Πέμπτη 9 Δεκεμβρίου 2010

Μότσαρτ στο Παρίσι

Οι γκρι εικονες είναι του μοντέρνου κτιρίου
Με το που έφτασα στο Παρίσι πήγα στην Όπερα της Βαστίλης κι έβγαλα εισιτήριο για την παράσταση «Γάμοι του Φίγκαρο» του Μότσαρτ. Ήταν πανάκριβο, κι ήταν το τελευταίο που υπήρχε. Η θέση, λοξά στην πλατεία. Υπερβολικά λοξά, όπως διαπίστωσα όταν πήγα.
Η σκηνή του θεάτρου του Μπρουκ
Το ανέβασμα ήταν παραγωγή της Σκάλας του Μιλάνου σε σκηνοθεσία του Τζόρτζιο Στρέλερ, και δεν μπορώ να πω ότι δεν μου άρεσε. Κατά κάποιο τρόπο πάντως δεν μπόρεσα να το απολαύσω. Κατ’ αρχήν με απογοήτευσε αρκετά το κτίριο. Από τότε που φτιάχτηκε, δεκαετίες πριν, δεν είχα καταφέρει να το δω από μέσα, και τώρα πια ήταν αργά. Σα μοντέρνο επιβλητικό κτίριο, το Μέγαρο Μουσικής είναι πιο όμορφο, έστω και μόνο επειδή έχει μέσα επένδυση ξύλου, αυτό το ζεστό καφετί χρώμα, κι όχι το γκρίζο της Opera de Bastille. Αν είχα πάει στην παλιά Όπερα, τη Γκαρνιέ, θα ήταν αλλιώς. Η ατμόσφαιρα του παλιού κτιρίου είναι διαφορετική, σε παραμυθιάζει πάντα, ή τουλάχιστον παραμυθιάζει μια αθηναία μπουχτισμένη απο μοντέρνο. Εκεί μπορεί και τη μουσική να την άκουγα διαφορετικά.
Αλλά μπορεί να έφταιγε και η τιμή του εισιτηρίου. Με τόσα λεφτά πια λες τι θα δω και τι θα ακούσω. Στην πραγματικότητα όμως η παράσταση του Πήτερ Μπρουκ με το Μαγεμένο Αυλό του Μότσαρτ λίγο πιο βόρεια, στο θέατρο Bouffes du Nord που είδα την ίδια εβδομάδα, με εισιτήριο που κόστιζε το ένα τέταρτο της τιμής της Όπερας, μου άρεσε πολύ περισσότερο.
Το ανέβασμα του Μπρουκ ήταν όπως στην Κάρμεν που είχε κάνει κάμποσα χρόνια πριν. Η ίδια αντίληψη, λιτά σκηνικά, κάτι καλάμια που στηρίζονταν σε μικρές βάσεις και συμβόλιζαν όλα τα περάσματα που υπάρχουν στον Αυλό, αλλά και τα δάση. Οι τραγουδιστές ήταν ξυπόλητοι, έτρεχαν απαλά στο πάτωμα του θεάτρου, κάποια σχέση αποκτούσε η φωνή τους με το χώρο. Αυτή η αλαφράδα περνούσε στο σώμα, στη φωνή, κι ακουγόταν αλλιώς, έτσι καθώς ήταν και σχεδόν γυμνή απο μουσική.
Τα καλάμια στα χέρια των ηθοποιών δημιουργούν τείχη
Ορχήστρα δεν υπήρχε, μόνο ένα πιάνο συνόδευε τους τραγουδιστές, οι οποίοι όμως τραγουδούσαν κανονικά τις άριες, όπως στην όπερα. Κι αυτό ήταν το ωραίο, οι φωνές αναδεικνύονταν μέσα σε κείνο τον πολύ μικρότερο από την Όπερα χώρο, επειδή ήταν μόνες, δεν τις έπνιγε η ορχήστρα.
Είναι μια θαυμάσια ιδέα και ξαναδίνει ζωή στην Όπερα με απλά μέσα. Ακόμα και χωρίς μεγάλες αίθουσες, ορχήστρες κλπ, οι φωνές των τραγουδιστών είναι τόσο συγκινητικές, τόσο σπουδαίες. Δεν υπάρχει όργανο σαν την ανθρώπινη φωνή, κι αφού η Όπερα είναι θέατρο, δράμα, μόνη η φωνή, η άρια, το τραγούδι χρειάζονται στην πραγματικότητα.
Στην παράσταση του Μπρουκ οι τραγουδιστές τραγουδούσαν τις άριες στα γερμανικά, αλλά μιλούσαν γαλλικά στους διαλόγους. Έτσι κατάλαβα επιτέλους τη ροή της όπερας αυτής, τη βασική πλοκή της. Γιατί τη λογική της δεν υπάρχει περίπτωση να την καταλάβω ποτέ, τη μασονική συμβολιστική του Μότσαρτ. Δεν μπορώ και δεν ενδιαφέρομαι ιδιαιτερα. Αλλά οι διάλογοι στέκουν και μόνοι τους, πέρα από την παράξενη πλοκή έχουν χιούμορ και ειρμό, τουλάχιστον κομμάτι- κομμάτι.

Η πλατεία Βαστίλης μέσα απο την Όπερα
Στην Αθήνα πριν δυο χρόνια είχα δει μια παράσταση της Κάρμεν στο δρόμο. Ήταν κάτι δημοτικές γιορτές και μια παρέα νέοι λυρικοί τραγουδιστές είχαν ανεβάσει την Κάρμεν με συνοδεία ένα μαγνητόφωνο, ή ένα αρμόνιο, δεν θυμάμαι. Ήταν εξαιρετική, ο κόσμος σταματούσε στο δρόμο και άκουγε. Είχα μείνει δυο ώρες όρθια. Οι φωνές ήταν τέλειες, το παίξιμο μοντέρνο. Αυτή ήταν η μόνη φορά που είδα τέτοιου είδους όπερα στην Ελλάδα. Το παράξενο είναι δηλαδή ότι έχουμε Μέγαρο Μουσικής και μπορούμε να δούμε Όπερα κανονική με εισιτήριο πολύ πιο φτηνό από τη Γαλλία, αλλά δεν έχουμε αυτή την ωραία άποψη της απλής όπερας. Και τώρα υπάρχει η προοπτική να αποκτήσουμε κι άλλη επίσημη Όπερα, αλλά μικρές και απλές δεν φαίνεται να ενδιαφέρουν κανέναν. Αυτό είναι το παράδοξο.  

2 σχόλια:

Ανώνυμος είπε...

Πόσο είχε;

Anna Damianidi είπε...

Το εισιτήριο; Πάνω απο 100 ευρώ. 130 νομίζω.

Πόσο δύσκολο να γίνει το προσωπικό, πολιτικό.

Τη νύχτα που έφτασε ο Καραμανλής στο Ελληνικό να αναλάβει τα ηνία της χώρας που είχε βρεθεί στο χείλος του γκρεμού, πενήντα χρόνια πριν, δεν...