Σάββατο 21 Ιανουαρίου 2012

Από πού είσαι;

Μουντό το σαββατιάτικο μεσημέρι, γεμάτη κόσμο η Ερμού, είπα να την κατέβω να μου φτιάξει λίγο το κέφι. Πάντα φτιάχνει το κέφι χαζεύοντας τον κόσμο, φτάνει να μη δεις πράγματα ακραία, παιδιά που ζητιανεύουν, ανάπηρους, κυνηγητό μικροπωλητών και τέτοια. Γλύτωσα τα παιδιά και τους ανάπηρους, είχε μάλιστα σαλεπιτζήδες, λατερνατζή, κόσμο που ψώνιζε, νεαρούς αφρικανούς που μετακινούνταν σχεδόν γαλήνια με μικρά φορτία, κι όλα έβαιναν καλώς μέχρι το Φωκά κι αυτή τη γριά που πουλούσε τερλίκια δίπλα στην πόρτα του. Καθόταν εκεί και δεν μιλούσε, έτρεμε λιγάκι σαν από ελαφρύ Πάρκινσον, και βέβαια ενσάρκωνε και συμπύκνωνε, στο θέαμα που προσέφερε, όλον τον πόνο και τον καημό, τη μιζέρια και τη στεναχώρια της εποχής που περνάμε. Ξαφνικά σα να μην υπήρχαν γύρω ούτε νέα κορίτσια με σακούλες, ούτε γυναίκες με διλήμματα τι να ψωνίσουν, ούτε αφρικάνοι και δημοτικοί αστυνομικοί, ούτε καστανάδες και παιδιά με ακορντεόν, μόνο αυτή η γυναίκα που ίσως είχε πλέξει μόνη της τα τερλίκια και τα έφερε να τα πουλήσει στην Ερμού.
Δεν πέρασε άνθρωπος να μην την κοιτάξει και να μη σοκαριστεί. Δεν έπρεπε να είναι εκεί, κάπου θα την περίμεναν εγγόνια, κάπου θα την περίμεναν φιλενάδες, ρούχα για άπλωμα, κότες στο κοτέτσι για τάισμα. Έπρεπε να έχει γύρω της μια αυλή, έστω ένα στενό δρομάκι με ψάθινες καρέκλες, κάτι δικό της, όχι τους κυβόλιθους της Ερμού, το πεζούλι του Φωκά, και τη βιτρίνα του απο πάνω. Μια μαμά και μια γιαγιά στο μυαλό ολονών σίγουρα θα τους ενοχλούσε τη συνείδηση, κάποια που δεν τη προσέχουν αρκετά, που δεν την πρόσεξαν όταν έπρεπε και τώρα είναι αργά, ίσως.
Στάθηκα να τη φωτογραφίσω και μπήκε μια γυναίκα μπροστά. "Από πού είσαι;" τη ρώτησε. Λες κι αν μάθαινε απο πού ήταν θα έβαζε τα πράγματα στη θέση τους. Θα έβρισκε τη λογική της εικόνας. Δεν άκουσα τι απάντησε η γριά, έπιασαν κουβέντα, έπιασαν να γελάνε, κι έτσι βγήκε στη φωτογραφια μου. Να γελά με την οικειότητα και την άνεση που έχουν μερικές γριές, λες και δεν ήταν εκεί που τη βλέπαμε αλλά κάπου αλλού, στον τόπο της ίσως.
Της άφησε νομίσματα η γυναίκα χωρίς να αγοράσει τερλίκια, κι άλλος ένας πλησίασε κι έκανε το ίδιο, κι η γριά έμεινε με ενα ύφος απορημένο, σχεδόν κοριτσίστικο, και δεν ξαναπήρε εκείντο μελαγχολικό με το τρέμουλο που είχε όταν την είδα.

1 σχόλιο:

Ανώνυμος είπε...

Κι ωστόσο ζήλεψα τη βόλτα σου. Σαν- εκτός της Κυρίας των Τερλικιών- η Αθήνα η σημερινή που περιγράφεις να είναι η άλλη ξένοιαστη που την είχαμε για αιώνια.. Εύχομαι;

Πόσο δύσκολο να γίνει το προσωπικό, πολιτικό.

Τη νύχτα που έφτασε ο Καραμανλής στο Ελληνικό να αναλάβει τα ηνία της χώρας που είχε βρεθεί στο χείλος του γκρεμού, πενήντα χρόνια πριν, δεν...