Την πρώτη φορά που είχα πάει στο Παρίσι, πριν τρεις δεκαετίες, περπατούσα ακατάπαυστα, κι επειδή δεν χόρταινα τη θέα των σπιτιών, άνοιγα και τις εξώπορτες να κοιτάζω μέσα. Έβρισκα αυλές, κήπους, άλλοτε πολυτελείς, άλλοτε απλές, άλλοτε πολύπλοκα δρομάκια, πάντα κάτι ενδιαφέρον πάντως. Μου έγινε συνήθεια, και τα δυο χρόνια που έμεινα εκεί το έκανα συνέχεια, έσπρωχνα μεγάλες, βαριές εξώπορτες για να κοιτάξω μέσα. Ήταν ένα αίσθημα ελευθερίας, να μπορείς να σπρώχνεις έτσι μια ξένη πόρτα, ένα αίσθημα ότι συμμετέχεις σε μια δημοκρατία γεμάτη δυνατότητες, έστω κι αν δεν κατάφερνες στην τελική τίποτε άλλο περισσότερο στο θέμα των εισόδων, να μπεις κάπου δηλαδή στ’ αλήθεια, να γίνεις δεκτός και να αναγνωριστείς, εκτός από το να σπρώχνεις πόρτες για να ρίχνεις κλεφτές ματιές. (ενίοτε προχωρούσα μέσα κάνοντας ότι ψάχνω κάποιον, μήπως με ρωτούσε κανείς τι θέλω εκεί, αλλά ποτέ δεν με ρώτησε)
Τώρα πια όμως αυτό δεν γίνεται. Οι πόρτες είναι κλειδωμένες. Εκεί που κάποτε ήταν ένα κουμπάκι και το πατούσες και άνοιγε, τώρα υπάρχει πληκτρολόγιο με αριθμούς και πρέπει να ξέρεις κώδικες για να ανοίξει η πόρτα. Σε ελάχιστα κτίρια ακόμα μπορείς να κοιτάξεις μέσα, σε δημόσια μόνο, ή σε μερικά που έχουν γκαλερί στο ισόγειο και οφείλουν να είναι ανοιχτά.
Ένα από αυτά με τις γκαλερί βρίσκεται στην οδό Ντωφίν. Είναι πολύ καλλιτεχνική περιοχή, στην αριστερή όχθη. Η γκαλερί λέγεται Hagalleria και την επισκεφτήκαμε με τη φίλη μου που με φιλοξενούσε, επειδή ήξερε ότι θα βλέπαμε εκεί εικόνες από την Αθήνα. Για την ακρίβεια, εικόνες μεταναστών από την Αθήνα. Όχι Αλβανούς με το καινούργιο τους αυτοκίνητο, Πακιστανούς να προσεύχονται ή Ινδούς να διδάσκουν γιόγκα, αλλά Αφρικανούς περαστικούς, πωλητές με το μεγάλο μπόγο στον ώμο, αυτή την τόσο γνώριμη πια εικόνα.
Ο φωτογράφος λέγεται Didier Bel Loulou. H έκθεση, Athènes, les gens du voyage.
O φακός είχε ακινητοποιήσει αυτή την υπερβολικά κινούμενη στην αληθινή Αθήνα εικόνα. Ο μαύρος ταξιδιώτης στη φωτογραφία μοιάζει με άγαλμα, κι ας είναι πάνω του τόσο εφήμερα τα κουρέλια που φορά. Ο μπόγος, ένα βρώμικο σεντόνι, έχει κυλιστεί σε αυτά τα πεζοδρόμια που ξέρουμε τόσο καλά. Φαίνονται οι πατημασιές μας πάνω του. Και στο πρόσωπο που δεν ξεχωρίζουν καλά τα χαρακτηριστικά, φαίνεται το βάσανο όλης αυτής της μορφής που έχει πάρει η ζωή ενός ανθρώπου σχεδόν ερήμην του.
Εδώ, στην Αθήνα, μαζί μας, περπάτησε ο φωτογράφος, παρακολούθησε αυτούς που εμείς δεν θέλουμε να βλέπουμε. Εκείνος για καιρό τους κοίταξε, είδε τα χρώματα και τη λάμψη τους, είδε τα πρόσωπα και τα σώματα τους, είδε τους φθαρμένους τοίχους που στηρίζουν τις πλάτες τους, τα σκουπίδια που έχουν γίνει το περιβάλλον τους, τη φτώχεια, την ασχήμια, και την ομορφιά τους. Οι εικόνες των πιο περιφρονημένων στεγάζονται τώρα στο Παρίσι, στην πιο καλλιτεχνική γειτονιά, κι εκείνοι δεν το ξέρουν. Αλλά ούτε και οι αστυνομικοί που τους κυνήγησαν, οι ρατσιστές που τους έβρισαν, ούτε κι αυτοί το ξέρουν, αυτό είναι που με στεναχωρεί.
Αυτό είναι το μέγα μυστικό μιας πόλης σαν αυτή, σαν το Παρίσι εννοώ, τα πάντα γίνονται Ιστορία. Υπάρχουν και αμέσως παράγεται η αναπαράσταση τους. Όχι όλα όμως, υπάρχει επιλογή. Ο αφρικανός με τον τρομερό μπόγο στον ώμο μπαίνει στα καλλιτεχνικά δρώμενα. Αχ να του χάριζες Τέχνη λίγη παρηγοριά...
Βγαίνουμε στο δρόμο με ένα αίσθημα ενοχής απροσδιόριστο. Αυτό το ζάρωμα του μαύρου προσώπου, σα να προσπαθούσε να γίνει μικρούλι, να εισχωρήσει στον προνομιακό μας κόσμο, όπου δεν χρειάζεται να τρέχεις κυνηγημένος κουβαλώντας τεράστιους μπόγους, μπορείς απλώς να υπάρχεις νόμιμα στην ήπειρο των προνομίων, τη δική μας, και να μπαίνεις κανονικά σαν άνθρωπος σε ένα μαγαζί να πιεις ένα τσάι, όπως κάναμε εμείς αμέσως μετά.
Οι πόρτες του Παρισιού δεν θα ανοίξουν ποτέ ξανά τόσο εύκολα. Οι πόρτες της Ευρώπης παρομοίως. Μόνο η Τέχνη θα μπορεί να παραβιάζει τους κώδικες, και θα τους αναγκάζει κάθε τόσο να μπλοκάρουν, να τρελαίνονται, να αλλάζουν. Αυτό τουλάχιστον μπορούμε να το ελπίζουμε, νομίζω.
Εδώ ο σύνδεσμος για τη σελίδα του φωτογράφου
http://www.didierbenloulou.com/serie-athenes-fr.html:
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου