Μια μέρα στο Εδιμβούργο, που είχαμε πάει το Πάσχα διακοπές, μπήκαμε κατά λάθος σε ένα λεωφορείο εξπρές. Το λάθος ήταν δικό μου δηλαδή, δεν είχα προσέξει το Χ που είχε δίπλα στον αριθμό, κι όταν φτάσαμε μπροστά στο σπίτι που μέναμε, το λεωφορείο δεν σταμάτησε στη στάση. Ήταν η μαμά μου μαζί, κι έβαλε τις φωνές, είναι μεγάλη η μαμά μου, στα 85. Ρωτάω τον οδηγό, μου λέει είναι εξπρές, η επόμενη στάση είναι στα δέκα μίλια! Βρε καλέ μου, του λέω, δεν μας αφήνεις εδώ να, χιονίζει έξω κι έχω εδώ γριά γυναίκα! ‘Α, δεν γίνεται, λέει αυτός, αποκλείεται, θα σας πάω όμως στο τέρμα. Θα σας παραδώσω στο σταθμάρχη, θα σας δείξει το λεωφορείο που γυρίζει πίσω και θα έρθετε πάλι!’
Η μαμά μου έπαθε κάτι σαν υστερία. What are you doing? του φώναζε, Stop! Stop! Αλλά ο τύπος έμεινε απαθής. Τον πίεσα λίγο ακόμα, κι ύστερα το πήρα απόφαση, εξάλλου είχαμε πια απομακρυνθεί από το σπίτι. Ε, τουρισμό κάναμε, δεν είχαμε και κανένα ραντεβού, ας πηγαίναμε στο τέρμα λοιπόν, να δούμε και το χιονισμένο τοπίο. Η μαμά μου όμως είχε πάθει έναν καθαρό ελληνικό πανικό, κι ήταν αδύνατον να την ηρεμήσω. Τελικά, τι να κάνει; Το πήρε απόφαση κι αυτή, αλλά δεν σταματούσε να εκδηλώνει την αγανάκτησή της.
Φτάσαμε στο τέρμα, σε έναν ωραίο χιονισμένο λόφο, σταμάτησε το λεωφορείο, μας είπε να κατέβουμε, φώναξε το σταθμάρχη που ήταν σε ένα θαυμάσιο γυάλινο κουβούκλιο, θερμαινόμενο, με αίθουσα αναμονής, του είπε όλη την ιστορία, μας αποχαιρέτησε κι έφυγε. Η μαμά μου συνέχιζε να παραπονιέται και να διατυπώνει την κατάπληξη της, δεν το πίστευε αυτό που της είχε τύχει. Καθίσαμε και περιμέναμε λίγο, ο σταθμάρχης είχε σηκωθεί να βγει έξω να του εξηγήσει ο οδηγός για μας τις δυο, εν συνεχεία ήταν όρθιος για να βλέπει πότε θα έρθει το λεωφορείο και να μας ειδοποιήσει, και γενικά είχε ξεβολευτεί ο άνθρωπος για να μας εξυπηρετήσει.
‘Πρέπει να το πάρεις απόφαση, λέω στη μάνα μου, ότι αυτοί οι άνθρωποι είναι έτσι. Τηρούν τους νόμους τους και τους κανονισμούς τους, πάει και τέλειωσε. Δεν χρειάζεται τόση αγανάκτηση, ορίστε, ήρθαμε στην εξοχή κι είδαμε και το χιονισμένο βουνό από κοντά, τώρα φτάνει το άλλο λεωφορείο και θα μας αφήσει κοντά στο σπίτι. Μας φρόντισαν, δεν μας παράτησαν στην ερημιά, σταμάτα να παραπονιέσαι. Αντικανονικά δεν θα σταματούσε πάντως, ο κόσμος να χαλάσει.’
Το σκέφτηκε λίγο και άρχισε να ηρεμεί. Ήρθε και το λεωφορείο, μπήκαμε, σε πέντε λεπτά ήμασταν στο σπίτι. Της διηγήθηκα ένα περιστατικό στις Βρυξέλλες, σε ένα ταξίδι χρόνια πριν. Περπατούσαμε με μία συνάδελφο, και σε ένα φανάρι πάω εγώ να περάσω με κόκκινο για τους πεζούς απέναντι, και η συνάδελφος με τράβηξε να σταθώ. Υπήρχε απέναντι ένας αστυνομικός που μας έκανε νόημα να περιμένουμε. Ήταν μια μεγάλη λεωφόρος άδεια, δεν περνούσε ούτε ποδήλατο, ούτε φαινόταν τίποτα στον ορίζοντα. Δείχνω στον αστυνομικό τον άδειο δρόμο, ‘Το κόκκινο είναι κόκκινο’, μου λέει. Περίμενα και τιναζόμουνα από ανυπομονησία γελώντας νευρικά, τραβούσα το μανίκι της συναδέλφου που είχε περισσότερη πείρα από αστυνομικούς στις Βρυξέλλες και δεν σκόπευε να βρει το μπελά της για να μου κάνει το χατίρι. Είχα δηλαδή την κλασική ελληνική συμπεριφορά του τσαμπουκά που συνδυάζεται με νευρικότητα και υστερία. Αργότερα, υποφέροντας κάθε μέρα και περισσότερο στην Αθήνα σαν πεζή, νοστάλγησα συχνά εκείνον τον αστυνομικό και αναθεώρησα τις απόψεις μου. Σίγουρα κάτι ξέρουν αυτοί που τηρούν τους κανόνες. Ακόμα κι αν ο δρόμος είναι άδειος έχει νόημα να σέβεσαι το κόκκινο, το οποίο σε προστατεύει από το θάνατο σταματώντας τα αυτοκίνητα για να περάσεις. Στην Αθήνα τώρα πια ακόμα και τα αυτοκίνητα περνάνε με κόκκινο, και τα αναίτια δυστυχήματα έχουν γίνει ρουτίνα. Αλλά δεν έχουμε ελπίδες να αλλάξουμε εμείς. Θεωρούμε την τήρηση των κανόνων κοροϊδία. Δεν μπορούμε να φανταστούμε πια ότι η υπακοή στους νόμους σε καθιστά ανεξάρτητο και αξιοπρεπή.
Μια άλλη μέρα, σε άλλο λεωφορείο του Εδιμβούργου, ήμουνα μόνη μου και καθόμουνα σε μπροστινή θέση. Υπήρχε ένα μωρό στο καρότσι του, κι όταν μπήκε μέσα μια άλλη μαμά με μωρό σε καρότσι έπρεπε να σηκώσει το παιδί και να διπλώσει το καρότσι, διότι έτσι ορίζει- το μαντέψατε- ο κανονισμός του λεωφορείου. Σήκωσε λοιπόν το μωρό που ήταν μικρούλι, γύρω στους οκτώ μήνες, και κρατώντας το κοίταξε γύρω της, να δει πού θα το ακουμπούσε. Το βλέμμα της σταμάτησε πάνω μου και της χαμογέλασα, ευτυχώς αυτό είχα μάθει να το κάνω, εξασκήθηκα από το πρώτο μου ταξίδι εδώ, το 1981, να χαμογελάω χωρίς λόγο σε ανθρώπους στους δρόμους και στους διαδρόμους, επειδή έτσι κάνουν κι αυτοί. Με ρώτησε με το βλέμμα, και με το βλέμμα αποδέχθηκα το καθήκον να κρατήσω το μωρό της μέχρι να διπλώσει το καρότσι. Το πήρα αγκαλιά, πόσο πολύ καιρό είχα να πιάσω μωρό στα χέρια μου, το πήρα με τιμή και συγκίνηση, μα την Παναγία, και το κράτησα πάνω στα γόνατά μου, ανατριχιάζοντας από την τρυφερότητα της σωματικής επαφής, το λιγοστό βάρος του, το μικρό μέγεθος του, το πόσο αδύναμο ήταν που είχε ανάγκη μια άγνωστη συνεπιβάτισσα, την υπενθύμιση από το ίδιο μου το δέρμα του καθήκοντος που έχουμε όλοι απέναντι στα μωρά του κόσμου. Αλλά εκείνο ήταν νευρικό, ήθελε τη μαμά του και τραβιόταν, παρόλο που του μιλούσα ευχάριστα, όπως θυμήθηκα ότι μιλάνε στα μωρά. Μόλις δίπλωσε το καρότσι της η νεαρή μαμά το ξαναπήρε στη δική της αγκαλιά και κάθισε μαζί του.
Δεν είναι απαραίτητα βαρετή η ζωή όταν σέβεσαι τους κανόνες. Στο Εδιμβούργο μάλιστα επιτρέπονται και οι σκύλοι μέσα στα λεωφορεία. Οι κανόνες δε σημαίνουν πάντα απαγορεύσεις, συχνότερα σημαίνουν ρυθμίσεις, για να μπορούμε να συμβιώνουμε. Κάθε μεγέθους σκυλιά επιτρέπεται να μπαίνουν στο λεωφορεία, χωρίς φίμωτρο, μόνο με λουρί, κι έχει μεγάλη πλάκα φυσικά.
Τι κάθομαι και γράφω τώρα εδώ που ο κόσμος χάνεται… Αλλά λεωφορεία υπάρχουν ακόμα, κι ελπίζω να μην εξαφανιστούν από τη ζωή μας σύντομα. Και πιστεύω ότι και στην Αθήνα η αυτοοργάνωση των επιβατών λεωφορείων δεν είναι σε κακό επίπεδο, αν δεις τι γίνεται σε άλλα μέρη. Υπάρχουν ακόμα νεαροί και νεαρές που σηκώνονται για να προσφέρουν τη θέση σε ηλικιωμένους, ακόμα και σε μένα έχουν προσφέρει θέση φέτος που άφησα άσπρα τα μαλλιά. (δεν τη πήρα)
Εκείνο που λείπει είναι ο σεβασμός από τους ανθρώπους που εκπροσωπούν την εξουσία. Ας πούμε τους ελεγκτές, που όταν μπαίνουν μέσα έχουν πολύ συχνά απαράδεκτο ύφος, και εξευτελίζουν τους ανθρώπους που βρίσκουν χωρίς εισιτήριο. Άσε που είναι πασίγνωστο ότι μόλις τους κατεβάσουν κάτω, τους προτείνουν να τους δώσουν ένα εικοσάρικο χωρίς απόδειξη και να τους αφήσουν να φύγουν. Μια φορά πριν χρόνια που με είχαν πιάσει χωρίς εισιτήριο θα πρέπει να τους την έσπασα απολύτως, γιατί λέω αμέσως, ‘Α συγγνώμη, δεν έβρισκα να αγοράσω, δώστε μου το πρόστιμο παρακαλώ’ και το πλήρωσα επί τόπου, μέσα στο λεωφορείο, οπότε δεν υπήρχε περίπτωση να βγάλουν κάτι από μένα.
Αυτό λοιπόν το μικρό πράγμα, αυτή η λεπτομέρεια, είναι απαράδεκτη. Μπορεί να είναι μικρά τα κρατικά έσοδα που χάνονται, αλλά τώρα που μαζεύει το κράτος φασούλι το φασούλι, ας το απαιτήσει και αυτό. Οπότε ταυτόχρονα μπορεί να ζητήσει σεβασμό στους επιβάτες από τους ελεγκτές και από τους οδηγούς, που τώρα τελευταία μιλάνε στο κινητό όταν οδηγούν, όλο και συχνότερα. Και με την ευκαιρία ας εκπαιδεύσει και τους επιβάτες να μη στέκονται όλοι μπροστά στην πόρτα και να μη σπρώχνονται. Λέμε τώρα.
Επειδή αναστοχαζόμαστε τα πάντα λόγω κρίσης, και τα πάντα καμιά φορά οδηγούν στο τίποτα, ας αρχίζαμε από τις λεπτομέρειες. Περνάμε ώρες κάθε μέρα στο λεωφορείο, πολλοί από εμάς. Ε, δεν λέω να περιμένουμε ουρά στη στάση όπως οι Σκωτσέζοι! Ας τους αφήσουμε και καμιά ιδιαιτερότητα τους! Βρετανοί δεν θα γίνουμε. Κάτι ενδιάμεσο ίσως;
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Πόσο δύσκολο να γίνει το προσωπικό, πολιτικό.
Τη νύχτα που έφτασε ο Καραμανλής στο Ελληνικό να αναλάβει τα ηνία της χώρας που είχε βρεθεί στο χείλος του γκρεμού, πενήντα χρόνια πριν, δεν...
-
Πήρα χτες το απογευματάκι το μετρό. Είχε κόσμο, έμεινα όρθια κι άκουγα έναν καυγά να εκτυλίσσεται ανάμεσα σε δυο καθημένους σε θέσεις αντι...
-
Από τη δεκαετία του 1970, που τέλειωσα τις δευτεροβάθμιες σπουδές μου, δεν καταλαβαίναμε γιατί μαθαίναμε λατινικά. «Θα σας χρειαστούν στ...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου