοδομικά υλικά των γκρεμισμένων σπιτιών. Οι ρεπόρτερ της εποχής, περιηγητές και συνοδοί των στρατηγών που την επισκέπτονται, δηλώνουν την απογοήτευσή τους. Δεν αναγνωρίζουν «τας ιοστεφείς Αθήνας» βλέποντας τα καινούργια ερείπια πεσμένα πάνω στα παλιά. Αναζητούν την Αγορά και το Λύκειο και διάφορα μέρη για τα οποία είχαν διαβάσει, και βρίσκουν σωρούς από πέτρες, που δεν ξέρουν πότε κι από πού σωριάστηκαν.

Είχαν την απαίτηση να βρουν ανέγγιχτη μια πόλη του 5ου αιώνα προ Χριστού, άντε και με τις ρωμαϊκές της βελτιώσεις και προεκτάσεις, αγνοώντας τους έντεκα αιώνες που πέρασαν, τους πολέμους που την είχαν καταστρέψει πολλές φορές, και αυτή και την Ακρόπολη, τις αλλαγές θρησκειών και τα άλλα δεινά που πέρασαν από πάνω της. Όπως και οι σημερινοί Αθηναίοι, είχαν κι εκείνοι ένα κενό στην ιστορική τους γνώση, σαν η Αθήνα να είχε κοιμηθεί όχι για εκατό χρόνια όπως η βασιλοπούλα του παραμυθιού, αλλά τουλάχιστον για χίλια.

Η κοινή γνώμη της Ευρώπης, που ήδη έπαιζε ρόλο πολιτικό, απόδειξη το πώς άλλαξε η ευρωπαϊκή πολιτική μετά τη σφαγή της Χίου, οι καλλιτέχνες και οι διανοούμενοι της ανυπομονούσαν να δεχτούν τη νέα χώρα στην αγκαλιά τους, και να τους ανοίξει κι εκείνη τη δική της, όχι για να εντρυφήσουν στο νότο των Βαλκανίων, αλλά για να μελετήσουν σε βάθος και επί τόπου τις ρίζες τους. Η αρχαιότητα είχε την αίγλη. Η Ελλάδα ήταν πια κάτι σαν τους Άγιους Τόπους που θα έδινε την ευλογία της στους πιστούς του πνεύματος, φέρνοντας κάτι από τη δροσιά των προχριστιανικών ιδεών στους άπληστους πλέον για γνώση αλλά και ιστορική συνείδηση ευρωπαίους. Τι απογοήτευση η Αθήνα!

Μια πόλη γκρεμισμένη λοιπόν. Καταθλιπτικό, αλλά αν το σκεφτεί κανείς, τι καλύτερο για να χτιστεί η νέα, σχεδιασμένη από την αρχή, φιλόδοξη πρωτεύουσα ενός νέου φιλόδοξου κράτους; Οι δυο δραστήριοι αρχιτέκτονες άρχισαν αμέσως να κάνουν το τοπογραφικό της. Θα μπορούσαν να φτιάξουν ένα σχέδιο για μια πόλη που θα αναδείκνυε επιτέλους τα ερείπια σαν μνημεία. Τα αρχαία ερείπια, εννοείται. Τέρμα τα κάστρα και οι πυριταδοποθήκες, τέρμα τα τζαμιά αλλά και οι χριστιανικές εκκλησίες μέσα στους αρχαίους ναούς. Η αρχαία Αθήνα θα ελευθερωνόταν από τη σύγχρονη πόλη, που ήταν και μισογκρεμισμένη επιπλέον. Και γύρω της θα σχεδιαζόταν μια υπέροχη ευρωπαϊκή πόλη, με αναφορά στην αρχαία, εμπνευσμένη από αυτήν.

Το τρίγωνο του αθηναϊκού σχεδίου

Τι θαυμάσια ιδέα! Όλοι εκείνοι οι κτηματίες που είχαν αγοράσει γη, και οι παλιοί ιδιοκτήτες μαζί, πήγαν στους δυο φίλους και ζήτησαν το σχέδιο να είναι για πρωτεύουσα, να διεκδικήσουν τη θέση αυτή από το νέο βασιλιά στον οποίον είχαν υποβληθεί μερικές ακόμα υποψηφιότητες.

Και αλήθεια, γιατί έπρεπε να γίνει η Αθήνα πρωτεύουσα; Υπήρχαν πολύ πιο ενδιαφέρουσες προτάσεις. Η Ερμούπολη ήταν μια πόλη ολοκαίνουργια, αμιγώς ελληνική, χτισμένη από τους πρόσφυγες της Χίου μέσα σε λίγα χρόνια, και την κατοικούσε εκείνη η αστική τάξη που χρειαζόταν το καινούργιο κράτος. Το Ναύπλιο και η Αίγινα είχαν ήδη παίξει το ρόλο της πρωτεύουσας, τα Μέγαρα, η Κόρινθος, το Άργος και η Τρίπολη τον διεκδικούσαν. Ίσως να είχε προτιμηθεί κάποια από αυτές αν δεν ήταν ο Λουδοβίκος της Βαυαρίας.

Αν η Βαυαρία δεν ήταν ένα μικρό βασίλειο το 1830, πιθανότατα η Αθήνα να μην ήταν τόσο πολύ βαυαρική (και γερμανική γενικότερα, οι αρχιτέκτονες και οι πολεοδόμοι που τη σχεδίασαν είχαν σπουδάσει και σε άλλες γερμανικές πόλεις εκτός Βαυαρίας, κυρίως στο Βερολίνο). Αλλά οι μεγάλες δυνάμεις που υπέγραψαν το πρωτόκολλο του Λονδίνου αναζητούσαν το μικρό ουδέτερο κράτος που θα προμήθευε ηγεμόνα στην καινούργια χώρα. Μικρό και ουδέτερο, ανίσχυρο και ακίνδυνο για τις Μεγάλες Δυνάμεις, να μη γέρνει σε καμία πλευρά από τις τρεις τους. Στα μέρη της σημερινής Γερμανίας υπήρχαν άφθονα τέτοια. Ο Λεοπόλδος της Σαξωνίας αρνήθηκε το θρόνο, και τότε ήρθε η σειρά του νεαρού Όθωνα, γιου του Λουδοβίκου της Βαυαρίας. Η Βαυαρία είχε γίνει βασίλειο μόλις λίγα χρόνια πριν, το 1806. Ο Λουδοβίκος είχε εκδηλώσει τον φιλελληνισμό του από την αρχή της επανάστασης, είχε πολύ ξεκάθαρες ρομαντικές απόψεις, ήταν συλλέκτης, φιλότεχνος, ο άνθρωπος που γέμισε το Μόναχο με νεοκλασικά κτίρια.

Επίσης ο άνθρωπος αυτός ήταν ο κύριος υπεύθυνος για την επιλογή της Αθήνας. Ας ήταν γεμάτη ερείπια, ας μη βρισκόταν σε βολική θέση για να ελέγχει το χώρο (ακόμα και σήμερα δεν είναι άβολο να πρέπει να ταξιδέψεις από την πρωτεύουσα οπουδήποτε αλλού;). Η Αθήνα ήταν απλώς η Αθήνα. Είχε την αίγλη του μακρινού παρελθόντος, πολύ σημαντική στο κοινό αίσθημα των Ευρωπαίων και στη στάση τους υπέρ της επανάστασης. Ήταν από τις πόλεις η πιο φιλολογική και πιο καλλιτεχνική, οπότε δεν έπαιζε ρόλο αν δεν είχε μείνει δρόμος όρθιος από τον πόλεμο. Εξάλλου, όπως απεδείχθη τα ερείπια ήταν μάλλον προς όφελός της, άλλα πράγματα την κατάστρεψαν ήδη από τις πρώτες της ώρες. Τα ερείπια ήταν η μεγαλύτερη ευκαιρία που μπορούσε να της τύχει. Μια πόλη από την αρχή; Πότε θα της ξανασυνέβαινε;

Και ήταν όντως η στιγμή. Μπορεί σήμερα το κέντρο της να μας φαίνεται μικρό και κουρασμένο, ωστόσο είναι το μοναδικό της κομμάτι που σχεδιάστηκε από την αρχή, με μεγάλες φιλοδοξίες. Το μόνο που ξεκίνησε με βάση ένα αληθινό πολεοδομικό σχέδιο.

Ήταν η πρώτη και τελευταία ευκαιρία της Αθήνας. Να σχεδιαστεί και να κτιστεί καινούργια, ξεκινώντας μέσα από τα ερείπια και πάνω στις ερημιές.

Τώρα πια που τόσο πολύ έχει αλλάξει το κέντρο της και με τόσες ελλείψεις χτίστηκε η περιφέρειά της, πρέπει να αναγνωρίσουμε ότι οι Γερμανοί και ειδικά οι Βαυαροί ήταν μια ευτυχής συγκυρία. Δεν κινδύνευαν να πέσουν στον πειρασμό να την σχεδιάσουν πιο «γερμανική», γιατί εκείνη τη στιγμή λάτρευαν ακριβώς αυτό το στυλ, το ελληνικό. Δεν είχαν μεγάλο κράτος σαν τους άλλους τρεις, τα ιδεώδη λοιπόν του νεοκλασικισμού, που ενσωμάτωνε συμβολικά τη λειτουργία ενός εθνικού κράτους, ήταν ακριβώς αυτά που τους κινούσαν. Κι αυτά που είχε ανάγκη ακόμα περισσότερο κι από τους ίδιους, η Ελλάδα. Είχε ανάγκη αυτές τις καθαρές γραμμές που αναδείκνυαν τις έννοιες του έθνους και του νόμου, του κράτους και της κυβέρνησης μέσα σε μια πόλη που θα λειτουργούσε αποτελεσματικά και θα ήταν κέντρο, όχι μόνο της εξουσίας αλλά και του εθνικού χώρου.

Πλατεία Κοτζιά, σήμερα, με την καινούργια λιμνούλα


Και ίσως επειδή ήταν γερμανοί να τη σχεδίασαν με τόσο αυστηρή προσήλωση στα κλασσικά της πρότυπα.

Αυτό αναζητούσαν εξάλλου στην Αθήνα. Την πηγή της έμπνευσης τους για το νεοκλασικό στυλ, έναν ρυθμό αρχιτεκτονικό που συνδύαζε απλές γραμμές- απλές σε σχέση με το μπαρόκ και το ροκοκό- με επίσημο ύφος που θα εξέφραζε τη σιγουριά των νέων εθνικών εξουσιών απλά και λειτουργικά. Οι γερμανοί, ηγεμόνες και αρχιτέκτονες, είχαν ανάγκη αυτό το κίνημα. Δημιούργησαν νεοκλασικές πόλεις σαν το Μόναχο και το Βερολίνο. Όποιος έχει περπατήσει στη λεωφόρο «Υπό τας φιλύρας» (Unter den Linden) θα έχει οπωσδήποτε σκεφτεί τις ομοιότητες με κάποια ιδεατή Αθήνα στον αρχιτεκτονικό ρυθμό των κτιρίων. Υπάρχει βέβαια μια μεγάλη διαφορά, μεγαλύτερη και από το γεγονός ότι στην Αθήνα έχουν απομείνει ενιαία μόνα τα τρία κτίρια του κέντρου, η Βιβλιοθήκη, το Πανεπιστήμιο και η Ακαδημία. Κι αυτή η διαφορά είναι το πλάτος των πεζοδρομίων. Στο Βερολίνο οι οικοπεδούχοι μάλλον δεν θα πλούτισαν τόσο όσο στην Αθήνα, αλλά επέτρεψαν ανοιχτούς ορίζοντες στους περιπατητές των επόμενων γενεών και άνετο χώρο στις ρίζες των μεγάλων αυτών δέντρων που τις λέμε φλαμουριές ή φιλύρες.

Το μοναδικό σχέδιο πόλης που είχαμε ποτέ

Αυτή η γερμανική ευκαιρία δόθηκε στην καινούργια πόλη. Αν ήταν Γάλλοι ή Άγγλοι οι δημιουργοί της, είναι πιθανό να μην τη σχεδίαζαν τόσο αυστηρά νεοκλασική. Αν ήσαν Ρώσοι, για να αναφέρουμε μόνο τις τρεις εγγυήτριες Δυνάμεις, πιθανόν να την προτιμούσαν πιο βυζαντινή. Ίσως και οι τρεις απ’ αυτούς να προσπαθούσαν να την κάνουν περισσότερο αντιπροσωπευτική του δικού τους προσώπου, να θέσουν περισσότερο τη σφραγίδα τους. Δεν μπορούμε να ξέρουμε.

Από τη μια μεριά λοιπόν ο Λουδοβίκος με τον κλασικό ρομαντισμό του ή τον ρομαντικό κλασικισμό του (ισχύουν και τα δυο το ίδιο) από την άλλη το σύμπαν έτοιμο να τον βοηθήσει επειδή ήθελε κάτι τόσο πολύ. Το σύμπαν με τη μορφή της κοινότητας των Αθηναίων που πρότειναν μια σειρά διευκολύνσεις για να προτιμηθεί η πόλη τους, τις οποίες με διάφορες δικαιολογίες αργότερα τις ακύρωσαν ουσιαστικά, αλλά τότε τις εμφάνισαν συνημμένες στο σχέδιο Κλεάνθη- Σάουμπερτ.





Το σχέδιο συντάχθηκε και υποβλήθηκε τον Δεκέμβριο του 1832, εγκρίθηκε από την Αντιβασιλεία, και επικυρώθηκε με Βασιλικό Διάταγμα στις 6 Ιουλίου 1833



Η πολεοδομική πρόταση των Κλεάνθη-Σάουμπερτ για την πόλη των Αθηνών του 1833 (Πηγή: Κ. Μπίρης, Αι Αθήναι από του 19ου εις τον 20όν αιώνα, Αθήνα 1966)



Ήταν ένα σχέδιο που προέβλεπε να απαλλοτριωθεί η μισή παλιά πόλη για να γίνουν ανασκαφές. Και πάλι λίγο ήταν για τις ασίγαστες όπως αποδείχτηκαν αρχαιολογικές ανάγκες της Αθήνας. Το άλλο μισό κομμάτι της παλιάς πόλης έμπαινε στο σχέδιο αλλά όχι όπως ήταν. Θα γίνονταν νέοι δρόμοι και κανονικά τετράγωνα.

Υπήρχε ένα ισοσκελές τρίγωνο με κορυφή τη σημερινή πλατεία Ομονοίας, σκέλη τις οδούς Πειραιώς και Σταδίου, και βάση την οδό Ερμού. Οι άκρες ήταν ο Πειραιάς, το Στάδιο και η Ακρόπολη. Στα πόδια της άνοιγε και απλωνόταν η πόλη. Στην κορυφή του τριγώνου θα γίνονταν τα ανάκτορα, κορυφή της κρατικής εξουσίας

Ο προσανατολισμός των σκελών του τριγώνου δεν ήταν τυχαίος: «Συναντώνται», σημειώνουν οι Κλεάνθης και Σάουμπερτ στο υπόμνημά τους, «κατά τοιούτον τρόπον ώστε ο εξώστης των Βασιλικών ανακτόρων να απολαμβάνει ταυτοχρόνως του γραφικού Λυκαβηττού, του Παναθηναϊκού Σταδίου, της πλούσιας εις υπερήφανους αναμνήσεις Ακροπόλεως, και των πολεμικών και εμπορικών πλοίων του Πειραιώς» (Μπίρης). Οι οδοί Πειραιώς και Σταδίου διακόπτονταν, συμμετρικά ως προς τα Ανάκτορα, από τις αντίστοιχες τετράγωνες πλατείες Μπόρσας (Χρηματιστηρίου) και Θεάτρου. Είναι οι σημερινές Πλατείες Κουμουνδούρου και Κλαυθμώνος, οι οποίες πράγματι είναι συμμετρικές, κάτι που δεν το συνειδητοποιεί κανείς εύκολα μέσα στο σημερινό χάος της Αθήνας. Οι Πειραιώς και Σταδίου κατέληγαν σε δυο κυκλικές πλατείες-όρια της Πόλης: η μεν πλατεία Κέκροπος στη μεγάλη διασταύρωση των δυτικών παραδοσιακών υπεραστικών οδών της παλιάς πόλης κοντά στο σημερινό Γκάζι, η δε πλατεία Μουσών στην ανατολική Πύλη των Μεσογείων, τη σημερινή πλατεία Συντάγματος. Το πιο ωραίο ήταν τα βουλεβάρτα που ένωναν τις πλατείες δημιουργώντας ένα τετράγωνο. Θα είχαμε κι εμείς βουλεβάρτο υπό τας φιλύρας, τους κέδρους, ή τους ευκαλύπτους, τι προτιμάτε;



Οργανωμένα συμφέροντα ανοργανωσιάς

Το σχέδιο εγκρίθηκε, ξεκίνησαν οι εργασίες, αλλά μόλις χαράχτηκαν οι γραμμές στο έδαφος και είδαν πόσες πολλές απαλλοτριώσεις έπρεπε να γίνουν, αμέσως άρχισαν οι αντιρρήσεις από τους οικοπεδούχους. Αυτοί που είχαν αγοράσει 70 λεπτά το στρέμμα ήθελαν τώρα να γίνει η εκτίμηση με τιμή 3 δραχμές. Έκαναν επιτροπές, προτάσεις ελιγμούς, κόψε ράψε το σχέδιο, να στενέψει η Ερμού, να φαγωθεί μια στοά, μια αγορά, να γίνουν 12 μ. οι δρόμοι αντί για 15 από την Αιόλου και ανατολικά, να στενέψει η Σταδίου, να στενέψει η Πειραιώς. Τα δέχτηκαν αυτά, ξαναεγκριθηκε το σχέδιο. Μετά άρχισαν να διαμαρτύρονται οι οικοπεδούχοι που θα απαλλοτρίωναν, κοντά στην Ακρόπολη, γιατί η πρόταση για την απαλλοτρίωση ήταν για 20 λεπτά.



Βρήκαν και γι αυτό μια λύση συμβιβαστική, δόθηκε η υπόσχεση ότι θα το αναλάβει ο Δήμος που θα δημιουργούνταν με λεφτά του κράτους. Και μετά έγινε η θεμελίωση με χαρές και πανηγύρια. Πάει να ξεκινήσει η χάραξη, αλλά βγαίνει ένας μηχανικός και λέει, δεν γίνεται, δεν χαράζεται αυτό το σχέδιο. Αδύνατον. Δεν είναι καλά σχεδιασμένο, θα δημιουργηθούν διαφορές στους οικοπεδούχους. Σταμάτησαν όλες οι εργασίες, περίμεναν τα καράβια με τα οικοδομικά υλικά, δεν κινούνταν τίποτε.


Το βασανιστήριο της αργής ερείπωσης των διατηρητέων

Ο Μάουρερ, ο νομομαθής αντιβασιλιάς, ήρθε επειγόντως στην Αθήνα. Το θέμα στην ουσία ήταν τα οικόπεδα, πώς δεν θα χάνανε εκτάσεις όταν θα περνούσαν οι δρόμοι. Υπήρχαν ιδιοκτήτες που έσπερναν φήμες. Ακουγόταν ας πούμε ότι θα ερχόταν ο Κριεζώτης από την Εύβοια με στρατό, με τα παλικάρια του, για να μην αφήσει να περάσει ο δρόμος από το κτήμα του το Ροδακιό, Ερμού και Βουλής.

Τους ερχόταν βαριά τόση ρυμοτομία, τόση οργάνωση, όλων αυτών των ανθρώπων που είχαν συνηθίσει προφανώς να ζουν με άλλες συνθήκες.

Για να λυθεί το αδιέξοδο ειδοποιήθηκε ο Λουδοβίκος της Βαυαρίας, κι έστειλε τον Λέον Φον Κλέντσε εδώ να βοηθήσει την κατάσταση. Ήταν ο βασιλικός αρχιτέκτονας και πολεοδόμος. Το σχέδιο Κλεάνθη- Σάουμπερτ ήταν πολύ φιλόδοξο για τα μέσα που διέθετε το κράτος και για τις απαιτήσεις των οικοπεδούχων. Δεν υπήρχαν λεφτά για τόσες απαλλοτριώσεις.

Ο Κλέντσε μίκρυνε την πόλη. Λιγότερο σχέδιο. Λιγότερα προβλήματα. Στένεψε τους φαρδείς δρόμους. Έστριψε σε κάποια σημεία που υπήρχαν κτήματα πολύ δύσκολο να απαλλοτριωθούν, γενικά υποχώρησε σε έκταση δημόσιων χώρων. Επίσης κατάργησε τα βουλεβάρτα, και δυστυχώς δεν λείψανε σε κανέναν να τα ζητήσει και να γίνουν. Έτσι έγινε η Αθήνα χωρίς βουλεβάρτα. Ακόμα και η λέξη εξαφανίστηκε από τη γλώσσα πριν καν φυτευτεί. Ας στεναχωρηθούν και οι φιλόλογοι λίγο. Ήρθε μετά ως μπουλβάρ, θεατρικό είδος, και άντε να σου θυμίσει χαμένες λεωφόρους με δενδροστοιχίες.

Και στην παλιά πόλη, είπε ο Κλέντσε, δεν χρειάζεται να γίνουν ευθείες οι δρόμοι. Ας μείνουν όπως είναι. Γενικά του άρεσαν τα γραφικά μεσαιωνικά δρομάκια.

Έτσι κουτσουρεμένο το σχέδιο εγκρίθηκε ξανά. Ο Κλέντσε είχε αλλάξει και όλα τα ονόματα των Κλεάνθη Σάουμπερτ, δημιουργώντας κάποιο χάος στην πρώτη πολεοδόμηση της Αθήνας.

Πολύ συχνά οι ιστορικοί, τα βάζουν με τον Κλέντσε. Αυτός φταίει για όλα, που στένεψε τους δρόμους, έκανε λοξή τη Σταδίου, τη λένε Σταδίου και στο Στάδιο δεν φτάνει. Ο Μπίρης τον κατηγορεί για τις απόψεις του γενικότερα και για το ότι άλλαξε τα ονόματα των δρόμων. Υποπτεύεται ότι ήθελε να εκμεταλλευτεί τη δουλειά των προηγούμενων, αφού εξέδωσε μετά στη Γερμανία το σχέδιο χωρίς να τους αναφέρει. Αυτόν λοιπόν πρέπει να καταριόμαστε για το χάλι μας το σημερινό!

Και το κάνουμε με ευκολία, γιατί ήταν και γερμανός. Ενώ ο έλληνας είχε κάνει το καλό το σχέδιο που δεν άφησε η Βαυαροκρατία να εφαρμοστεί! Αυτές οι απόψεις είναι αρκετά διαδεδομένες, έχουν υποστηριχτεί πολύ σοβαρά από πολλούς συγγραφείς πχ τον Δημήτρη Φωτιάδη στο έργο του «Όθων», που είχε μεγάλη διάδοση στο αριστερό κοινό, και ακόμα συχνά ανακυκλώνονται. Στη γνωστή πια ανάγκη να φορτωθούν όλα στους κακούς ξένους αφήνονταν έκδηλες και οι αντιφάσεις της άποψης αυτής. Λες και δεν ήταν η στάση των κατοίκων που έκανε αδύνατη την υλοποίηση του σχεδίου. Ο Κλέντσε απλώς πρότεινε έναν συμβιβασμό με το κύρος μάλιστα του «βασιλικού αρχιτέκτονα» για να μπορέσουν να ξεκινήσουν να χτίζουν.

Τα βιβλία πάντως που αναφέρω εδώ είναι πολύ πιο νηφάλια και παραδέχονται ότι η κυριότερη αιτία για τη διαρκή μείωση των δημόσιων χώρων ήταν η αντίσταση των ιδιοκτητών, κι αν έφταιγαν σε κάτι οι Βαυαροί ήταν το ότι δεν μπορούσαν να τους παρακολουθήσουν σε όλους τους τρομερούς ελιγμούς που έκαναν και τις καθυστερήσεις που προκαλούσαν.

Για να χτιστεί η Αθήνα προσέφεραν πολλοί εθνικοί ευεργέτες χρήματα για τα δημόσια κτίρια. Χρειάζονταν όμως περισσότεροι ευεργέτες. Όλοι οι κτηματίες, οι οικοπεδούχοι, όλοι οι ιδιοκτήτες έπρεπε να είναι ευεργέτες, για να προσφέρουν στους δρόμους και στις πλατείες το χώρο που χρειάζονταν. Έκαναν ακριβώς το αντίθετο. Πολέμησαν σθεναρά για κάθε μέτρο πεζοδρομίου που ζητούσε το σχέδιο. Τέσσερις φορές κόντεψαν να καταφέρουν να μικρύνει το Σύνταγμα, και χρειάστηκε ο Όθων να επέμβει για να σταματήσουν. Η μισητή απόλυτη μοναρχία είχε και αυτή την πλευρά, που προφανώς την έκανε ακόμα πιο μισητή. Ανάγκαζε τους ιδιοκτήτες να απαλλοτριώνουν μέτρα των οικοπέδων τους και των κτημάτων τους για να γίνονται δρόμοι. Δέκα χρόνια ακόμα να είχε κρατήσει η μισητή μοναρχία, η Αθήνα πιθανότατα θα είχε μεγαλύτερες πλατείες και πεζοδρόμια. Εξάλλου πολλές μεγάλες πόλεις ευρωπαϊκές απέκτησαν μεγάλους δρόμους χάρις σε απόλυτους μονάρχες. Ίσως η έννοια της φωτισμένης μοναρχίας να δικαιώνεται εκ των υστέρων χάρις στο φως που μπορεί να απολαμβάνει κανείς όταν ζει και κυκλοφορεί σε δρόμους φαρδείς, σε πόλεις με πλατείες.


Η Ομόνοια σήμερα

Η μοίρα της Αθήνας

Η Αθήνα δυστυχώς δεν μπόρεσε να αποκτήσει άλλα τέτοια σχέδια, πέρα από το βασικό της τρίγωνο. Στα όρια του τα μεγάλα χτήματα ρυμοτομήθηκαν με τον στενότερο και πυκνότερο δυνατό τρόπο από τους ίδιους τους κτηματίες. Μικρά οικόπεδα, για να πουληθούν εύκολα, στενοί δρόμοι αλλά πυκνοί δρόμοι, για να έχει να τους φροντίζει το κράτος, στενά πεζοδρόμια, για να μη χαθούν εκτάσεις, καθόλου πλατείες ούτε και τίποτε που να μοιάζει με χώρο δημόσιο. Με βάση τα σχέδια αυτά πουλούσαν τα οικόπεδα, στη συνέχεια με την πολιτική πίεση των πολλών ιδιοκτητών το σχέδιο εγκρινόταν. Έτσι επεκτάθηκε η Αθήνα, έτσι χτίστηκε η Ελλάδα σε γενικές γραμμές.

Στα μικρά εκείνα οικόπεδα χτίστηκαν σπίτια που φάνταζαν δυσανάλογα επιβλητικά με το ασφυκτικό τους πλαίσιο, είχαν ωστόσο σε πρώτη φάση το νεοκλασσικό τους στυλ πολύ συχνά, τα φουρούσια και τα ακροκέραμά τους, τις καρυάτιδες και τα αετώματα τους, ακόμα και λίγη αυλίτσα ή κηπάκι. Δεν είχαν δρόμο μπροστά, δεν είχαν αρκετό πεζοδρόμιο, αλλά η έλλειψη αυτή ξεχνιόταν για να κληρονομηθεί στα παιδιά που θα έχτιζαν την πολυκατοικία.

Είκοσι χρόνια ακόμα αν είχε κρατήσει η μισητή απόλυτη μοναρχία, μπορεί να είχαν αποκτήσει σχέδιο τα Εξάρχεια και η Κυψέλη. Όμως η Ιστορία δεν έχει «αν». Ο Όθων έφυγε αφήνοντας το τρίγωνο του Κλεάνθη συμβιβασμένο με την πραγματικότητα ακόμα περισσότερο από όσο το είχε συμβιβάσει ο Κλέντσε. Για να το γλεντήσουν, την ίδια νύχτα που επιβιβάστηκε στο πλοίο, οι πολιτικοί του εχθροί, ή απλώς κάποιοι νεαροί που ήθελαν να ξεδώσουν, βγήκαν κι έσπασαν όλα τα φανάρια της Αθήνας.



«Ως τον Ξέρξην οι αρχαίοι υπό τον Θεμιστοκλέα

Κατετρόπωσαν και ούτοι τον απόντα βασιλέα,

Κι έθραυσαν αρειμανίως, αντιστάσεως μη ούσης,

Εν μια νυχτί και μόνη τους φανούς της πρωτευούσης».

Δ. Οικονομίδης.



(Σας θυμίζει τίποτε αυτό; Βρε πώς δεν αλλάζουν οι καιροί)

Μόλις έδιωξαν τον Όθωνα άρχισαν να στενεύουν δρόμους. Οι πρασιές της λεωφόρου Κηφισιάς από 30 μέτρα έγιναν 15. Με διάταγμα μεγάλωσαν τα οικόπεδα της πλατείας Ομονοίας σε βάρος της πλατείας. Με άλλα διατάγματα στένεψαν την οδό Γεωργίου Σταύρου από 20 μέτρα σε 12. Στένεψαν δρομάκια της παλιάς πόλης, Τη Βορέου, Θεάτρου και Παλλάδος.

Τα Αναφιώτικα χτίστηκαν ακριβώς εκείνη την εποχή, στη Μεσοβασιλεία..
Μεταξουργείο, σπίτια ζωντανά- νεκρά



Οι Γερμανοί έπρεπε να είναι πιο Γερμανοί.

Παρ’ όλες αυτές τις δυσκολίες η Αθήνα χτίστηκε νεοκλασική. Για μερικές δεκαετίες, μέχρι τη μικρασιατική καταστροφή τουλάχιστον, υπήρξε η πόλη που πραγμάτωνε το κλασικό ιδανικό, ειδικά αν την έβλεπες σε φωτογραφίες και δεν χρειαζόταν να περπατάς στη σκόνη της και να ανασαίνεις τη βρώμα από τα μολυσμένα ποτάμια της, γιατί οι υποδομές ακολουθούσαν με μεγάλη καθυστέρηση την πραγμάτωση του οράματος. Εδώ οι Γερμανοί δεν ήταν τόσο αποτελεσματικοί θα θέλαμε, ούτε τόσο γρήγοροι. Τους έφαγε κι αυτούς το όραμα.

Η έννοια του νεοκλασικισμού βέβαια έχασε σιγά- σιγά το χαρακτηριστικό της λιτότητας. Ο Τσίλερ, άλλος γερμανός που αγαπήθηκε στην Ελλάδα από φτωχούς και πλούσιους, ελάφρωσε το ύφος των κτιρίων και στόλισε τους τοίχους, τις κολώνες, τα μπαλκόνια, ό,τι μπορούσε. Ξέχασε τις πολλές αυστηρότητες και λιτότητες, εξάλλου στον τόπο αυτό η εξουσία δεν είχε ευθείες. Αυτό που θεωρούμε παραδοσιακό στυλ είναι πάνω- κάτω η δική του άποψη για τον κλασικισμό, με τις καρυάτιδες και τα ακροκέραμά του, τα φουρούσια και τις στοές, τα ένθετα μοτίβα, όλα αυτά τα διακοσμητικά στοιχεία που πουλιόνταν αργότερα σε μάντρες για όποιον ήθελε να στολίσει το σπίτι του.

Αυτή είναι η αθηναϊκή παράδοση, τα ιδεώδη των γερμανών κι εν συνεχεία οι επινοήσεις και οι αποκλίσεις τους από το στυλ που ανακάλυψαν εκείνοι στην Ελλάδα. Μια παράδοση που υποτίθεται ότι αγαπήθηκε, αλλά καταστράφηκε με τρομερή ευκολία, γιατί έπρεπε οι νέοι οικοπεδούχοι να βγάλουν κι αυτοί κέρδη από

τη γη τους αντίστοιχα με όσα είχαν βγάλει οι παλιότεροι.


Η κριτική του ελληνοκεντρισμού

Πριν αρκετές δεκαετίες μου είχε κάνει εντύπωση μια ρήση του Χατζιδάκη σχετικά με την Αθήνα. Κατηγορούσε όλα τα νεοκλασικά με το γνωστό αφοριστικό ύφος που έπαιρνε όταν ήθελε να σοκάρει. Και τουλάχιστον εμένα με είχε σοκάρει, τόσο που δεν ξέχασα ποτέ τη φράση εκείνη, κι ας μην την ανέφερε ξανά κανείς. «Θα γκρέμιζα ευχαρίστως όλα τα νεοκλασικά της Αθήνας» είχε πει. Τι εννοούσε; Και γιατί το έλεγε σε μια εποχή που τα νεοκλασικά γκρεμίζονταν ούτως ή άλλως με ρυθμούς ιλιγγιώδεις; Χρόνια προσπαθούσα να καταλάβω. Τον ενοχλούσε το γεγονός ότι το νεοκλασικό στυλ ήταν αυτό που λέμε «ξενόφερτο»; Ότι είχε παραγίνει το κακό (κακό;) με τις γύψινες Καρυάτιδες και τα φουρούσια; Ήταν απλώς μια δήλωση πίστης στο μοντερνισμό την οποία ένιωθε ότι όφειλε ως καλλιτέχνης να την κάνει;

Επειδή ακόμα το σκέφτομαι, έχω καταλήξει στο συμπέρασμα ότι πίστευε, όπως πολλοί καλλιτέχνες σε κείνη τη φάση, πως υπήρχε κάποια ελληνική αρχιτεκτονική, γνήσια, λαϊκή που θα ήταν καλύτερη από την πλαστή αναβίωση των κλασικών γραμμών. Ήταν η εποχή που οι μουσικοί ανακάλυπταν το ρεμπέτικο και οι ποιητές το Αιγαίο, υπήρχε μια σχεδόν μεταφυσική αφοσίωση στην «ελληνικότητα» που δεν μας έκανε και τόσο καλό εν τέλει, αν σκεφτούμε σε τι είδους νοοτροπίες εξέβαλαν αυτά τα ρεύματα. Ίσως βέβαια να είχε δίκιο. Τα κτίρια πριν τους οραματιστές γερμανούς ήταν πιο απλά, και ίσως θα μπορούσε κανείς να αναπαράγει διάφορους ρυθμούς αρχιτεκτονικούς από την ίδια την Αθήνα ή από άλλες πόλεις, χωρίς τα οράματα του νεοκλασικισμού. Και τότε μπορεί να ανακάλυπτε ότι το γνήσιο ελληνικό θα ήταν κατά βάθος βενετικό ή ρώσικο, δεν ξέρω. Είπαμε στην Ιστορία δεν υπάρχει «αν»

Προσωπικά έχω καταλήξει στο συμπέρασμα ότι κι αν ακόμα οι Γερμανοί δεν σχεδίαζαν τίποτε σαν αρχιτέκτονες και άφηναν τους απλούς γνήσιους Έλληνες να φτιάξουν την Αθήνα με απλά κτίρια, θα έπρεπε τουλάχιστον να παρέμβουν σαν πολεοδόμοι, γιατί οι απλοί γνήσιοι έλληνες θα επινοούσαν ίσως ανεμόσκαλες ή κάτι τέτοιο για να κυκλοφορούν από ιδιοκτησία σε ιδιοκτησία προκειμένου να απαλλοτριώσουν λίγες λουρίδες από τα οικόπεδά τους. Τέλος πάντων, ευτυχώς που η φίλη του Χατζιδάκη, η Μελίνα Μερκούρη ως υπουργός Πολιτισμού δεν τον άκουσε κι έφτιαξε το νόμο για τα διατηρητέα, να απομείνει και κάτι από κείνο το παράξενο όραμα.. Γερμανικό, Βαυαρικό, ευρωπαϊκό, όπως και να το ονομάσουμε δεν παύει να είναι στο βάθος μιας εικόνας που έχουμε για την Αθήνα και αναδύεται από τις γωνιές της ακόμα και μας στοιχειώνει και μας ψιθυρίζει ότι μπορούσαμε, ίσως ακόμα μπορούμε, ίσως και να αξίζουμε, ένα περιβάλλον καλύτερο, μια αληθινά όμορφη πόλη.

Αλλοιωμένο, νοθευμένο, συμβιβασμένο το σχέδιο των Κλεάνθη Σάουμπερτ και μετέπειτα Κλέντσε υπήρξε το μόνο που πρόλαβε να γίνει πριν την πόλη. Οι επεκτάσεις πέρα από τα όρια του γίνονταν με βάση τα σχέδια που υπέβαλαν οι κτηματίες μαζί με τους αγοραστές τους. Στενοί και πολλοί δρόμοι, καθόλου πλατείες, καμία πρόβλεψη για ένταξη στις υπάρχουσες δομές. Έτσι σχηματίστηκε η τεράστια αυτή πόλη, και όταν τα παλιά της σπίτια έδωσαν τη θέση τους στις πολυκατοικίες, η κατάσταση έγινε ασφυκτική. Τα μόνα μέρη όπου μπορείς να πας μια βόλτα και αντικρίσεις ανοιχτούς ορίζοντες είναι αυτό το κομμάτι που σχεδίασαν κάποτε οι γερμανοί και οι γερμανοσπουδαγμένοι, τιμώντας τα ιδανικά τους.

Κυψέλη, δεκαετία 1970
Αλλά φυσικά φταίνε για όλα. Aφού ξεκίνησαν να κάνουν τη δουλειά, δεν έπρεπε να φύγουν τόσο γρήγορα.

Κυριότερη βιβλιογραφία:
Κώστας Μπίρης, Αι Αθήναι απο του 19ου εις τον 20ον αιώνα, α έκδοση ΑΘήνα 1966
Αλέξανδρος Παπαγεωργίου Βενετάς, ΑΘήνα, ένα όραμα του κλασικισμού, μτφρ Παναγιώτα ΣΙέτη, εκδόσεις Καπόν, Αθήνα 2001.

Poor old things

Μου αρέσει που μιλάμε με πάθος για το   Poor things,  ταινία που βασίζεται σε ιδιοφυές βιβλίο. Η     ιδέα του Άλασταιρ Γκραίυ με την μεταμόσ...