Αυτούς άραγε δεν τους νοιάζει, αναρωτιέμαι πάντα, να καταστρέφεται η Αθήνα; |
Κάποια στιγμή είδα στη Σταδίου μια ομάδα να ανεβαίνει, νεαροί με μάσκες, μάσκες αερίων, μάσκες επαγγελματικές, μαντίλια, παλούκια στον ώμο με μαύρα σημαιάκια στην κορφή, προχωρούσαν ορμητικά προς τα πάνω, τα σκαλιά, τη Βουλή. Πέταξαν απο κει μολότοφ, βάλαν φωτιά, όπως είδα στην τηλεόραση αργότερα, σε ένα στέγαστρο φρουρού. Γύρισα προς τα πίσω, κατέβηκα την Πανεπιστημίου, άδεια, γεμάτη σκουπίδια, με μερικές παρέες να πηγαινοέρχονται. Τα κτίρια κλειστά όλα, άνυπεράσπιστα. Μεθαύριο θα έχουν ξεκολλήσει κι άλλα μάρμαρα απο τις προσόψεις, κι άλλες παλιές πέτρες, όπως εκείνη η τεράστια που την έβγαλαν απο τη γωνία Κριεζώτου και Πανεπιστημίου.
Ας καταφέρω να τ' αντικρίσω όλα χωρίς να με νοιάζει. Γιατί να με νοιάζει;
Περνάω απο τα Εξάρχεια, οι αφίσες στους τοίχους ξερνάνε μίσος, αν είχα αμφιβολίες για τα συναισθήματα δηλαδή... Αλλά γιατί με νοιάζει;
Αυτους δεν τους νοιάζει ας πούμε, ακουμπάνε τις πλάτες στους τοίχους και γελάνε, διασκεδάζουν, περνάνε καλά, βρίσκουν ταίρι πιθανότατα. Αξέχαστα πρωινά στην ταραγμένη Αθήνα. Τη μισούν, ή τους είναι αδιάφορη. Μα κι εγώ τη μισούσα, γιατί τώρα με πήρε ο καημός που την καταστρέφουν;
Να κάθομαι σπίτι, να μη βγαίνω όταν κυκλοφορούν οι μαύροι καταστροφείς. Τους λένε μπαχαλάκηδες, πολύ χαϊδευτικό είναι. Χρειάζεται μια λέξη πιο αντιπροσωπευτική. Η πόλη τους ανήκει. Δεν μπορείς να φύγεις αν εγκλωβιστείς στο κέντρο, πρέπει να δεις όλη τη διαδικασία, να τους δεις να καταστρέφουν, να τρέχουν, να υποστείς τα δακρυγόνα, κι ύστερα στο σπίτι να διαβάζεις καταγγελίες για τη βία της αστυνομίας, γιατί έτσι πρέπει. Αν πεις ότι είδες και μη αστυνόμους να είναι πολύ βίαιοι, νεους μαυροφορεμένους να είναι πολύ βίαιοι, σε κοιτάνε περίεργα. Μα είσαι αφελής, είναι προβοκάτορες, ή είναι αναρχικοί, πάντως η αστυνομία φταίει. Γιατί να μην πείθομαι κι εγώ, να είμαι αγανακτισμένη κι ευτυχισμένη;
Με πιάνουν λυγμοί γιατί σκέφτομαι τα παιδιά μου. Πρέπει να φύγουν απο δω, γιατι δεν θα μπορούν να απολαύσουν μια βόλτα, δεν θα μπορούν να χαλαρώσουν και να θαυμασουν κάτι, δεν θα μπορούν να νοιώθουν ότι ζουν σε πόλη. Πώς να τα διώξω; Δεν θα έχουν πόλη, κι είναι νομίζω χειρότερα κι απο το να μην έχουν δουλειά. Δουλειά μπορεί να βρεις καποια στιγμή, πόλη όμως δεν γεννιέται. Αλλά το να φύγουν σημαίνει ότι θα είναι ξένοι εκεί που θα πάνε, δεν είναι απλό. Τι μου χρωστάνε και τα γέννησα εδώ; Δεν τα έκανα και σαν όλο τον κόσμο, να αδιαφορούν, δεν τους έδωσα βιος αλλού, τα μάθαινα να βρίσκουν ωραία μέρη στην Αθήνα... Τα μεγάλωσα στην Κυψέλη, ακουσον άκουσον! Καλά με ρωτούσαν όλοι, πώς είναι δυνατόν να μένετε στην Κυψέλη; Τόσο μέσα, τόσο εγκλωβισμένοι; Φοβάμαι ότι δεν θα μπορέσουν ποτέ να το γλεντήσουν έτσι σαν αυτούς εδώ, με πέτρες απο τις προσόψεις της πόλης τους, μαντίλια στο πρόσωπο, ορμητικό κι αναίσθητο βήμα. Κι ούτε να αδιαφορήσουν θα μπορέσουν, θα πονάνε σε όλη τους τη ζωή για την παρακμή και την απώλεια.
Είμαι ένοχη. Γέννησα παιδιά σε μια πόλη χαμένη. Έπρεπε να τα πείσω ότι ανήκουν σε κάποια 'κοινότητα ελλήνων' όχι να περιμένουν απολαύσεις απο την Αθήνα. Είναι βαθιές οι ρίζες, φταίει ο πατέρας μου που την έβλεπε λαμπερή και πλούσια. Και δεν είχαμε κοινότητα, νομίζαμε πως έχουμε πόλη.
Πού να πάμε; Καθώς γυρίζω σπίτι αισθάνομαι σαν εκείνες τις αλβανίδες του Κοσοβου που βλέπαμε στην τηλεόραση να φεύγουν απο τα καμένα τους χωριά με το στρώμα τους πάνω σε κάρο. Μακάρι να είχα ένα κάρο κι ένα στρώμα να φορτώσω να φύγω. Ντρέπομαι τα παιδιά μου, δεν ξέρω πού να κρυφτώ.
1 σχόλιο:
Συνειδητοποιώ διαβάζοντας αυτό το κείμενο, ότι κι εγώ δεν πηγαίνω ποτέ τα παιδιά μου βόλτα στην Αθήνα...
Και είναι κρίμα βέβαια. Αλλά πάλι, πραγματικά δεν σου κάνει όρεξη.
Δημοσίευση σχολίου