Σήμερα θα σας
μιλήσω για κάτι Γερμανούς που γνώρισα στη δεκαετία του 80. Για μια σημαντική
στη ζωή μου χρονιά μοιράστηκα ένα δυάρι στο Παρίσι με μια Γερμανίδα. Γίναμε
φίλες, ταξιδεύαμε μαζί στην πόλη που είχε κάνει τις πρώτες της σπουδές, τη Χαϊδελβέργη, την πόλη που
μεγάλωσε, το Τρίερ, πήγαμε σε πολλά μέρη στην Ευρώπη. Μόνο στην Ελλάδα δεν
συναντηθήκαμε ποτέ, γιατί λίγο αργότερα εκείνη αρρώστησε βαριά, και την έχασα.
Σπούδαζα Επιστήμες
Πληροφόρησης (Sciences de l’ Information) στο Paris II και ταυτόχρονα είχα πάρει υποτροφία για ένα
δεκάμηνο σεμινάριο που προσέφερε το Κέντρο Εκπαίδευσης Δημοσιογράφων (Centre de Formation des Journalistes) με θέμα την Ευρωπαϊκή Ένωση, σε δημοσιογράφους
απ’ όλο τον κόσμο. Εκεί έμαθα πολλά για την Ευρώπη, και για τον κόσμο, και στο
σπίτι μου, ζώντας με τη Μαργκρέτε, έμαθα πολλά για τη Γερμανία.
Κάθε τόσο
φιλοξενούσαμε τους φίλους της, που μας φιλοξενούσαν κι εκείνοι στη Χαϊδελβέργη.
Ήταν οικολόγοι, ωραίοι, συνειδητοποιημένοι και ευαίσθητοι, αριστεροί,
ανθρωπιστές στο έπακρο. Κάνοντας παρέα μαζί τους συνειδητοποίησα πόσο ενοχικά
ένοιωθαν ακόμα απέναντι στους ναζί και όσα είχαν συμβεί στην Ευρώπη εξαιτίας
τους. Δεν υπήρχε μεγαλύτερη προσβολή γι αυτούς από το να τους
συγκρίνεις με τους γονείς και τους παππούδες τους. Μιλάω βέβαια για έναν
πολιτικοποιημένο κύκλο, αλλά δεν συνάντησα στην Ελλάδα πολλούς που να έχουν
συνείδηση των εγκλημάτων που έχουν κάνει οι Έλληνες σε διάφορους πολέμους, και
πέρασε καιρός μέχρι να αρχίσουν να μιλάνε για τα εγκλήματα που έκαναν οι αριστεροί
στον Εμφύλιο.
Η ωριμότητα εκείνων των Γερμανών ήταν για μένα
πρότυπο πολιτικής στάσης. Γύρω από το μεγάλο ξύλινο τραπέζι της κουζίνας τους
κάναμε πολιτικές συζητήσεις που τόσο τις νοσταλγούσα αργότερα, ώστε αγόρασα ένα
ίδιο τραπέζι στη δική μου κουζίνα. Πολλά ακόμα ίδια θα ήθελα να βάλω στη ζωή
μου, αλλά δεν ήταν στο χέρι μου. Τη διαρκή ανησυχία των ανθρώπων αυτών να είναι
δίκαιοι, να καταλαβαίνουν, τον τρόπο που έθεταν τα δόγματα σε αμφισβήτηση τόσο
τα εκτίμησα, που ίσως τα μπέρδεψα στο μυαλό μου με τη δημιουργικότητα. Σ’ αυτό
είχα κάνει λάθος, μπορεί κανείς να είναι δημιουργικός χωρίς να συνειδητοποιεί
πολλά πράγματα. Αλλά ήμουν νέα και επηρεαζόμουν από ό,τι μου φαινόταν
αξιόλογο και βαθύ. Είχα πάει στο Παρίσι γεμάτη βεβαιότητες, και γύρισα γεμάτη
αμφιβολίες και με μόνη αρχή να ψάχνω τα πράγματα που φαίνονται σίγουρα, να
αναρωτιέμαι για κάθε δόγμα που δεν είναι ανθρωπιστικό, να αντιστέκομαι στους
φόβους που συχνά μου εμπνέουν οι πομπώδεις και αυταρχικές κουβέντες. Να
αντιστέκομαι όσο μπορώ. Δεν είναι εύκολο, ακόμα και τώρα δεν τα καταφέρνω
πάντα.
Ακόμα τότε δεν
ήξερα πόσο επίσημη ήταν αυτή η αυτοκριτική στάση για τη Γερμανία. Πόσος πολύς
λόγος είχε γίνει για τα εγκλήματα των ναζί στο σχολείο, στον Τύπο, πόσο πολύ η
νεώτερη Γερμανία είχε χτιστεί στην καταδίκη των ναζί. Το ξέραμε βέβαια όλοι
κάπως, αλλά πόσο βαθύ ήταν αυτό το συνειδητοποίησα στα επόμενα χρόνια. Μάλιστα
τότε άκουγα από τους νέους εκείνους φίλους μου σφοδρή κριτική για ναζί που δεν
τιμωρήθηκαν αρκετά, όπως διάβαζα αργότερα και στα μυθιστορήματα του Μπελ.
Μου λείπει πολύ η
Μαργκρέτε αυτό τον καιρό. Κάθε φορά που ακούω να λένε ναζιστές τους Γερμανούς, τους σημερινούς Γερμανούς, αισθάνομαι σα να τρώω
γροθιά στο στομάχι. Πώς θα αντίκριζα τη Μαργκρέτε σήμερα; Πώς θα της εξηγούσα
τι συμβαίνει με τα νέα κόμματα της ελληνικής βουλής, με τις βαθιές αποχρώσεις
εθνικιστών, με τους θαυμαστές του Χίτλερ;
Θα ήθελα να
συζητάω μαζί της τα της Ελλάδας, θα μου
έλεγε κι εκείνη για τη Γερμανία. Ξέρω πως θα προσπαθούσε να εξηγήσει στους
συμπατριώτες της, αν κάποιος το χρειαζόταν, το συναισθηματικόν του Έλληνος και
την ανάγκη του για δηλώσεις θαυμασμού, ακόμα και την απληστία του θα μπορούσε
να ερμηνεύσει και να κατανοήσει, αυτή που εγώ δυσκολεύομαι πάρα πολύ να χωνέψω.
Είχε αδυναμία στα ελληνικά τραγούδια, ειδικά στο Τζιβαέρι. Μου ζητούσε να
τραγουδάω το Τζιβαέρι στις πιο απίθανες στιγμές, μέσα στο άδειο μετρό ας πούμε
που μας μετέφερε σπίτι αργά το βράδυ μετά από μια εκδρομή, ή στο σπίτι της στη
Γερμανία μετά από μια μπύρα με την παρέα της. Κι εγώ άλλο που δεν ήθελα.
Τη σκέφτομαι
συνέχεια καθώς όλο μιλάμε για τη Γερμανία, τους Γερμανούς, τη Μέρκελ, που ίσως
να της έμοιαζε γερνώντας, αν προλάβαινε να γεράσει, κι αν πάχαινε λιγάκι. Ξέρω
πως αν μπορούσαμε να βρεθούμε τώρα, δεν θα ήταν εκείνη γερμανίδα κι εγώ
ελληνίδα, θα ήμασταν ίσως το αντίστροφο. Γιατί οι άνθρωποι δεν είναι μόνο αυτό που ζουν, είναι κι αυτό που επιθυμούν και σέβονται, κι αυτό που στερούνται.
Θα ήμασταν τελικά
η Άννα κι η Μαργκρέτε, θα αγκαλιαζόμασταν κλαίγοντας, μεταξύ μας θα μιλούσαμε πάλι
γαλλικά.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου