Μπήκε στο τρένο ένα
κορίτσι μόνο του κουβαλώντας ένα σακβουαγιάζ. Δροσερό και πανέμορφο σαν από
άλλο σύμπαν μέσα στο γεμάτο κουρασμένους μεσήλικες βαγόνι. Κάτι συνέβαινε με το
εισιτήριο της, ανακάλυψε ο ελεγκτής μόλις του το έδειξε. Δεν κατάλαβα τι, αλλά
φαινόταν να τον απασχολεί πολύ. Πήγε, ήρθε, συζήτησε μαζί της κάμποσο,
ξανάφυγε, ξαναγύρισε. "Να το ξαναπληρώσω αν δεν είναι εντάξει", την
άκουσα κάποια στιγμή να του λέει. Εκείνος της μιλούσε ψιθυριστά, σκυμμένος στο
κάθισμα. Γκριζομάλλης, καλοκουρεμένος, με άψογα σιδερωμένο το γαλάζιο πουκάμισο
του οργανισμού. Μα τι τέλος πάντων είχε αυτό το εισιτήριο και ασχολιόταν τόση
ώρα; Θα του άρεσε να της μιλάει απλώς, δεν μπόρεσα να μη σκεφτώ, και δεν βρήκε
άλλο τρόπο να τη φλερτάρει.
Κάποια στιγμή έφυγε,
ησυχάσαμε. Ησυχο ταξίδι, όλοι κοιμόντουσαν, ακουγόταν κάποιος να ροχαλίζει.
Μετά απο μισή ώρα νά τον πάλι, οπλισμένος με χαρτιά, ροζ, μπλε, γκρίζα,
διπλότυπα, αποδείξεις, πάει στην κοπέλα. "Θα πας εκει, στο γραφείο
παραπόνων, Καρόλου είναι, πίσω απο τη
Μάρνης..." Να εξηγεί με λεπτομέρειες πού είναι η Καρόλου, η Μάρνη, μάλλον
η Μάρνης. Εκεί που ήταν η τροχαία. Ξέρεις που ήταν η τροχαία;
Δεν ήξερε πού ήταν η
Τροχαία. Δεν ήξερε τίποτε, και δεν ήθελε να μάθει. Δεν ήθελε να παραπονεθεί, να
ζητήσει πίσω τα λεφτά της οπως την προέτρεπε εκείνος, ο οποίος σε λίγο έφερε κι
άλλα χαρτιά και της ζήτησε να τα διαβάσει. Ένα μεγάλο σα φιρμάνι του σουλτάνου,
τυλιγμένο σε πλαστικό, γεμάτο ψιλά γράμματα, μυστήριο. Η λίστα με τα δικαιώματα
του επιβάτη θα ήταν προφανώς. "Πάρε να το διαβάσεις" της λέει. Για
πρώτη φορά τα φρύδια της έσμιξαν ενοχλημένα καθώς στριφογύριζε το σεντόνι
εκείνο προσπαθώντας να φανταστεί ποια θα ήταν η σωστή αντίδραση. Σα να άρχιζε
να τρομοκρατείται λίγο. Το θέμα θα ήταν σοβαρό, κάτι θα της είχε διαφύγει. Ο
άλλος επέμενε να της εξηγεί που είναι η Καρόλου. Σώνει και καλά να τη στείλει
στην παλιά Τροχαία, να την κάνει να ανεβαίνει σκάλες, να ταλαιπωρείται σε
γραφεία με δύστροπους υπαλλήλους, ανήσυχος μην τυχόν και χάσει την ευκαιρία να
γνωρίσει λίγη γραφειοκρατική πραγματικότητα και λίγη βρώμα της υποβαθμισμένης
Αθήνας. Αυτό το κορίτσι που είχε τη σφραγίδα της ευζωίας και μιας ατρόμητης
αθωότητας στο πρόσωπο να θέλει οπωσδήποτε να το φέρει σε επαφή με το περιβάλλον
που φιλότιμα, καθημερινά φθείρει χωρίς λόγο τους ανθρώπους, τους υπενθυμίζει το
κισμέτ, τη ματαιότητα κάθε απόπειρας διαφυγής. "Θα πας λοιπόν εκεί",
να επιμένει. Σαν πράκτορας της γραφειοκρατίας που διψά φρέσκο νεανικό αίμα. Είχε διαλέξει τρόπο να
της μείνει κάπως αξέχαστος.
Μην πας! μου ήρθε να
φωνάξω όταν τον είδα πια να φεύγει. Μείνε λίγο ακόμα έτσι μακρινή, καθυστέρησε
την οικειότητα με τους βαριεστημένους υπαλλήλους, τα μεταλλικά τους γραφεία, το
ύφος κυρίαρχων της μοίρας που έχουν όταν μας κοιτάζουν. Κάπου θα σε πετύχουν
σύντομα, κανένας δεν γλιτώνει, αλλά όσο πιο αργά τόσο καλύτερα.
Δεν είπα τίποτε
φυσικά.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου