Δευτέρα 31 Δεκεμβρίου 2012

Στο σείσμα και στο λύγισμα..



Μια εικόνα έρχεται στο μυαλό μου αναπόφευκτα κάθε φορά που διαβάζω για τη διαφθορά στις Εφορίες και αλλαχού. Είναι δεκαπέντε χρόνια τώρα που μου καρφώθηκε, και θα ήθελα να την έχω ξεφορτωθεί, αλλά αυτή εκεί, επιμένει.
Με είχαν καλέσει στην Εφορία Κεφαλαίου, σε κάτι γραφεία στη Λυκούργου, να ζητήσουν συμπληρωματικό φόρο κληρονομιάς για τα πατρικά στοιχεία. Λογάριασαν  ότι η οικογένεια χρωστούσε τρία εκατομμύρια δραχμές. Μου φάνηκαν πολλά κι άρχισα να λέω ότι κάτι πρέπει να γίνει, δεν είναι δυνατόν, διάφορα τέτοια. Η εφοριακός είχε κάνει το λογαριασμό σε ένα χαρτί με στυλό. Ήταν  μια γυναίκα με κυπριακή προφορά, κι αφού με άκουσε κοιτώντας με διερευνητικά (αλλά μετά το κατάλαβα, πως ήταν διερευνητικό το βλέμμα) σηκώθηκε κουνιστή και λυγιστή να πάει στον προϊστάμενο. Φορούσε μια τρομερά εφαρμοστή φούστα με σέξι κόψιμο στο πίσω μέρος, και κουνιόταν περισσότερο από τις πουτάνες που βγαίνουν βόλτα στον Πειραιά με επικεφαλής τη Δέσπω Διαμαντίδου στο «Ποτέ την Κυριακή». Έμεινα έκπληκτη να παρατηρώ εκείνο το περπάτημα.  Δεν είχα ξαναδεί κάτι παρόμοιο στην αληθινή ζωή. Τόσο θαμπώθηκα που, όταν επιστρέφοντας από το γραφείο του προϊσταμένου με την πρόταση να της δώσω εκατό χιλιάδες εκείνης κι άλλες τόσες του προϊσταμένου για να μου μειώσουν στο μισό το ποσόν, δεν κατάλαβα πολύ καλά τι εννοούσε, κι έφυγα περιχαρής.
Το ομολογώ μετά από τόσα χρόνια, μόνο όταν πια περπατώντας στην Ομόνοια  ξανασκεφτόμουν τη σειρά των γεγονότων άρχισε να γλυκοχαράζει στο μυαλό μου η αλήθεια. Η τύπισσα είχε ζητήσει να τη δωροδοκήσω για να μου κατεβάσει το φόρο. Ήμουν πολύ ανόητη να μην το καταλάβω αμέσως. Και με ποιο δικαίωμα το έκανε αυτό; Τι δυνατότητες είχε; Δεν ήταν ταρίφα καθορισμένη ο φόρος; Πώς συνέβαινε κάτι τέτοιο;
Ζήτησα τα φώτα της εφοριακού φίλης μου, της διηγήθηκα το περιστατικό κι έβαλε τα γέλια. Μα φυσικά είχε ζητήσει να τη δωροδοκήσω! Πώς υπήρξα τόσο αφελής;
Και τι θα έκανα; Να πάω με σημαδεμένα χαρτονομίσματα και να φωνάξω μετά την Αστυνομία; Δεν άντεχα τόση σκηνοθεσία. Κι αν δεν είχα καταλάβει καλά, επέμενα εγώ, με ένα είδος πίστης στο απίθανο εκείνο κούνημα του πισινού και των πέριξ αυτού.
Πήγα ξανά στο γραφείο της, ζήτησα το χαρτί στο οποίο είχε σημειώσει τη μείωση του φόρου. Είχε γράψει την πρόταση με μολύβι δίπλα στην άλλη με το στυλό, κι αμέσως έπιασε μια γόμα και την έσβησε. Δεν ήταν πρωτάρα, κατάλαβε από το ύφος μου ότι κάτι δεν πήγαινε καλά. Γελάω με την αφέλεια μου καθώς της ανακοίνωνα ότι θα έγραφα και θα δημοσίευα την ιστορία. Δεν ίδρωσε τ’ αυτί της καθόλου, σηκώθηκε και πήγε πάλι σεινάμενη κουνάμενη να ειδοποιήσει τον προϊστάμενο, για τα εκατό χιλιάρικα που  δεν θα έπαιρναν. Για καιρό απορούσα, πώς μπορούσαν αυτοί οι τύποι να ανεβοκατεβάζουν κατά το γούστο τους την αξία του φόρου. Δεν υπήρχε έλεγχος, δεν υπήρχαν λίστες, τίποτε που να προφυλάξει το κράτος από τη μία και εμάς από την άλλη, από την εγκληματική τους δράση;
Πληρώσαμε τα τρία μας εκατομμύρια στο ελληνικό κράτος ακατέβατα, κι η ιστορία ξεχάστηκε μαζί με άλλες που ήρθαν να προστεθούν. Μόνο εκείνος ο σεινάμενος κουνάμενος πισινός έρχεται συνέχεια στο νου μου αυτόν τον καιρό, τώρα που συνεχώς αποκαλύπτονται απάτες στο δημόσιο. Εκείνο το επιμελημένο, το σχεδόν τρομαχτικό περπάτημα που δεν είχε καμία θηλυκότητα, κι ας ήταν ξεπατικούρα του πιο προκλητικά, υποτίθεται, θηλυκού περπατήματος. Κάθε φορά που διαβάζω τα σημεία και τέρατα που αποκαλύπτονται στις δημόσιες υπηρεσίες, ξαναβλέπω εκείνο τον τρομερό πισινό να σειέται και να λυγιέται στο διάδρομο της Εφορίας Κεφαλαίου, σαν διεστραμμένη γλώσσα της εξουσίας, γεμάτος περιφρόνηση για κάθε τι που τον περιτριγυρίζει. Σχεδόν ακούω τη φωνή της.

Ο Λέννον στην τελετή λήξης των Ολυμπιακών αγώνων


 Από το να ψάξω τα καλύτερα της χρονιάς που τελειώνει, πιο εύκολα θα έβρισκα τα χειρότερα, εκεί μάλιστα θα δυσκολευόμουν να διαλέξω. Και τι δεν είχε το 2012 από απογοητεύσεις και διάλυση αυταπατών, από στιγμές φρίκης, όπως η νύχτα που κάψανε την Αθήνα, μέχρι στιγμές μεγαλύτερης φρίκης, όταν φίλοι με μάλωναν που λυπόμουν τα ντουβάρια… Ήταν χρονιά καταιγιστικής απομυθοποίησης, χρονιά σκληρότατης προσγείωσης στην ανελέητη πραγματικότητα του κοντόφθαλμου εγωισμού των ελλήνων και των υπερβολικά τραγουδισμένων κοινοτήτων τους…
 Βέβαια διάβασα ωραία βιβλία, άκουσα ωραία μουσική, είδα ωραίες εκθέσεις και ωραίες ταινίες, αλλά συνεχώς ήθελα κάτι πιο ανάλαφρο από αυτά που προσφέρει η τέχνη, κάτι πέρα από αυτή την επίσης σκληρή αποκάλυψη της ψυχικής αβύσσου των ανθρώπων. Κάτι που να ισορροπεί στο χείλος της αβύσσου και να ψιθυρίζει λόγια παρηγοριάς, δηλαδή λίγη ακόμα αυταπάτη, λίγη ακόμα ψευδαίσθηση, χειροπιαστή κατά προτίμηση, σα γλυκάκι το χειμώνα, σαν ένα τραγούδι..
Μια τέτοια στιγμή έζησα παρακολουθώντας το Imagine στην τελετή λήξης των Ολυμπιακών Αγώνων του Λονδίνου. Το πρόσωπο του Τζον Λέννον σαν τεράστιο γλυπτό, σαν άγαλμα θεού που στηνόταν ενώπιόν μας, και το ουτοπικό του κοσμαγάπητο τραγούδι μπροστά στα δισεκατομμύρια των τηλεθεατών ήταν η πιο καλή στιγμή της χρονιάς για μένα. Μια στιγμή –ανατροπή όλων των υπολοίπων, μίζερων, στενόκαρδων, σοφών και ρεαλιστικών ωρών ατέλειωτης αυτογνωσίας και καταβύθισης που λέγαμε.  
Όλη τη χρονιά η συνείδηση ανελέητη μιλάει για τα λάθη, παρελθόντος και παρόντος. Για το πόσο λάθος ήταν οι ακραίες επαναστατικές ιδέες της νεότητάς μας. Πόσο αφελείς υπήρξαμε όταν πιστεύαμε στην έμφυτη καλοσύνη των ανθρώπων, όταν είχαμε την πεποίθηση ότι αρκούσε η ελευθερία και όλα θα λύνονταν. Μια στιγμή μη ρεαλιστική, ένα τρίλεπτο νοσταλγίας για την εποχή της αφέλειας. Υπήρξε μια πολυτελής περίοδος, εκεί στα σίξτις και στα σέβεντις, στην ακμή και την παρακμή της Δύσης, η νεολαία, που τώρα όλοι λένε ότι έπαιρνε πολλά ναρκωτικά, τότε όμως δεν είχε καμία σημασία, θεώρησε ότι σ’ αυτό τον κόσμο έπρεπε να είναι ο παράδεισος των ανθρώπων και να απαγορεύεται η ανισότητα, η καταπίεση, η αδικία, η δυστυχία. Είχε τόσο μεγάλες φιλοδοξίες, τόσο υψηλές βλέψεις, νόμιζε πως  κατανόησε επιτέλους την ανθρώπινη φύση, και η λατρεία του Τζον Λέννον στο στάδιο φέτος απέδειξε ότι δεν ήταν και τόσο λάθος η άποψη. Ο Τζον Λέννον έφτιαξε τραγούδια που ακόμα ακούγονται και συγκινούν, τραγούδια που προορίζονταν για όλο τον κόσμο, και τον πέτυχαν, ακούγονται σε όλον τον κόσμο. Ακόμα οι άνθρωποι χρειάζονται την ελπίδα ότι μπορούν να ξεπεράσουν την κόλαση της μικρότητάς τους, να αγωνιστούν για καλύτερη συνύπαρξη, χρειάζονται λίγο lmagine για να πορεύονται.
 http://www.protagon.gr/?i=protagon.el.stigmes&id=20702

Τρίτη 25 Δεκεμβρίου 2012

Πιστεύω στα Χριστούγεννα


Χριστός γεννάται σήμερον
εν Βηθλεέμ τη πόλει
οι ουρανοί αγαλλονται
χαίρε η φύσις όλη.
Τα δυο αδερφάκια αλβανικής καταγωγής που ξέρω από μωρά, με μάθανε καλά. Μου τα τραγούδησαν ολόκληρα τα κάλαντα κι ανταμείφθηκαν αναλόγως. Ποιος ξέρει τι θα λένε μεταξύ τους για μένα, αυτή είναι πολύ χριστιανή! Έχω και κάτι εικόνες στο χωλ, πού να φανταστούν το δικό μου σύμβολο πίστεως. Χρηματοδότησα και φέτος τα γενναία μικρά που μου χτύπησαν την πόρτα, παιδιά μεταναστών όλα, τους έδειξα πώς να κρατάνε σωστά το τρίγωνο, τους προμήθευσα κορδελίτσες, τα κέρασα μελομακάρονα. Σε άλλες συνθήκες, σε άλλους καιρούς μάλλον, θα ήμουν πολύ θρήσκο άτομο, το έχω καταλάβει. Καθολική θα μου πήγαινε νομίζω, να φοράω και μαύρες δαντέλες στα μαλλιά, και γενικά να εκδηλώνομαι περισσότερο και να ψάλλω τακτικά αυτούς τους δυτικούς ύμνους που μ’ αρέσουν.  
Οχι καλέ δεν πιστεύω στο Χριστό, ούτε και στο θεό, πόσο μάλλον. Πιστεύω όμως στα παιδιά που λένε κάλαντα. Αφού το λένε πως γεννάται, έτσι είναι. Μέσα στη μεγάλη νύχτα γεννιέται ο θεός του ήλιου. Πιστεύω στην αναβίωση πανάρχαιων εθίμων. Ας ξέρουμε ότι κανένας δεν γεννιέται, υποδεχόμαστε το θείο βρέφος με ενθουσιασμό. Πιστεύω στις γιορτές, στην ανθρώπινη σοφία που έφτιαξε τα ημερολόγια, παρατήρησε τον ήλιο και άναψε φώτα, έμαθε να ελπίζει, να προγραμματίζει τη χαρά, έμαθε να χορεύει και να τραγουδά. Πιστεύω στους χορούς και στα τραγούδια. Επίσης στο κρασί, στο τσίπουρο και στο ουίσκι. Πιστεύω με φανατισμό στα μανταρίνια και στα ρόδια.
Πιστεύω στα έλατο που μένει πράσινο, πιστεύω στα στόλίδια που κρεμάμε κάθε χρόνο για να φέρουν αφθονία και γενναιοδωρία. Πιστεύω στα μελομακάρονα, τα γλυκά που έτρωγαν στις γιορτές των μακάρων, για τους νεκρούς που γαλήνεψαν, και πάλι φαγητό τους φτιάχνανε, γλυκό για τη μακαριότητα. Δεν πιστεύω αντίθετα στους κουραμπιέδες, αλλά δεν ξέρω γιατί. Είναι θέμα γούστου. Πιστεύω φυσικά στο γούστο, καθώς και στην καλλιέργεια του γούστου.
Με δυο λόγια δεν πιστεύω στο Χριστό, αλλά πιστεύω στα Χριστούγεννα με πάθος και αφοσίωση. Και κάθε χρόνο αλλάζω το σύμβολο της πίστεως αυτό, αν και στα βασικά του σημεία μένει το ίδιο. Είναι σωστό να είναι στον πληθυντικό, χωράνε μέσα τόσες ποικιλίες.
Χρόνια πολλά, ευχές για καλυτέρευση της ζωής, καλλιέργεια της ψυχής, του πνεύματος και του σώματος, ευχές για εξάσκηση στη βελτίωση των ανθρωπίνων σχέσεων καθημερινά για όλο το χρόνο.
http://www.protagon.gr/?i=protagon.el.dolce&id=20908

Χρόνια πολλά στο δρόμο με τα μαγαζιά


Τόσο κόσμο στην Ερμού δεν έχω ξαναδεί στη ζωή μου. Και πιστέψτε με, ζω πολλά χρόνια σ’ αυτή την πόλη, και κάθε Χριστούγεννα  περνάω την Ερμού ανελλιπώς.
Πυκνό ανθρώπινο ποτάμι κατέβαινε χτες την επίσημη οδό του εμπορίου. Έτσι και ήθελες να την ανέβεις, δεινοπαθούσες. Το ρεύμα δεν σε άφηνε να προχωρήσεις. Ολόκληρο το κέντρο ήταν πλημμυρισμένο κόσμο, έβλεπες οικογένειες ολόκληρες με μωρά σε καρότσια να έχουν βγει βόλτα. Πόσον καιρό είχα να δω καροτσάκια στην Αθήνα; Από την προηγούμενη γενιά μωρών νομίζω. Μετά από τόσους μήνες νέκρα και μιζέρια  ήταν σα να μπορούσες να ψαύσεις σ’ αυτή την κοσμοσυρροή την καταπιεσμένη επιθυμία των ανθρώπων για γιορτή και κατανάλωση, για απόλαυση και βόλτα. Την έπιανες στον αέρα κανονικά. Μπορεί να μην έκαναν ψώνια, να μη σώσουν τα μαγαζιά που περιμένουν αυτές τις μέρες να ορθοποδήσουν, ωστόσο ήταν εκεί, και χάζευαν, κι έψαχναν, και ξεχνιόνταν, κι ίσως θυμόνταν μέρες της παιδικής ηλικίας τους, όπως θυμάμαι εγώ κάθε Χριστούγεννα που βγαίνω βόλτα στην Αθήνα. Ίσως μερικοί απ’ αυτούς να είπαν στα παιδιά τους μια καλή κουβέντα για την πόλη τους, όπως έλεγε σε μένα ο πατέρας μου, όπως είπα στα παιδιά μου, κι ακόμα δεν ξέρω αν έκανα καλά.
«Η Αθήνα, έλεγε με πεποίθηση ο πατέρας μου, έχει τα πάντα. Αρκεί να τα ψάχνεις βέβαια, να ρωτάς και να μαθαίνεις. Θέλεις να σου δείξω πού θα βρίσκεις τα καλύτερα σουβλάκια; Πού θα βρίσκεις το καλύτερο ψωμί, τα καλύτερα κρέατα, τις φτηνότερες κολόνιες;»
Με πήγαινε κάθε Χριστούγεννα βόλτα στην Αθήνα, μου παρέδιδε την πόλη επισήμως με όλα τα κλειδιά της. Περπατούσαμε όλη την Αιόλου, έρχονταν τότε μικροπωλητές κι έστηναν πάγκους, περνούσαμε ανάμεσα τους, σε μια φωτισμένη πανδαισία φτηνών παιχνιδιών που φάνταζαν στα μάτια μου σαν την ίδια τη σπηλιά του Άη Βασίλη. Ζεσταινόταν η καρδιά του ανθρώπου, έλιωνε η καρδιά του παιδιού. Η υπόσχεση για την πόλη που κάποτε θα μπορούσα να περιδιαβαίνω ελεύθερα, να βρίσκω κι εγώ τους θησαυρούς της, ανανεωνόταν κάθε χρόνο.
Ανέβηκα με κόπο την Ερμού χτες, κόντρα στο ρεύμα, στο πλήθος που κατέβαινε πυκνό κι ένιωθα σαν τελάλης των μαγαζιών και των λοιπών θαυμάτων της, πωλητών σαλεπιού, ινδικής καρύδας, ακροβατών, θεατρίνων δρόμου, μουσικών, μαριονετών, κλπ. Τα έχει όλα εδώ, μου ερχόταν να φωνάξω. Καλά κάνατε και βγήκατε, υπάρχουν τα πάντα, ό,τι χρειάζεται ο καθένας και κάτι ακόμα, ό,τι μπορεί να αποκτήσει κι ό,τι απλώς επιθυμεί και κάτι ακόμα. Κι οι επιθυμίες πρέπει να καλλιεργούνται ακόμα κι αν δεν ικανοποιούνται. Η πόλη τις χρειάζεται, όπως μας χρειάζεται κι εμάς, και τη χρειαζόμαστε κι εμείς. Αυτή είναι, αυτήν έχουμε, κακή στραβή, βρωμερή ή μίζερη, στα χέρια και στα μάτια και στις αποφάσεις μας κρέμεται, να γλιτώσει ή να χειροτερέψει. Όπου αλλού και να πάμε δεν έχουμε άλλη. Είναι όπως τη φτιάξαμε κι όπως τη χαλάσαμε, κι αν φύγουμε μακριά και ζήσουμε αλλού, πάλι αυτή θα είναι η Αθήνα. Δεν θα μας ακολουθεί, αλλά σίγουρα θα μας περιμένει. 
 http://www.athensvoice.gr/article/city-news-voices/%CF%83%CF%87%CF%8C%CE%BB%CE%B9%CE%B1/%CF%87%CF%81%CF%8C%CE%BD%CE%B9%CE%B1-%CF%80%CE%BF%CE%BB%CE%BB%CE%AC-%CF%83%CF%84%CE%BF-%CE%B4%CF%81%CF%8C%CE%BC%CE%BF-%CE%BC%CE%B5-%CF%84%CE%B1-%CE%BC%CE%B1%CE%B3%CE%B1%CE%B6%CE%B9%CE%AC

Τετάρτη 19 Δεκεμβρίου 2012

Φέρτε τις πιρόγες


Πιάνει δυνατή βροχή. Σε τρία λεπτά η οδός Λευκάδος έχει γίνει ορμητικό ποτάμι. Αν θεωρήσεις τα πεζοδρόμια όχθες του ποταμού την πάτησες, διότι εκεί που συναντά την όχθη το ποτάμι είναι πιο βαθύ. Είναι τα χαντάκια στις άκρες, κάποια συμβολική απεικόνιση χανδακίων. Το χαντάκι είναι τούρκικη λέξη, οπότε του δώσαμε και κατάλαβε, για λόγους εθνικής αξιοπρέπειας. Πρέπει λοιπόν να πηγαίνεις από τη μέση του δρόμου, αλλά εκεί περνάνε τ’ αυτοκίνητα. Ευρωπαϊκή συνήθεια αυτή. Μας έφαγαν οι ευρωπαίοι. Μας βάλανε στη μέση, τούρκοι από δω, ευρωπαίοι από κει, άντε να περάσεις. Μας τσάκισαν οι μεγάλες δυνάμεις.
Ρυάκι η Σπετσών, χείμαρρος η Κερκύρας. Κατεβάζει νερό με άγριο κύμα. Του γλυκού νερού νησιά γίνανε όλα. Το λένε γλυκό, αλλά είναι αγανακτισμένο. Για την Παξών δεν συζητάμε καν, έχει σε μόνιμη βάση ποτάμι εκεί, από μια πηγή που βρέθηκε σε υπόγειο πολυκατοικίας και δεν σκεπάστηκε καλά. Κρήνη αγνώστων στοιχείων. Γιατί έτσι κάνουμε εμείς με τις πηγές, τις σκεπάζουμε, φταίνε οι Βαυαροί πρωτίστως που φαγώθηκαν να κάνουν πρωτεύουσα την Αθήνα. Δεν ήμασταν ώριμοι για πρωτευουσιάνοι. Εκείνος ο Λουδοβίκος, ο αρχαιόπληκτος, δεν του έφτανε που γέμισε το Μόναχο κολώνες, να την ψωνίζουν αργότερα οι άρειοι απόγονοι του, ήθελε και την Αθήνα πρωτεύουσα στο βασίλειο του γιου του. Ωραία προκοπή μας έφτιαξε κι αυτός. Αντί ν’ αρχίσει από τη βάση, να κάνει πρώτα υπονόμους, έφτιαξε νεοκλασικές Βιβλιοθήκες και Ακαδημίες. Κι ύστερα σηκώθηκε κι έφυγε και μας άφησε με τους εργολάβους. Μια δουλειά σωστή δεν έκανε. Και δεν καταλαβαίνω γιατί δεν ζητάμε αποζημίωση για όλ’ αυτά από το σημερινό κρατίδιο της Βαυαρίας. Τόσο και τόσα ζητάμε από τους Γερμανούς, και ξεχνάμε αυτά για τα οποία είναι απολύτως υπεύθυνοι. Μας μπερδεύει που η Βαυαρία ενσωματώθηκε στο Ομοσπονδιακό κράτος για να αποφύγει τις ευθύνες της.
Ποιο ποτάμι κελάρυζε εδώ πέρα που κατρακυλάνε ορμητικά νερά; Λίγα δέντρα θα είχε γύρω- γύρω, μπορεί κάποτε να πλένανε κι ασπρόρουχα. Τώρα διαλύονται τα μαυροπάπουτσα εδώ. Τι ωραία φύση είχαμε που μας βάλανε οι μεγάλες δυνάμεις να την κάνουμε πρωτεύουσα. Τι τη θέλαμε, εμείς που αγαπάμε τα χωριά μας; Αχ βαχ. Η γενιά του Πολυτεχνείου φταίει για όλα. Αν είσαι πολυτεχνίτης βρες μια λύση. Η Ευελπίδων ήταν ρέμα, η Φωκίωνος Νέγρη επίσης. Δεν ξέρουμε πώς τα έλεγαν. Να είχαν ονόματα, να τα βάλουμε ιν μεμόριαμ, σε μαρμάρινες πλάκες, να στηλιτεύεται εσαεί η ανθρώπινη παρέμβαση. Ξεπηδά η ροή κάθε φορά λες και δεν καταλαβαίνει τις κοινωνικές παραμέτρους. Χτίσαμε κύριε. Χρειαζόμασταν δρόμους, νόμους και καθόλου υπονόμους, πλήρη κάλυψη οικοπέδων για να παράγουμε πλεόνασμα, ανάπτυξη. Αλλά δεν φταίμε. Γιατί να τιμωρούμαστε πάντα οι φτωχοί;
Αυτό το διασυρμό του κράτους με την παραμικρή βροχή κάθε φορά δεν τον αντέχω. Αυτή τη διάρρηξη του κοινωνικού ιστού. Πάνε κι οι μπότες, πάει και το μαλλί, πάει κι η καμπαρντίνα. Δέκα πόντους λάσπη, από διερχόμενα αυτοκίνητα. Να μην το πω ότι φταίνε οι αμερικάνοι που τα εφηύραν, εξυπακούεται.
Κρατείστε μέσα γέρους και μωρά, φέρτε τις πιρόγες. Γι αυτό αγαπάμε τους Ινδιάνους, αυτοί θα μας σώσουν.
 Protagon http://www.protagon.gr/?i=protagon.el.8emata&id=20756 

Τρίτη 18 Δεκεμβρίου 2012

Ο καημένος ο Ντεπαρντιέ


Σα να γίνονταν Αλβανοί οι δικοί μας αστέρες...
Βρε τον καημένο τον Ντεπαρντιέ τι έπαθε.. Δεν φτάνει που αναγκάστηκε να γίνει Βέλγος για να γλιτώσει τη φορολογία 75% των εισοδημάτων του, τον έχρισαν ανεπίσημα εκπρόσωπο της πλουτοκρατίας προσπερνώντας άλλους ξενέρωτους ιδιοκτήτες βιομηχανικών κολοσσών και κολλώντας στη δική του ξεχωριστή προσωπικότητα. Οπότε ξεσπάθωσε με διάφορες διαμαρτυρίες και παράπονα προσωπικά εναντίον του πρωθυπουργού οι οποίες απέδειξαν στο κοινό του γι άλλη μια φορά πόσο πολύ θέλει να τον αγαπούν και να τον παραδέχονται. Κι είπε διάφορα ωραία, καλά να είναι ο άνθρωπος, διασκεδάσαμε λίγο. Πώς δεν είναι Γάλλος πια, είναι ευρωπαίος. Εγώ η χαζή έλεγα ότι είμαι ευρωπαία επειδή πληρώνω τους φόρους μου. Για να μην πει ανοιχτά ότι έγινε Βέλγος, ξέρετε οι Γάλλοι με τους Βέλγους έχουν ένα θέμα, τους θεωρούν παρακατιανούς, φτιάχνουν ανέκδοτα εις βάρος τους και τέτοια. Βλακώδες, αλλά άμα είσαι λαϊκό είδωλο μετράει. Ειδικά τέτοιο λαϊκό είδωλο, σαν τον Ντεπαρντιέ, που το έχεις παίξει ενσάρκωση της γνήσιας γαλλικής ψυχής. Όσο νάναι τη στραπατσάρεις την εικόνα σου να πας να γίνεις Βέλγος.
Τι τραβάνε κι οι Γάλλοι με το σοσιαλισμό. Ενώ αν ήταν Έλληνας δεν θα είχε τέτοια προβλήματα. Εμείς εδώ σεβόμαστε τους μεγάλους καλλιτέχνες, και όχι μόνο. Και τους μεγάλους εργολάβους, και τους μεσαίους μπορώ να σου πω, και τους μικρούς. Και τους μικρο-μεσαιο- μεγάλους επαγγελματίες πάσης φύσεως, κι ένα σωρό κόσμο που δημιουργεί και δρα σ’ αυτό τον τόπο. Ποτέ κανείς δεν αναγκάστηκε να αλλάξει υπηκοότητα για να μη φορολογηθεί, και να υφίσταται μετά σχόλια επικριτικά και κακεντρεχή που φτάνουν να αμφισβητούν το ταλέντο του. Εκείνες οι οφσόρ είσπραξης δικαιωμάτων που μάθαμε ότι είναι η μέθοδος πληρωμής καλλιτεχνών, δεν λειτουργούν στη Γαλλία; Πρέπει να είσαι χώρα με μεγάλη ακτογραμμή για να δουλέψει κάτι τέτοιο; Μπορεί. Πρέπει να είσαι ναυτικός λαός, τρίτη δύναμη στον κόσμο, κάτι τέτοιο; Δεν αποκλείεται.
Κάποτε το είχε κάνει και ο Ίνγκμαρ Μπέργκμαν αυτό, θυμάστε; Στα γεράματα πια, κι αφού είχε βεβαιωθεί ότι δεν θα χρειαζόταν να  προσφύγει στα φημισμένα γηροκομεία και νοσοκομεία της πατρίδας του, είχε αλλάξει υπηκοότητα κι αυτός. Είναι αλήθεια ότι το παρακάνουν οι Σουηδοί με τους φόρους, φορολογείσαι με την πρώτη αναπνοή, όχι με το πρώτο ευρώ, αλλά όπως και να το κάνεις χτυπάει άσχημα, έστω κι αν είσαι σκηνοθέτης της ανθρώπινης ψυχής που ουδέποτε ασχολήθηκες με πολιτικά ζητήματα, κρατική οργάνωση και τέτοια. Κάπως γίνεσαι μέρος του πανθέου των αδύναμων ηρώων σου, έτσι δεν είναι; Θα μου πείτε, γιατί όχι;
Παράξενοι άνθρωποι. Είναι δυνατόν να μη βρίσκουν άλλους τρόπους για να μη φορολογούνται; Τόσο τέλεια συστήματα έχουν; Γιατί δεν μας τα λένε κι εμάς, που όλο περιμένουμε να βρεθεί σε τίποτε ημερολόγια των Μάγιας η φόρμουλα της πάταξης της φοροδιαφυγής; Ας ερχόταν εδώ ο Ντεπαρντιέ να πάρει μαθήματα από έλληνες καλλιτέχνες πώς να μην πληρώνει τόσο μεγάλους φόρους και πάλι να τον αγαπούν, πολύ περισσότερο μάλιστα.
Από την Εφημερίδα των Συντακτών

Σάββατο 15 Δεκεμβρίου 2012

Η πρωτοπορία έρχεται από τη Θράκη


imageΣτο μάθημα της Γλωσσολογίας, μου λέει η Αϊτούλ καθώς πίνουμε καφέ κοντά στην Πανεπιστημιούπολη, ειδικά στα κεφάλαια που αναφέρονται στη διγλωσσία και την πολυγλωσσία, αισθάνομαι σα να αναφέρονται ειδικά σε μένα! Είναι το αγαπημένο μου μάθημα! Έτσι δίγλωσση και πολύγλωσση είμαι κι εγώ, που μεγάλωσα σε πομακοχώρι, πήγα σε μειονοτικό δημοτικό και σε δημόσιο γυμνάσιο, έμαθα υποχρεωτικά τρεις γλώσσες από παιδί και κάποια στιγμή κατάλαβα ότι όλο αυτό είναι δύσκολο αλλά ωραίο.
Κι εκεί ακούγοντας τη νεαρή αυτή τελειόφοιτο της Φιλοσοφικής, για πρώτη φορά συνειδητοποιώ ότι τα πράγματα έχουν αλλάξει στη Θράκη. Αυτό που κάποτε ήταν ανίατο μειονέκτημα, η διαφορετική γλώσσα στο σπίτι, διαφορετική από την επίσημη που μιλά η πλειονότητα,  κι επιπλέον η διδασκαλία μιας τρίτης ακόμα γλώσσας στο σχολείο για τους Πομάκους, έχει φτάσει να γίνει πλεονέκτημα και πλούτος, τουλάχιστον για τα παιδιά που καταφέρνουν να ξεπερνάνε τα εμπόδια της περίπλοκης αυτής κατάστασης. Κι όλο και περισσότερα παιδιά ξεπερνάνε τα εμπόδια, γιατί όλο και περισσότερα συνεχίζουν το σχολείο, δεν το εγκαταλείπουν όπως δεκαπέντε χρόνια πριν, που η διαρροή από το Γυμνάσιο έφτανε το 65%. Μερικά φτάνουν μέχρι το Πανεπιστήμιο. Υπάρχει ένας νέος πλούτος στη Θράκη που παράγεται τα τελευταία χρόνια, αφότου οι διαφορές αποφασίστηκε να μην αντιμετωπίζονται σαν μειονεξία.
Όχι πως ήταν εύκολο να συμβεί αμέσως, χρειάστηκε πολλή δουλειά, χρειάζεται ακόμα πολλή δουλειά. Ακόμα και τώρα τα παιδιά που εγκαταλείπουν το σχολείο πριν τελειώσουν έστω το Γυμνάσιο, είναι περισσότερα από τον εθνικό μέσο όρο. Αλλά τα πράγματα έχουν αλλάξει. Έχει γίνει η βασική ανατροπή, έχει υποχωρήσει ο φόβος και η δυσπιστία εκατέρωθεν. Και οι αριθμοί είναι εντυπωσιακοί. Το 1993 οι μαθητές Γυμνασίου της μειονότητας στο νομό Ροδόπης και Ξάνθης ήταν συνολικά 941 και τώρα είναι 3581. Στα Λύκεια οι μαθητές ήταν 231 και τώρα είναι 2.602.
Για να γίνει αυτό το θαύμα χρειάστηκε η πολιτική στροφή της ελληνικής πολιτείας να πάρει σχήμα. Και το σχήμα ήταν το Πρόγραμμα Εκπαίδευσης Μουσουλμανοπαίδων που ξεκίνησε το 1997, με βασική ιδέα να διδάξει στα παιδιά ελληνικά. Να τα διδάξει μέσα στο σχολείο μεν, αλλά σε ξεχωριστό πρόγραμμα, μετά τα μαθήματα, και να τα διδάξει όπως διδάσκονται οι ξένες γλώσσες. Γιατί ξένη γλώσσα ήταν τα ελληνικά για τα περισσότερα παιδιά της μειονότητας, κι όσο δεν τη μάθαιναν κανονικά και συστηματικά, παρατούσαν απλώς το σχολείο τελειώνοντας το Δημοτικό –ή πριν το τελειώσουν καν- χωρίς να ξέρουν στ’ αλήθεια γραφή κι ανάγνωση.
Μπορεί να μοιάζει με το αυγό του Κολόμβου, πώς αλλιώς θα μάθεις μια ξένη γλώσσα αν όχι όπως μαθαίνονται οι ξένες γλώσσες; Κι όμως, για να φτάσει να ξεκινήσει το Πρόγραμμα χρειάστηκε να περάσουν δεκαετίες με το σχολείο να φυτοζωεί. Διότι έπρεπε να διδάσκονται τα παιδιά το πρόγραμμα των υπολοίπων, σα να ήταν τα ελληνικά μητρική τους γλώσσα, που δεν ήταν, ή στο μειονοτικό σχολείο να έχουν  διπλό πρόγραμμα, ελληνικό και τουρκικό, πάντα στο ίδιο πνεύμα. Πνεύμα προσηλωμένο στη συνθήκη της Λωζάννης που κοντεύει πια 100 χρόνια αφότου υπογράφηκε και σίγουρα δεν είχε προτεραιότητα της να αντιμετωπίσει τις δυσκολίες των παιδιών στο σχολείο.
Το αξιοθαύμαστο με το Πρόγραμμα αυτό δεν είναι μόνο το ό,τι κατάφερε να εφαρμοστεί, που δεν ήταν και λίγο, μέσα στο γεμάτο δυσπιστία εκατέρωθεν περιβάλλον, αλλά και το πώς άνθισε, πώς εξελίχτηκε σε εργαστήρι εφαρμογής πρωτοποριακών ιδεών για προσέγγιση των παιδιών με τη γνώση. Λίγο –πολύ είναι γνωστό ότι άλλαξε άρδην τη σχολική ζωή των παιδιών της μειονότητας, τα οποία μπόρεσαν επιτέλους να αντιμετωπίσουν το πρόβλημα τους με λύση φτιαγμένη για τις ανάγκες τους. Επιπλέον γέννησε σωρό ακόμα ιδέες και πράξεις για το ξεπέρασμα δυσκολιών στο σχολείο, που θα μπορούσαν να εφαρμοστούν κι αλλού. Δάσκαλοι και καθηγητές εκπαιδεύονται επίσης, για να αντιμετωπίσουν τα προβλήματα των παιδιών τους, και γράφονται σιγά- σιγά τα κατάλληλα βιβλία. Βέβαια όσοι ενδιαφέρονται για τη διδασκαλία της ελληνικής γλώσσας τα ξέρουν ήδη και χρησιμοποιούν όσο μπορούν το υλικό του.
Τα πρώτα χρόνια ήταν πολύ δύσκολα, η δυσπιστία εκατέρωθεν ήταν πολύ κουραστική, αλλά η επιμονή απέδωσε καρπούς. Τα παιδιά στο σχολείο έμαθαν να χαίρονται τη γνώση, να ζητούν περισσότερα από τον εαυτό τους και το περιβάλλον τους. Δόθηκε η δυνατότητα και σε γονείς, μητέρες κυρίως, που ενδιαφέρονταν, να διδαχτούν ελληνικά. Γυναίκες που σαν κοριτσάκια είχαν παρατήσει το σχολείο μπόρεσαν να ξαναγίνουν μαθήτριες.
Διατρέχοντας το δελτίο του Προγράμματος πέφτει κανείς πάνω σε καλοκαιρινές φωτογραφίες: τα παιδιά ζωγραφίζουν βότσαλα δίπλα στο Νέστο. Στα βιντεάκια του εκπαιδευτικού συνεδρίου που έγινε τον Οκτώβριο στην Κομοτηνή, ακούγοντας μια μικρή ομάδα του γυμνασίου να εξηγεί το πείραμα που έκανε για να καταλάβει την κατανομή των κρατήρων στην επιφάνεια της Σελήνης, ανάμεσα σε άλλα, καταλαβαίνεις ότι η σχολική ζωή έχει μεταμορφωθεί στα μειονοτικά χωριά της Θράκης.
Είναι εποχή απολογισμών, κι επειδή κουράζεται κανείς με τους απανωτούς αρνητικούς απολογισμούς της πολιτικής και κοινωνικής μας ζωής των τελευταίων χρόνων, συνιστώ να παρακολουθήσετε αυτά τα βίντεο, να ακούσετε τις δασκάλες, τα παιδιά, ακόμα και τον οδηγό του βαν που πηγαίνει στα απομακρυσμένα χωριά κάθε βδομάδα μεταφέροντας βιβλία και προτάσεις συμμετοχής. Επειδή δεν έχει διακριθεί η ελληνική πολιτεία σε πολλά θετικά πράγματα για τη συνέπεια και την επιμονή της, αυτά θα σας φτιάξουν το κέφι.

Βιντεο με παρουσίαση του προγράμματος από την Αννα Φραγκουδάκη

η σελίδα του δελτίου

ένα βίντεο από το συνέδριο

η σελίδα του προγράμματος

Από το Protagon http://www.protagon.gr/?i=protagon.el.8emata&id=20657

Πέμπτη 13 Δεκεμβρίου 2012

Το καλό το παλικάρι…


Όσο η κρίση βαθαίνει τόσο τα λεωφορείο αραιώνουν, κι είναι όλο και πιο ασφυκτικά γεμάτα. Θα έπρεπε λοιπόν να είμαστε πανευτυχείς προχτές που πετύχαμε το 022 μισοάδειο, με θέσεις διαθέσιμες. Πηγαίναμε καθιστές όλες, γυναίκες στη συντριπτική πλειοψηφία ήμασταν, υπήρχε μόνο ένας άντρας ο οποίος κάθισε στην έξω θέση ενός διπλού καθίσματος. Στην επόμενη στάση μπήκε μέσα άλλη μια γυναίκα και πήγε να καθίσει στη μοναδική πλέον άδεια θέση, αυτή δίπλα στον άντρα. Όμως εκείνος δεν ήθελε.
-Δε χωράς εδώ, της λέει απότομα.
-Αν σηκωθείτε θα χωρέσω, του απαντάει.
Πράγματι, οι διπλές θέσεις σ’ αυτά τα λεωφορεία είναι αρκετά στενές. Κανείς δεν μπορεί να καθίσει στη μέσα μεριά αν δεν σηκωθεί πρώτα αυτός που κάθεται στην έξω. 
-Δε χωράς σου λέω!
-Χωράω κύριε! Αν δεν θέλετε να σηκωθείτε, πηγαίνετε εσείς εκεί, να καθίσω εγώ έξω.
-Τι λες μωρή, που θα μου πεις τι να κάνω. Άντε φύγε από δω.
Μήπως ήταν το κάθισμα ενάμιση, σαν αυτά που έχουν μερικά τέτοια λεωφορεία, και πράγματι δεν χωρούσε άλλος; Όχι, ήταν κανονικό διπλό κάθισμα. Ο άντρας ήταν αρκετά ψηλός και σωματώδης, αλλά έπιανε μόνο μια καρέκλα. Η διπλανή του ήταν άδεια, κι είχε αποφασίσει ότι έτσι του άρεσε να παραμείνει. Δεν είχε εμφάνιση τραμπούκου, φορούσε γυαλιά, ήταν σχετικά καλοντυμένος, αλλά η φωνή του είχε αρχίσει να υψώνεται δυσοίωνα. Υπάρχει αρκετός εκνευρισμός διάχυτος σε μέρη όπως τα λεωφορεία και τα τρόλεϊ τώρα τελευταία, πολλοί πιστεύουν ότι είναι χώρος κατάλληλος να αποφορτίσεις τον υπερβάλλοντα τσαμπουκά σου, να εκτονώσεις την επιθετικότητα σου,  να νιώθεις μετά πιο υγιής και ανάλαφρος. Ίσως το θηλυκό στοιχείο να τον προκαλούσε, να είχε κάποια ιδιαίτερη ψυχική ευαισθησία ο τύπος.
-Δεν φεύγω κύριε, του είπε ψύχραιμη η γυναίκα. Έχω δικαίωμα να καθίσω στην ελεύθερη θέση. Σας παρακαλώ να με αφήσετε να περάσω.
Εκνευρισμένος εκείνος με την αμετακίνητη στάση της, ύψωσε κι άλλο τους τόνους.
-Ρε ουστ από δω! Ρε άντε φύγε, μη σ’ αρπάξω από τον κότσο και σε σβουρίξω απέναντι!
Αυτό το είπε πια πολύ δυνατά, πολύ προσβλητικά και προκλητικά. Ακούστηκαν ένα- δυο έεε, σαν ήπια παρατήρηση. Ο τύπος δεν πτοήθηκε, απείλησε λίγο ακόμα. Είχαμε αρχίσει να κοιταζόμαστε ανήσυχα. Τι θα γινόταν πραγματοποιούσε την απειλή; Ήταν διπλάσιος σε ύψος από τη γυναίκα. Αν στ’ αλήθεια τη χτυπούσε, θα την άφηνε στον τόπο. Πού έβρισκε κουράγιο εκείνη; Κι ο οδηγός γιατί δεν παρενέβαινε; Καθόταν ακριβώς πίσω του, δεν έπρεπε κι αυτός να πει κάτι; Τόση αδιαφορία;
Εκεί που αναρωτιόμασταν βλέπουμε το λεωφορείο να σταματάει δίπλα σε μια παρκαρισμένη κλούβα της αστυνομίας. Σηκώνεται από τη θέση του ο οδηγός, ανοίγει την πόρτα, βγαίνει έξω χωρίς να πει λέξη. Κοιτάμε έξω να δούμε τι έκανε, μιλούσε με τους αστυνομικούς; Πήγε κοντά τους με τα χέρια στις τσέπες, προσπέρασε, τον χάσαμε. Τι έκανε, δεν είδαμε.  Στο μεταξύ όμως, μέσα στο όχημα, ο τσαμπουκάς είχε σηκωθεί από τη θέση του χωρίς άλλες ιστορίες. Η γυναίκα είχε περάσει στο μέσα κάθισμα, κι εκείνος είχε μείνει όρθιος από το πείσμα του, μουρμουρίζοντας κάτι που δεν το ακούσαμε, κι ούτε θέλαμε, αρκετά είχαμε ακούσει.
Ο οδηγός ξαναμπήκε χωρίς να μιλήσει. Δεν γύρισε να τον κοιτάξει. Ξεκίνησε και συνεχίσαμε τη διαδρομή. Το λεωφορείο γέμισε σιγά- σιγά, κάποιος άλλος κάθισε δίπλα στη γυναίκα. Ηρεμήσαμε. Ξύπνιος ο οδηγός μας τελικά, δεν ήταν αναίσθητος όπως νομίσαμε. Απλώς δεν θέλησε να το παίξει πλοίαρχος, δεν βρισκόταν μεσοπέλαγα μόνος εκπρόσωπος του νόμου και της τάξης. Υπήρχαν εκεί δίπλα οι εκπρόσωποι, κι έστω και σαν συμβολική παρουσία έπαιξαν το ρόλο τους. Υπάρχει ακόμα σεβασμός λοιπόν στο βάθος της έξαλλης ψυχής μας προς το νόμο -που προστατεύει τα γυναικόπαιδα- και τη λογική- έστω και πλαγίως, δια του φόβου. Παρηγορητικό.
http://www.athensvoice.gr/article/city-news-voices/%CF%83%CF%87%CF%8C%CE%BB%CE%B9%CE%B1/%CF%84%CE%BF-%CE%BA%CE%B1%CE%BB%CF%8C-%CF%84%CE%BF-%CF%80%CE%B1%CE%BB%CE%B9%CE%BA%CE%AC%CF%81%CE%B9%E2%80%A6

Τρίτη 11 Δεκεμβρίου 2012

Ο Σαμαράς παίρνει Νόμπελ...

Στα χαρακώματα του Α Πολέμου χάθηκε
η νεολαία της Ευρώπης το 1914-18

Σχεδόν κάθε βράδυ στη ΝΕΤ υπέροχα σήριαλ εποχής μας διδάσκουν ευρωπαϊκή Ιστορία. Ο Πρώτος παγκόσμιος πόλεμος σε δυο απ’ αυτά μας θυμίζει το τρομερό σφαγείο που οδήγησε τους ευρωπαίους να αποφασίσουν να σταματήσουν τους πολέμους. Φυσικά δεν ήταν εύκολο, γι αυτό ακολούθησε ο Δεύτερος πόλεμος, αλλά μετά η απόφαση οργανώθηκε καλύτερα. Ακόμα δεν είναι εύκολο. Οι άνθρωποι δεν είναι ειρηνικοί εκ φύσεως. Χρειάζεται συνεχής προσπάθεια, καλλιέργεια σχέσεων διαφορετικού τύπου από αυτές που συνήθιζαν για αιώνες τα ευρωπαϊκά κράτη. Γι αυτό το επίτευγμα δόθηκε το Νόμπελ στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Μπορεί μερικοί να το βλέπουν μικρό, αλλά πρώτη φορά στην ιστορία της το κατάφερε για τόσο καιρό. Η Ευρώπη των κρατών που ακόμα βιώνουν εθνικισμούς, και μάλιστα αναζωπυρωμένους. Και η κριτική για τη μεταναστευτική πολιτική της Ευρώπης είναι σωστή, στο θέμα αυτό η Ένωση και οι χώρες που την αποτελούν φέρονται σα να φοράνε μπούρκα, κρύβονται πίσω από στερεότυπα και φήμες, αρνούνται να δείξουν την τόλμη που έδειξαν σε άλλα πράγματα, όπως στη φροντίδα για διατήρηση της ειρήνης.
Το Νόμπελ πάντως το παίρνουν επειδή κατάφεραν να μην πολεμάνε μεταξύ τους μετά το 1945, και φέρνει η μοίρα η δική μας, των Ελλήνων, να στέλνουμε το Σαμαρά πρωθυπουργό να το παραλάβει μαζί με τους άλλους. Τον άνθρωπο που όταν ήταν υπουργός εξωτερικών στη μακρινή εποχή της διάλυσης της Γιουγκοσλαβίας, επινόησε στην ουσία ένα πρόβλημα με τους γείτονες και το όνομα της καινούργιας χώρας τους και πρότεινε λύση με τον τρόπο που ακριβώς απέφευγαν οι ευρωπαίοι για να έχουν ειρήνη: αδιάλλακτο και ουσιαστικά αδιέξοδο, χωρίς περιθώρια συμβιβασμού. Τον τρόπο που παγίδευε κάποτε τους πολιτικούς σε τελεσίγραφα και οδηγούσε τα κράτη σε πολέμους. Κι έκτοτε η αδιαλλαξία καλλιεργήθηκε και κάθε προσπάθεια συμβιβασμού λοιδωρήθηκε, και ειπώθηκαν βαριές κουβέντες γεμάτες μίσος και πολεμική διάθεση, αλλά πόλεμος δεν έγινε. Λες και δεν συμμετείχε η Ελλάδα στον Β’ Παγκόσμιο, δεν χόρτασε νεκρούς. Μήπως το ό,τι έζησε απομονωμένη από τους γείτονες της στην περίοδο του ψυχρού πολέμου, δεν αναγκάστηκε να συνηθίσει την ύπαρξη τους, καλλιέργησε αυτή τη συγκρουσιακή, αδιάλλακτη νοοτροπία; Τι να πω πια; Ακούς και σήμερα διάφορους δεξιά κι αριστερά να μιλάνε σα να είναι έτοιμοι να πιάσουν τα καριοφίλια. Μπορεί να ελπίζουν στο βάθος ότι στο τέλος θα τους συγκρατήσουν οι μεγάλες δυνάμεις, ευρωπαίοι κι αμερικάνοι, ύστερα θα μπορούν να παραπονιούνται ότι οι μεγάλες δυνάμεις ανακατεύονται στα εσωτερικά μας, κλπ.
Ο Σαμαράς λοιπόν, ο οποίος ποτέ δεν έκανε αυτοκριτική για εκείνα, όπως και κανένας άλλος, ο οποίος δήλωνε διάφορα αδιάλλακτα φυλετιστικά πριν εκλεγεί, χώρια τα όσα έλεγε ως αντιπολίτευση, αλλά ουδείς αναμάρτητος, αυτός είναι που πάει ως ευρωπαίος να παραλάβει το Νόμπελ ειρήνης. Μας επιφυλάσσει η μοίρα μεγάλες ειρωνείες.
Δεν πειράζει όμως. Βοήθειά του. Ας το χαρεί, κι ας αφήσει το πνεύμα του Όσλο να τον φωτίσει και να τον καλλιεργήσει. Αμήν.
Aπό την Εφημερίδα των συντακτών

Δευτέρα 10 Δεκεμβρίου 2012

Ηanna, δεν είναι η βροχή....


Σήμερα που είναι Κυριακή κι έχω και τη γιορτή μου, (είπα χτες), θα επιδοθώ σε παραλήρημα, θα διολισθήσω σε αυταρέσκεια επιτρεπτή μόνο λόγω του προνομίου που χαρίζει το όνομα, το οποίο ακόμα γιορτάζω με χαρά, αν και φανατικά άθεη και παιδιόθεν δύσπιστη, τουλάχιστον, στα εκκλησιαστικά.
La Vierge, l'Enfant Jésus et sainte Anne, by Leonardo da Vinci, from C2RMF retouched.jpg
Η Αγία Άννα, η Παναγία και ο μικρός Ιησούς υπό Νταβίντσι
Το όνομα Άννα λοιπόν είναι το εβραϊκό Χάννα, που σημαίνει χάρις, τα βρίσκεις αυτά στο Γκουγκλ εύκολα τώρα πια, το όνομα της μητέρας της Παναγίας, γιαγιάς του Ιησού. Στα ελληνικά η Άννα είναι όνομα πολύ αγαπητό, κι από ό,τι έμαθα πριν πλουτίσω το λεξιλόγιο μου, πολύ πριν πάω σχολείο, πολύ πριν υποψιαστώ την ύπαρξη της Γραμματικής, στη γενική κάνει ‘της Άννας’. Κλίνεται το όνομα μου δηλαδή, κι ας είναι εβραϊκό, όπως και το Μαρία. Η Μαρία της Μαρίας, εβραϊκό κι αυτό, αλλά εξελληνισμένο. Έχουμε αυτή την κακή συνήθεια της γενικής, που δίνει ένα σίγμα στ θηλυκά, το οποίο πιθανότατα το παίρνει από τα αρσενικά, διότι θα έχετε παρατηρήσει ότι τα αρσενικά αντιστοίχως χάνουν ένα σίγμα στη δική τους γενική: ο Μάκης, του Μάκη, κλπ. Ενδιαφέρον αλισβερίσι το οποίο αν δεν  ψυχαναλύθηκε κάποτε ελπίζω να ψυχαναλυθεί στο μέλλον, ποιος χάνει και ποιος κερδίζει από τα ‘πάθη των ονομάτων’ ειδικά τις γενικές τις κτητικές, ξέρετε τώρα.
Μπορεί κάποτε να τα καταργήσουμε όλ’ αυτά, η γλώσσα εξελίσσεται, δεν ξέρεις τι θα της συμβεί μεθαύριο, αλλά προς το παρόν τα έχουμε, τις γενικές των θηλυκών και των αρσενικών, όσο ξένη κι αν είναι η προέλευση των λέξεων. Οπότε δεν καταλαβαίνω γιατί όλα τα θηλυκά που λήγουν σε άλφα και ήτα δεν πρέπει να κλίνονται, όσο εξωτικά και/ή μισητά είναι, όπως η τρόικα ας πούμε. Η οποία τρόικα πριν γίνει δανειστής ήταν άμαξα με τρία άλογα και τη θυμάμαι να διασχίζει τις στέπες της Ρωσίας στις μεταφράσεις του Τσέχωφ και του Ντοστογιέφσκι, καθώς και να εμφανίζεται για πρώτη φορά ως μεταφορά στη σοβιετική- ρωσική πολιτική. Τρόικα ήταν τότε τρεις άντρες αρχηγοί, δεν θυμάμαι ποιοι, θυμάμαι όμως πεντακάθαρα ότι κλινόταν: η τρόικα, της τρόικας.
Θέλω να πω ότι η λέξη έχει μακριά καριέρα στην ελληνική γλώσσα ώστε δικαιούται τουλάχιστον τα πάθη κάθε θηλυκού, μια αξιοπρεπή γενική με σίγμα, πέραν όλων των άλλων. Δεν θα χάσει τίποτε η ελληνική οικονομία αν δώσει αυτό το σίγμα πλουσιοπάροχα, με την παλιά και παραδοσιακή φιλοξενία και ανιδιοτέλεια. Δεν καταλαβαίνω την τσιγκουνιά των μισών πολιτικολογούντων του ραδιοφώνου και της τηλεόρασης που επειδή ξέχασαν τη γραμματική του Δημοτικού μας βασανίζουν εμάς τις καλές μαθήτριες καθημερινά, όχι μόνο με τις περικοπές που επιβάλει η τρόικα αλλά και με περικοπές που επιβάλουν εκείνοι στην τρόικα, για εκδίκηση ίσως.
Ύστερα όμως οι περικοπές πιάνουν κι άλλες αθώες λέξεις και ονόματα. Η Μάλτα ας πούμε, δεν κάνει στη γενική της Μάλτας, όοοοχι. Της Μάλτα! Και φυσικά το ίδιο παθαίνει η Βολιβία, η Ουρουγουάη, η Παραγουάη, και λοιπές. Η δε πόλη του Μεξικού, αν και ουδέτερη, κολλάει την ασθένεια: της κοτσάρουν μια γενική στα καλά καθούμενα, αλλά όχι την κατάληξη: η πόλη του Μεξικό!  Η καημένη η Λατινική Αμερική πληρώνει τις αμαρτίες του εκλατινισμού της. Παίρνουμε εκδίκηση για τον αφανισμό των Ινδιάνων. Κινδυνεύει και η Βραζιλία.  Της Αργεντινής θα της το χαρίσουμε επειδή την έχουμε ως παράδειγμα χρεοκοπίας.
Τώρα θα μου πείτε, εδώ ο κόσμος καίγεται κι εσύ ασχολείσαι με τις γενικές; Ε, ναι, έχουμε όλοι τις αδυναμίες μας, τους κάλους μας. Εξάλλου περίμενα τη γιορτή μου για να ξεσπάσω, εκμεταλλευόμενη την επιείκια που χαρίζεται στις εορτάζουσες. Έχω μια βίδα μ’ αυτή τη δυσκαμψία των ξένων λέξεων. Διακρίνω κάτι σαν κόμπλεξ ώρες- ώρες απέναντι τους. Σα να σιχαινόμαστε και ταυτόχρονα να φοβόμαστε να τις πιάσουμε στο στόμα μας. Κάποτε πρέπει κι αυτή η στάση να ψυχαναλυθεί.  
Ορίστε, τα είπα και ξεθύμανα, μη μου κρατάτε κακία, πέρασε κι η γιορτή της αγίας Άννας, ή/και αγίας Άννης που έλεγαν οι παλιοί, αδίστακτοι άνθρωποι, το παράκαναν πια κι εκείνοι. Ένα σίγμα εμένα μου φτάνει, είμαι ολιγαρκής.
Από το Protagon http://www.protagon.gr/?i=protagon.el.8emata&id=20492 

Παρασκευή 7 Δεκεμβρίου 2012

Grafitti


Χειμωνιάτικο βράδυ, μεγάλη νύχτα ξεκινά, κι ένα δεκάχρονο βγαίνει προς Μοναστηράκι και Ψυρρή να πουλήσει λουλούδια. Σ’ ένα σκοτεινό στενό σταματάει λίγο και ψάχνει την τσέπη του, βγάζει ένα σπρέι μπογιάς και πιάνει να μουτζουρώνει την κυλινδρική μεταλλική επιφάνεια ενός στύλου της τροχαίας. Είναι πολύ λεπτός ο σωλήνας που διάλεξε, αλλά φαίνεται δεν τολμάει να πάει σε κάτι μεγαλύτερο. Εξάλλου όλα είναι πιασμένα εκεί γύρω, τοίχοι πολυκατοικιών, κατεβασμένα ρολά μαγαζιών, πλαίσια παραθύρων, παλιές πέτρινες μάντρες. Παντού έχουν γράψει κάτι, ζωγραφίσει, μουτζουρώσει ή απλώς λερώσει. Οι πιο μεγάλες και καλλιτεχνικές συνθέσεις αναδίδουν την κατάθλιψη που βασανίζει την πόλη, οι μικρότερες είναι πιο καταγγελτικές, όλες είναι γεμάτες γωνίες, οξείες γωνίες, οξύτατες. Όλες έχουν κάτι το εκρηκτικό, το απειλητικό. Ακόμα και μια πράσινη πανδαισία που τριγυρίζει την είσοδο κάποιας πολυκατοικίας αποτελείται μόνο από μυτερούς κάκτους. Λόγχες ξεπηδάνε από χαμηλούς θάμνους με άλλες λόγχες και τυλίγουν την εξώπορτα με λογχοειδή φυτά. Ατέλειωτες οδοντοστοιχίες με μυτερά δόντια εμφανίζονται σε κάθε χαμόγελο.
Κοριτσάκια κι αγοράκια στα γκράφιτι είναι λιπόσαρκες φιγούρες ετοιμοθάνατων από φυματίωση που κατηγορούν την κοινωνία. Μια η τεχνοτροπία κι ένα το θέμα στα γκράφιτι, το αδιέξοδο που δημιουργεί η ίδια η επιφάνεια εργασίας, η απελπισία των κατοίκων πίσω από τους τοίχους. Αληθινή ή υποθετική, μόνο αυτή ενδιαφέρει κι εμπνέει. Πόλη σε μισώ, πόλη με μισείς, φωνάζουν τα γκράφιτι. Το φωνάζουν χρόνια τώρα, πολύ πριν από την κρίση. Στη μεγάλη αφθονία επάνω άρχισαν, εξάλλου οι μπογιές είναι ακριβές. Είναι σπορ που αντιστέκεται όμως. 
Ο μικρός ανθοπώλης δυσκολεύεται να γράψει κάτι στη στενή σωλήνα. Κοιτάζει  πίσω του μήπως κανείς το βλέπει, μήπως το μαλώσουν ή το διώξουν. Παιδεύεται, ιδρώνει μέσα στο κρύο, κρατάει και τα λουλούδια, δυσκολεύεται. Ξεκλέβει χρόνο και φοβάται να ξανοιχτεί στο χώρο.  Άλλοι έχουν συνεργεία, βγαίνουν παρέες, κουβαλούν στα σακίδια ολόκληρο σετ μπογιές. Πλούσιοι και φτωχοί, από βόρεια κι από νότια προάστια, από δυτικές συνοικίες κι από γειτονιές του κέντρου. Μαθητές γυμνασίου και λυκείου δίνουν ραντεβού τις νύχτες κοντά σε μέρη με άγραφες επιφάνειες. Αντί για γράψιμο, γκράφιτι. Χαρτζιλίκια θυσιάζονται για αγορά σπρέι. Μερικές φορές γίνονται επίσημες προσκλήσεις, από τα τρόλεϊ, τα τρένα, ακόμα κι από διευθυντές σχολείων. Ελάτε παιδιά να δημιουργείστε, κοπιάστε. Αφού θα μουτζουρωθούν που θα μουτζουρωθούν, σκέφτονται κάποιοι, ας το κάνουμε τουλάχιστον οργανωμένα, μπας και προκύψει κάτι καλαίσθητο. Αυτό που προκύπτει όμως έχει πάντα τη σφραγίδα του υλικού, κατά κάποιο τρόπο, και το υλικό δεν είναι μόνο οι τοίχοι κι η μπογιά, είναι κι αυτή η κατάθλιψη, μια απελπισία σχεδόν υποχρεωτική, κλισέ απελπισία, κλισέ αδιέξοδο, κλισέ κατάθλιψη που δεν αφήνει και πολλά περιθώρια πρωτοτυπίας. Ωστόσο όλοι οι νέοι οφείλουν να περάσουν από κει, είναι στάδιο μύησης, να βγάλουν τον επιθετικότητα από την απότομη άνοδο της τεστοστερόνης στους τοίχους, να τους γεμίσουν απειλητικές αιχμές κάθε σχήματος.  Και καλύτερα γκράφιτι παρά άλλα χειρότερα, σκέφτονται πολλοί και ξαναπιάνουν μοιρολατρικά τη βούρτσα και τον ασβέστη. Ή δεν την πιάνουν. Σιγά και τι έγινε;
Στο στενό του κύλινδρο ο μικρός πλανόδιος κοιτάζει το έργο του χωρίς σιγουριά. Δεν κατάφερε σ’ αυτή την καμπύλα επιφάνεια να παράγει αρκετές γωνίες. Νοιώθει πως είναι φτωχός,  μικρός και μόνος, και κρίμα τα λεφτά για το παλιοσπρέι. Το κοιτάζει απογοητευμένος, κάνει να το πετάξει, ύστερα το κρατάει, το κρύβει σ’ ένα παλιό τσαντάκι στη μέση του. Πρέπει να περιμένει να μεγαλώσει λίγο. Πιάνει τα λουλούδια αγκαλιά, ξεκινά για το νυχτοκάματο.
 Από το Protagon http://www.protagon.gr/?i=protagon.el.8emata&id=20426

Τρίτη 4 Δεκεμβρίου 2012

Βόλτα στη Διώρυγα


Ξαφνικά μου ήρθε η ιδέα καθώς πλησιάζαμε στην Κόρινθο, έστριψα δεξιά προς «Τουριστική περιοχή Ισθμού». Στην παρέα υπήρχαν νεαροί που δεν είχαν σταθεί ποτέ να κοιτάξουν τη διώρυγα πάνω από τη γέφυρα, όπως κάναμε κάποτε. Πριν γίνει ο αυτοκινητόδρομος συνηθίζαμε τη στάση για σουβλάκια στον Ισθμό, κι εκεί οι πολύ περίεργοι μπορούσαν να περάσουν από τη στενή πεζογέφυρα και να θαυμάσουν το χάος από κάτω. Όταν βλέπεις κάτι γνωστό με ανθρώπους που δεν το έχουν ξαναδεί, έχεις τη δυνατότητα να το ανακαλύψεις ανανεωμένο.
Η παράκαμψη έμοιαζε με ταξίδι στο χρόνο. Όλα στην παλιά γέφυρα ήταν ξεχασμένα στη θλίψη και την παρακμή τους. Σκουπίδια κι εγκατάλειψη. Τα μαγαζάκια έμοιαζε  να έχουν να αγοράσουν εμπόρευμα από τη μέρα που εγκαινιάστηκε ο άλλος δρόμος. Ένα σύμπλεγμα από τσιμεντένιους στύλους που είχαν βάλει κάποτε για διακόσμηση, να ξεβάφει και να ξεφλουδίζει. Η γέφυρα σκουριασμένη, τα κάγκελα της σπασμένα, στραβωμένα.
Ωστόσο πάνω στη γέφυρα μια οικογένεια γιαπωνέζων έκανε τον τουρισμό της, έβγαζε με ενθουσιασμό απανωτές φωτογραφίες το εντυπωσιακό τοπίο.  Δεν κατάλαβα αν οι νέοι της παρέας πρόσεξαν τη σκουριά και την παρακμή. Έβγαζαν κι αυτοί φωτογραφίες, έβγαζαν και επιφωνήματα θαυμασμού, χρησιμοποιούσαν τη λέξη ‘κανάλι’,  σύγκριναν με το Σουέζ! Είναι πραγματικά ένα τοπίο που σου κόβει την ανάσα, αλλά το έχουμε συνηθίσει, ξεπεράσαμε το δέος που μας έπιανε άλλοτε, και δεν βρίσκουμε τρόπους να το ανανεώσουμε.
Ωστόσο κάποτε ο νεωτερισμός του λειτουργούσε στο δρόμο του ταξιδιού, τα σουβλάκια δίπλα στο μεγαλειώδες θέαμα όπου μπορείς να θαυμάσεις ταυτόχρονα  τη φύση και την τεχνολογία, ήταν νόστιμα όσο και τα άλλα, στο Ρίο- Αντίρριο. Κάπως έχουν συνδεθεί τα σουβλάκια με τα περάσματα, πράγμα λογικό. Περασμένα κι αυτά σε καλαμάκι ίσως βοηθούσαν όταν ήταν τα περάσματα πιο δύσκολα, τώρα που έγιναν πανεύκολα χρειάζεται κάτι άλλο να βρεθεί για συνοδεία.
 Γιατί δεν μπόρεσε να προσαρμοστεί στις αλλαγές, στην ύπαρξη του νέου δρόμου αυτό το μέρος; Να προτείνουν  μια βόλτα αυτοτελή οι επιχειρηματίες, να πηγαίνεις για καφέ σε ωραία μαγαζιά, με ανάδειξη του τοπίου, με κάτι τέλος πάντων; Ένα βάψιμο στα κάγκελα να κάνανε.
Πήρα έναν καφέ, αγόρασα κάτι μαγνητάκια για το ψυγείο, κάτι καρτούλες. Απόδειξη δεν μου έδωσαν, και δεν ζήτησα. Άφησα στους μαγαζάτορες τη μικρή ικανοποίηση ότι είχαν κλέψει ένα ευρώ από το κράτος, που τους αδίκησε, που έκανε νέο δρόμο, που τους εγκατέλειψε στην έλλειψη έμπνευσης και όρεξης που τους δέρνει, που δεν τους πείθει να προσπαθήσουν για κάτι καλύτερο, που τους τυφλώνει και δεν βλέπουν καν τι ομορφιά έχουν μπροστά τους. 
 Από την εφημερίδα των συντακτών 4-12-12

Poor old things

Μου αρέσει που μιλάμε με πάθος για το   Poor things,  ταινία που βασίζεται σε ιδιοφυές βιβλίο. Η     ιδέα του Άλασταιρ Γκραίυ με την μεταμόσ...