Από το Protagon http://www.protagon.gr/?i=protagon.el.8emata&id=9663
Είδαμε το βίντεο με το λιντσάρισμα του Καντάφι το βράδυ της μέρας που ένας διαδηλωτής σκοτώθηκε στην Αθήνα. Ήταν φρικτό πέρα από κάθε περιγραφή. Ξέραμε ότι ο Καντάφι υπήρξε δικτάτορας που σκότωσε πολλούς ανθρώπους και βασάνισε περισσότερους, ότι υπήρξε ισχυρός, πλούσιος, αδίστακτος, χάρηκε όλες τις πολυτέλειες κι απόλαυσε πολλά, αιματοκύλισε τη χώρα του κι όλα αυτά, όμως εκείνη τη στιγμή που πέθαινε ήταν ένας γέρος κυνηγημένος, παραμορφωμένος από τον πόνο, με αίματα στα χείλια και παντού, να τον τραβάνε, να τον ξεσκίζουν σαν κουρέλι, να τον χτυπούν και να τον σέρνουν, να τον βασανίζουν με κραυγές θηρίων, ένας άνθρωπος που υπέφερε κι ευχόσουν, ας πεθάνει πια να σταματήσει αυτό το μαρτύριο. Το δικό του και το δικό μας, να βλέπουμε πόσο πολύ οι άνθρωποι μπορούν να διψάνε για αίμα, για τον πόνο του άλλου, όποιος κι αν είναι, πόσο πολύ αντέχουν να πονάνε τα θύματα, πόσο άπληστοι είναι οι θύτες.
Σύμπτωση εκείνη τη μέρα να έχουμε και στην Αθήνα τραυματισμούς από πολιτικές συγκρούσεις και έναν θάνατο. Τα πράγματα δεν ήταν τόσο άγρια εδώ. Μπορεί να ξεκινάνε τα ΜΑΤ από το αρχηγείο τους οπλισμένα σαν αστακοί, μπορεί από τα δικά τους αρχηγεία οι οπαδοί της καταστροφής και του χάους να ξεκινάνε με τις βαριοπούλες τους, τα σφυριά τους, τις πλαστικές τους κόφες για να μαζεύουν κομμάτια πέτρες από τις προσόψεις των κεντρικών κτιρίων της Αθήνας, να φοράνε τις προσωπίδες τους, όχι μαντίλια τώρα πια αλλά μάσκες αερίων διαφόρων τύπων, αλλά δεν έχουν σκοπό να σκοτωθούν ή να σκοτώσουν. Περνάνε μέσα από τα συγκεντρωμένα πλήθη και ο κόσμος δεν δείχνει να φοβάται, ακούγονται οι πρώτοι κρότοι και κανείς δεν φεύγει, υπάρχει μάλιστα κάτι σαν μέτρηση παλικαριάς, μερικοί γελάνε, η αδρεναλίνη ανεβαίνει. Όσοι μείνουν ως το μεσημέρι θα πάνε για μπύρες στο Μοναστηράκι αφήνοντας τα σκουπίδια να καπνίζουν, έχοντας περάσει μια συναρπαστική μέρα, αν κρίνουμε από τα ικανοποιημένα πρόσωπα που δημοσιεύουν την επαύριο τις φωτογραφίες τους στο φέισμπουκ. Σαν όλο αυτό να μην είναι παρά μια σκηνοθεσία αρρενωπότητας, να θυμίσει τι εστί πάλης ξεκίνημα και νέοι αγώνες, αν τυχόν το ξεχάσαμε, να ανάψουν λίγο τα αίματα. Η μάχη αρχίζει στις παρυφές της Βουλής, η οθόνη δείχνει συμπλοκές σώμα με σώμα, αλλά ο κόσμος κάτω δεν φοβάται.
Ίσως δεν ήξεραν και ποιοι ακριβώς συγκρούονταν εκεί επάνω. Το ΚΚΕ με τους χαοτιστές, ας τους πούμε έτσι ψάχνοντας την κατάλληλη λέξη. Γιατί άραγε; Ένοιωσαν στο ΚΚΕ ότι η πτώση του αστικού καθεστώτος επίκειται και πρέπει κάποιοι θεσμοί και συμβολικά κτίρια να προστατευτούν, μην καταλυθούν τα πάντα, πώς θα ξαναστήσουν το κράτος που όπου να’ ναι θα αναλάβουν; Πήρε πολλά εύσημα το ΚΚΕ για τη στάση του, αλλά δεν ξέρουμε το σκεπτικό του. Πάντως όσοι έβλεπαν τη μάχη στην τηλεόραση φοβήθηκαν ότι πολλοί θα σκοτωθούν. Τραυματίστηκαν δεκάδες, ένας πέθανε, κάπως φαίνεται συγκρατούνται οι εχθροί, δεν βάζουν όλη τη δύναμη τους. Κάπως το ελέγχουν, αλλά να που υπάρχουν ανεξέλεγκτοι παράγοντες, αναπνευστικά προβλήματα, μεγάλες ηλικίες. Να μη ρίχνουν τα ΜΑΤ χημικά. Μήπως να ρυθμιστεί τι θα φοράει ο καθένας και τι όπλα δικαιούται; Θα ήταν μια αρχή, να σκεφτούμε σιγά- σιγά ότι τους κανόνες της συμβίωσης τους ρυθμίζουμε επειδή έχουμε ανάγκη να ζούμε μαζί, όχι επειδή τους επιβάλει ο καπιταλισμός.
Ε, δεν είμαστε και Λιβύη. Εκεί είναι χωρισμένοι σε φυλές, εμείς τις φυλές λιγάκι τις νοσταλγούμε, γιατί τις είχαν και οι αρχαίοι ημών πρόγονοι. Έχουμε προχωρήσει σε πιο οργανωμένες μορφές κοινωνίας, αλλά πάλι, υπάρχει αυτό το πράγμα που λέγεται πρόοδος; Προχωρά κανείς, ή στριφογυρίζει; Υπάρχουν μέρες που το Σύνταγμα μοιάζει με κανονική πλατεία, λίγο τσαπατσούλικη βέβαια και με άναρχη κυκλοφορία, βρώμικη και ταλαίπωρη, όταν όμως κλείνει για πολιτικούς λόγους γίνεται πεδίο μάχης. Κι ενώ νομίζουμε ότι συγκρατούνται και ελέγχονται αυτοί που έχουν επιλέξει τη βία, δεν ορμήξανε σα λυσσασμένα σκυλιά, σαν αγέλη λύκων, όπως εκείνοι στη Λιβύη που είδαμε το βράδυ στην τηλεόραση, πρόσεχαν να μην το παρακάνουν, να όμως οι εβδομήντα τραυματίες και ο νεκρός.
Ένας νεκρός. Βία κυριολεκτική, όχι μεταφορική και ποιητική, όχι του συνθήματος στην Πανεπιστημίου που λέει: «Το οκτάωρο είναι βία» και τα παρόμοια. Βία που πονάει, ματώνει και βασανίζει, βία που σκοτώνει, επιτίθεται στο σώμα και το νικάει. Στο καημένο το ανθρώπινο σώμα, που όσο και να αμυνθεί και να προστατευτεί δεν είναι τελικά παρά αυτό το αδύναμο πράγμα, αυτή η γυμνή σάρκα, αυτή η λεπτή πέτσα, αυτό το απροστάτευτο στόμα, αυτό το γεμάτο τρύπες και ευπάθειες πρόσωπο, αυτή η εύθραυστη κατασκευή, που αν βρει απέναντι ισχυρότερα και καλύτερα οπλισμένα σώματα, αν χτυπηθεί με σίδερο, με ρόπαλο, ακόμα και με γροθιές, πονάει, ματώνει, λυγίζει, υποφέρει.
Οι διαδηλωτές μπορεί να πήγαν με πολύ καλές προθέσεις στο Σύνταγμα. Να αγκαλιαστούν με το πλήθος, να συγκινηθούν με τα τραγούδια, να ερωτευτούν, να γκρεμίσουν λιγουλάκι τον αστικό πολιτισμό στο σώμα των παλιών του κτιρίων, να κάνουν τη ζωή δύσκολη στους πολιτικούς, να δείξουν τη δύναμη τους. Αλλά τους ξέφυγε το πράγμα κι έγινε θάνατος και πόνος. Κι οι τραυματίες, όπως κι ο νεκρός πόνεσαν κι υπέφεραν όπως όλα τα θύματα της βίας. Λιβύη δεν είμαστε. Αλλά αν το θελήσουμε πολύ μπορούμε να γίνουμε.
H σορός του Καντάφι ως αξιοθέατο (φωτογρα- φία απο ΤΑ ΝΕΑ) |
Σύμπτωση εκείνη τη μέρα να έχουμε και στην Αθήνα τραυματισμούς από πολιτικές συγκρούσεις και έναν θάνατο. Τα πράγματα δεν ήταν τόσο άγρια εδώ. Μπορεί να ξεκινάνε τα ΜΑΤ από το αρχηγείο τους οπλισμένα σαν αστακοί, μπορεί από τα δικά τους αρχηγεία οι οπαδοί της καταστροφής και του χάους να ξεκινάνε με τις βαριοπούλες τους, τα σφυριά τους, τις πλαστικές τους κόφες για να μαζεύουν κομμάτια πέτρες από τις προσόψεις των κεντρικών κτιρίων της Αθήνας, να φοράνε τις προσωπίδες τους, όχι μαντίλια τώρα πια αλλά μάσκες αερίων διαφόρων τύπων, αλλά δεν έχουν σκοπό να σκοτωθούν ή να σκοτώσουν. Περνάνε μέσα από τα συγκεντρωμένα πλήθη και ο κόσμος δεν δείχνει να φοβάται, ακούγονται οι πρώτοι κρότοι και κανείς δεν φεύγει, υπάρχει μάλιστα κάτι σαν μέτρηση παλικαριάς, μερικοί γελάνε, η αδρεναλίνη ανεβαίνει. Όσοι μείνουν ως το μεσημέρι θα πάνε για μπύρες στο Μοναστηράκι αφήνοντας τα σκουπίδια να καπνίζουν, έχοντας περάσει μια συναρπαστική μέρα, αν κρίνουμε από τα ικανοποιημένα πρόσωπα που δημοσιεύουν την επαύριο τις φωτογραφίες τους στο φέισμπουκ. Σαν όλο αυτό να μην είναι παρά μια σκηνοθεσία αρρενωπότητας, να θυμίσει τι εστί πάλης ξεκίνημα και νέοι αγώνες, αν τυχόν το ξεχάσαμε, να ανάψουν λίγο τα αίματα. Η μάχη αρχίζει στις παρυφές της Βουλής, η οθόνη δείχνει συμπλοκές σώμα με σώμα, αλλά ο κόσμος κάτω δεν φοβάται.
Ίσως δεν ήξεραν και ποιοι ακριβώς συγκρούονταν εκεί επάνω. Το ΚΚΕ με τους χαοτιστές, ας τους πούμε έτσι ψάχνοντας την κατάλληλη λέξη. Γιατί άραγε; Ένοιωσαν στο ΚΚΕ ότι η πτώση του αστικού καθεστώτος επίκειται και πρέπει κάποιοι θεσμοί και συμβολικά κτίρια να προστατευτούν, μην καταλυθούν τα πάντα, πώς θα ξαναστήσουν το κράτος που όπου να’ ναι θα αναλάβουν; Πήρε πολλά εύσημα το ΚΚΕ για τη στάση του, αλλά δεν ξέρουμε το σκεπτικό του. Πάντως όσοι έβλεπαν τη μάχη στην τηλεόραση φοβήθηκαν ότι πολλοί θα σκοτωθούν. Τραυματίστηκαν δεκάδες, ένας πέθανε, κάπως φαίνεται συγκρατούνται οι εχθροί, δεν βάζουν όλη τη δύναμη τους. Κάπως το ελέγχουν, αλλά να που υπάρχουν ανεξέλεγκτοι παράγοντες, αναπνευστικά προβλήματα, μεγάλες ηλικίες. Να μη ρίχνουν τα ΜΑΤ χημικά. Μήπως να ρυθμιστεί τι θα φοράει ο καθένας και τι όπλα δικαιούται; Θα ήταν μια αρχή, να σκεφτούμε σιγά- σιγά ότι τους κανόνες της συμβίωσης τους ρυθμίζουμε επειδή έχουμε ανάγκη να ζούμε μαζί, όχι επειδή τους επιβάλει ο καπιταλισμός.
Ε, δεν είμαστε και Λιβύη. Εκεί είναι χωρισμένοι σε φυλές, εμείς τις φυλές λιγάκι τις νοσταλγούμε, γιατί τις είχαν και οι αρχαίοι ημών πρόγονοι. Έχουμε προχωρήσει σε πιο οργανωμένες μορφές κοινωνίας, αλλά πάλι, υπάρχει αυτό το πράγμα που λέγεται πρόοδος; Προχωρά κανείς, ή στριφογυρίζει; Υπάρχουν μέρες που το Σύνταγμα μοιάζει με κανονική πλατεία, λίγο τσαπατσούλικη βέβαια και με άναρχη κυκλοφορία, βρώμικη και ταλαίπωρη, όταν όμως κλείνει για πολιτικούς λόγους γίνεται πεδίο μάχης. Κι ενώ νομίζουμε ότι συγκρατούνται και ελέγχονται αυτοί που έχουν επιλέξει τη βία, δεν ορμήξανε σα λυσσασμένα σκυλιά, σαν αγέλη λύκων, όπως εκείνοι στη Λιβύη που είδαμε το βράδυ στην τηλεόραση, πρόσεχαν να μην το παρακάνουν, να όμως οι εβδομήντα τραυματίες και ο νεκρός.
Ένας νεκρός. Βία κυριολεκτική, όχι μεταφορική και ποιητική, όχι του συνθήματος στην Πανεπιστημίου που λέει: «Το οκτάωρο είναι βία» και τα παρόμοια. Βία που πονάει, ματώνει και βασανίζει, βία που σκοτώνει, επιτίθεται στο σώμα και το νικάει. Στο καημένο το ανθρώπινο σώμα, που όσο και να αμυνθεί και να προστατευτεί δεν είναι τελικά παρά αυτό το αδύναμο πράγμα, αυτή η γυμνή σάρκα, αυτή η λεπτή πέτσα, αυτό το απροστάτευτο στόμα, αυτό το γεμάτο τρύπες και ευπάθειες πρόσωπο, αυτή η εύθραυστη κατασκευή, που αν βρει απέναντι ισχυρότερα και καλύτερα οπλισμένα σώματα, αν χτυπηθεί με σίδερο, με ρόπαλο, ακόμα και με γροθιές, πονάει, ματώνει, λυγίζει, υποφέρει.
Οι διαδηλωτές μπορεί να πήγαν με πολύ καλές προθέσεις στο Σύνταγμα. Να αγκαλιαστούν με το πλήθος, να συγκινηθούν με τα τραγούδια, να ερωτευτούν, να γκρεμίσουν λιγουλάκι τον αστικό πολιτισμό στο σώμα των παλιών του κτιρίων, να κάνουν τη ζωή δύσκολη στους πολιτικούς, να δείξουν τη δύναμη τους. Αλλά τους ξέφυγε το πράγμα κι έγινε θάνατος και πόνος. Κι οι τραυματίες, όπως κι ο νεκρός πόνεσαν κι υπέφεραν όπως όλα τα θύματα της βίας. Λιβύη δεν είμαστε. Αλλά αν το θελήσουμε πολύ μπορούμε να γίνουμε.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου